Την συναντούσα συχνά γωνία Φυλής και 14ης Μαΐου. Ένας σωρός ρούχα και σκόνη. Σήμερα στο χιόνι ο όγκος της πρόβαλλε από μακριά. Στο πλήθος των ρούχων της υπόπτου καθαριότητας και άγνωστης παλαιότητας είχε προστεθεί γούνα καφετί ενδόξου παρελθόντος τα κομμάτια της οποίας συγκρατούσαν πάμπολλες παραμάνες. Είχε καθίσει πάνω σε δεκάδες ανοιχτά χαρτόκουτα, που έφτιαναν μια πολιτεία και αυτή στη μέση, νανούριζε για πολλοστή φορά την πλαστική κούκλα.
Σιγοτραγουδούσε στίχους δικής της έμπνευσης χαϊδεύοντας το κεφάλι της κούκλας. Το σώμα εξακολουθούσε με κίνηση το ρυθμό του νανουρίσματος.
Κάθε φορά που πλησιάζει κάποιος, σηκώνει σκιασμένη το κεφάλι, αγριεύει και δεν επανέρχεται στο έργο της, αν δεν απομακρυνθείς.
Είναι τότε που ανακάλυψα την οδύνη της απουσίας στα μάτια της. Είχαν καταντήσει μαύρες τρύπες στο χαραγμένο από τις συσπάσεις πρόσωπό της, την τραγικότητας του οποίου συμπληρώνει η απλυσιά ετών. Τα χείλη σφραγίζουν και περιμένουν να φύγεις. Να μην την σκιάζεις.
Την ονόμασα Σάρα. Έγινε μετά την τρίτη συνάντησή μας. Ποτέ δεν αναρωτήθηκα γιατί. Θεώρησα ότι ήταν μέρος της ύπαρξής της το όνομα και δική μου γνώριμη. Ψιθυρίζω το όνομα και έχω το προνόμιο να μου επιτρέπει μεγαλύτερη παραμονή. Οι ολιγόλεπτες βουβές συναντήσεις μας έχουν εννιάχρονο παρελθόν.
Περιμένω να πει: ΦΥΓΕ – ΚΑΤΣΕ – ΜΑΡΙΑ. Σιγή. Η μόνη της έννοια της οποίας έτυχα είναι να έχω χρόνο να την κοιτάζω καθώς η μητρότητα για δευτερόλεπτα μας συνταξιδεύει.
Η δική της απώλεια δεν ξέρω ποια είναι. Δεν γνωρίζω το είδος της απουσίας. Φτιάχνω σενάρια του νου, τα οποία υιοθετώ ανάλογα με τους καιρούς.
Οι μέρες που διανύουμε μεγεθύνουν την μητρότητα και εξαιτίας της οι διαβάτες την πρόσεξαν περισσότερο. Τους παρέπεμπε, όπως κι εμένα, στην άλλη, την ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΜΗΤΕΡΑ που ξεπάγιαζε όχι σε γωνιές, αλλά σε σπηλιά με εύσπλαχνα ζώα γύρω της να την φροντίζουν.
Η απουσία δικών μου βλαστών πονούσε. Δεν είναι που αδειάζει η αγκαλιά, που περισσεύει η αγάπη. Δεν είναι που τα χέρια στέκουν στο πλάι στερημένα, άπραγα. Είναι που έχουν συνηθίσει να πλέκουν φωλιές, να φέρνουν τροφή, να κανακεύουν.
Κούκλα δεν πήρα. Στην γωνία δεν έκατσα. Τους δρόμους πήρα μη και ξεχαστώ, μη και βρω λύση χαζεύοντας την ευτυχία και οικογενειακή γαλήνη των άλλων, αυτών πίσω από τα στολισμένα παράθυρα. Δεν ξέρω και τι να πω στους άλλους, πώς να δικαιολογήσω τον εγωισμό, την έλλειψη αυτοσυγκράτησης και πώς να ομολογήσω σε μια κοινωνία – Ναι, μου λείπουν τα παιδιά μου. Σε μια κοινωνία που την μόνη απουσία που τραγουδάει, που προωθεί είναι του έρωτα. Αυτοκτόνησαν ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα και απίθανα πολλοί άλλοι αφανίσθηκαν εξαιτίας της απουσίας του έρωτά τους. Δεν χωράνε οι σύγχρονες μάνες, αυτές που απογαλάκτισαν, αυτές που πρέπει να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, των καιρών, δυναμικές, σύγχρονες με τη μητρότητα σε δεύτερο πλάνο. Τι εύκολα που τα έλεγα και πόσο δύσκολα τα βιώνω.
Σιγοτραγουδάω πότε πότε κανένα δημοτικό για την ξενιτιά μια και η σύγχρονη παραγωγή στίχων δεν πρόβλεψε τέτοιους χωρισμούς.
Ο πόνος; Πόνος.
Καμιά παρηγοριά η συνάντηση με τη Σάρα.
Πλησιάζω και μου ’ρχεται να ριχτώ στους ώμους της και να κλάψω. Να μοιράσουμε τις απουσίες, μη και ελαφρύνει ο καημός. Μπαίνουν ανάμεσά μας διάφορα ανασταλτικά του φοβερού καθωσπρεπισμού μου.
Η ένταση μεγαλώνει, συναισθηματική φόρτιση των εορτών το λένε. Εγώ ένα ξέρω. Θέλω τα παιδιά μου. Θέλω να μηδενίσω την απόσταση, να καταργήσω την προσποίηση της «άνετης». Θέλω να τα μυρίσω, να ανακαλύψω πάλι την τέλεια μυρωδιά των βρεφών, να τα φιλήσω. Θέλω τη συνέχειά μου. Είμαι σε πανικό.
- Σάρα, μ’ ακούς;
Σκουπίζω τα δάκρυα, είναι μπροστά μου.
Σηκώνει τα μάτια, μου προτείνει την κούκλα και λέει
- Είναι η Σάρα, η κόρη της Γης. Είχα ήδη γίνει ένας ακόμη σκουρόχρωμος όγκος στο χιόνι.
English translation
Title: Sara (December 2001)
I came across her at the corner of Filis and 14 Maiou streets. A pile of clothes and dust, she was. This morning, her shape was visible in the snow from afar. To the many clothes of questionable neatness and unspecified age was added a brown fur-coat, reminiscent of a glorious past that was held together with countless pins. She sat on a dozen open cartons that resembled a cityscape, and she was there in the middle, singing a lullaby to the plastic doll for the umpteenth time.
She was whispering verses of her own inspiration while stroking the doll’s head. Her body followed suit in the lullaby pace.
Every time someone approached, she raised her head rather annoyed, got upset and didn't go back to her tasks, if you didn't move away.
It is then when I discovered the agony of loss in her eyes. They had become black holes etched by contractions of her face, the tragedy of which was complemented by the years long lack of facial washing. Her lips remain sealed and she’s waiting for you to go. And not cast shadow over her.
I named her Sara. It happened after our third encounter. I never asked myself why. I thought of it as a part of her existence and an old acquaintance of mine. I whispered the name and obtained the privilege of her allowing me to stay a bit longer. Our short mute encounters have now existed for nine years.
I am waiting for her to say: GO AWAY – SIT DOWN - MARIA. Silence. Her only worry I felt was that I took time to look at her while our mutual motherhoods traveled together for a few seconds.
I don’t know exactly what her loss was. I don’t know what kind of absence. I built different scenarios in my mind that I adopted depending on the circumstances.
In the days that passed the aspect of her motherhood expanded and, just because of this, passers-by noticed her even more. She pointed them, just like she pointed me, to the other one, the UNIQUE MOTHER, who has not been freezing from cold in the street-corners, but sat in a cave surrounded by compassionate animals that took care of her.
The absence of my own offsprings hurts me deeply. Not because hugs remain vacant, and surplus love stays unfulfilled. Not because the arms stand at the side deprived, inactive. It's because they were used to weave nests, to bring food, to pamper.
I didn’t buy a doll. I didn’t sit in the street-corners. I took the streets to try to forget, to find a solution by browsing the happiness and family peace of others, of those behind the decorated windows. I do not know what to say, how to justify my ego, my lack of restraint, and how to confess in a society : Yes, I miss my children. In a society that the only loss it chants and fosters is that of infatuation. Romeo and Juliet killed themselves, and amazingly many more were destroyed because of losing their love. It is not suitable for modern mothers, those who have already weaned, those who must rise to the circumstances, to the times, the dynamic, the modern, with motherhood itself found at a inferior level. How effortlessly I used to explain such things and how hard it is to experience them. From time to time I am humming quietly a folksong about emigration because the contemporary production of lyrics has not provided for separations like those.
How about pain? It still remains a pain.
No solace from meeting Sara.
As I am approaching her, I feel like throwing myself into her arms and weep. To share the feeling of absence that might perhaps ease our sadness. Various inhibitors emerging from my cruel ‘savoir-vivre’ stand suddenly right between us.
Tension grows, it is called the emotional burden of the holidays. I just know one thing. I want my children. I want to obliterate the distance, remove the pretence of "nonchalance". I want to smell them, to find again the perfect scent of the baby skin, to kiss them. I want to go on. I panic.
- Sara, do you hear me?
I wipe the tears, she stands in front of me.
She lifts her eyes, she offers me the doll and says,
- This is Sara, the daughter of the Earth.
I had already become another dark pile in the snow.
(Authored by Maria Toloudi)
Σιγοτραγουδούσε στίχους δικής της έμπνευσης χαϊδεύοντας το κεφάλι της κούκλας. Το σώμα εξακολουθούσε με κίνηση το ρυθμό του νανουρίσματος.
Κάθε φορά που πλησιάζει κάποιος, σηκώνει σκιασμένη το κεφάλι, αγριεύει και δεν επανέρχεται στο έργο της, αν δεν απομακρυνθείς.
Είναι τότε που ανακάλυψα την οδύνη της απουσίας στα μάτια της. Είχαν καταντήσει μαύρες τρύπες στο χαραγμένο από τις συσπάσεις πρόσωπό της, την τραγικότητας του οποίου συμπληρώνει η απλυσιά ετών. Τα χείλη σφραγίζουν και περιμένουν να φύγεις. Να μην την σκιάζεις.
Την ονόμασα Σάρα. Έγινε μετά την τρίτη συνάντησή μας. Ποτέ δεν αναρωτήθηκα γιατί. Θεώρησα ότι ήταν μέρος της ύπαρξής της το όνομα και δική μου γνώριμη. Ψιθυρίζω το όνομα και έχω το προνόμιο να μου επιτρέπει μεγαλύτερη παραμονή. Οι ολιγόλεπτες βουβές συναντήσεις μας έχουν εννιάχρονο παρελθόν.
Περιμένω να πει: ΦΥΓΕ – ΚΑΤΣΕ – ΜΑΡΙΑ. Σιγή. Η μόνη της έννοια της οποίας έτυχα είναι να έχω χρόνο να την κοιτάζω καθώς η μητρότητα για δευτερόλεπτα μας συνταξιδεύει.
Η δική της απώλεια δεν ξέρω ποια είναι. Δεν γνωρίζω το είδος της απουσίας. Φτιάχνω σενάρια του νου, τα οποία υιοθετώ ανάλογα με τους καιρούς.
Οι μέρες που διανύουμε μεγεθύνουν την μητρότητα και εξαιτίας της οι διαβάτες την πρόσεξαν περισσότερο. Τους παρέπεμπε, όπως κι εμένα, στην άλλη, την ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΜΗΤΕΡΑ που ξεπάγιαζε όχι σε γωνιές, αλλά σε σπηλιά με εύσπλαχνα ζώα γύρω της να την φροντίζουν.
Η απουσία δικών μου βλαστών πονούσε. Δεν είναι που αδειάζει η αγκαλιά, που περισσεύει η αγάπη. Δεν είναι που τα χέρια στέκουν στο πλάι στερημένα, άπραγα. Είναι που έχουν συνηθίσει να πλέκουν φωλιές, να φέρνουν τροφή, να κανακεύουν.
Κούκλα δεν πήρα. Στην γωνία δεν έκατσα. Τους δρόμους πήρα μη και ξεχαστώ, μη και βρω λύση χαζεύοντας την ευτυχία και οικογενειακή γαλήνη των άλλων, αυτών πίσω από τα στολισμένα παράθυρα. Δεν ξέρω και τι να πω στους άλλους, πώς να δικαιολογήσω τον εγωισμό, την έλλειψη αυτοσυγκράτησης και πώς να ομολογήσω σε μια κοινωνία – Ναι, μου λείπουν τα παιδιά μου. Σε μια κοινωνία που την μόνη απουσία που τραγουδάει, που προωθεί είναι του έρωτα. Αυτοκτόνησαν ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα και απίθανα πολλοί άλλοι αφανίσθηκαν εξαιτίας της απουσίας του έρωτά τους. Δεν χωράνε οι σύγχρονες μάνες, αυτές που απογαλάκτισαν, αυτές που πρέπει να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, των καιρών, δυναμικές, σύγχρονες με τη μητρότητα σε δεύτερο πλάνο. Τι εύκολα που τα έλεγα και πόσο δύσκολα τα βιώνω.
Σιγοτραγουδάω πότε πότε κανένα δημοτικό για την ξενιτιά μια και η σύγχρονη παραγωγή στίχων δεν πρόβλεψε τέτοιους χωρισμούς.
Ο πόνος; Πόνος.
Καμιά παρηγοριά η συνάντηση με τη Σάρα.
Πλησιάζω και μου ’ρχεται να ριχτώ στους ώμους της και να κλάψω. Να μοιράσουμε τις απουσίες, μη και ελαφρύνει ο καημός. Μπαίνουν ανάμεσά μας διάφορα ανασταλτικά του φοβερού καθωσπρεπισμού μου.
Η ένταση μεγαλώνει, συναισθηματική φόρτιση των εορτών το λένε. Εγώ ένα ξέρω. Θέλω τα παιδιά μου. Θέλω να μηδενίσω την απόσταση, να καταργήσω την προσποίηση της «άνετης». Θέλω να τα μυρίσω, να ανακαλύψω πάλι την τέλεια μυρωδιά των βρεφών, να τα φιλήσω. Θέλω τη συνέχειά μου. Είμαι σε πανικό.
- Σάρα, μ’ ακούς;
Σκουπίζω τα δάκρυα, είναι μπροστά μου.
Σηκώνει τα μάτια, μου προτείνει την κούκλα και λέει
- Είναι η Σάρα, η κόρη της Γης. Είχα ήδη γίνει ένας ακόμη σκουρόχρωμος όγκος στο χιόνι.
English translation
Title: Sara (December 2001)
I came across her at the corner of Filis and 14 Maiou streets. A pile of clothes and dust, she was. This morning, her shape was visible in the snow from afar. To the many clothes of questionable neatness and unspecified age was added a brown fur-coat, reminiscent of a glorious past that was held together with countless pins. She sat on a dozen open cartons that resembled a cityscape, and she was there in the middle, singing a lullaby to the plastic doll for the umpteenth time.
She was whispering verses of her own inspiration while stroking the doll’s head. Her body followed suit in the lullaby pace.
Every time someone approached, she raised her head rather annoyed, got upset and didn't go back to her tasks, if you didn't move away.
It is then when I discovered the agony of loss in her eyes. They had become black holes etched by contractions of her face, the tragedy of which was complemented by the years long lack of facial washing. Her lips remain sealed and she’s waiting for you to go. And not cast shadow over her.
I named her Sara. It happened after our third encounter. I never asked myself why. I thought of it as a part of her existence and an old acquaintance of mine. I whispered the name and obtained the privilege of her allowing me to stay a bit longer. Our short mute encounters have now existed for nine years.
I am waiting for her to say: GO AWAY – SIT DOWN - MARIA. Silence. Her only worry I felt was that I took time to look at her while our mutual motherhoods traveled together for a few seconds.
I don’t know exactly what her loss was. I don’t know what kind of absence. I built different scenarios in my mind that I adopted depending on the circumstances.
In the days that passed the aspect of her motherhood expanded and, just because of this, passers-by noticed her even more. She pointed them, just like she pointed me, to the other one, the UNIQUE MOTHER, who has not been freezing from cold in the street-corners, but sat in a cave surrounded by compassionate animals that took care of her.
The absence of my own offsprings hurts me deeply. Not because hugs remain vacant, and surplus love stays unfulfilled. Not because the arms stand at the side deprived, inactive. It's because they were used to weave nests, to bring food, to pamper.
I didn’t buy a doll. I didn’t sit in the street-corners. I took the streets to try to forget, to find a solution by browsing the happiness and family peace of others, of those behind the decorated windows. I do not know what to say, how to justify my ego, my lack of restraint, and how to confess in a society : Yes, I miss my children. In a society that the only loss it chants and fosters is that of infatuation. Romeo and Juliet killed themselves, and amazingly many more were destroyed because of losing their love. It is not suitable for modern mothers, those who have already weaned, those who must rise to the circumstances, to the times, the dynamic, the modern, with motherhood itself found at a inferior level. How effortlessly I used to explain such things and how hard it is to experience them. From time to time I am humming quietly a folksong about emigration because the contemporary production of lyrics has not provided for separations like those.
How about pain? It still remains a pain.
No solace from meeting Sara.
As I am approaching her, I feel like throwing myself into her arms and weep. To share the feeling of absence that might perhaps ease our sadness. Various inhibitors emerging from my cruel ‘savoir-vivre’ stand suddenly right between us.
Tension grows, it is called the emotional burden of the holidays. I just know one thing. I want my children. I want to obliterate the distance, remove the pretence of "nonchalance". I want to smell them, to find again the perfect scent of the baby skin, to kiss them. I want to go on. I panic.
- Sara, do you hear me?
I wipe the tears, she stands in front of me.
She lifts her eyes, she offers me the doll and says,
- This is Sara, the daughter of the Earth.
I had already become another dark pile in the snow.
(Authored by Maria Toloudi)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου