Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Διάφορες πραγματικότητες… Ολιγαρκής.

Περιστατικό 8.

Μικρόσωμος με το μπαστούνι του μπήκε κατά τις 11 στο μανάβικο. Ζήτησε να του φέρουν ένα καρπούζι. Δύσκολα το φέρνεις απ´ έξω μέσα χωρίς σακούλα, ή που να στηριχτείς και να το βάλεις στη σακούλα, ή κάποια άλλη εκδοχή του «ζητάω να μου φέρουν ένα καλό καρπούζι απ´ έξω». Το ζύγισαν, το ‘βάλαν στη σακούλα και το άφησαν στον πάγκο.
-Πόσο ο παράς;
-Ένα ευρώ και είκοσι λεπτά.
Έβγαλε το πορτοφολάκι από την τσέπη, αφού πρώτα ακούμπησε το μπαστούνι στον πάγκο. Πήρε τα κέρματα και δίνοντας τα στην μανάβισσα είπε:
«Τι ψυχή έχουν ένα ευρώ και είκοσι λεπτά μπρος στον κόπο; Τους βαρέθηκα στο καφενείο. Γκρίνια, γκρίνια! Αν δεν είσαι γεωργός δεν καταλαβαίνεις. Πόλεμο με τον καιρό κάνεις. Με το που ξημερώνει τρέχεις έξω να δεις με ποιά γυναίκα κοιμήθηκε. Μια μάχη που κρατά από σοδειά σε σοδειά και φτου απ’ την αρχή. Τώρα έχει και φάρμακα και δελτία καιρού, για τον αγρότη ειδικά. Αλλά μέχρι το τέλος σε τρώει η αγωνία. Το παίρνεις ένα μικρό σποράκι, το κάνεις φυντανάκι, το φροντίζεις, το ποτίζεις, παρακολουθείς τον καιρό, το περιμένεις, το κάνεις κεφαλάκι μικρού παιδιού. Πας γεμάτος χαρά στην κυρά σου και καυχιέσαι. «Καλά θα πάμε φέτος.» Γέμισε το μποστάνι κεφαλάκια πράσινα. Πιάνει ένα χαλάζι, πάνε όλα κατα διαόλου λίγο πριν το τέλος. Λίγο πριν την γλύκα. Χάθηκαν όλα! Τι να πει αυτός ο αγρότης;
Ο άλλος το χαβά του. Πρωί απόγευμα η ίδια κασέτα. Βουλιάζουμε, θα πεινάσουμε. Τόσο το χαράτσι, τόσο η ΔΕΗ. Σταματούν για λίγο να χαζέψουν τις περαστικές, τις μισόγυμνες, τις ελαφρόμυαλες δηλαδή αντί να πουν, τι είχαμε, τι χάσαμε; Σάρκα στα χέρια μας, ευχαρίστηση στην ψυχή μας, μείναμε να ξερογλείφουμε και να γκρινιάζουμε για το χαράτσι με χίλια ευρώ σύνταξη. Ξεκούραστα λεφτά. Όλοι Ωνάσηδες να γίνουν και χωρίς κόπο. Γερνάς και πικραίνεσαι. Όλα σε φταίνε. Τα πονίδια, η μοναξιά, οι αλλαγές σταματημό δεν έχουν. Όλο πίσω κοιτάς τι έκανες, τι δεν έκανες. Σου φταίνε όλα και όλοι. Πες, άλλο σε πειράζει, ρε φίλε. Που κάποτε ήσουν καβαλάρης και τώρα ξεπέζεψες. Πες Δόξα τω Θεώ που ξημέρωσες και είπες καλημέρα! Τους βαρέθηκα!»
Στην ερώτηση πόση σύνταξη παίρνει, μου απαντά 479 ευρώ.
«Μου φτάνει και περισσεύει γι αυτό που μπορώ και μου επιτρέπεται.»