Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Περιστατικό 15o

- Ού,τι πάρ’ς πέντι ιβρώ!
- Στέκα να ειδείς.
- Το βάζ’ς και εισ’ ουλόιδια η μαντόνα.
- Για μεγάλα βυζιά, για μικρά.
- Ασορτί και του αποκάτου.
- Όχι ετούτα, 2 κομμάτια στου πεντάεβρου
Άγνωστη η προφορά. Όσο και να πίεσα, δεν έβγαλα συμπέρασμα.
- Τι σε γνοιάζ; Ούλοι σ’ ένα κρεββάτι πέφτουμι και σ’ ένα λάκου μας
παραχώνει.
- Πάρε, πρώτο πράμα. Λάστιχα, τσι νταντέλες; Τι πρώτα;
- Δεν ξέρω το νούμερο.
-Τι χαζη..η, και σ’ είχα κι για έξυπνη. Παίρνε δυο, ένα μεγάλου κι ένα
μικρό, να, να πούμε 3 και 2 νουμιρο και την άλλη Πέμπτη φέρ’ το και πάρε
του σωστό που συ ταίριαξε.
- Δεν θα είμαι εδώ.
- Εμ στα ταξίδια τα φοράν οι κυρίες. Να τις θέλ’νε; Ε, Ουχι. Άμα,
άνθρωπος είσ’, κάτι παθαίν’ς, και συ πάν κι στου νουσουκουμείου. Συ
ανοίγουν και τι να ειδούν. Θαμάζουν.
- Αχρείαστος ο θαυμασμός. Χτύπα ξύλο!
- Λέμε τώρα. Πάρε, σι λέω… Τι; Πως αρχίνισα;
- Α, τρανή ιστορία. Άμα πέθανε ο σχωρεμένος, έμεινα με το φορτηγάκι και
την άδεια. Να πουλάω πατάτες. Τα σακιά βαριά. Πάω στις υπηρεσίες να
αλλάξ' την άδεια. Κι συ εκεί δούλεβες; Αμ τσ’ σιχάθ’κα. Πήγα-ήρθα, μες’
τα μαύρα, π’νούσε κι η καρδιά μ’, αλλά τα έξοδα τρέχαν.
Την άλλαξα εν τέλει. Άμα θέλ’ ου άνθρωπος ούλα τα φτιαχν'.
Πάω στον Ξανθιώτη, τουν έμπουρου, του λέγω το και το.
- 650 ιβρώ τα 500 κομμάτια. Ο παράς ντούκου.
- Τι λες βρε, χήρα γυναίκα είμ’, που θα τα βρω;
- Άμα θες…
Είπαμ, ξαναείπαμ, μη σε ζαλίζω κιόλα, φεύγω, παγαίνω στου Σταθμό. Εκεί
συλλογάμαι κι κλαίω.
Με πλησιάζ' ο Αριστείδης κεί που σκεφτόμουνα, στου σταθμό τσι Ξάνθης.
- Χήρα;
Χήρα του λέω κι αρχίζω να κλαίγω.
- Κι εγώ χήρος, μ’ λέει κι αρχίζ’μι τη γνωριμία. Ε, μι είδε εκεί στο μιγάλο
του παζάρ με τον Ξανθιώτ’. Σι λέει σι ανάγκη είν’. Μόνη αυτή, μόνος κι
ιγώ. Μπας και τα ταιριάξουμε. Ε, φαίνουμι και πιο νέα. Τα 60 τα πάτ’σα.
Εμ κι αυτός 70αρης θα ιντους.
Φύγαμ' μαζί για το σπίτ’.
Βάζ ο Αριστείδης τα μ’σά κι εγώ τ’ άλλα τόσα κι στα εννιάμηνα του
μακαρίτ’ ιγώ στου πάγκου με τα σουτιένια.
Ο Αριστείδ’ς; Δουλευτάρ’ς, ανοιχτοχέρης και τ´αρέσει κι το κοκό. Δόξα το
Θεό, χόρτασα κι φαγάκι κι τα μπερεκέτια μ’.
Τώρα που ειναι; Να κει, παρακάτου… πουλάει καλτσοβράκια, κολάν κι
κάλτσες.
Του μεσημέρι τα μαζέβ’με, κι βουρ δρόμο για το σπ’τάκι μας. Ένα κεραμίδι
πάνου στου κεφάλ’ το ‘χμε.
Κι ο σταυρός έγινε ως επισφράγισμα, ευχαριστία και ευχή.
- Τιπτα δε πήρεις. Εσύ θ’ χάσ’ς. Πάγινε στην άκρη τώρα, γιατί με τα
μασάλια δεν πούλσα κι τίποτις.
Ας γίν’ται. Κι αυτά χρειάζουντε. Συ όμως ένα κόκκινο να του πάρ’ς. Πάει
μ’ τα μαλλιά σ’, σαν σπανιόλα θα πρέψεις. Ακ’με που σι λέω. Κάτι ξερ’με
κι μεις οι καψερές.

Περιστατικό 14o

Διασχίζω αυτήν την ηλιόλουστη Πέμπτη τον δρόμο της Λαϊκής.

Δεξιά τα ρούχα, αριστερά τα φρούτα, λαχανικά, ψάρια, ξηροί καρποί κι ελιές.

Κόσμος ανεβαίνει-κατεβαίνει, κοντοστέκεται, συνομιλεί, ψάχνει, παζαρεύει. Οι

πραματευτές διαλαλούν τα προϊόντα τους με σχόλια και ανορθόγραφες ταμπέλες.

- Ό,τι πάρεις 5 ευρώ, 3 ευρώ.

Σωροί ρούχων, πουλόβερ, ζακέτες, κολάν, γυναίκες που ανασύρουν κάτω απ’ το

σωρό το μπεζ, ψάχνουν τα νούμερα, ψιλοπροβάρουν.

- Γιατί καλέ 5 ευρώ, ο άλλος πιο κάτω τα δίνει 3.

- Πάνε σε κείνο τότε, εμείς τόσο τα πουλάμε. Δες τις ταμπέλες Βenetton.
Πρώτο πράμα!

- Πόσο έχουν τα πουκάμισα;

- 15.

- Τι;

- 15. Μέσα σε τζελατίνα κυρία, πρώτο πράγμα. Gant!

- Τι Gant;

- Κατευθείαν από Αμέρικα.

- Αστειεύεσαι, βέβαια.

- Αν δεν με πιστεύεις, δες την ετικέτα.

- Turkey, γράφει.

- Ε, έκανε και μία στάση να δει τον Βόσπορο. Σας πειράζει;

- Σμαλ έχετε;

- Όχι,

- Γιατί;

- Ε, άμα φαλιρίσουν αυτοί που έχουνε small θα σου φέρω.

- Μη παρκάρεις το ποδήλατο εκεί, θα φας πρόστιμο, λέει και φτιάχνει τον

κουκορίκο του.

- Μπα; Και από πότε απαγορεύεται η στάθμευση ποδηλάτων, παρακαλώ;

- Από τότε που πληρώνω εγώ το χώρο, λέει ο μόλις 25-άρης έμπορος και λύνεται

στα γέλια.

- Άν πάρεις το πουκάμισο γλυτώνεις το πρόστιμο, λέει στον διπλανό συνομήλικο

έμπορο και ξεκαρδίζονται στα γέλια.

Σε λίγο μια ξινή με μαλλί κουρούκα, γιαλαντζί πέτσινοκαι αγκαζέ το μπούλη της

πέφτει πάνω στην ρόδα του ποδηλάτου, λερώνει το μαύρο κολάν και το μποτίνι

με τα στρουκς.

- Πρόσεχε κυρία μου με το ποδήλατό σου!

- Σταθμευμένο ήταν, σεις πέσατε πάνω του.

- Τι το θέλεις το ποδήλατο; Πως κυκλοφορεί; Δεν βλέπει τα κιλά της;

- Πως τολμάει και το ανεβαίνει, συνεχίζει, η συλφίς. Είναι παράξενες μερικές.

Πάνε κυρά μου με τα πόδια, το έβγαλες τσάρκα; Εμείς ψωνίζουμε.

Καροτσάκια, καλάθια, συρόμενες τσάντες την αφήνουν ανενόχλητη. Την ενόχλησε

το ποδήλατο που άφησε ίχνος ροδιάς στο νάιλον ένδυμα και χάλασε τη μόστρα.

Απτόητη η ποδηλάτισσα.

- Κι εσύ πως τολμάς και κυκλοφορείς με γάντζο αντί για μύτη, ψωνάρα;

- Βούλωστο και ζήτα συγνώμη από την δεσποινίδα, μίλησε ο μπούλης.

Οι ράπερ πωλητές διπλώθηκαν στα γέλια. Μέσα στα γέλια, λένε του μπούλη «Σιγά

πια, σου θίξαν το μανούλι;»

- Τι μανούλι, ρε μαλ.κα; Ρέγκα μ’ αγκίστρι έβγαλε στην πιάτσα.

Ανάψαν τα αίματα, φωνές, ήρθε κι ο μεγάλος από τον πιο κάτω πάγκο, φοβήθηκε

ο μπούλης, μπήκαν στην μέση και άλλοι. Άφαντη η ποδηλάτισσα.

- Ώρα είναι να μας κουβαληθεί και η αστυνομία. Φιρί-φιρί το πάτε.

- Εμ νέοι είναι, τα αίματα βράζουν.

- Σκάσε και κάνε πίσω. Έτσι θα βγάλεις ρε μεροκάματο; Βρίζοντας την άλλη

‘ρέγκα’;

- Με αγκίστρι, παρακαλώ!

- Είπα σιλάνς. Θα πλακώσουν οι μπάτσοι και τέρμα τα ψέμματα. Ορεβουάρ ο

πάγκος.

Απομακρύνθηκα για να επιστρέψω.

- Τι σας πείραζε η κοπέλα; Τι να την κάνει την μύτη της;

- Η μύτη τι να με πειράξει; Το στυλάκι της μου την βαράει. Κάθε Πέμπτη έρχεται

ανακατώνει και φεύγει. Κάνει ότι δεν μας γουστάρει. Ανακατεύει και

κρυφοκοιτάζει.

- Μπορεί να θέλει να σουφρώσει κάτι.

- Μπα, γουστάρει, σου λέω.

- Δεν είδες το τζιτζιφιόγκο της; Λίγο της πέφτουμε…

- Λίγο είναι το μάτι της!

- Εμείς, τι να σου πω; Τρέχουν τα σάλια μας.

- Αι-σιχ..ρ, το μαλ…σμενο!

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Περιζήτητα

Πρώτα διέσχισανοι πέρδικες
τον χαλικόστρωτο δρόμο.
Καφετιές, καμαρωτές
δυο-δυο επέλεξαν τα σπάρτα να φωλιάσουν τον έρωτα.
Τι καλύτερο!
Σκιερά, φουντωτά,
με άφθονο το λαμπερό κίτρινο,
τον κακοτράχαλο δρόμο διέτρεχαν,
ίσα που άφηναν να φανούν
οι πράσινες, ανεμοδαρμένες κορυφογραμμές των χαμηλών οροσειρών.
Μας πρόλαβε ήχος των κουδουνιών και βελασμάτων.
Σκιάχτηκαν οι πέρδικες,
ρυθμό άλλαξαν.
Βιαστικά εξαφανίστηκαν.
Τα πρόβατα με το κριάρι μπροστά,
τον δρόμο έκλεισαν.
Ανηφόριζαν την δική μας κατηφόρα.
Ο κεχαγιάς,
καπέλο παραλλαγής φορώντας,
στάθηκε στο πλάι σπρώχνοντας τα ζωντανά του.
Άστραφτε στον πρωινό ήλιο η πάστρα των ρούχων,
το γαλάζιο των ματιών.
Θαρρείς και το πέλαγος εγκατέλειψε
ανάσα να πάρει στα ψηλά.
Λόγος απλός, φωτεινός, περήφανο παράπονο,
αγκάλιαζε η αγάπη του τα μικρά και τα μεγάλα,
το νησί και τους άλλους,
Πικραμένοςόχι θυμωμένος.
Μπόρες από μικρός συνάντησε.
Δεν θα αφήσει την τελευταία
να χαρεί την ήττα του.
Ποιμήν της ζωής και του βιου του.
Χάρισμα την αξιοπρέπεια είχε.
Του περίσσευε εκεί που υπολείπεται.
Δυσεύρετη πια στα σαλόνια διαπλοκής.
Περιζήτητη μαζί με τα καθαρά βλέμματα
και την ολιγάρκεια.

Απεχθής μας ήρθε από τον Βορρά

Θυμός απελευθέρωσε 
αιχμηρά λόγια.
Στο γυαλί τα έστειλε.
Τα pixels 
πρόσωπο σχημάτιζαν,
τον αποδέκτη.
Σαϊτιές λεκτικές
στόχευαν το αφυδατωμένο
πρόσωπό σου,
το ισχνό κορμί,
αυτό των μηδέν λιπαρών,
την κίτρινη γραβάτα σου, κρυμμένο brand,
όπως κρυμμένα τα συναισθήματά σου,
μάλλον ακυρωμένα.
Ακυρώθηκαν εκεί,
όταν από έφηβος έγινες ενήλικας 
και το πρώτο σου 
συμβιβασμό υπέγραφες.
Μετά ήρθαν όλα
ένα-ένα στη θέση τους.
Η θεσούλα σου,
ο συνετός γάμος,
η ζουμερή ερωμένη,
τα κρυφά
επαγγελματικά κι ερωτικά 
ραντεβού,
το «αδίστακτος» ως επίθετο
στη ζωή σου,
Το βόλεμα ως επιλογή,
το ποιείν ιδεολογία την αισχροκέρδεια,
Οι ανίερες συμμαχίες,
οι επιλεκτικές και πάντα συμφέρουσες
συναναστροφές,
οι ακριβοπληρωμένες θέσεις.
Δικαίωμα σου δώσαν 
στην δήθεν βαρύτητα του λόγου.
Υποκλινόμενοι υποτακτικοί
φρόντιζαν την μη εξασθένηση σου.
Ανύπαρκτες φιλίες.
Λευκές νύχτες.
Απειλές προς τρίτους,
αλώβητος παρέμεινες.
Αλεξίσφαιρα κελύφη περίοπτων θώκων,
προστασία πρόσφεραν.
Βεβιασμένα χαμόγελα 
στυφή ζωή, εν χλιδή,
αγωνία της βοθρώδου συνέχειάς της.
«Ζήτω ο καθωσπρεπισμός» συνέστησες.
«Δουλειά, σύνεση, οικονομία,
πρόγραμμα, τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας
μην επαναπαύεσθε  στον πλούτο των άλλων.
Μην σφετερίζεστε τον ιδρώτα τους» 
Όχι εγώ, εσείς!
Κατήγοροι λαών,
Νέοι φεουδάρχες,
ανησυχώ για την υστεροφημία σας.
Πάντα ελοχεύει ένας Boris Vian 
που θα προσβάλει τους τάφους σας.

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Το τέρας μέσα μας, ή για φτύσιμο.


Η γειτονιά είχε ήδη υποδεχτεί το μαγιάτικο πρωινό, οι αδέσποτες γάτες τεντώνονταν κάτω από τα σταθμευμένα αυτοκίνητα ετοιμάζοντας τους μύες για την αρπαγή της πρώτης εμφάνισης τροφής. Ήδη οι μαθητές του κοντινού σχολείου είχαν αφήσει, μάλλον πετάξει εδώ κι εκεί μαζί με τα περιτυλίγματα των τροφών και κάποια υπολείμματα του κολατσιού τους και αυτά των γατιών.
Κατευθύνθηκα προς τους σκουπιδοτενεκέδες, που οι γείτονές μου είχαν στουπώσει και περιτριγυρίσει με πολλαπλές σκουπιδοσακούλες, μακριά από τα σπίτια τους και τα μπαλκόνια τους μήπως και η θέα τους τους χαλάσει την «πολυπόθητη τάξη».
Με ακολούθησαν οι γάτες και με καθυστέρησε η θέα του άδειου πατρικού σπιτιού.
Κρυφοκοίταζα από την αυλόπορτα σαν ξένη μην τρομάξω τα φαντάσματα, μην ξυπνήσω τις μνήμες. Για τις τελευταίες δεν ήξερα αν κοιμόταν μαζί με την λήθη. Η φλαμουριά είχε φουντώσει, μου το υπενθύμισε η γειτόνισσα άρτι αφιχθείσα και ενοικιάστρια του διπλανού διαμερίσματος απαιτώντας την κοπή της.
Αναρωτήθηκα υπάρχουν χώρες και πολίτες αυτού του πλανήτη που τους ενοχλούν τα δένδρα των ποιητών και συνθετών στις αυλές των άλλων;
Τα ξανασκέφθηκα ενώ άκουγα τον ψίθυρο των θροϊσμάτων των φύλλων και η γάτα νιαούριζε παραπονούμενη για την έλλειψη πρωινού της.
Μου χτύπησε την πλάτη μαζί με την εκφορά της καλημέρας.
-Πάει και η κυρα Σοφούλα. Ένας-ένας φεύγουμε, να κάνουμε χώρο για τους άλλους που έρχονται.
Δεν συμφώνησα με την Αϊσέ.
-Όλοι οι καλοί χωράνε. «Για τους κακούς είναι οι φυλακές», έλεγε η μάνα μου. Για που με το καλό; Πας ακόμη για καθάρισμα;
-Τι να κάνω; 400 ευρώ σύνταξη παίρνει ο άνδρας κι εγώ κάνω κανένα μεροκάματο για συμπλήρωμα.
-Αντέχεις;
-Ε, τι να κάνω; Όλα πονάνε, όμως θέλουμε να φάμε. 116 ευρώ ΔΕΗ πλήρωσα, ανάβουμε και το αερόθερμο. Έκανε κρύα φέτος. Μεγάλη η ακρίβεια. Να, την Κυριακή έχουμε Πρωτομαγιά εμείς, πάω μήπως και πάρω τίποτα έναντι, να ψωνίσω. Πάω πρωί μην και την συναντήσω πριν φύγει την κυρά. Φέτος από το Πάσχα έχω να πληρωθώ. Κάθε βδομάδα, πάνω-κάτω, μεγάλο σπίτι, μεζονέτα, σκάλες, αυλές, μπαλκόνια, τζαμαρίες, όλα λαμπίκος. Την άλλη φορά, θα πληρωθείς, την πιο άλλη και τώρα θέλει να βγάλουμε και τα χαλιά.
-Δεν το πιστεύω, Τι άνθρωποι; Γιατί δεν καθαρίζουν μόνοι τους, αν δεν έχουν; Τι θα πει όταν πάρω χρήματα;
-Νάταν μόνο αυτή; Άλλες δύο, το ίδιο.
-Γιατί πηγαίνεις; Χαμένος κόπος.
-Αν φύγεις σε κατηγορούν ότι λες ψέμματα. Έτσι έγινε με την Γκιουλσέν, την ξέρεις, την γυναίκα του αδελφού μου. Που να βρει τώρα δουλειά;
Η μία με την άλλη τα μιλάνε.
Έφτιαξε την μαντήλα της και τα μάτια της βουρκωμένα αναζήτησαν τα δικά μου.
-Εμένα με ξέρεις, ψέμματα δεν λέω. Αρχόντισσα άμα την δεις πως βγαίνει από το σπίτι.
-Ποιόν θα πιστέψουν εμένα ή αυτή;
Ε φυσικά στην εποχή της φεουδαρχίας, ποιόν θα πίστευαν; Τον άρχοντα. Τον άρχοντα που στην εποχή της κρίσης τρώει τηγανητά αυγά για δύο μέρες, αφήνει απλήρωτη την «μαύρη» αδήλωτη εργασία, κοιμάται σε καθαρά σεντόνια που άσπρισαν και κολλάρισαν τα ροζιασμένα χεράκια της κάθε Αϊσέ όμως άρχοντας και αρχόντισσα ντύνονται στην τρίχα, μένουν στη ακριβή συνοικία, πάνε τριήμερα για να ξεσκάσουν, γκρινιάζουν για την κρίση, τους αλήτες που τους κατέστρεψαν, αυτούς και την χώρα, αγανακτούν με την «αχαριστία» αυτών που ζητούν το αντίτιμο της εργασίας τους, μένει το μάτι τους στο καινούργιο αυτοκίνητο του φίλου τους, τρώνε μελιτζάνες το κατά χείμωνο αλλά τις βρίσκουν ακριβές.
Μια τάξη ανθρώπων που δεν ξέρω πως προέκυψε. Μια τάξη που αν της αφαιρέσεις τα χαρακτηριστικά της εποχής θα νομίζεις ότι είσαι στην εποχή που εκκολάφτηκε η αστική τάξη.
Καθώς πήγαινα την Αϊσέ με το αυτοκίνητο στην γειτονιά της αρχόντισσας, μέσα στο θυμό μου θυμήθηκα εκείνη την ανεκδιήγητη μαμά των μαθητών μου που κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα «ξεχνούσε» να με πληρώσει και κατά την επιστροφή των παιδιών της μετά τις διακοπές είχε την απόλυτη βεβαιότητα ότι ήδη με είχε πληρώσει. Δεν ξεχνούσε όμως να ξοδεύει και να φορά δερμάτινα σε όλα τα χρώματα. Δεν υπάρχει χειρότερη αδικία από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, πονάει η απλήρωτη εργασία. Αν σου έρθουν συμφορές αρρώστιες, θάνατοι, τις αποδίδεις στην μοίρα, στο Θέλημα του Θεού. Την αδικία από συνάνθρωπο όμως; Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη; Ποιοι αγώνες το διευθέτησαν; Πόσο αίμα κύλησε; Ποια Ισότητα, δικαιοσύνη το αποκατέστησε; Μοιάζει μάταιος ο αγώνας.
Η συγκεκριμένη αδικία, η χωρίς αντίτιμο εργασία, προς δουλεία παραπέμπει. Εργασία που θα μπορούσε να εκτελεσθεί από τους ίδιους ή να αποφευχθεί αλλά «φορτώνεται» στις πλάτες άλλου δηλώνει την θέση τους για τον άνθρωπο, τον χωρίς μέτρο εγωισμό τους, την ασπλαχνία τους. Η Αϊσέ υπό άλλες συνθήκες θα είχε συνταξιοδοτηθεί.
Αναρωτήθηκε η κυρία και οι όμοιες δύο που ξέρω και άλλες δέκα-δύο που δεν γνωρίζω, την φθορά της ύλης, την ανυπακοή του ταλαιπωρημένου από την κόπωση σώματος;
Που είναι αλήθεια ο οίκτος των αβρών δεσποινίδων, τον ρόλο των οποίων υιοθετούν;
Το μαγιάτικο πρωινό έχασε την λάμψη του, τα φαντάσματα του πατρικού ξύπνησαν, έτριξαν τα κόκαλα του πατέρα, ο θυμός σφράγισε το στόμα, η βία που ασκείται στο όνομα της κρίσης στέρησε τις καλημέρες στους γείτονες, αγριοκοίταξα την γάτα, έφτυσα σαν τα αλάνια στο πεζοδρόμιο. Ούτε το θάρρος να φτύσω τους άρχοντες δεν μου απόμεινε. Η επαναλαμβανόμενη συναπάντηση με την μικροψυχία και μικροπρέπεια, με την άδικη και άλογη συμπεριφορά, το εξήντλησαν.

Θα αναφέρω κι εγώ την κρίση, αυτήν που μας έβγαλε τις μάσκες και φάνηκε το τέρας μέσα μας.