Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Άστρα

Τον συνάντησα ενώ αγόραζε τα υλικά για φασολάδα. Ολοκλήρωσε την αγορά και λίγο πριν απομακρυνθεί από το ταμείο, βγάζει απ’ τη τσέπη του το χειροποίητο άστρο.

Με ταξίδεψε πίσω στα Χριστούγεννα των έξι χρόνων. Παραμονές Χριστουγέννων η κ. Μακρίνα μας χάρισε ένα παρόμοιο από λευκή ταινία τηλέγραφου.
Το κρατούσα στο χέρι μου, πάνω στην ανοιχτή παλάμη μου. Στο άλλο χέρι η σάκα. Έκανα όλη την διαδρομή δίπλα στην σιδηροδρομική γραμμή, διέσχισα τους δύο-τρεις μεγάλους δρὀμους χαρούμενη για το δώρο, αγχωμένη μην μου πέσει και τσαλακωθεί, ή κάποιος άτακτος, τότε είχε πολλούς, μου το αρπάξει…
Φουριόζα μπήκα στο σπίτι και γρήγορα-γρήγορα πήγα στο κουτί με τα στολίδια του δένδρου που περίμεναν τον μπαμπά μου να το φέρει να το στολίσουμε. Δηλαδή, εγώ κι η μαμά μου περνούσαμε τη λευκή κλωστή καπλαντίσματος κι εκείνος τα κρεμούσε. Οι εύθραυστες μπάλες στα χέρια μου έμοιαζαν σαν ο κόσμος όλος. Κουβαλούσαν τη μαγεία του άγνωστου ταξιδιού που είχαν κάνει πριν έρθουν να φωλιάσουν στα κλαδιά του δένδρου μας και ύστερα στα μπαμπάκια, να αποσυρθούν μέχρι την επόμενη χρονιά.
Εκείνος, που νόμιζα ότι όλα τα ήξερε και τελείως συμπτωματικά ήταν ο μπαμπάς μου, μου είχε πει ότι μας έρχονται από το «εξωτερικό». Αυτό, που μου φαινόταν κάτι πολύ μεγάλο, γεμάτο μυστήριο και γοητεία, που από τότε ήταν τόσο κοντά μας με τις μπάλες, το ψυγείο, το ραδιόφωνο και το ηλεκτρικό μας σίδερο, και τώρα, ακόμα πιο κοντά με το διαδίκτυο, αλλά και τόσο μακριά, που η μυρωδιά των αγαπημένων μου να μη με φθάνει…
Έτσι αυτές οι πολύτιμες μπάλες με χρυσόσκονη και εκτυφλωτικά χρώματα γέμιζαν τα κλαδιά αφού περνούσαν από τα τρυφερά παιδικά χέρια στα δικά του τα μεγάλα, τα αδρά, τα δουλεμένα, τα δυνατά σαν ροπαλάκια.
Το δένδρο εκείνη την χρονιά θα είχε δύο κύρια στολίδια. Το μεγάλο άστρο
στη κορυφή του και την αδελφή μου κάτω, το μωρό μας, δίπλα στην φάτνη.
Έτσι νόμιζα, μόνο που «τα μωρά δεν τα βάζουν στο δένδρο», είπε η γιαγιά κι εγώ στεναχωρέθηκα που ο Χριστός δεν θα είχε παρέα.
Απ’ τη στιγμή που του έδειξα το χάρτινο άστρο της κ. Μακρίνας εξασφαλίσθηκε η ταινία από τον Παναγιώτη το σιδηροδρομικό, η μόνη πρόσβασή μας σε κρατική υπηρεσία με τηλέγραφο, απ’ όπου μάλιστα και η ταινία της νηπιαγωγού, και ξεκίνησε η επιχείρηση «άστρα».
Μέτρα το χαρτί στο πάτωμα, αναψοκοκκίνισαν τα μάγουλα από τη μασίνα που μπουμπούνιζε, ακούσθηκαν σχόλια του είδους, «τι χρειάζεται;», «τι σε πειράζει, εσένα;», «κάνε το έτσι!», «πέρασέ το από εκεί..», «τι ξέρεις εσύ!», γέμισε
το τραπέζι χάρτινα άστρα…
Άστρα φωτεινά, από λευκό χαρτί για όλους μας κι αυτός εκεί μαζί μου, να τα φτιάχνει και να λέει… Είπε πολλά για τον τηλέγραφο που κι εκείνος είχε έρθει απ’ το εξωτερικό.
- Κι αυτό έχουν;
- Μόνο; Πολλά και ωραία. Εκεί δουλεύουν, δεν τεμπελιάζουν, ούτε παίζουν πρέφα. Άσε που έχουν στο τόπο τους πολιτικούς που αγαπούν τη πατρίδα τους και όχι μόνο τη τσέπη τους. Δεν τη κλέβουν. Άμα μεγαλώσεις θα δεις… 
Κι εγώ μεγάλωνα και μίκραινα την απόσταση ανάμεσα σε μένα και το εξωτερικό. Το εξωτερικό έκτοτε μπαινοβγαίνει στη ζωή μου. Πλησιάζει και απομακρύνεται.

Το δικό του άστρο σήμερα ήταν πολύχρωμο και γυαλιστερό, ήρθε κι αυτό από το εξωτερικό.
«Έφυγα μετανάστης το 60. Δούλεψα στις φάμπρικες. Δύσκολη ζωή, παιδί μου. Σε τρώει η υγρασία, η νοσταλγία κι η μοναξιά. Δεν ξέραμε γλώσσα. Μουγκοί μέχρι να την μάθουμε. Και που τη μάθαμε, πάλι μόνοι. 
Απ' τη μάνα μου πήρα την τέχνη, δουλεύω με τα χέρια, είμαι επιδέξιος, καταπιάνομαι με όλα. Εκείνη έφτιαχνε κούκλες, το πάππου και τη μπάμπω. 
Στην Γερμανία μου το έδειξαν. Βράδια ολόκληρα άκουγα τραγούδια ελληνικά, ξεχνιόμουν κι έφτιαχνα στολίδια, άστρα, ψαράκια, παπάκια. Δεκάδες. Τα έβαζα σ’ ένα κουτί και τα πουλούσα. Άλλο ένα μεροκάματο!
Μου άρεζε, κι εκείνοι το εκτιμούσαν.
Τώρα τα φτιάχνω και τα χαρίζω. Φέτος έκανα ένα δένδρο. Όλα μόνος μου τα έφτιαξα, το δένδρο, τη φάτνη, τα στολίδια. Έβαλα τον πάππου και την μπάμπω της μάνας μου από κάτω. Να δεις πως φαντάζει!»
Μιλούσε και τον άκουγα. Χαμογελαστός με μάτια ονειροπόλα, τόσα χώρεσαν στα μάτια του. Η Μάνη και το εξωτερικό, η μπάμπω και η χρωματιστή κορδέλα.
Του άρεζε η αφήγηση. Η υπερηφάνεια του δημιουργού τον έκανε φωτεινό, του έδωσε δύναμη στις κινήσεις, χαμόγελο στα χείλη. 
Έμοιαζε τόσο του δικού μου αστρομάστορα. ‘Ανάσταση’ νεκρών. Σε καλό μου, χριστουγεννιάτικα. Γέννηση έχουμε, σκέφθηκα, κι ενώ είχα ‘πάει αλλού’, αυτός έφυγε και ξαναγύρισε με τρία ακόμη άστρα, να τα χαρίσει στις παρευρισκόμενες κυρίες.
Το έφερα ευλαβικά στο σπίτι, όπως πριν από χρόνια, στην παλάμη μου. Φεγγοβολούσε! Κουβαλούσε τόση μνήμη, δική του και δική μου. Πήρε την θέση του στα πολύτιμα, κλωστές και κλωστίτσες της ζωής μου και των συναντήσεων της.

Ήταν βράδυ, κι ενώ περπατούσα στην βροχή, κάτι γυάλισε στο πεζοδρόμιο. Θα πέρασαν τίποτα νεράιδες και χρυσόσκονη άφησαν τα πατήματά τους, σκέφθηκα, κι έσκυψα να την πιάσω. Φέρνει γούρι, λένε.
Ένα άστρο, από αυτά του κυρ Παναγιώτη, κρύωνε και σκιαζόταν τις σόλες των διαβατών.
Άνθρωποι χωρίς μνήμη, αδιάφοροι για των άλλων τη μνήμη, χωρίς καμμία εκτίμηση για ταπεινά έργα τέχνης, άνθρωποι οδοστρωτήρες, το πέταξαν.
Μήπως όμως γλίστρησε γιατί φοβήθηκε;


(Τα άστρα του κυρίου Ανθουλούδη Παναγιώτη, η ιστορία δική μου.)