Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Περιστατικό 15o

- Ού,τι πάρ’ς πέντι ιβρώ!
- Στέκα να ειδείς.
- Το βάζ’ς και εισ’ ουλόιδια η μαντόνα.
- Για μεγάλα βυζιά, για μικρά.
- Ασορτί και του αποκάτου.
- Όχι ετούτα, 2 κομμάτια στου πεντάεβρου
Άγνωστη η προφορά. Όσο και να πίεσα, δεν έβγαλα συμπέρασμα.
- Τι σε γνοιάζ; Ούλοι σ’ ένα κρεββάτι πέφτουμι και σ’ ένα λάκου μας
παραχώνει.
- Πάρε, πρώτο πράμα. Λάστιχα, τσι νταντέλες; Τι πρώτα;
- Δεν ξέρω το νούμερο.
-Τι χαζη..η, και σ’ είχα κι για έξυπνη. Παίρνε δυο, ένα μεγάλου κι ένα
μικρό, να, να πούμε 3 και 2 νουμιρο και την άλλη Πέμπτη φέρ’ το και πάρε
του σωστό που συ ταίριαξε.
- Δεν θα είμαι εδώ.
- Εμ στα ταξίδια τα φοράν οι κυρίες. Να τις θέλ’νε; Ε, Ουχι. Άμα,
άνθρωπος είσ’, κάτι παθαίν’ς, και συ πάν κι στου νουσουκουμείου. Συ
ανοίγουν και τι να ειδούν. Θαμάζουν.
- Αχρείαστος ο θαυμασμός. Χτύπα ξύλο!
- Λέμε τώρα. Πάρε, σι λέω… Τι; Πως αρχίνισα;
- Α, τρανή ιστορία. Άμα πέθανε ο σχωρεμένος, έμεινα με το φορτηγάκι και
την άδεια. Να πουλάω πατάτες. Τα σακιά βαριά. Πάω στις υπηρεσίες να
αλλάξ' την άδεια. Κι συ εκεί δούλεβες; Αμ τσ’ σιχάθ’κα. Πήγα-ήρθα, μες’
τα μαύρα, π’νούσε κι η καρδιά μ’, αλλά τα έξοδα τρέχαν.
Την άλλαξα εν τέλει. Άμα θέλ’ ου άνθρωπος ούλα τα φτιαχν'.
Πάω στον Ξανθιώτη, τουν έμπουρου, του λέγω το και το.
- 650 ιβρώ τα 500 κομμάτια. Ο παράς ντούκου.
- Τι λες βρε, χήρα γυναίκα είμ’, που θα τα βρω;
- Άμα θες…
Είπαμ, ξαναείπαμ, μη σε ζαλίζω κιόλα, φεύγω, παγαίνω στου Σταθμό. Εκεί
συλλογάμαι κι κλαίω.
Με πλησιάζ' ο Αριστείδης κεί που σκεφτόμουνα, στου σταθμό τσι Ξάνθης.
- Χήρα;
Χήρα του λέω κι αρχίζω να κλαίγω.
- Κι εγώ χήρος, μ’ λέει κι αρχίζ’μι τη γνωριμία. Ε, μι είδε εκεί στο μιγάλο
του παζάρ με τον Ξανθιώτ’. Σι λέει σι ανάγκη είν’. Μόνη αυτή, μόνος κι
ιγώ. Μπας και τα ταιριάξουμε. Ε, φαίνουμι και πιο νέα. Τα 60 τα πάτ’σα.
Εμ κι αυτός 70αρης θα ιντους.
Φύγαμ' μαζί για το σπίτ’.
Βάζ ο Αριστείδης τα μ’σά κι εγώ τ’ άλλα τόσα κι στα εννιάμηνα του
μακαρίτ’ ιγώ στου πάγκου με τα σουτιένια.
Ο Αριστείδ’ς; Δουλευτάρ’ς, ανοιχτοχέρης και τ´αρέσει κι το κοκό. Δόξα το
Θεό, χόρτασα κι φαγάκι κι τα μπερεκέτια μ’.
Τώρα που ειναι; Να κει, παρακάτου… πουλάει καλτσοβράκια, κολάν κι
κάλτσες.
Του μεσημέρι τα μαζέβ’με, κι βουρ δρόμο για το σπ’τάκι μας. Ένα κεραμίδι
πάνου στου κεφάλ’ το ‘χμε.
Κι ο σταυρός έγινε ως επισφράγισμα, ευχαριστία και ευχή.
- Τιπτα δε πήρεις. Εσύ θ’ χάσ’ς. Πάγινε στην άκρη τώρα, γιατί με τα
μασάλια δεν πούλσα κι τίποτις.
Ας γίν’ται. Κι αυτά χρειάζουντε. Συ όμως ένα κόκκινο να του πάρ’ς. Πάει
μ’ τα μαλλιά σ’, σαν σπανιόλα θα πρέψεις. Ακ’με που σι λέω. Κάτι ξερ’με
κι μεις οι καψερές.

Περιστατικό 14o

Διασχίζω αυτήν την ηλιόλουστη Πέμπτη τον δρόμο της Λαϊκής.

Δεξιά τα ρούχα, αριστερά τα φρούτα, λαχανικά, ψάρια, ξηροί καρποί κι ελιές.

Κόσμος ανεβαίνει-κατεβαίνει, κοντοστέκεται, συνομιλεί, ψάχνει, παζαρεύει. Οι

πραματευτές διαλαλούν τα προϊόντα τους με σχόλια και ανορθόγραφες ταμπέλες.

- Ό,τι πάρεις 5 ευρώ, 3 ευρώ.

Σωροί ρούχων, πουλόβερ, ζακέτες, κολάν, γυναίκες που ανασύρουν κάτω απ’ το

σωρό το μπεζ, ψάχνουν τα νούμερα, ψιλοπροβάρουν.

- Γιατί καλέ 5 ευρώ, ο άλλος πιο κάτω τα δίνει 3.

- Πάνε σε κείνο τότε, εμείς τόσο τα πουλάμε. Δες τις ταμπέλες Βenetton.
Πρώτο πράμα!

- Πόσο έχουν τα πουκάμισα;

- 15.

- Τι;

- 15. Μέσα σε τζελατίνα κυρία, πρώτο πράγμα. Gant!

- Τι Gant;

- Κατευθείαν από Αμέρικα.

- Αστειεύεσαι, βέβαια.

- Αν δεν με πιστεύεις, δες την ετικέτα.

- Turkey, γράφει.

- Ε, έκανε και μία στάση να δει τον Βόσπορο. Σας πειράζει;

- Σμαλ έχετε;

- Όχι,

- Γιατί;

- Ε, άμα φαλιρίσουν αυτοί που έχουνε small θα σου φέρω.

- Μη παρκάρεις το ποδήλατο εκεί, θα φας πρόστιμο, λέει και φτιάχνει τον

κουκορίκο του.

- Μπα; Και από πότε απαγορεύεται η στάθμευση ποδηλάτων, παρακαλώ;

- Από τότε που πληρώνω εγώ το χώρο, λέει ο μόλις 25-άρης έμπορος και λύνεται

στα γέλια.

- Άν πάρεις το πουκάμισο γλυτώνεις το πρόστιμο, λέει στον διπλανό συνομήλικο

έμπορο και ξεκαρδίζονται στα γέλια.

Σε λίγο μια ξινή με μαλλί κουρούκα, γιαλαντζί πέτσινοκαι αγκαζέ το μπούλη της

πέφτει πάνω στην ρόδα του ποδηλάτου, λερώνει το μαύρο κολάν και το μποτίνι

με τα στρουκς.

- Πρόσεχε κυρία μου με το ποδήλατό σου!

- Σταθμευμένο ήταν, σεις πέσατε πάνω του.

- Τι το θέλεις το ποδήλατο; Πως κυκλοφορεί; Δεν βλέπει τα κιλά της;

- Πως τολμάει και το ανεβαίνει, συνεχίζει, η συλφίς. Είναι παράξενες μερικές.

Πάνε κυρά μου με τα πόδια, το έβγαλες τσάρκα; Εμείς ψωνίζουμε.

Καροτσάκια, καλάθια, συρόμενες τσάντες την αφήνουν ανενόχλητη. Την ενόχλησε

το ποδήλατο που άφησε ίχνος ροδιάς στο νάιλον ένδυμα και χάλασε τη μόστρα.

Απτόητη η ποδηλάτισσα.

- Κι εσύ πως τολμάς και κυκλοφορείς με γάντζο αντί για μύτη, ψωνάρα;

- Βούλωστο και ζήτα συγνώμη από την δεσποινίδα, μίλησε ο μπούλης.

Οι ράπερ πωλητές διπλώθηκαν στα γέλια. Μέσα στα γέλια, λένε του μπούλη «Σιγά

πια, σου θίξαν το μανούλι;»

- Τι μανούλι, ρε μαλ.κα; Ρέγκα μ’ αγκίστρι έβγαλε στην πιάτσα.

Ανάψαν τα αίματα, φωνές, ήρθε κι ο μεγάλος από τον πιο κάτω πάγκο, φοβήθηκε

ο μπούλης, μπήκαν στην μέση και άλλοι. Άφαντη η ποδηλάτισσα.

- Ώρα είναι να μας κουβαληθεί και η αστυνομία. Φιρί-φιρί το πάτε.

- Εμ νέοι είναι, τα αίματα βράζουν.

- Σκάσε και κάνε πίσω. Έτσι θα βγάλεις ρε μεροκάματο; Βρίζοντας την άλλη

‘ρέγκα’;

- Με αγκίστρι, παρακαλώ!

- Είπα σιλάνς. Θα πλακώσουν οι μπάτσοι και τέρμα τα ψέμματα. Ορεβουάρ ο

πάγκος.

Απομακρύνθηκα για να επιστρέψω.

- Τι σας πείραζε η κοπέλα; Τι να την κάνει την μύτη της;

- Η μύτη τι να με πειράξει; Το στυλάκι της μου την βαράει. Κάθε Πέμπτη έρχεται

ανακατώνει και φεύγει. Κάνει ότι δεν μας γουστάρει. Ανακατεύει και

κρυφοκοιτάζει.

- Μπορεί να θέλει να σουφρώσει κάτι.

- Μπα, γουστάρει, σου λέω.

- Δεν είδες το τζιτζιφιόγκο της; Λίγο της πέφτουμε…

- Λίγο είναι το μάτι της!

- Εμείς, τι να σου πω; Τρέχουν τα σάλια μας.

- Αι-σιχ..ρ, το μαλ…σμενο!

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Περιζήτητα

Πρώτα διέσχισανοι πέρδικες
τον χαλικόστρωτο δρόμο.
Καφετιές, καμαρωτές
δυο-δυο επέλεξαν τα σπάρτα να φωλιάσουν τον έρωτα.
Τι καλύτερο!
Σκιερά, φουντωτά,
με άφθονο το λαμπερό κίτρινο,
τον κακοτράχαλο δρόμο διέτρεχαν,
ίσα που άφηναν να φανούν
οι πράσινες, ανεμοδαρμένες κορυφογραμμές των χαμηλών οροσειρών.
Μας πρόλαβε ήχος των κουδουνιών και βελασμάτων.
Σκιάχτηκαν οι πέρδικες,
ρυθμό άλλαξαν.
Βιαστικά εξαφανίστηκαν.
Τα πρόβατα με το κριάρι μπροστά,
τον δρόμο έκλεισαν.
Ανηφόριζαν την δική μας κατηφόρα.
Ο κεχαγιάς,
καπέλο παραλλαγής φορώντας,
στάθηκε στο πλάι σπρώχνοντας τα ζωντανά του.
Άστραφτε στον πρωινό ήλιο η πάστρα των ρούχων,
το γαλάζιο των ματιών.
Θαρρείς και το πέλαγος εγκατέλειψε
ανάσα να πάρει στα ψηλά.
Λόγος απλός, φωτεινός, περήφανο παράπονο,
αγκάλιαζε η αγάπη του τα μικρά και τα μεγάλα,
το νησί και τους άλλους,
Πικραμένοςόχι θυμωμένος.
Μπόρες από μικρός συνάντησε.
Δεν θα αφήσει την τελευταία
να χαρεί την ήττα του.
Ποιμήν της ζωής και του βιου του.
Χάρισμα την αξιοπρέπεια είχε.
Του περίσσευε εκεί που υπολείπεται.
Δυσεύρετη πια στα σαλόνια διαπλοκής.
Περιζήτητη μαζί με τα καθαρά βλέμματα
και την ολιγάρκεια.

Απεχθής μας ήρθε από τον Βορρά

Θυμός απελευθέρωσε 
αιχμηρά λόγια.
Στο γυαλί τα έστειλε.
Τα pixels 
πρόσωπο σχημάτιζαν,
τον αποδέκτη.
Σαϊτιές λεκτικές
στόχευαν το αφυδατωμένο
πρόσωπό σου,
το ισχνό κορμί,
αυτό των μηδέν λιπαρών,
την κίτρινη γραβάτα σου, κρυμμένο brand,
όπως κρυμμένα τα συναισθήματά σου,
μάλλον ακυρωμένα.
Ακυρώθηκαν εκεί,
όταν από έφηβος έγινες ενήλικας 
και το πρώτο σου 
συμβιβασμό υπέγραφες.
Μετά ήρθαν όλα
ένα-ένα στη θέση τους.
Η θεσούλα σου,
ο συνετός γάμος,
η ζουμερή ερωμένη,
τα κρυφά
επαγγελματικά κι ερωτικά 
ραντεβού,
το «αδίστακτος» ως επίθετο
στη ζωή σου,
Το βόλεμα ως επιλογή,
το ποιείν ιδεολογία την αισχροκέρδεια,
Οι ανίερες συμμαχίες,
οι επιλεκτικές και πάντα συμφέρουσες
συναναστροφές,
οι ακριβοπληρωμένες θέσεις.
Δικαίωμα σου δώσαν 
στην δήθεν βαρύτητα του λόγου.
Υποκλινόμενοι υποτακτικοί
φρόντιζαν την μη εξασθένηση σου.
Ανύπαρκτες φιλίες.
Λευκές νύχτες.
Απειλές προς τρίτους,
αλώβητος παρέμεινες.
Αλεξίσφαιρα κελύφη περίοπτων θώκων,
προστασία πρόσφεραν.
Βεβιασμένα χαμόγελα 
στυφή ζωή, εν χλιδή,
αγωνία της βοθρώδου συνέχειάς της.
«Ζήτω ο καθωσπρεπισμός» συνέστησες.
«Δουλειά, σύνεση, οικονομία,
πρόγραμμα, τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας
μην επαναπαύεσθε  στον πλούτο των άλλων.
Μην σφετερίζεστε τον ιδρώτα τους» 
Όχι εγώ, εσείς!
Κατήγοροι λαών,
Νέοι φεουδάρχες,
ανησυχώ για την υστεροφημία σας.
Πάντα ελοχεύει ένας Boris Vian 
που θα προσβάλει τους τάφους σας.

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Το τέρας μέσα μας, ή για φτύσιμο.


Η γειτονιά είχε ήδη υποδεχτεί το μαγιάτικο πρωινό, οι αδέσποτες γάτες τεντώνονταν κάτω από τα σταθμευμένα αυτοκίνητα ετοιμάζοντας τους μύες για την αρπαγή της πρώτης εμφάνισης τροφής. Ήδη οι μαθητές του κοντινού σχολείου είχαν αφήσει, μάλλον πετάξει εδώ κι εκεί μαζί με τα περιτυλίγματα των τροφών και κάποια υπολείμματα του κολατσιού τους και αυτά των γατιών.
Κατευθύνθηκα προς τους σκουπιδοτενεκέδες, που οι γείτονές μου είχαν στουπώσει και περιτριγυρίσει με πολλαπλές σκουπιδοσακούλες, μακριά από τα σπίτια τους και τα μπαλκόνια τους μήπως και η θέα τους τους χαλάσει την «πολυπόθητη τάξη».
Με ακολούθησαν οι γάτες και με καθυστέρησε η θέα του άδειου πατρικού σπιτιού.
Κρυφοκοίταζα από την αυλόπορτα σαν ξένη μην τρομάξω τα φαντάσματα, μην ξυπνήσω τις μνήμες. Για τις τελευταίες δεν ήξερα αν κοιμόταν μαζί με την λήθη. Η φλαμουριά είχε φουντώσει, μου το υπενθύμισε η γειτόνισσα άρτι αφιχθείσα και ενοικιάστρια του διπλανού διαμερίσματος απαιτώντας την κοπή της.
Αναρωτήθηκα υπάρχουν χώρες και πολίτες αυτού του πλανήτη που τους ενοχλούν τα δένδρα των ποιητών και συνθετών στις αυλές των άλλων;
Τα ξανασκέφθηκα ενώ άκουγα τον ψίθυρο των θροϊσμάτων των φύλλων και η γάτα νιαούριζε παραπονούμενη για την έλλειψη πρωινού της.
Μου χτύπησε την πλάτη μαζί με την εκφορά της καλημέρας.
-Πάει και η κυρα Σοφούλα. Ένας-ένας φεύγουμε, να κάνουμε χώρο για τους άλλους που έρχονται.
Δεν συμφώνησα με την Αϊσέ.
-Όλοι οι καλοί χωράνε. «Για τους κακούς είναι οι φυλακές», έλεγε η μάνα μου. Για που με το καλό; Πας ακόμη για καθάρισμα;
-Τι να κάνω; 400 ευρώ σύνταξη παίρνει ο άνδρας κι εγώ κάνω κανένα μεροκάματο για συμπλήρωμα.
-Αντέχεις;
-Ε, τι να κάνω; Όλα πονάνε, όμως θέλουμε να φάμε. 116 ευρώ ΔΕΗ πλήρωσα, ανάβουμε και το αερόθερμο. Έκανε κρύα φέτος. Μεγάλη η ακρίβεια. Να, την Κυριακή έχουμε Πρωτομαγιά εμείς, πάω μήπως και πάρω τίποτα έναντι, να ψωνίσω. Πάω πρωί μην και την συναντήσω πριν φύγει την κυρά. Φέτος από το Πάσχα έχω να πληρωθώ. Κάθε βδομάδα, πάνω-κάτω, μεγάλο σπίτι, μεζονέτα, σκάλες, αυλές, μπαλκόνια, τζαμαρίες, όλα λαμπίκος. Την άλλη φορά, θα πληρωθείς, την πιο άλλη και τώρα θέλει να βγάλουμε και τα χαλιά.
-Δεν το πιστεύω, Τι άνθρωποι; Γιατί δεν καθαρίζουν μόνοι τους, αν δεν έχουν; Τι θα πει όταν πάρω χρήματα;
-Νάταν μόνο αυτή; Άλλες δύο, το ίδιο.
-Γιατί πηγαίνεις; Χαμένος κόπος.
-Αν φύγεις σε κατηγορούν ότι λες ψέμματα. Έτσι έγινε με την Γκιουλσέν, την ξέρεις, την γυναίκα του αδελφού μου. Που να βρει τώρα δουλειά;
Η μία με την άλλη τα μιλάνε.
Έφτιαξε την μαντήλα της και τα μάτια της βουρκωμένα αναζήτησαν τα δικά μου.
-Εμένα με ξέρεις, ψέμματα δεν λέω. Αρχόντισσα άμα την δεις πως βγαίνει από το σπίτι.
-Ποιόν θα πιστέψουν εμένα ή αυτή;
Ε φυσικά στην εποχή της φεουδαρχίας, ποιόν θα πίστευαν; Τον άρχοντα. Τον άρχοντα που στην εποχή της κρίσης τρώει τηγανητά αυγά για δύο μέρες, αφήνει απλήρωτη την «μαύρη» αδήλωτη εργασία, κοιμάται σε καθαρά σεντόνια που άσπρισαν και κολλάρισαν τα ροζιασμένα χεράκια της κάθε Αϊσέ όμως άρχοντας και αρχόντισσα ντύνονται στην τρίχα, μένουν στη ακριβή συνοικία, πάνε τριήμερα για να ξεσκάσουν, γκρινιάζουν για την κρίση, τους αλήτες που τους κατέστρεψαν, αυτούς και την χώρα, αγανακτούν με την «αχαριστία» αυτών που ζητούν το αντίτιμο της εργασίας τους, μένει το μάτι τους στο καινούργιο αυτοκίνητο του φίλου τους, τρώνε μελιτζάνες το κατά χείμωνο αλλά τις βρίσκουν ακριβές.
Μια τάξη ανθρώπων που δεν ξέρω πως προέκυψε. Μια τάξη που αν της αφαιρέσεις τα χαρακτηριστικά της εποχής θα νομίζεις ότι είσαι στην εποχή που εκκολάφτηκε η αστική τάξη.
Καθώς πήγαινα την Αϊσέ με το αυτοκίνητο στην γειτονιά της αρχόντισσας, μέσα στο θυμό μου θυμήθηκα εκείνη την ανεκδιήγητη μαμά των μαθητών μου που κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα «ξεχνούσε» να με πληρώσει και κατά την επιστροφή των παιδιών της μετά τις διακοπές είχε την απόλυτη βεβαιότητα ότι ήδη με είχε πληρώσει. Δεν ξεχνούσε όμως να ξοδεύει και να φορά δερμάτινα σε όλα τα χρώματα. Δεν υπάρχει χειρότερη αδικία από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, πονάει η απλήρωτη εργασία. Αν σου έρθουν συμφορές αρρώστιες, θάνατοι, τις αποδίδεις στην μοίρα, στο Θέλημα του Θεού. Την αδικία από συνάνθρωπο όμως; Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη; Ποιοι αγώνες το διευθέτησαν; Πόσο αίμα κύλησε; Ποια Ισότητα, δικαιοσύνη το αποκατέστησε; Μοιάζει μάταιος ο αγώνας.
Η συγκεκριμένη αδικία, η χωρίς αντίτιμο εργασία, προς δουλεία παραπέμπει. Εργασία που θα μπορούσε να εκτελεσθεί από τους ίδιους ή να αποφευχθεί αλλά «φορτώνεται» στις πλάτες άλλου δηλώνει την θέση τους για τον άνθρωπο, τον χωρίς μέτρο εγωισμό τους, την ασπλαχνία τους. Η Αϊσέ υπό άλλες συνθήκες θα είχε συνταξιοδοτηθεί.
Αναρωτήθηκε η κυρία και οι όμοιες δύο που ξέρω και άλλες δέκα-δύο που δεν γνωρίζω, την φθορά της ύλης, την ανυπακοή του ταλαιπωρημένου από την κόπωση σώματος;
Που είναι αλήθεια ο οίκτος των αβρών δεσποινίδων, τον ρόλο των οποίων υιοθετούν;
Το μαγιάτικο πρωινό έχασε την λάμψη του, τα φαντάσματα του πατρικού ξύπνησαν, έτριξαν τα κόκαλα του πατέρα, ο θυμός σφράγισε το στόμα, η βία που ασκείται στο όνομα της κρίσης στέρησε τις καλημέρες στους γείτονες, αγριοκοίταξα την γάτα, έφτυσα σαν τα αλάνια στο πεζοδρόμιο. Ούτε το θάρρος να φτύσω τους άρχοντες δεν μου απόμεινε. Η επαναλαμβανόμενη συναπάντηση με την μικροψυχία και μικροπρέπεια, με την άδικη και άλογη συμπεριφορά, το εξήντλησαν.

Θα αναφέρω κι εγώ την κρίση, αυτήν που μας έβγαλε τις μάσκες και φάνηκε το τέρας μέσα μας.

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Άστρα

Τον συνάντησα ενώ αγόραζε τα υλικά για φασολάδα. Ολοκλήρωσε την αγορά και λίγο πριν απομακρυνθεί από το ταμείο, βγάζει απ’ τη τσέπη του το χειροποίητο άστρο.

Με ταξίδεψε πίσω στα Χριστούγεννα των έξι χρόνων. Παραμονές Χριστουγέννων η κ. Μακρίνα μας χάρισε ένα παρόμοιο από λευκή ταινία τηλέγραφου.
Το κρατούσα στο χέρι μου, πάνω στην ανοιχτή παλάμη μου. Στο άλλο χέρι η σάκα. Έκανα όλη την διαδρομή δίπλα στην σιδηροδρομική γραμμή, διέσχισα τους δύο-τρεις μεγάλους δρὀμους χαρούμενη για το δώρο, αγχωμένη μην μου πέσει και τσαλακωθεί, ή κάποιος άτακτος, τότε είχε πολλούς, μου το αρπάξει…
Φουριόζα μπήκα στο σπίτι και γρήγορα-γρήγορα πήγα στο κουτί με τα στολίδια του δένδρου που περίμεναν τον μπαμπά μου να το φέρει να το στολίσουμε. Δηλαδή, εγώ κι η μαμά μου περνούσαμε τη λευκή κλωστή καπλαντίσματος κι εκείνος τα κρεμούσε. Οι εύθραυστες μπάλες στα χέρια μου έμοιαζαν σαν ο κόσμος όλος. Κουβαλούσαν τη μαγεία του άγνωστου ταξιδιού που είχαν κάνει πριν έρθουν να φωλιάσουν στα κλαδιά του δένδρου μας και ύστερα στα μπαμπάκια, να αποσυρθούν μέχρι την επόμενη χρονιά.
Εκείνος, που νόμιζα ότι όλα τα ήξερε και τελείως συμπτωματικά ήταν ο μπαμπάς μου, μου είχε πει ότι μας έρχονται από το «εξωτερικό». Αυτό, που μου φαινόταν κάτι πολύ μεγάλο, γεμάτο μυστήριο και γοητεία, που από τότε ήταν τόσο κοντά μας με τις μπάλες, το ψυγείο, το ραδιόφωνο και το ηλεκτρικό μας σίδερο, και τώρα, ακόμα πιο κοντά με το διαδίκτυο, αλλά και τόσο μακριά, που η μυρωδιά των αγαπημένων μου να μη με φθάνει…
Έτσι αυτές οι πολύτιμες μπάλες με χρυσόσκονη και εκτυφλωτικά χρώματα γέμιζαν τα κλαδιά αφού περνούσαν από τα τρυφερά παιδικά χέρια στα δικά του τα μεγάλα, τα αδρά, τα δουλεμένα, τα δυνατά σαν ροπαλάκια.
Το δένδρο εκείνη την χρονιά θα είχε δύο κύρια στολίδια. Το μεγάλο άστρο
στη κορυφή του και την αδελφή μου κάτω, το μωρό μας, δίπλα στην φάτνη.
Έτσι νόμιζα, μόνο που «τα μωρά δεν τα βάζουν στο δένδρο», είπε η γιαγιά κι εγώ στεναχωρέθηκα που ο Χριστός δεν θα είχε παρέα.
Απ’ τη στιγμή που του έδειξα το χάρτινο άστρο της κ. Μακρίνας εξασφαλίσθηκε η ταινία από τον Παναγιώτη το σιδηροδρομικό, η μόνη πρόσβασή μας σε κρατική υπηρεσία με τηλέγραφο, απ’ όπου μάλιστα και η ταινία της νηπιαγωγού, και ξεκίνησε η επιχείρηση «άστρα».
Μέτρα το χαρτί στο πάτωμα, αναψοκοκκίνισαν τα μάγουλα από τη μασίνα που μπουμπούνιζε, ακούσθηκαν σχόλια του είδους, «τι χρειάζεται;», «τι σε πειράζει, εσένα;», «κάνε το έτσι!», «πέρασέ το από εκεί..», «τι ξέρεις εσύ!», γέμισε
το τραπέζι χάρτινα άστρα…
Άστρα φωτεινά, από λευκό χαρτί για όλους μας κι αυτός εκεί μαζί μου, να τα φτιάχνει και να λέει… Είπε πολλά για τον τηλέγραφο που κι εκείνος είχε έρθει απ’ το εξωτερικό.
- Κι αυτό έχουν;
- Μόνο; Πολλά και ωραία. Εκεί δουλεύουν, δεν τεμπελιάζουν, ούτε παίζουν πρέφα. Άσε που έχουν στο τόπο τους πολιτικούς που αγαπούν τη πατρίδα τους και όχι μόνο τη τσέπη τους. Δεν τη κλέβουν. Άμα μεγαλώσεις θα δεις… 
Κι εγώ μεγάλωνα και μίκραινα την απόσταση ανάμεσα σε μένα και το εξωτερικό. Το εξωτερικό έκτοτε μπαινοβγαίνει στη ζωή μου. Πλησιάζει και απομακρύνεται.

Το δικό του άστρο σήμερα ήταν πολύχρωμο και γυαλιστερό, ήρθε κι αυτό από το εξωτερικό.
«Έφυγα μετανάστης το 60. Δούλεψα στις φάμπρικες. Δύσκολη ζωή, παιδί μου. Σε τρώει η υγρασία, η νοσταλγία κι η μοναξιά. Δεν ξέραμε γλώσσα. Μουγκοί μέχρι να την μάθουμε. Και που τη μάθαμε, πάλι μόνοι. 
Απ' τη μάνα μου πήρα την τέχνη, δουλεύω με τα χέρια, είμαι επιδέξιος, καταπιάνομαι με όλα. Εκείνη έφτιαχνε κούκλες, το πάππου και τη μπάμπω. 
Στην Γερμανία μου το έδειξαν. Βράδια ολόκληρα άκουγα τραγούδια ελληνικά, ξεχνιόμουν κι έφτιαχνα στολίδια, άστρα, ψαράκια, παπάκια. Δεκάδες. Τα έβαζα σ’ ένα κουτί και τα πουλούσα. Άλλο ένα μεροκάματο!
Μου άρεζε, κι εκείνοι το εκτιμούσαν.
Τώρα τα φτιάχνω και τα χαρίζω. Φέτος έκανα ένα δένδρο. Όλα μόνος μου τα έφτιαξα, το δένδρο, τη φάτνη, τα στολίδια. Έβαλα τον πάππου και την μπάμπω της μάνας μου από κάτω. Να δεις πως φαντάζει!»
Μιλούσε και τον άκουγα. Χαμογελαστός με μάτια ονειροπόλα, τόσα χώρεσαν στα μάτια του. Η Μάνη και το εξωτερικό, η μπάμπω και η χρωματιστή κορδέλα.
Του άρεζε η αφήγηση. Η υπερηφάνεια του δημιουργού τον έκανε φωτεινό, του έδωσε δύναμη στις κινήσεις, χαμόγελο στα χείλη. 
Έμοιαζε τόσο του δικού μου αστρομάστορα. ‘Ανάσταση’ νεκρών. Σε καλό μου, χριστουγεννιάτικα. Γέννηση έχουμε, σκέφθηκα, κι ενώ είχα ‘πάει αλλού’, αυτός έφυγε και ξαναγύρισε με τρία ακόμη άστρα, να τα χαρίσει στις παρευρισκόμενες κυρίες.
Το έφερα ευλαβικά στο σπίτι, όπως πριν από χρόνια, στην παλάμη μου. Φεγγοβολούσε! Κουβαλούσε τόση μνήμη, δική του και δική μου. Πήρε την θέση του στα πολύτιμα, κλωστές και κλωστίτσες της ζωής μου και των συναντήσεων της.

Ήταν βράδυ, κι ενώ περπατούσα στην βροχή, κάτι γυάλισε στο πεζοδρόμιο. Θα πέρασαν τίποτα νεράιδες και χρυσόσκονη άφησαν τα πατήματά τους, σκέφθηκα, κι έσκυψα να την πιάσω. Φέρνει γούρι, λένε.
Ένα άστρο, από αυτά του κυρ Παναγιώτη, κρύωνε και σκιαζόταν τις σόλες των διαβατών.
Άνθρωποι χωρίς μνήμη, αδιάφοροι για των άλλων τη μνήμη, χωρίς καμμία εκτίμηση για ταπεινά έργα τέχνης, άνθρωποι οδοστρωτήρες, το πέταξαν.
Μήπως όμως γλίστρησε γιατί φοβήθηκε;


(Τα άστρα του κυρίου Ανθουλούδη Παναγιώτη, η ιστορία δική μου.)

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

3ήμερη

Το αμφιθέατρο του σχολείου, ασφυκτικά γεμάτο. Οι τρεις τάξεις του Γυμνασίου περίμεναν την ενημέρωση. Πάντα υπάρχει φασαρία σε παρόμοιες περιστάσεις. Η συνάθροιση μαθητών έχει τα χαρακτηριστικά της. Η ατμόσφαιρα, ιδιαίτερα φορτισμένη. Ο χρόνος της αναμονής κυλούσε πειράζοντας ο ένας τον άλλο, σπρώχνοντας, χασκογελώντας, κάποιοι αναψοκοκκινισμένοι, κάποια κορίτσια γελώντας άνευ λόγου, άλλα με σκυμμένο το κεφάλι. Μία διαρκής, άσκοπη κίνηση. Αμήχανοι οι εκπαιδευτικοί, δήθεν ‘άνετοι’, εκνευρισμένοι, με ελαφρώς έκδηλη ανησυχία, επιχειρούσαν να επιβάλλουν τη τάξη.
- Είπαμε, δείξτε ωριμότητα, συμπεριφερθείτε.
- Για ποιόν η νουθεσία; θα αναρωτιόταν κάποιος…
- Έχουν ξεφύγει, σχολίασε ο ψυχραιμότερος.
- Ήταν λάθος, ψέλλισε η συντηρητική.
- Δεν μαζεύονται τ’ αγρίμια, ο απαισιόδοξος.
- Κουράστηκα, ο κουρασμένος.
- Όχι, είστε υπερβολικοί. Μια χαρά τους βρίσκω. Πέρσι στην Κρύα Βρύση, όπου υπηρετούσα, ήταν πολύ χειρότερα. Σπάσαν καθίσματα, πετούσαν αντικείμενα, είπε η μοντέρνα.
- Ρε μαλ… Σπύρο! Θα μορφωθείς, ρε!
- Σε τι, ρε;
- Άκου που σου λέω, θα δίνεις διάλεξη σε λίγο…
- Δεν μπορείτε να ησυχάσετε; Μας ζαλίσατε!
- Τι λέτε, κυρία μου; Τα αυτάκια σας είναι τόσο ευαίσθητα;
- Ναι, ρε, γιατί; Ζήλεψες;
- Όχι, εγώ τα βούλωσα, να μη σας ακούω.
- Στον γέρο σου να τα πεις, ρε, τι έμαθες σήμερα… να πέσει ξερός.
- Μην ανακατεύεις τον γέρο μου, ρε! Μίλα για λόγου σου.
- Θα τα κάνεις εξάσκηση με το Ριτσάκι;
- Γιατί μωρέ; Μπας κι ήθελες να παίξεις εσύ το δάσκαλό της;
- Σαν τα μωρά κάνετε!
- Μου αρέσει που το παίζετε και ‘γκόμενοι’. Όλα τα ξέρετε πια και όλα τα ‘χετε ξεπεράσει.
- Βουλώστε το επιτέλους, είπε ο αρχηγός πριν οι ομιλητές εισέλθουν.
Ένας γιατρός, μία ειδική επί του θέματος σεξουαλικής αγωγής και η υπεύθυνη καθηγήτρια ανέβηκαν στην σκηνή. Κάθισαν πίσω από ένα τραπέζι. Πρώτη σειρά στο αμφιθέατρο, ο Γυμνασιάρχης και οι καθηγητές. Αμηχανία κι ένα βουητό επικρατούσαν στην αίθουσα…

Η προβολή των διαφανειών αφορούσε στην ανατομία. Με περισπούδαστο ύφος ο ντόκτορας, στους υποτιθέμενους ‘ανημέρωτους’ μαθητές, παρουσίαζε τις λειτουργίες αναπαραγωγής και τα αντίστοιχα όργανα του σώματος. Αγκωνιές πήγαιναν κι έρχονταν. Άλλος γύριζε στο κολλητό του, άλλος κρυφογελούσε, άλλος κοκκίνιζε, έβλεπε το δάπεδο. Οι πιο ψαγμένοι περίμεναν τη ‘τσόντα’ που δεν έλεγε να φανεί. 
Η ανατομία τελείωσε και το λόγο πήρε η ειδική. Η εμφάνιση της ‘βοηθούσε’ στην μετάδοση και  προσήλωση. Οι μεγαλύτεροι μάλιστα το επιβεβαίωσαν καθαρά και την επιδοκίμασαν την επομένη εντός ή εκτός διαλειμμάτων. Ανταλλάχθηκαν σχόλια, φαντασιώσεις, πειράγματα, αλλά εκείνη, εντελώς απτόητη, πάλευε να κάνει κατανοητή τη πολύπλοκη σχέση των δύο φύλων.
Κάποιος μάλιστα τόλμησε και ανέφερε και το ‘τρίτο’.
Σηκώθηκε ο Γυμνασιάρχης, κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του το πλήθος, κι εκείνο πάγωσε. Η εισηγήτρια συνέχισε…
«Η αμοιβαιότητα, η ειλικρίνεια, η συζήτηση, ο σεβασμός. Η υπευθυνότητα θα βοηθήσουν τη σχέση, μια σχέση που θα χαρίσει την ψυχική ισορροπία των δύο που θα συμβάλλουν έτσι δημιουργικά στην κοινωνία. Προφύλαξη δεν σημαίνει έλλειψη ευχαρίστησης. Η ύπαρξη αγάπης θα βοηθήσει στην ομαλή, και με τα δύο μέλη ικανοποιημένα, συνύπαρξη, ή συμβίωση. Όλοι δίνουμε σε μια σχέση και όλοι παίρνουμε… Θα συμφωνούσατε, πιστεύω!»
«Βεβαίως», ακούστηκε η μάζα να απαντά. Η αναστάτωση του καυτού θέματος είχε φλογίσει μάγουλα και φαντασία. Ακολούθησαν ερωτήσεις απλές, ερωτήσεις παγίδες, περιττές, επί του θέματος, πάντα με τα ανάλογα σχόλια και τα απαραίτητα ‘σσσσς’ από καθηγητές και συνετούς μαθητές.
Στην ερώτηση, «ποιος νομίζετε νιώθει μεγαλύτερη ευχαρίστηση κατά την διάρκεια του σεξ», πρόθυμα τόλμησα να απαντήσω, αφού τήρησα βέβαια την διαδικασία ανάρτησης της χειρός.
Όταν εκείνη μου έδωσε περιχαρής το λόγο, αποκρίθηκα.
- Βάλτε το δάχτυλο στο αυτί σας και πείτε μου ποιο απ’ τα δυο νοιώθει περισσότερη ευχαρίστηση;
Στήλη άλατος η ειδική. Ανασηκώθηκε η πρώτη σειρά. Τραντάχτηκε στα γέλια και τα μπράβο το αμφιθέατρο.
- Καλόοοο!!!
- Μπράβο, ρε μεγάλε!
- Μα ποιος είσαι, δικέ μου;
Και πολλά άλλα παρόμοια από συμμαθητές. Από το Γυμνασιάρχη η προσταγή να εξέλθω και να τον αναμένω στο γραφείο του.
Αργά, αλλά με την αυτοπεποίθηση στα ύψη από την εξυπνάδα που ξεστόμισα, εξήλθα.
Ακολούθησε η διαδικασία νουθεσίας, κατηγορίας, απελπισίας για τη νέα γενιά που τίποτα δεν εκτιμά, πήρα την 3ήμερη και απήλθα.

Η τρίτη πράξη ακολούθησε στο σπίτι.
Είναι γεγονός ότι καθυστέρησα να πάω κι απέφυγα το μεσημεριανό φαγητό. Το βράδυ όμως, αδύνατον. Κάπου εκεί, την ώρα που η μάνα μου μάζευε το τραπέζι, γκρίνιαζε για την μέση της και τα νέα φορολογικά ‘μέτρα’, ο πατέρας δήθεν άκουγε, αλλά στη πραγματικότητα παρακολουθούσε τις διαφημίσεις ανάμεσα στο δελτίο ειδήσεων. Η αδελφή μου εξαφανίστηκε στα ενδότερα για την βραδινή έξοδο.
Ανακοίνωσα την 3ήμερη.
- Τι 3ήμερη;
- Αποβολή, βέβαια!
- Τι αποβολή; Εσύ, βρε;
Άφησε ο μπαμπάς μου την οθόνη, η μάνα μου τα πιάτα, ξεχάστηκαν τα ‘μέτρα’, άνοιξαν αυτιά και στόμα και περίμεναν.
Έπρεπε να πω.
Είπα.
Πάρτη μάνα μου κάτω στο πάτωμα!
- Ντροπή σου! ο μπαμπάς. Αναίσχυντος ο γιος σου, ολόιδιος ο αδελφός σου.
- Μπαμπά, η μαμά τα τίναξε.
- Ας την εκεί! Ανάγκη δεν έχει, θα της περάσει. Εσύ την ‘έφαγες’ διάβολε. Δεν την σκέφτεσαι καθόλου! Κι εμένα; Έχω και πίεση. Το πρόσωπο μας, βρε αλήτη! Κι αυτοί; Τι διάολο την ήθελαν τέτοια ενημέρωση; Λίγα ξέρετε μήπως; Εμείς τίποτα δεν ξέραμε, αλλά και παιδιά κάναμε, και οικογένεια, και προκόψαμε. Αλλά τα γονίδια, γονίδια. Γι αυτά σας είπαν τίποτα; Κατάρα! Ίδιος ο μακαρίτης ο θειος σου είσαι. Ένας αλήτης. Κατά μάνα, κατά κύρη… Εμείς δεν είχαμε στην οικογένειά μας τέτοιους…
- Α! σηκώθηκες, καλέ; Σηκώθηκες να καμαρώσεις τον κανακάρη σου, ε; Χάρισμά σου, είπε και μας άφησε χτυπώντας την πόρτα.
- Φεύγω, είπε και η αδελφή μου, άργησα. Συνάμενη-κουνάμενη αποχώρησε.
- Γιατί, βρε αγόρι μου αντιμιλάς; Γιατί; Τι την ήθελες την απάντηση; Γιατί, καμάρι μου, με στεναχωρείς και κάθεται ο ‘άλλος’ και φωνάζει; Τον άκουσες πάλι. Ούτε νεκρούς δεν σέβεται. Πέντε χρόνια πεθαμένος, ‘αλήτη’ τον ανεβάζει, ‘αλήτη’ τον κατεβάζει. Θεός σχωρέστον, αλλά εγώ τα μαρτύρια του Ιώβ περνάω. Τι έκανα, Θεέ μου, και με βασανίζεις τόσο; Μα τι;
- Γιατί; ξαναείπε. 
Κι εγώ πήγα μέσα.
Με περίμενε το διαδίκτυο… η δική μου 3ήμερη απόλαυση.

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Περιστατικό Νο 13 - Μία νέα εμπειρία

Ημέρα Κυριακή, ώρα 11:15 πμ, βαθμοί 30 Κελσίου, στάση αστικών λεωφορείων. Το συντριβάνι λόγω χρέους η αμέλειας δεν λειτουργεί. Ζέστη αφόρητη, από τις πρώτες του καλοκαιριού.
Τα καφενεία γύρω φιλοξενούν μοναχικούς, που κάνουν παρέα από τη καρέκλα, μπροστά τους το καφεδάκι.
Τι ήθελε και στολίστηκε; Την ενοχλούν ρούχα, παπούτσια, κοσμήματα. Πιο πολύ την ενοχλεί που δεν έμεινε αραχτή στην σκιά του σπιτιού της. Οι ρίζες των μαλλιών της ίδρωναν. Για την εμφάνιση της ανησυχούσε.
11:25 το λεωφορείο εμφανίσθηκε, μεγαλοπρεπώς έκανε την στροφή του και αργά άραξε στη στάση.
Ο οδηγός, 130 κιλά και κάτι, στα μαύρα, το ένα χέρι χαλάρωνε στο αριστερό παράθυρο, το άλλο στο τιμόνι. Νεαρός βοηθός, ο γιος ίσως, φρόντιζε ό,τι χρειαζόταν κίνηση.
- Καλημέρα.
- Πολύ καλημέρα και σε σας.
- Αγία Παρασκευή; Κάνει στάση;
- Βεβαίως.
11:35 το λεωφορείο έκλεισε τις πόρτες και τη ζέστη μέσα. Ο ιδρώτας κατρακυλούσε στη πλάτη.
Κύριος του χώρου, άρχοντας λόγω κιλών αλλά και άποψης. Χαιρετούσε, κόρναρε, σταματούσε. Οδηγούσε κιμπάρικα θα έλεγα.
Πήραμε κάτι ζευγαράκια για τις παραλίες, κυρίες για τα κτήματά τους. Μια παρέα παλαιών της πόλης, συνταξιούχοι με άσπρα μαλλιά και γερασμένες γάμπες και γόνατα, με τα μπανιερά τους ανέβηκαν περιχαρείς και κάθισαν στα πίσω καθίσματα, συνεχίζοντας την κουβέντα που είχαν ξεκινήσει από τη στάση. Μας αγνόησαν.
Ο χοντρούλης μας έδινε απαντήσεις σε όλες τις απορίες, περιεργαζόταν τους άγνωστους, καλωσόριζε τους τακτικούς.
Η οικειότητά του προκαλούσε μια ευθυμία…
Είχα απορροφηθεί στο ν' ακούω, χωρίς να το θέλω, τον νεαρό δίπλα μου. Η ένταση της φωνής του δεν άφηνε περιθώρια επιλογής. Επί δέκα λεπτά μιλούσε στο κινητό, όχι ότι σταμάτησε αργότερα, αλλά την δική μου προσοχή και ενδιαφέρον τράβηξε άλλη χαριτωμένη στιχομυθία του.
Στο δεκάλεπτο είχε ήδη εκφέρει πολλαπλές φορές το γνωστό  ῾῾ρε μαλ...῾῾ στο κολλητό του, που έχασε το αστικό εννιά φορές! Ο κολλητός του μάλλον δεν θα ξύπνησε ακόμη για ν' αντιδράσει ως όφειλε στις προσφωνήσεις. Η κολλητή του κολλητού φορούσε ένα σορτσάκι τόσο κοντό που οι τσέπες του έβγαιναν κάτω απ’ τα ‘μπατζάκια’. Βαριεστημένη άκουγε και έσπρωχνε κάθε λίγο τις τσέπες προς τα μέσα. Καμάρωνε για την βαριά ασημένια αλυσίδα του κολλητού της και το τεράστιο τατουάζ του.
Το σκηνικό ομόρφυνε. Ογδοντάρης, φρεσκοξυρισμένος, με θαλασσί πουκαμισάκι, τσάκα στο παντελόνι να ‘κόβει’, φουζέρ κολόνια που τρυπούσε την μύτη, δαχτυλίδι και βέρα στο δάχτυλο, μανικιούρ στο μικρό δαχτυλάκι, ανέβηκε με την εφημερίδα ρολό στο χέρι, με κόπο, στηριζόμενος στο σίδερο.
- Καλώς το τζόβενο, είπε ο οδηγός κι εγώ παράτησα τον κολλητό.
- Καλημέρα, ζέστη πολύ σήμερα.
Ταλαντεύτηκε και ακούγοντας την συμβουλή του φίλου οδηγού, κάθισε  μπροστά.
- Ξυριστήκαμε βλέπω σήμερα, φράπα έκανες το πρόσωπο. Εμ έτσι σε θέλω. Άσπρα γένια, δεν πάει.
- Με προσέχεις βλέπω.
- Άμα δεν σε προσέξω δεν θα βγάλω να φάω. Και ξέρεις πως τρώω.
- Κι αν δεν ήξερα, το βλέπω.
Ανταλλάχθηκαν πολιτικές αναλύσεις και προβλέψεις για τον ανασχηματισμό, το μουσείο που δεν τελειώνει και στοίχιωσε, κι ενώ η ζέστη κορυφωνόταν, φθάσαμε Εργατικά. Ο φρεσκοξυρισμένος έπρεπε να κατέβει.
-Σιγά, δε θέλω να μου βιάζεσαι. Σε βλέπω απ’ το καθρεφτάκι. Αν δε πατήσεις κάτω καλά, ξεκινάω 'γώ; Ένας είναι ο μαστρο-Μήτσος.
Μας χαιρέτησε ο μαστρο-Μήτσος, έδωσε τα δέοντα στη κυρά και ασφαλής κατευθύνθηκε, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, αλλά σηκώνοντας το χέρι για χαιρετισμό κι ευχαριστίες, προς το σπίτι του.
Ήδη, άλλος τακτικός ανέβηκε.
- Με φόρα, βλέπω, ανεβαίνουμε και σορτσάκι. Για που το βάλαμε; Μην μου πεις για μπάνιο; Ζάχαρα, καρδιές, τέρμα; 
- Ε, καλοκαίριασε, να μαυρίσουμε και λίγο να μας προσέχουν και τα κορίτσια.
- Βρε, τα κορίτσια πήραν την σύνταξη και την κάναν με τον ΚΑΠΗ για Πελοπόννησο. Εσύ πως και ξέμεινες πίσω;
-Τα ‘δωσα στο «χαράτσι». Μη βλέπεις που ο Πάγκαλος λέει «μαζί τα φάγαμε». Εγώ δεν έχω φράγκο.
- Ε, για ένα ουζάκι κάτι και θα 'μεινε.
- Βρε κι αν δεν έμεινε, όλο και κάποιου του περισσεύει και κερνάει. Άσε τα συγχώρια και τις γιορτές. Σήμερα του Αγιαννιού, αύριο του Άι-Γιώργη, φθάσαμε Κωνσταντίνου και Ελένης, του Προφήτ' Ηλία, της Παναγιάς και οι Παναγιώτηδες, έρχεται κι ο Άι-Νικόλας, κερνάω εγώ.
- Εδώ σε θέλω, μεγάλε... μη και πας πίσω στα ζευγαράκια έτσι που μου έβαλες και τη βερμούδα.
- Γιατί μωρέ; Ζηλεύεις εσύ, δηλαδή;
Πρώτη, δεύτερη, φανάρια και ζέστη φθάσαμε στην Ν.Χηλή, χαιρετίσαμε τον Νικολάκη και σιωπηλοί φθάσαμε στη Μάκρη. Αρχίσαμε να πλήττουμε. Ευτυχώς η σιωπή έσπασε αφού περάσαμε τις δύσκολες και ‘κλειστές’ στροφές. Σταματήσαμε στην μέση της πλατείας, όχι για να αποβιβαστούν επιβάτες, αλλά να χαιρετίσουμε τους άλλους, τους χαλαρούς του καφενείου. Ένας έτυχε ιδιαίτερου χαιρετισμού ως ᾽large᾽ τύπος. Στο άκουσμα της προσφώνησης έκανα μπροστά να δω τον large. Ένας μικροκαμωμένος σερβιτόρος, χαμογελαστός κι αεράτος, αναμένει αργότερα για τα ‘γνωστά’ τον οδηγό μας.
Ακούγοντας τις στάσεις θεώρησα ότι έφθασε η δική μου.
Με είχε ακόμη στο νου του. «Η επόμενη», είπε.
Είχε ακόμη συγκρατήσει την αρχική μου ερώτηση, παρ’ όλη την κίνηση, ζέστη, συζήτηση και εναλλαγή προσώπων. Όλοι χωρούσαμε.
Στο «ευχαριστώ» μου απάντησε, ή φαντάστηκα ότι είπε «εσύ πως ξέπεσες στα μέρη μας;».

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Attenborough's Ark

Δεν έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα με documentaries ούτε έχω παρακολουθήσει τηλεοπτικά προγράμματα. Όμως είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τον David Αttenborough σε διάφορα προγράμματα όπως το Life on Earth, το Planet Earth καθώς και το τελευταίο, Attenborough's Ark.

Δεν θα αναφερθώ αναλυτικά στον άνθρωπο και στο βιογραφικό του, το έχουν κάνει άλλοι πολύ καλύτερα. Θα σταθώ μόνο σε μερικά σημεία. Είναι ο άνθρωπος που έφερε την τέχνη και την φύση στην τηλεόραση, για το BBC ο λόγος, όταν διεύθυνε το κανάλι. Αρνήθηκε υψηλότερη θέση προκειμένου να κάνει τις δικές του παραγωγές, παραγωγές που όχι μόνο τράβηξαν την προσοχή, ανέβασαν την τηλεθέαση, έκαναν γνωστό παγκοσμίως το κανάλι και τον ίδιο, αλλά προκάλεσαν και πολλές αντιδράσεις, θετικές και αρνητικές. Είναι γεγονός ότι υπηρέτησε 60 χρόνια το είδος που λάτρεψε, τον πλανήτη γη. Χρησιμοποίησε καινοτόμες τεχνικές για να καταγράψει με τον πιο συναρπαστικό τρόπο το θέμα του. Όταν για παράδειγμα γύριζε την ζωή των εντόμων, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά την τεχνική του time-lapse. Υπάρχουν φυτά και αράχνες που επίσης φέρνουν το όνομά του, όπως blakea attenboroughi, prethopalpus attenboroughi κα.

Θεωρείται από τους Βρετανούς ένας από τους εθνικούς τους θησαυρούς. Πρόσφατα, εξ ου κι η αφορμή να γράψω το κειμενάκι αυτό, του ζητήθηκε να συμπεριλάβει στην «κιβωτό» του τα δέκα έμβια που θα έσωζε, αν μπορούσε, από εξαφάνιση. Αυτό το επεισόδιο είδα και για ακόμη μία φορά, όχι μόνο τον θαύμασα, αλλά και τον ζήλεψα αφάνταστα.

Διάλεξε τα πιο σπάνια, τα πιο όμορφα, τα πλέον απειλούμενα όντα. Ανέδειξε τον κίνδυνο που διατρέχουν αυτά τα ίδια, καθώς και τις επιπτώσεις στο περιβάλλον της εξαφάνισης τους.

Επίσης ανέδειξε και τόνισε την αφοσίωση κάποιων ανθρώπων, επιστημόνων και μη, στην υπηρεσία προστασίας των εν λόγω όντων, τον αγώνα που δίνουν πολλές φορές με κίνδυνο της ζωής τους. Δουλεύουν νύχτα-μέρα ανώνυμα, αθόρυβα, χωρίς προβολή, κάτω από το νερό, σε ανήλιες σπηλιές, σε δάση για την διάσωση π.χ. ενός λιλιπούτειου βατράχου, μιας πεταλούδας, ενός σπάνιου πιθήκου, ενός πουλιού. Δεν θα τα ονομάσω όλα γιατί είναι μέρος του ενδιαφέροντος του προγράμματος σε περίπτωση που θελήσετε να το παρακολουθήσετε.

Η αγάπη του για τη φύση, οι γνώσεις του, η αγωνία του, η εξαιρετική παρουσίαση δεν σ' αφήνουν αδιάφορο. Είσαι μαγεμένος μ’αυτό που παρακολουθείς και παράλληλα αισθάνεσαι ένοχος για την αδιαφορία και άγνοια του κόσμου με τον οποίο συγκατοικείς τον πλανήτη Γη. Ο David Attenborough έχει μεγάλη αγωνία για το μέλλον του. Μια αγωνία που έμμεσα, δείχνοντας σου την ομορφιά του, σου ζητάει να πάρεις θέση, να σταματήσεις να μένεις αδιάφορος.

Σε μία πρόσφατη συνέντευξη είπε ότι το μέλλον της ζωής στη Γη εξαρτάται από το αν εμείς ενεργήσουμε, από την ικανότητά μας να δράσουμε: "The future of life on earth depends on our ability to take action. Many individuals are doing what they can, but real success can only come if there's a change in our societies, and our economics, and in our politics. I've been lucky in my lifetime to see some of the greatest spectacles that the natural world has to offer. Surely we have a responsibility to leave for future generations a planet that is healthy, inhabitable by all species." Πρέπει δηλαδή να αλλάξουν οι πολιτικές και οι οικονομίες μας αν θέλουμε να παραδώσουμε αυτόν τον πλανήτη στα παιδιά μας άθικτο για το μέλλον.

Η σύμπτωση της θέασης με την διεξαγωγή των ευρωεκλογών, η αφορμή για το προβληματισμό μου. Είναι μοναδική ευκαιρία, πριν ο καθένας από μας ψηφίσει, να σκεφθεί ποιος και ποια παράταξη θα εγγυηθούν την σωστή προσέγγιση στο περιβάλλον. Ποιος θα θελήσει σοβαρά να στρέψει την προσοχή μας στο θέμα και ποιος μοιράζεται τέτοιου είδους ανησυχίες. Πολλοί από μας συχνά καταναλωνόμαστε σε φιλοζωικές στάσεις που κυρίως προσθέτουν στην persona μας, αλλά μας λείπει η βούληση και η θέληση για ουσιαστική αντιμετώπιση του περιβάλλοντος. Συνήθως εξαντλείται το θέμα με αποσπασματικές και περιστασιακές αποφάσεις, για να έχουμε ήσυχη την συνείδηση μας. Δεν υπάρχει το πλαίσιο συλλογικών και συνδυασμένων δράσεων ευαισθητοποίησης του κοινού, ενημέρωσης, δημιουργίας περιβαλλοντικής συνείδησης. Σε ότι αφορά την ενεργειακή πολιτική, έχει δοθεί κάποια προτεραιότητα, περιορισμένη όμως, μια και χρήζει άμεσα η αντιμετώπισή της. Υπάρχει συνήθως αντίδραση γέλωτος αν τολμήσεις να μιλήσεις για απειλούμενα είδη χλωρίδας και πανίδας. Παρόμοια θεωρούνται ελάσσονος σημασίας ως θέμα. Δεν αναδεικνύεται η σπουδαιότητα τής συμμετοχής του κοινού στο ευρύτερο γεωφυσικό και οικονομικό περιβάλλον. Χρειάζεται εγρήγορση, φαντασία και το κυριότερο αγάπη για ότι άλλο ζει γύρω μας, είτε το γνωρίζουμε είτε το αγνοούμε. Χρειάζεται απαίτηση και βούληση για ένα πλανήτη με μέλλον.

Θα ξαναγυρίσω στον David Αttenborough. Παιδί ακόμη, του σύστησαν το βιβλίο του John Gould, εκείνου του εμπνευσμένου ανθρώπου που σχεδίαζε πουλιά χωρίς ποτέ να τα έχει δει ζωντανά: "Throughout his professional life Gould had a strong interest in hummingbirds. He accumulated a collection of 320 species, which he exhibited at the Great Exhibition of 1851. Despite his interest, Gould had never seen a live hummingbird. In May 1857 he travelled to the United States with his second son, Charles. He arrived in New York too early in the season to see hummingbirds in that city, but on 21 May 1857, in Bartram's Gardens in Philadelphia, he finally saw his first live one, a Ruby-throated Hummingbird."

Αν σε καλέσουν, παιδί ακόμη, να στρέψεις την προσοχή, να δεις γύρω σου, να μη δεις εγωιστικά μόνο τον εαυτό σου, αν το κάνουν με τρόπο ευφάνταστο και αισθητικά γοητευτικό, δεν μπορεί παρά να αναπτύξεις τη σωστή σχέση ζωής με το περιβάλλον. Αυτό έκανε και κάνει ακόμη, παρά τα 88 χρόνια του, ο David Αttenborough.

Μουσική, φωτογράφηση, μοντάζ, τεχνολογία για να δεις γύρω σου, να δεις το άλλο, το ταπεινό, το σπουδαίο, το άγνωστο, αυτό που είτε ο άνθρωπος, θελημένα ή μη, είτε η ίδια η φύση, αφάνισαν ή απειλούν να εξαφανίσουν. Ένα οπτικοακουστικό δημιούργημα που προκαλεί εξαιτίας της ομορφιάς του την συνείδηση σου.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Συγκλίσεις. (Απρίλιος 2014 - Παρίσι)

Την πρόσεξα στη στάση, σοκολατένια, μοσχοβολιστή.
Δεν ήταν αυτά που δεν επέτρεπαν να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Η μελαγχολία των ματιών της με το σφιγμένο στόμα της μου θύμιζε την άλλη σοκολατένια ύπαρξη της ζωής μου, τη Σασίλα.
«Χαίρομαι που επιτέλους αναγνωρίζεις λευκά χαρακτηριστικά σε άλλα χρώματα» η απάντηση στον εντοπισμό της ομοιότητας.
Αυτό που με γοητεύει αφάνταστα στις μεγάλες πόλεις είναι οι ομοιότητες. Μερικές φορές, έως και αγενώς, αφήνομαι σ’ αυτό το παιχνίδι. Την αναγνώριση μέρους των εικόνων μου επάνω σε άλλους.
Τους καθιστά οικείους, προσεγγίσιμους, συνταξιδιώτες, παρηγοριά, προβολή στο παρελθόν μου και, θα αναρωτιόμουν, στο μέλλον μου. Δεν υπάρχει απάντηση και ούτε την αναζήτησα.
Στα παιχνίδια αφήνεσαι με τις αισθήσεις σου. Αυτές που σου στραγγαλίζει η καθημερινότητα, η βία του χρόνου, οι θρησκείες, οι κατασκευασμένες ηθικές.
Σχεδόν δεν τολμάς να σηκώσεις τα μάτια στον άλλον, πόσο μάλλον να του πεις «μου επιτρέπετε να σας αγγίξω;  Θα κάνω ανέξοδο ταξίδι στις αγκαλιές της παιδικής μου ηλικίας».
Η κυρία δεν άντεξε το σαρωτικό βλέμμα μου και κατέβασε τα μάτια. Άθελα της εντατικοποίησε το συναίσθημα.
Η Σασίλα, όταν την στρίμωχνα με ερωτήσεις για τον μεγάλο της έρωτα, τον Παναγιωτάκη της, έτσι κι εκείνη κατέβαζε τα μάτια. Χανόταν στις αναμνήσεις και τις αναπαραγωγές του νου.
Τότε  ήταν που ήθελα να τρυπώσω κι εγώ εκεί. Να μοιρασθώ μαζί της το όνειρο.
Στις πολυπληθείς πόλεις, εκεί που η πανσπερμία των λαών είναι ρουτίνα, εκεί που η διαφορετικότητα είναι δεδομένη και όχι εξαίρεση, οι ομάδες γίνονται με βάση το όνειρο. Αυτοί που κινούνται στο όνειρο και οι άλλοι, οι γήινοι. Αυτοί που μιλούν την γλώσσα χωρίς χρόνο, την γλώσσα της μνήμης, των εύθραυστων στιγμών, την γλώσσα των τρυφερών αγγιγμάτων, την γλώσσα των αέρηδων. Μια γλώσσα που χάνεται στα πολύχρωμα κεφαλοδεσίματα, στα πολύχρωμα ρούχα, στα περίτεχνα χτενίσματα, στα ευφάνταστα στολίδια.
Μία τέτοια ήταν η σοκολατένια κυρία. Κοίταζε το ωρολογάκι της, δώρο αρραβώνα, σκέφθηκα.
Μου απάντησε στην γλώσσα των ονείρων ότι ο καλός της τής το πρόσφερε ως υπόσχεση αιώνιας αγάπης.
«Όπως κυλάει ο χρόνος, έτσι να πολλαπλασιάζεται η αγάπη μας» της είπε. Αυτό κοιτούσε όταν μετρούσε τις ώρες θηλασμού, μ’αυτό μετρούσε όταν οι χτύποι της καρδιάς του αραίωναν, αυτό κοίταξε και νόμισε ότι σταμάτησε καθώς τον αποχωρίσθηκε…
Δεν σταμάτησε. Συνέχισε με την θλίψη που κουβαλούσε μέχρι τη στάση του λεωφορείου 38. Μέτρησε τα εναπομείναντα λεπτά για την άφιξή του στο ρολογάκι της. Εμένα με απέφυγε. Έτσι νόμισα. Όταν γύρισα τα μάτια, ήταν εκείνη που άκουγε τη δική μου γλώσσα.   
Το δικό μου πλαστικό ρολογάκι δεν της έλεγε και πολλά.
Δεν επέτρεπε τις φλυαρίες της προσωπικής μου ζωής. Έκρυβα, ή νομίζω ότι κρύβω μυστικά.
Η κοινή μας θλίψη, ο δίαυλος επικοινωνίας. Η αγάπη που σμίλεψε τα κορμιά μας, φθόγγος μιας ακυρωμένης έκφρασης. Η βουή του δρόμου, η καινούργια αλήθεια. Εκεί που προσπαθεί να αρθρωθεί η γλώσσα του όνειρου. 
Παλεύει να μιλήσει, να νικήσει τα κύματα της αέναης κίνησης, της βιασύνης, της ταχύτητας, την σκληρότητα της επιβίωσης, την πίκρα της μοναξιάς.
Κι όμως εκεί, στα λεπτά της αναμονής, ανάμεσα στις διαμαρτυρίες του μωρού, η γλώσσα του «φαντάζομαι κι ερμηνεύω» αρθρώθηκε, και γέννησε τις ομοιότητες.
Καταργήθηκαν οι ήπειροι, οι γειτονιές, οι θεότητες και οι Θεοί, τα μίση και οι έχθρες, ο πλούτος και η φτώχεια, οι συνήθειες και οι τρόποι, και έμειναν οι ελπιδοφόρες αυγές, τα ονειροπόλα ηλιοβασιλέματα, η ομορφιά της γεύσης, το  ιαματικό άγγιγμα του πέταλου και της ροδαλής πατούσας του μωρού, ο  καρποφόρος πόνος της γέννας, το αβυσσαλέο ξέσχισμα του θανάτου, ο αδιαπραγμάτευτος φόβος της μοναχικής περπατησιάς, 
Εκεί, σ’αυτές της πορείες συναντιόνται ζευγάρια μάτια να αφηγηθούν απολεσθέντα όνειρα, λυτρωτικές χαρές.
Εκεί στα ανείπωτα νιώθεις συνεπιβάτης, όχι του λεωφορείου 38, αλλά σε μία διαδρομή που χρόνια η ανθρωπότητα διανύει μήπως και οι ψυχές συγκλίνουν. 

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Ροδακινί βλαστάρι

Το φως άλλαξε, οι μυρωδιές επίσης. Οι καθημερινές εικόνες, ακόμη και στο αστικό τοπίο της διαμονής της, είναι έγχρωμες. Πρώτα οι τσιντόνιες, ύστερα τα οπωροφόρα που φύτευσε ο πατέρας στο πεζοδρόμιο, κάτι ασθενικά ζουμπουλάκια, όλα λένε «ναι, ήρθε η άνοιξη». Η ετήσια αναγέννηση των πάντων. Νοικοκυρεμένα χεράκια φροντίζουν κι ετοιμάζουν τα σπίτια για το Πάσχα. Ξεσηκώνονται στρωσίδια, ασπρίζονται ντουβάρια, μερεμετίζονται οι ζημιές από τις χειμωνιάτικες επιθέσεις.

Όλοι κάποιον ερχομό έχουν στο νου τους. Αυτή, τον δικό της. Στα βλαστάρια της θα προστεθεί ένα ακόμη. Ένα ροζ κλαδί ροδακινιάς με φόντο γαλανό, ξάστερο ουρανό. Θα ’ρθει να γλυκάνει τις ψυχές, να φέρει ελπίδα και χαμόγελο. Θ’ αρπάξει την ζωή από το χέρι και θα πει, «συνεχίζουμε».

Ψάχνοντας να βρει αμυγδαλιές, «ξάνθισαν», της είπαν. Βρέθηκε να οδηγεί σε χωματόδρομους αγροτικούς, δίπλα σε ελιές. Ήσυχο απόγευμα, με ξεχασμένους ανθρώπους εδώ κι εκεί, να μαζεύουν ραδίκια και ζοχούς για το σπίτι, αγριόχορτα για τα ζωντανά. Άλλοι, κάτω απ’ τις ελιές, έκαναν διάλειμμα. Κάπου-κάπου και κανένας σκύλος. Άλλος δεμένος σε αγρόκτημα, άλλος αδέσποτος. Στρουμπουλός ο πρώτος, σκελετωμένος ο δεύτερος, την περιεργαζόταν χωρίς να γαβγίζει.
«Μα τι κάνουν αυτό τον καιρό στις ελιές;» Πρώτη ερώτηση.
Δεύτερη: «Είναι αμυγδαλιά αυτή που βρήκες;»
Θα πήγαινε παρακάτω μήπως και γινόταν πιο εμφανές το είδος του δένδρου.
Τέτοιες ώρες είναι που νιώθει ξεκρέμαστη. Τέτοιες είναι οι ώρες που θυμώνει με τον εαυτό της. Δεν πρόσεχε. Εκείνος, ο πατέρας, έλεγε, έλεγε και εξηγούσε. Τότε ήταν αυτή που αφηνόταν στα δικά της ταξίδια του νου, στις δικές της σκέψεις. Είχε δικές της απορίες, προτεραιότητες. Ο κόσμος προχωρούσε κι αυτή έτρεχε να προλάβει, τα νέα, τις εξελίξεις, τον καινούργιο κόσμο που απλώνονταν μπροστά της.
Να την πάλι στον ίδιο δρόμο, χωρίς εκείνον.
Ο κόσμος μεγάλωσε, άλλαξε, αλλά είναι κάτι μέρη που μένουν τα ίδια. Ίδιοι μελαγχολικοί ορίζοντες, ίδιες μυρωδιές, ίδιοι μισογκρεμισμένοι φράχτες. Ούτε τα δένδρα ψήλωσαν! Μάλλον θα μίκραιναν.
Αυτή, μεγάλη πια σ’ ένα κόσμο μικρό, καλείται ν’ απαντήσει στην εγγονή της.
Να, θα την έχει εδώ πλάι, όπως εκείνη τότε ο μπαμπάς της, και θα της λέει, λέει, λέει...
Όμως… πανικός! Τίποτα δεν γνωρίζει πια γι αυτόν τον κόσμο. Ούτε καν ποια είναι η αμυγδαλιά.
Κι αν τη ρωτούσε; Κι αν ήθελε να μάθει; Αν την ένοιαζε ο άλλος ο κόσμος, ο έξω, ο μακρινός; Θα ‘βρισκαν εικόνες, θα ‘ψαχναν στο διαδίκτυο, θα ‘σκυβαν πάνω σε βιβλία. Θα ρωτούσαν.
Κι αν της έλεγε, «γιαγιά, μην ρωτάς, δεν μου αρέσει!»; Αυτής της αρέσει. Δεν το ‘χε τίποτα να σταματήσει και, φορώντας το διστακτικό της χαμόγελο, να ρωτήσει τους εργάτες:
- Με τι παιδεύεστε;
Απάντηση; Καμία. Μόνο απορημένα βλέμματα και μια αγωνία που στιγμιαία διέσχισε τα
πρόσωπα.
-Όκι γιουνάν.
Κατάλαβε, μουρμούρισε «ευχαριστώ» και βιαστικά μπήκε στ’ αυτοκίνητο.
Η απορία εκεί.
Η αγωνία για ποιο κόσμο θα μιλήσει στο παιδί, κι αυτή εκεί.
Τόση άχρηστη πληροφορία, κι αυτά τα απλά της γης τριγύρω, απόντα. Τι θα πείραζε αν μάθαινε κι αυτό;
Ε, πως, να μην ξέρεις ποιες ήταν οι πρώτες γυναίκες που διεκδίκησαν την ψήφο για τις
ομόφυλές τους; Να μην ξέρεις πότε έγινε η μάχη του Γρανικού; Πόσοι σκοτώθηκαν; Πως τον έλεγαν τον διάδοχο του Ιουστινιανού, κι αν ακόμη το ξέρεις, πότε γεννήθηκε… πότε πέθανε;
«Χρήσιμα, δε λέω, αλλά, να που εγώ κι η γη γίναμε δυο ξένοι», σκέφθηκε.
Τώρα που ένα νέο πλασματάκι θα ‘ρθει στην δική της οικογένεια, τώρα που αυτή θα πρέπει να του πει σαν μεγαλύτερη τα μυστικά της ζωής, τι θα ‘χε να του πει για την ομορφιά της γης; Τι είχε να του πει για τις ανάγκες αυτού του χώματος; Τι να του πει για το πως βλασταίνει, πως διψάει, πως σ’ αγαπάει;
Η νέα επικείμενη ζωή ξύπνησε μέσα της αρχέγονες ανάγκες, αυτές της επιστροφής στην φύση. Ο δικός της χρόνος τρέχει… έτρεχε. Δεν πρόλαβε ποτέ ν’ αγγίξει το περίγραμμα ενός πετάλου. Δεν αναρωτήθηκε για το ενοχλητικό άγγιγμα της τσουκνίδας.
Δεν προλάβαινε… και τσαλαπάτησε τα χαμομήλια.
Αν χάλασαν για πάντα, αν δεν ξαναβγούν, με τι θα συνομιλήσει το ροδακινί βλαστάρι τους; Τι απρόσεχτη! Τι βιασύνη για το τίποτα!

Άρχισε να στάζει ο ουρανός μαζί με την δύση. Σταγονίτσες ο πρώτος, ρόδινες ανταύγειες η δεύτερη. Οι φωτογραφίες θα της δώσουν τη πληροφορία της ομορφιάς της νέας άνοιξης. Θα καθησυχάσουν τις απορίες των μορφών της. Αυτές, τουλάχιστον, θα μπορέσει να τις δείξει. Σαν την μαγεία της εικονογράφησης βιβλίων βοτανικής και ανθέων. Χωρίς να το θέλει, πάλι απομακρύνεται από το άμεσο, το απτό. Προστρέχει στην κατατεθειμένη γνώση για τη νέα ζωή. Κι όμως, σκύβει και πιάνει το χώμα, το τρίβει ανάμεσα στα δάκτυλα, το αφήνει να πέσει. Φέρνει τα δάχτυλα στην μύτη. Θα το ‘βαζε στο στόμα, όπως τα μωρά όταν ανακαλύπτουν κάτι νέο, αν δεν άνηκε η κίνηση στις ‘απαγορευμένες’.
Το μύρισε. Μύρισε το χρόνο πάνω του, είδε τις οπλές των αλόγων που το πάτησαν, άκουσε τις ομιλίες των ανθρώπων που το περπάτησαν, μύρισε το αίμα που μάχες το πότισαν, ψίθυρους αγάπης από θεριστές, φωνές παιδιών που μαζί του κυλίστηκαν. Είδε τ’ απομεινάρια των σπόρων που έθρεψε και είπε, «Αυτό θα της δώσω! Θα τη καλέσω ν’ αποθέσει τις αισθήσεις της σ’αυτό το παλαιό χώμα, που κάθε άνοιξη αναγεννιέται και μαζί μ’ αυτό, κι η ίδια η ζωή!»
Θα της μίλαγε εκείνο τότε, με την αιώνια τη γνώση του.