Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Sara (original in Greek, English translation)

I first came across her at the corner of ‘Filis’ and ‘May 14th’ streets. A stack of clothes and dust, she was. This morning, her form was visible in the snow from far away. To her many garments of questionable cleanness and unspecified age a brown fur coat was added that was held together with countless pins, reminiscent of a glorious past. About a dozen open carton boxes surrounded her that resembled a cityscape, and she sat there in the middle, singing for the umpteenth time a lullaby to her plastic doll. She whispered verses of her own, while stroking the doll’s head. Her body moved softly in the rhythm of the lullaby. Every time someone approached, she raised her head rather disturbed, she became upset, and wouldn’t return to her routine until the ‘intruder’ moved away.
It is then when I discovered the agony of loss in her eyes. They had become two black holes etched by the contractions in her face, whose tragedy was complemented by years long lack of facial wash. Her lips remained sealed and she’s been waiting for you to leave. Cast no shadow upon her.
I named her Sara. It happened after our third encounter. I never asked myself why. I thought of that name as part of her existence, and as an old dear friend of mine. I whispered the name, and eventually gained the privilege of her permission to stay near slightly longer. Our short muted encounters have now existed for nine years. I have been waiting for her to say: “Go away” or “Sit down, Maria!” A deafening silence instead. Her only concern that I sensed was my spending time to look at her, while our mutual motherhood traveled away together for a few moments. I don’t know exactly what her loss was. I don’t know what kind of separation she faced. I improvised various scenarios that I put together depending on the occasion.
In the days that passed, facets of her motherhood expanded further, and, for this reason, passers-by noticed her even more. To all others, just like to me, she became suddenly reminiscent of the One, the Special Mother of our Lord, who didn’t freeze at street corners, but sat in a stable surrounded by compassionate animals that took care of her.
The absence of my own offsprings wounds me deeply. Not because the hugging stays lifeless, and abundant love remains unfulfilled. Not because the arms stand deprived, idle. It’s because they were used to weave nests, to provide feeding, to indulge.
I didn’t buy some doll. I’ve sat at no crossroads. I took the streets instead to try to forget, to find the remedy by watching the family peace and happiness of others, of those hiding behind the ornamented windows. I don’t know what to say, how to justify my own ego, my lack of restraint, and how to divulge loud and clear to the community: “Yes, I miss my children”, in a society, where the sole deprivation that people sing about and endure is from losing ‘erotic love’. Romeo and Juliet killed themselves therefore, and subsequently many more were destroyed by the loss of infatuation. It is not suitable for modern mothers, those who have already weaned their infants, those who must rise to the circumstances, to modern times, the dynamic, the seasoned, with their own motherhood downgraded to a lower level. How effortlessly was I used to explain such concepts indeed, and how unbearable it has been to experience them on my own. From time to time I am quietly humming a folksong about emigration because contemporary song lyrics won’t accommodate a motherchild separation anymore. How about endurance? It still remains painful. No consolation by seeing Sara.
As I am approaching her, I feel the urge to throw myself into her arms and weep, to share our feeling of separation and perhaps to ease our sorrow. However, various respectability inhibitors rise right between us. My anxiety grows, it is often called the ‘emotional burden’ of the holiday season. I only know this: I want my children back, near me. I want to wipe-off the distance, remove my pretentious ‘indifference’. I want to smell them dearly, to feel again the perfect scent of their baby skin, to kiss them. I just want to run away...

I suddenly panicked.
- Sara, can you hear me? I wipe my tears; she stood right there in front of me.
She lifted her eyes, she offered me her doll and said,
- This is Sara, the daughter of the Earth.
I became another dark stack in the snow.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Εισαγωγή βιβλίου "The Delta"


“Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος...” (Διονύσιος Σολωμός).
Όποιος αναρωτήθηκε “πόσους δρόμους θα διαβώ την ομορφιά να συναντήσω”, θα του έλεγαν στα παραμύθια. «Δρόμο παίρνεις, δρόμο αφήνεις, κάμπους και βουνά θα διαβείς κι όταν θα τον αντικρίσεις, τον τόπο αυτό, τότε θα ξέρεις ότι αυτό έψαχνες». Εκεί στην άκρη του βορρά, σ’ένα σταυροδρόμι δύο ηπείρων, ένα «διχασμένο» ποτάμι αλλά ορμητικό συναντά τη θάλασσα. Κρύβει μυστικά, έπνιξε όνειρα και xαμόγελα, αλλά χρυσάφι στο διάβα και εκβολή του σκόρπισε. Το διάλεξαν για τον πλούτο του, διεκδίκησαν τον πλούτο του, ωφελήθηκαν άνθρωποι, πουλιά, ζώα και φυτά. Πλούτος κι αυτά από μόνα τους, στη μεγάλη και μικρή αλυσίδα της ζωής.
Ασφαλής στάθμευση για τους φτερωτούς μετανάστες, θέρετρο για τους κουρασμένους «ταξιδευτές», τόπος βοράς για τ’ άλλα, τα αρπαχτικά του δάσους.
Το Δέλτα του Έβρου, το Δέλτα των ερωδιών, των πελεκάνων, της νανόχηνας, της πρασινοκέφαλης, του ροδοπελεκάνου, της λιμόζας, της βαλτόπαπιας, του καλαμοκανά, της artemissia, του fraxinus, της centaurea, του αρμυρικιού και της ίριδας. Τόπος ερωτικής συνεύρεσης για το σταχτοτσικνιά, τον καλαμόκιρκο τον πορφυροτσικνιά, την αγκαθοκαλημάνα, την αλκυόνη.
Το τι βρίσκεται κάτω από τα πόδια του αργυροτσικνιά και τι ανακαλύπτει η τουρλίδα, τι ψαρεύει ή εντοπίζει ο στειδοφάγος, είναι άξιο άλλης καταγραφής.
Την μηχανή κι εσένα αιχμαλωτίζει ο ανοιχτός ορίζοντας, το ασημί αντιφέγγισμα των νερών, ο αισθησιακός χορός των ικανοποιημένων φοινικοπτερόμορφων, η επιδέξια προσγείωση τους, το βαρύ πέταγμα του κύκνου, το βαθύ κόκκινο της ποώδους βλάστησης, η μυρωδιά της ανάμειξης γλυκών κι αλμυρών νερών, το όριο, η απορία για την θεωρία της εξέλιξης των ειδών, το γιατί και πως της επιλογής του τόπου, το επαναλαμβανόμενο ραντεβού της μετανάστευσης…
Το Δέλτα μας, μέσα από ασπρόμαυρη ματιά, παραμένει ύμνος της Φύσης.

Μαρία Τολούδη, Δεκέμβριος 2012

Εισαγωγή βιβλίου "Brotherhood"


“Πρόσωπα οργωμένα από το μεροκάματο, ηλιοκαμένα,  πρόσωπα που λένε ότι έζησαν δίπλα σε νερό,  στο φως, που άκουσαν τη φωνή της γης.  Πρόσωπα που κουβαλούν μνήμες χαράς,  θλίψης, ακυρωμένου ονείρου, ελπίδας.  Πρόσωπα που δεν δήλωσαν, αλλά είναι όμορφα,  όπως η μάνα, ο πατέρας, ο αδελφός μας. Βλέμμα άφοβο, καθαρό, σκεπτικό. Βλέμμα εγγύηση. Το ξέρεις ότι θα σου απλώσει το χέρι όταν το ζητήσεις,  θα ακούσει την έκκληση που θα απευθύνεις,  θα ανταποκριθεί στο χαμόγελο, θα είναι εκεί.  
Θα είναι εκεί σαν την αιωνόβια ελιά,  την πολύχρονη οξιά, το τρυφερό αλμυρίκι. Είναι οι άνθρωποι της πρωινής καλημέρας μας.  
Ο φωτογράφος θέλησε να αιχμαλωτίσει για μας αυτά τα πρόσωπα  που συνοδοιπορούν μαζί μας στο αέναο παιχνίδι,  ζωή, μόχθος, πόνος, χαρά, θάνατος.
Ένα δείγμα του «υπήρξαμε».  
Το έκανε διακριτικά, έντεχνα, και τα εκθέτει επιτρέποντάς μας να επικοινωνήσουμε  
με τον τρόπο που εμείς θέλουμε. Άφησε τους διαύλους επικοινωνίας μας,  με εσένα, εμένα, αυτόν, ανεμπόδιστους.  
Μοιράστηκε την ομορφιά του ανθρώπου.”

Μαρία Τολούδη, Νοέμβριος 2012

Εισαγωγή βιβλίου "Dadia"


Η ενηλικίωση μας επιτυγχάνεται εν μέρει μέσω των μύθων.
Ένας μύθος των παιδικών μας χρόνων, 
όπως το  “περπατώ εις το δάσος όταν ο λύκος δεν είν’εδώ”, 
μας ακολούθησε μέχρι και στην πρώτη πράσινη διαδρομή μας μέσα στο δάσος. 
Το Δάσος της Δαδιάς.
Το δάσος υπερασπίσθηκε τη γοητεία του, έδιωξε το φόβο, μας εξοικείωσε με τα παιχνίδια  φωτός.
Το μέγεθος, η έκταση, η πυκνότητα της βλάστησης, το πολυφυές επέβαλαν την ομορφιά του, 
τη μαγεία της φόρμας, της υφής, το αξεπέραστο του “ξύλινου” αρώματος, 
των πολυτραγουδισμένων ψιθύρων και ήχων του, το συναρπαστικό του θροΐσματος των φύλλων.
Μικρή μονάδα, ανυπεράσπιστη στο εύσχημον κι εύμορφον, μπροστά στο δάσος, ο άνθρωπος. 
Χαμένος στο μύθο, αφημένος στο  αέναο ταξίδι της ζωής, της εναγώνιας προσπάθειας επιβίωσης, 
το ζητούμενο της αιωνιότητας, από το ταπεινό γρασίδι μέχρι την πολύχρονη δρυ.
Ο φόβος υποχώρησε στις δέσμες φωτός που πρόεβαλαν μέσα από τα φυλλώματα. 
Ενισχύθηκε  η  βεβαιότητα του “είμαι μέρος αυτού του κόσμου κι ως έτσι, υπάρχω”.
Ένα νέο σύμπαν πρόεκυψε, απαλλαγμένο από φόβο και μυστήρια, 
ταπεινός υμνητής κι αυτός της ύπαρξης.
Αυτό το νέο, το κρυμένο από το χρώμα, απογυμνωμένο από στολίδια, 
χαμένο στα πολλά κι επαναλαμβανόμενα ίδια του, 
θέλησε ο φωτογράφος να ανακαλύψει, απομονώσει, αναδείξει.
Ο φακός αιχμαλώτισε αυτό το ένα. 
Μια μονάδα, όπως εσύ κι εγώ, που με την επανάληψη της, προκύπτει το όλον,
το Δάσος.

Μαρία Τολούδη, Νοέμβριος 2012

Εισαγωγή βιβλίου "Ecclesiastic Evros"


Διασχίζοντας τον Έβρο Νοέμβρη μήνα με μάτια «δανεικά». 
Είναι μοναδική εμπειρία. 
Ο Έβρος μας. 
Γνώριμος κ άγνωστος. Φιλικός κι εχθρικός, στολισμένος κι αφρόντιστος. Ελκυστικός κι απωθητικός. 
Φιλόξενος και μη. Αντιφατικός. Εγκαταλειμμένος για τους απαιτητικούς, υπερπροστατευμένος για τους πολιτικούς. 
Η μόνη αλήθεια: ο πλούτος. 
Το μαύρο χώμα που άνοιξε τις χούφτες του για να δεχθεί την ποθούμενη βροχή, να καρπίσει. 
Η πραότητα κι η ζεστασιά του βλέμματος των κατοίκων. 
Η παρουσία της Ελληνικότητας και της Ορθοδοξίας παντού απ’ άκρη σ’ άκρη. 
Ταπεινά «ξωκκλήσια στην πλαγιά, κατάγναντα στον ήλιο» (Γ. Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας), λαμπρές εκκλησίες φορτωμένες από τον περασμένο πλούτο, ιστορικά μνημεία, ναοί λατρείας. Χλωμοί άγιοι στην τοιχογραφία, περίτεχνες εικόνες με χρυσάφια κι ασήμια για φωτοστέφανα. Μοναδικά έργα τέχνης, πίστης και λατρείας. Χώροι που χωρίς να το επιδιώκεις θα σε οδηγήσουν σε στάση προσευχής. Οδηγήτριες Παναγιές, Γλυκοφιλούσες, Βρεφοκρατούσες. Αυστηροί Αρχάγγελοι, επιεικείς οι Άγιοι οι σεβάσμιοι, Αϊ Νικόλας, Άγιος Σπυρίδων, Άγιος Ευθύμης, θα ελευθερώσουν από μέσα σου τις ενοχές, θα διώξουν τους φόβους σου, θα δακρύσεις από την ευλογία που εγκαθίσταται μέσα σου, θα δοξάσεις το Θεό για τα πλούσια ελέη του και τη σκέπη που σου χορήγησε. 
Η ιστορία της Πίστης μας αποκαλύπτεται βήμα-βήμα, αποτυπώνεται, περιμένει την αναγνώρισή σου, το σεβασμό σου, την ταπεινότητα της ύπαρξής σου μπροστά στο θείο. 
Το κατέχουν και το ’χουν κλεισμένο μέσα τους προστατευμένο από τη ματαιότητα του κόσμου τούτου, τη μισαλλοδοξία των απλών θνητών, οι ναοί και τα μουσεία των δύο Μητροπόλεών μας. 
Είτε επισκεφτείς τα Εκκλησιαστικά Μουσεία Αλεξανδρούπολης, Διδυμοτείχου, είτε τους ναΐσκους των κοιμητηρίων μας θα βιώσεις τη μέθεξη της επικοινωνίας με το Θεό μέσα από την τέχνη καθαγιασμένων τεχνητών, αγιογράφων. Εικόνες, σκεύη, τοιχοποιίες συνδράμουν στην εδραίωση αυτού που έχουμε ως φυλακτό μέσα μας την Πίστη. 
Από το σταυρουδάκι στο φανελάκι μας, δώρο προσφιλούς κι αγαπημένου προσώπου, μέχρι την εικόνα της Γενέσεως της Θεοτόκου ο δρόμος της ενηλικίωσής μας είναι μακρύς, αλλά σμιλεμένος και υποστηριζόμενος από την Ορθοδοξία.
Ο ταξιδιώτης στον Έβρο αν δεν είναι θα γίνει προσκυνητής. Οι προκλήσεις πολλές κι εκλεκτές. 
Ο ιστορικός πλούτος αδιάψευστος. 
Η δύναμη της πίστης αδιαπραγμάτευτη. 
Λαξευτοί σταυροί, λαξευτές οξυκορφές, Τράπεζες με χαρακτά γράμματα, προσκυνητάρια, μανουάλια, τέμπλα, Δεσποτικές εικόνες, μονόχωροι ναοί, δίκλιτοι, τρίκλιτοι, κενοτάφια. Μάρτυρες της ιστορίας οι κτητορικές επιγραφές, οι αφιερωματικές επιγραφές των σωματείων προστατευόμενα από τον Άγιό τους. 
Η αναφορά των ονομάτων των τεχνιτών των τέμπλων, όπως ο Στρατής Σταματιάδης από την Κεσσάνη, του «ταλιαδούρου» Σταμάτη από τη Μάδυτο και του Παναγιώτη εξ Αίνου μαρτυρούν το παρελθόν της περιοχής, τις κοινωνικές δομές, την κινητικότητα, το αδιαίρετο του χώρου, της Θράκης. 
Το μεγαλείο, εν τη λιτότητα της, της Κοσμοσώτηρας στις Φέρες τέρπει τους οφθαλμούς, έλκει τον θαυμασμό, αναπτερώνει το αίσθημα καταγωγής αυτού του μεγάλου έθνους, μικραίνει το εγώ σου, σε καλεί στον προσδιορισμό σου. 
Καλώς ήρθατε στον Έβρο της Ορθοδοξίας.

Μαρία Τολούδη, Δεκέμβριος 2012

Εισαγωγή βιβλίου "Edirne"


Ζεις δίπλα, μοιράζεσαι τον ίδιο αέρα, τον ίδιο ουρανό, τα ίδια όνειρα.
Ο Έβρος, το μεγάλο ποτάμι, χωρίζει κι ενώνει.
Ποτίζει την γη, εύφορη την κάνει και χαρίζει πλούτο ψυχής κι έργων στους ανθρώπους, 
που απ’ τα δώρα της ευλογημένης αυτής γης ζουν.
 Τη γη της Θράκης.
Δύο πολιτισμοί σε μιας ανάσας δρόμο.
 Δρασκελίζεις τη γέφυρα κι είσαι από εδώ ή εκεί.
Τα χαμόγελα των ανθρώπων, η ευθύτητα του βλέμματος, 
οι γεύσεις και οι μυρωδιές σε κάνουν να ξεχνάς το αίμα που πότισε τη γη μας.
Αφήνεσαι στη γοητεία και την ακατανίκητη έλξη αυτού, 
που λέγεται ζωή, καθώς περιπλανιέσαι στην Αδριανούπολη.
Σύντομες στάσεις στη δόξα της πρώην Ελληνικής συνοικίας, 
στα πολύβουα παζάρια, στα επιβλητικά τεμένη, εξαιρετικής αρχιτεκτονικής, 
προτείνουν αυθόρμητα τη σύγκριση, 
όταν πραματευτές και τεχνίτες εισέρχονται στο πλάνο σου και «κλέβουν την παράσταση».
Συμφωνείς.
Ο άνθρωπος αξεπέραστη δύναμη για καλό και για κακό.
Κυριαρχεί.

Μαρία Τολούδη, Δεκέμβριος 2012

Εισαγωγή βιβλίου "Samothrace - H Χώρα"


Ήταν εποχές που ο άνθρωπος και ο δομημένος περιβάλλων χώρος ήταν σε φιλική αναλογία. Τα μόνα επιθετικά των οφθαλμών του οι όγκοι του φυσικού περιβάλλοντος κι αυτοί για να τον προστατεύσουν από καιρικά φαινόμενα και επιθέσεις άλλων, εχθρικών προς αυτόν, λαών. Οι αιώνες ύψωσαν λίγο-λίγο τοίχους και τείχη. Στέρησαν το φως στους δρόμους. Όμως, κάπου-κάπου το «σύγχρονο» προσπέρασε κάποιους οικισμούς και μας τους χάρισε. 
Στην αγκαλιά του ορεινού όγκου της Σαμοθράκης λιάζεται υπερήφανη η Χώρα. Καλά προστατευμένη από αέρηδες και πειρατές. Μόνο τις αχτίδες του ήλιου αφήνει να την περιποιούνται και να τη στολίζουν. Πλακόστρωτα σοκάκια, στενά παραθύρια, κληματαριές και πολλή νοικοκυροσύνη την κάνουν ελκυστική κι αξέχαστη. 
Χειμώνας και οι ένοικοι κουρασμένοι από την καλοκαιρινή παραζάλη άφησαν στον φωτογράφο και τα κατοικίδια την ευχαρίστηση της σιωπηλής περιπλάνησης. Τόσο σιωπηλής που ο ήχος του πλατανόφυλλου καθώς πέφτει αποσπά την προσοχή. 
Ο χρόνος πέρασε, τα «κανάτια» ανοιγόκλεισε, αλλά ξέχασε να απομακρύνει τις πέτρες από τα κεραμίδια αρνούμενος να υιοθετήσει το καινούργιο. 
Ευεργετική για τη ματιά και την ψυχή η συνύπαρξη ξύλου, πέτρας και φυτών. Ο καπνός των καπνοδόχων μαρτυρία σπιτικού, συνάδοντας με το κεντημένο κουρτινάκι, το υφαντό που αερίζεται στο μπαλκόνι. 
Νιώθεις την ανάγκη να χτυπήσεις την πόρτα, το γατί κι εσύ να τρυπώσετε μέσα. Είμαι βεβαία θα ακούσεις το «Καλώς ντην. Καλώς ντην Πίασε-πίασε» και πριν σκεφτείς τα της εισόδου, θα βρεθείς με την γλύκα του πραουστιού στο στόμα.
«Ως και τα παραθύρια σου 
αμάν-αμάν 
αμάχη με κρατούνε. 
Κι όταν με δούνε και περνώ 
χωρίς αγέρα κλούνε»
Το τετράστιχο είναι σαμοθρακίτικο του γάμου, αλλά μια χαρά το απευθύνει ο επισκέπτης στη Χώρα.

Μαρία Τολούδη, Δεκέμβριος 2012

Εισαγωγή βιβλίου "Trees and streams"

Αν θέλεις να συναντήσεις τα «εξ ων συνετέθης»,
θα περπατήσεις στη Σαμοθράκη.
Θα ακούσεις τη ζωή και το θάνατο να σου απευθύνουν τον λόγο.
Θα νιώσεις την ίαση της ψυχής μέσα από το θρόισμα των φύλλων,
το κελάρυσμα των νερών, μέσα από την ατένιση των ασάλευτων βράχων,
του γενναιόδωρου πράσινου, βουτώντας  στην ιδιαιτερότητα της βάθρας,
συγκρινόμενος με τα υψιτενή δένδρα.
Θα σκιαχτείς από το θάνατο που ίσως παραμονεύει στην αγριότητα των μορφών του τοπίου
και αυτής που η ιστορία συντήρησε.
Αλλά απάντηση στο φόβο θα δώσεις,
με την ενθάρρυνση της αέναης παρουσίας της φύσης,
του σμιλεμένου χρόνου στους κορμούς και στους βράχους των ρεμάτων.
Είναι εκεί, για να σου θυμίσουν τη ζωή, αυτή που δεν καλοπερνάει,
αλλά παλεύει, αντιστέκεται, υπομένει, υμνεί, νικά.
Νικητής κι εσύ,  με συμμάχους τα στοιχειά του νησιού, άνεμοι,
βλάστηση πυκνή, ποικίλη, νερά αλμυρά και γλυκά, ήρεμα κι επιθετικά,
ογκώδεις πέτρες, μύθοι κι αφημένο από το χρόνο παρόν, βράχοι κι έργα ανθρώπου.
Θριαμβευτής του θανάτου.
Στο Ιερό των Μεγάλων Θεών θα μεταβείς,
κάτω από την κορυφή του Φεγγαριού,
κοντά στο δικό σου Θεό,
να Τον ευχαριστήσεις
για το ότι η Σαμοθράκη είναι ακόμη εκεί,
να σε μυήσει στην ομορφιά του κόσμου, της ζωής.

Μαρία Τολούδη, Δεκέμβριος 2012

Εισαγωγή βιβλίου "Evros Monuments"

Ένα κλικ κι η μηχανή του χρόνου πίσω σε πάει.
Αναζητάς αυτό που χάθηκε.
Αναζητάς το παρελθόν σου.
Είναι σαν πηγαίνοντας πίσω θα βρεθείς στην αρχέγονη μήτρα σου
και θα αντικρίσεις το παρόν σου, θα οραματιστείς το μέλλον.
Έχεις ανάγκη τη συνέχεια.
Έχεις την ανάγκη της αίγλης και της δόξας, αυτού που υπήρξε ως αφετηρία σου.
Ψηλώνεις και σταθεροποιείσαι.
Αντλείς βεβαιότητα από τη σοφία, το μυστήριο, την ποιότητα,
την ομορφιά του «αυτοί εποίησαν», «μεγαλούργησαν».
Εκεί, βρίσκεσαι τόσο κοντά στο πριν, στο τετελεσμένο της ζωής,
κι όμως  αισιοδοξείς για το μέλλον.
Συλλογιέσαι εσύ, ο σύγχρονος επισκέπτης, τα μελλούμενα.
Εισπράττεις ως δεδομένη τη συνέχεια.
Πεποίθηση εδραιώνεις για το ευοίωνο της παρούσης ζωής.
Διαπραγματευτικό χαρτί της ενύπαρξης με άλλους καθίσταται το ένδοξο παρελθόν.
Ευφροσύνη και γαλήνη σηματοδοτεί το εύμορφο του χώρου.
Ο κόπος, ο μόχθος, η τέχνη, ο πλούτος των χιλιάδων ανθρώπινων ψυχών,
ως πολύτιμο δώρο, συσσωρεύτηκαν,
και κατατέθηκαν για λογαριασμό των έκθαμβων οφθαλμών σου.
Θα αναζητήσει, ο ορών την απεικόνιση, τα αθώα μάτια της παιδικότητας,
πλάι του, για να τους δωρίσει, δώρο πολύτιμο.
Ο φωτογράφος το έκανε ήδη δι’ ημάς.

Μαρία Τολούδη, Δεκέμβριος 2012

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Ισπανία (δημοσιεύτηκε στη Νέα Εγνατία)


Ξεκινάς εν μέσω κρίσης, με αμφιλεγόμενα αισθήματα και προθέσεις για το ταξίδι. Η επιλογή μιας χώρας με ομοιότητες οικονομικής φύσης βοηθάει στην άρση των ενοχών. Ο λόγος για την Ισπανία.
Μια Ισπανία αυτοκρατορική, κυρίαρχη, καθολική, «ακουμπάει» σε ωκεανό, Αφρική, Ευρώπη και Μεσόγειο, με πλούτο γης, ανθρώπων και παρελθόντος, με παρούσες τις εναλλαγές κυριαρχίας κι επιβολής κατάκτησης κι υποταγής να παραπαίει σήμερα οικονομικά. Αν αυτό φαντάζει αδύνατο, η άφιξή σου το καθιστά ανεξήγητο.
Κουβαλάς από παιδί στο μυαλό τις κατατάξεις που αφορούν τις μεγάλες χώρες. Μητροπολιτικές, δυνατές, μικρές, επεκτατικές, βασανισμένες, αδικημένες, αιματοβαμμένες, επιβλητικές, βιασμένες, ιστορικές, σημαντικές, αδιάφορες, άγνωστες, ελκυστικές, παραμυθένιες, ναοί τεχνολογίας, εργαστήρια τέχνης, αποικιοκρατικές κι αποικίες, απάνεμα λιμάνια, αλλά δυναμικές, παραγωγικές, οργανωμένες, ανερχόμενες και παρούσες.
Η Ισπανία είναι έκπληξη. Λίγο ή πολύ τα έχει όλα. Οι δυο πόλεις που τώρα επισκέφτηκα, Valencia και Barcelona, σου προσφέρονται γενναιόδωρα για να τις ζήσεις, εξερευνήσεις, θαυμάσεις, να χαλαρώσεις, να προβληματιστείς, να διαλέξεις κομμάτι από την ιστορία, την τέχνη, το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον, το ανθρώπινο και το απρόσωπο, τις ανοιχτές απλωτές παραλίες και τα ανήλια σοκάκια.
Να αφεθείς στην αύρα της θάλασσας, να πνιγείς στις μυρωδιές μιας πυκνοκατοικημένης συνοικίας, να αγναντέψεις από πανύψηλα κτίρια, να νιώσεις τη μεγαλοπρέπεια μιας χαμένης αίγλης από κτίρια των προηγούμενων αιώνων. Να παίξεις και να κυλιστείς σε άσπρη φρεσκοκαθαρισμένη άμμο, να δροσιστείς κάτω από φοίνικες σε καλοσχεδιασμένα παγκάκια.
Θα σε συνεπάρει ο ήχος των νερών των σιντριβανιών σε καλοσχεδιασμένες πλατείες, μέρος κι εσύ ενός πολυπολιτισμικού πλήθους.
Εκεί που ξεχνάς ποια είσαι, από πού ήρθες και πού πηγαίνεις. Το δειλό χαμόγελο του σερβιτόρου θα σου θυμίσει ότι στον 21ο αιώνα είσαι, αναζητώντας μια άλλη χώρα μέρος του Mediterranean Sea μας, χώρας του Cervantes, Francisco Goya, Julio González, Federico Garcia Lorca, του Salvator Dali, του Diego Velázquez, του Carlos Saura, του Joan Mirò, του Antoni Gaudí, του Pedro Almodóvar, του Enric Miralles, του Luis Buñuel, του Santiago Calatrava, του Julio Iglesias, του José Carreras, του Pablo Picasso, αλλά και του Franco, της Dolores Ibàrruri (La Pasionaria) και των εργατών της Seat, της Ιεράς Εξέτασης, αλλά και των Βάσκων.
Κι όμως, οι πόλεις αυτές, ενώ σ’ αφήνουν να τις κοιτάξεις, να τις θαυμάσεις, να τις εξερευνήσεις, δε σε κρατούν σε απόσταση τουρίστα. Καταλαβαίνω όλους αυτούς, και του εαυτού μου συμπεριλαμβανομένου, ότι παρόλη την έλλειψη γνώσης της γλώσσας νομίζεις ότι δε θα φύγεις ποτέ, θα παραμείνεις μέρος των, χωρίς την αγωνία της μετεγκατάστασης, τη δυσκολία προσαρμογής. Νομίζεις ότι ήσουν και θα είσαι εδώ.
Τι το κάνει αυτό, να αισθάνεσαι ενσωματωμένος; Θα μπορούσε να είναι η ομορφιά που γι’ αυτήν θυσιάζεις την οικειότητα του μέρους προέλευσής σου, η ευγένεια των ανθρώπων; Μια φυσική πηγαία ανθρώπινη συμπεριφορά. Άνθρωποι που σε κάνουν να νιώθεις οικεία, ούτε πολύ κοντά, ούτε μακριά, που σε κοιτούν στα μάτια, που στο πρόσωπό τους αχνοφέγγει ένα θλιμμένο διστακτικό χαμόγελο. Δεν συναντάς δουλικότητα, επιθετικότητα, αμφιλεγόμενη στάση. Αντίθετα, διακριτικότητα και αυτοκυριαρχία, χωρίς νεύρωση. Αναρωτιόμουν πού τη βρήκε τόση νεύρωση ο Pedro Almodóvar και τη διέδωσε σ’ όλο τον κόσμο; Σεμνότητα στις κινήσεις και τα υλικά, της ένδυσης, εξυπηρέτησης. Μου άρεσαν τα ανάλαφρα βαμβακερά ανδρών και γυναικών, τα καλοσχεδιασμένα άνετα κι όχι προσποίησης υποδήματα. Όση σπατάλη και φόρτωση στο κτιριολογικό design, τόση λιτότητα στους ανθρώπους, στις μάνες με τα καροτσάκια, στον οδηγό του ταξί με το φρεσκοπλυμένο σιελάκι του, στον τρελαμένο μπαμπά με τα σανδάλια του να ακολουθεί το με μάτια κάρβουνο βλαστάρι του.
Με συνεπήρε η καθαριότητα, η ποιότητα τροφής, η προώθηση της παραδοσιακής διατροφής. Με τόσα αλλεπάλληλα κύματα ξένων επισκεπτών διατηρείται μια καθαρότητα στις γεύσεις και συνήθειές τους.
Πώς θα μπορούσε να προσπεράσει κανείς τα κομψά, λευκά κιόσκια με τις κυρίες που προσφέρουν το horchata (orgeat) στο Ciudad de las Arts y de las Ciencas του Santiago Calatrava, σε ό,τι πιο σύγχρονο στην αρχιτεκτονική έχει ο κόσμος. Δροσίζεσαι με χαμόγελο, άποψη, ενώ γίνεσαι ένα σ’ αυτό που θα το έλεγες ουτοπία, αλλά δεν είναι. Είναι όπερα, Palau de las Arts Reina Sofia, Μουσείο Επιστημών, Museo de las Ciencas Principe Felipe, L’ Hemisferic, Ωκεανογραφίας, L’ Oceanografic (αρχιτέκτονας Felix Candel), χώρος άθλησης, Agora. Σχολιάζει ο οδηγός ταξί τη χρησιμότητα των κτιρίων-θηρίων που εσύ αποθεώνεις κι αυτός εύστοχα, με μια πρόταση, χωρίς κομπασμό, λέει την τρέχουσα πραγματικότητα του απλού βιοπαλαιστή «Όλοι για τον Calatrava δουλεύουμε...».
Δεν ήταν η Ciudad de las Arts y de las Ciencas που σε θέτει επί του προβληματισμού για την έκρηξη αρχιτεκτονημάτων και τον ρόλο τους στην κοινωνία. Κτίρια κοσμήματα, έργα τέχνης αναμφισβήτητης ομορφιάς κοσμούν τις δύο πόλεις. Οργανωμένα, επιδεικτικά κι επιλεκτικά τοποθετημένα σε καλούν να τα θαυμάσεις και να αναρωτηθείς το πώς της υλοποίησής τους.
Ποιες διαδικασίες γραφειοκρατίας, ποιες αγκυλώσεις, απόψεις, γνώμες, πολιτικές, συμφέροντα, διαβουλεύσεις ξεπεράστηκαν; Ποια αυτοδιοίκηση επέτρεψε κι αναδιπλώθηκαν; Ποια αυτοδιοίκηση εμπιστεύτηκε και ποιων φιλοπάτριδων εμπνευσμένων πολεοδόμων το όραμα για ανάπλαση; Ποια ήταν τα επιχειρήματα που έπεισαν για τις παρεμβάσεις, απαλλοτριώσεις, διαμαρτυρίες και συγχύσεις για να μπορώ εγώ, εσύ, να μετουσιωθούμε αυτό το εικαστικό θαύμα;
Και δε θα ακούσω καμία φωνή που θα θέλει να μου μειώσει την ευχαρίστηση. Έχω επιχειρήματα. Δεν είναι εκτός λειτουργικότητας. Σκέφτομαι τα παιδιά εκείνα που καθώς πηγαίνουν σχολείο προσπερνούν αυτά τα κτίρια, σκέφτομαι τα παιδιά που το μάθημα γεωγραφίας, φυσικής ιστορίας, φυτολογίας για τον τόπο τους το βιώνουν σε ένα κτίριο που από μόνο του είναι ποίημα, El Museu Blau των Herzog & de Meuron. Τουλάχιστον, αναφώνησα, τα λεφτά που ξοδεύτηκαν έπιασαν τόπο. Μήπως κι όλα αυτά που παρέμειναν από την ιστορία δεν κατανάλωσαν πόρους, εργατοώρες, ζωές και μόχθο;
Ποιος υπολογίζει τις ώρες του Σινικού Τείχους, των Πυραμίδων, κι άλλων ουκ έστιν αριθμός;
Ισπανία. Ταξίδι στο χρόνο. Την ώρα που σε κουράζει, υπάρχει μικρή έκπληξη, εκεί, στη γωνία που σε περιμένει για ένα άλλο σημείο του χρόνου, σε ένα άλλο tête-à-tête με την ομορφιά.
Εάν είπες «παραμύθι δε θα μου ξαναπούν», γελάστηκες. Ξέρεις τι σημαίνει καθαρός ουρανός, ήλιος λαμπερός κι αστραφτερός, πλακίδια, κούρβες, φόρμες, μεταφορές της χλωρίδας και πανίδας να ακολουθούν την πέτρα, να την οδηγούν σε σχήματα προς τέρψιν των ενοίκων και επισκεπτών; Casa Battló, Casa Milà (La Pedrera), Parc Güell, παραμυθένιος κόσμος, ανατρέπει η λεπτομέρεια της φαντασίας την άγρια πραγματικότητα.
Δεν ήταν εύκολο γι’ αυτόν, τον Antoni Gaudí, αν ετοιμάζεστε να μου πείτε. Η δεκαετία του από το 1910 ήταν δύσκολη. Η Sagrada Família, και το Parc Güell να μείνουν ανολοκλήρωτα. Πρόλαβε όμως κι αφηγήθηκε μια άλλη πραγματικότητα. Το δικαίωμα να βιώνεις στην αγριάδα της αστικοποίησης, της νέας βιομηχανικής περιόδου, ένα παραμύθι.
Είναι για λίγους θα μου πείτε, μήπως εγώ κι αυτοί των Δυτικών Προαστίων, της χώρας μου την ίδια πραγματικότητα βιώνουμε; Τουλάχιστον η θέα τους, αν όχι η χρήση τους, θα έδινε μικρή χαρά στον περίπατο μιας Κυριακής.
Ο ενοχοποιημένος άνθρωπος του 21ου αιώνα είτε είναι επισκέπτης, είτε βαστικός διαβάτης της Passeig de Gracia φιλί δέχεται από τη νεράιδα του εν τη παραμυθία της οδού.
Γυρίζει και την αναζητά στο μπαλκόνι της Casa του. Πίσω από τα φιλντισένια κύματα, πίσω από τις δασώδεις σιδεριές των μπαλκονιών, να λιάζεται.
Κι αν στη βόλτα σου χαθείς μέσα στα στενά, όπου τα «χαμένα» παιδιά αναζητούν τη δική τους γωνιά, ο ιδιοκτήτης του καφέ, ένα μεταναστευτικό πουλί κι αυτός, θα σε προστατεύσει υπενθυμίζοντας ότι πρέπει να προστατεύσεις την ακριβή κάμερα και φουσκωμένη τσάντα σου. Ο λογαριασμός ήρθε σε ένα μαστραπαδάκι εμαγιέ, που μετακόμισε θαρρείς από την κουζίνα της μαμάς σου, ταλαιπωρημένο, τόσο οικείο, απλό, αλλά τόσο γενναιόδωρο για τη μνήμη σου.
Ο ημιτελειωμένος ναός της Sagrada Família θα σ’ ανταμείψει για τη ώρα αναμονής εισόδου. Αφήνεις το σαρκίο σου και ταπεινά υποκλίνεσαι στο Θείο. Μέγεθος, τέχνη, τεχνική, φαντασία σε καθηλώνουν, επιβάλλουν την κατάνυξη, επιτρέπουν το «Ωσαννά». Εκεί χάνεσαι στη Βίβλο, εκεί νιώθεις την ανάγκη να αποτίσεις φόρο τιμής στην τελευταία κατοικία του μάστορα αρχιτέκτονα, του Antoni Gaudí. Τον ευχαριστώ που τίμησε τα όμορφα, αλλά και αποκρουστικά ζώα, προκειμένου να «αφηγηθεί», που ύμνησε τους υμνωδούς, που κατέταξε τους μουσικούς δίπλα στους αγγέλους, τη χελώνα δίπλα στον χαμαιλέοντα. Τον ευχαριστώ γιατί χάρισε χαμόγελο στους νέους που δουλεύουν ακόμη τις πέτρες της Sagrada. Είδα την ευχαρίστηση που έχει ο τεχνίτης, ο μάστορας, όταν του δίνεται η ευκαιρία του πράττειν και δημιουργείν. Δεν είναι λίγο στην εποχή μας.
Λιάστηκα στην Placa Reial, στροβιλίστηκα στις La Ramblas, βυθίστηκα στη μυρωδιά του καφέ, κράτησα τη γεύση της Paella Negra, στα κόκκινα κρασιά που κρύβουν μέσα τους αεράκι Μεσογείου κι ήλιο μεσοκαλοκαιριού (Cambra, Bodega Rafael Dos, Anecoop Frare, Mustiquillo Finca Terrezazo, Mustiquillo Bodeggs Mestizaje, Cellar del Roure Les Alcasses).
Χαμογέλασα με την υπερηφάνεια των ανθρώπων, των αδελφών χωρών της Ισπανίας, μοιράστηκα μαζί τους τη χαρά όταν ανακαλύπτεις κάτι δικό σου, εννοώ αυτούς της Λατινικής Αμερικής. Δεν αντιδρούσαν ως κατακτημένοι, αντιδρούσαν σαν να συναντούσαν την όμορφη μάνα. Ήταν έτσι ή έτσι ήθελα να είναι;. Δεν περιμένω απάντηση.
Προχωράω στην παλιά πόλη μαζί με εκατοντάδες επισκέπτες. Όλοι αναζητούν τη γοητεία της ιστορίας, να αγγίξουν τον χρόνο, στα απομεινάρια του, να υποδυθούν τον κάτοικο του Μεσαίωνα. Βοηθά η αναπαλαίωση, η συντήρηση, η επιμέλεια, η Εκκλησία, το μέγεθος, η αρχιτεκτονική, το σκιερό, το άλλο. Η ιστορία που έρχεται από το λιμάνι ακολουθεί τα βήματα του έμπορου και σε μεν τη Valencia καταλήγει να διαπραγματευτεί την πραμάτεια του στην Mercado Central ή στην La Lonja, στην Barcelona θα ακολουθήσει τα στενά του Barri Gotic μην και συναντήσει πίσω από την κουρτίνα του αρχοντικού την καλή του λίγο πριν το κομμάτι χρυσού που ως τάμα φέρνει στην La Seu, καταθέσει.. Τα χρυσάφια των εμπόρων πειρατών, ο πλούτος της οικουμένης ήρθε και εναποτέθηκε στο τέμπλο του καθεδρικού. Εμείς προσκυνούμε τα πάθη και την Αγιότητα, ξεχνά τη λάμψη και το «πόθεν έσχες» του ναού.
Δεν τελειώνει η εμπειρία, δεν έχει τελειωμό η έκπληξη και εκεί στους πρόποδες του Montjuic, στο Font Magica, στις κολώνες τις Βενετσιάνικες, της Placa d’ Espanya στο μεγαλειώδες της Arenas de Barcelona, του Palau Nacional, οι Μεξικάνοι που ζουν στη Barcelona, γιορτάζουν και σε καλούν στη γιορτή ανεξαρτησίας τους. Διακριτικά στο πλάι, στέκεται ο Mies van der Rohe, ο υμνητής της λιτότητας, της άψογης γραμμής, ο ισορροπιστής της αναλογίας με το Pavilion του 1929.
Ολοκληρώνεται η επαναφορά του χρόνου με το El Poble Espanol, ένα αρχιτεκτονικό κι όχι μόνο ταξίδι. Ένα-ένα τα διαμάντια, 116 κτίρια, επιλέχτηκαν από την Ισπανική επικράτεια κι αναπαράχθηκαν δημιουργώντας για ένα φανταστικό χωριό παρακαταθήκη προς τις νέες γενικές για ανάδειξη της σπουδαιότητας της χώρας ως δώρο προς τους επισκέπτες της έκθεσης του 1929 και στους μετέπειτα όπως εγώ. Δεν θα επέλεγα το «τουριστικός» ως επιθέτου του χώρου. Ο χώρος ζωντανεύει και ζει με τους εγκατεστημένους εκεί καλλιτέχνες, δημιουργούς, λειτουργώντας ως χώρος διασκέδασης το βράδυ. Χάρηκα με τους χαράκτες, δερματοτεχνίτες, μάστορες του γυαλιού που δημιουργούν και δίνουν πνοή ζωής σε ένα πολυσύχναστο αξιοθέατο. Θαύμασα τα δημιουργήματά τους.
Αισθάνθηκα ότι περίμενα εν μέσω της μεγάλης πλατείας τον σκηνοθέτη να θέσει σε κίνηση εμάς, στους ρόλους μας, να παραγγείλουμε τα προικιά μας στην εύθραυστη κεντήτρια, το κρασί και τυρί μας στον παχουλό παραγωγό.
Αυτό το συνεχές πήγαινε έλα στους αιώνες και τις εκφάνσεις τους κάνουν το ταξίδι μοναδικό.
Περπατώντας στην παραλία της Valencia ήμουν σίγουρη ότι από το καράβι του, στο λιμάνι, θα συναντούσα τον Simon Bolivar για να ελευθερώσουμε όχι τη Λατινική Αμερική, αλλά να κατακτήσουμε την Ισπανία. Να την κάνω δική μου. Τα ζευγάρια που χόρευαν meringue και salsa στο διπλανό club με επανέφεραν στο παρόν. Ζήλεψα τον χορό τους, τον ήχο, το ισπανικό πάθος, ευχήθηκα τη συνέχειά τους.

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Burning Man 2012

Το Burning Man είναι ένα ετήσιο γεγονός, διάρκειας μίας εβδομάδας, που πραγματοποιείται στην Black Rock Desert, επίσης, γνωστό και ως playa, στο βόρειο τμήμα της Νεβάδα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, από το 1986, με μουσική, χορό, τέχνη και πλήθος ανθρώπων. Το φεστιβάλ αρχίζει την τελευταία Δευτέρα του Αυγούστου, και τελειώνει την πρώτη Δευτέρα του Σεπτεμβρίου, η οποία συμπίπτει με την αμερικανική αργία για την Ημέρα της Εργασίας.
Κάθε χρόνο έχει ένα θέμα, φέτος για καλλιτέχνες και συμμετέχοντες είναι η «γονιμότητα». Παλαιότερα υπήρξαν θέματα όπως «Ο πράσινος άνθρωπος» (2007), «Ελπίδα και φόβος: το μέλλον» (2006), «Πέρα από την Πίστη» (2003), «Ο επιπλέων Κόσμος» (2002), «Το Σώμα» (2002).
Το φεστιβάλ πήρε το όνομά του από το τελετουργικό κάψιμο μεγάλου ξύλινου ομοιώματος (Burning man) το βράδυ του Σαββάτου. Η εκδήλωση περιγράφεται από πολλούς συμμετέχοντες ως ένα πείραμα στην κοινοτική ζωή, στην τέχνη, στη ριζοσπαστική αυτοέκφραση και αυτοδυναμία. Το Burning Man διοργανώνεται από το Black Rock City, LLC. Η δε συμμετοχή για το 2010 ήταν 51.515 άνθρωποι, το 2011 η συμμετοχή έφθασε τους 50.000 συμμετέχοντες με τα εισιτήρια να έχουν προπωληθεί μέχρι τις 24 Ιουλίου. Τον Απρίλιο του 2011, ο Larry Harvey ανακοίνωσε ότι η οργάνωση είχε ξεκινήσει τη διαδικασία μετάβασης της διαχείρισης του φεστιβάλ σε ένα νέο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα οργανισμό.
Φέτος το Burning Man διοργανώνεται από 27 Αυγούστου έως 3 Σεπτεμβρίου.

Ιστορία
Η ετήσια εκδήλωση, τώρα γνωστή ως Burning Man, ξεκίνησε ως μια τελετουργία - φωτιά για το θερινό ηλιοστάσιο το 1986, όταν οι Larry Harvey και Jerry James με μερικούς φίλους συναντήθηκαν στη Baker Beach στο Σαν Φρανσίσκο και έκαψαν ένα ξύλινο άνθρωπο (2,7 μ.), καθώς και ένα μικρότερο ξύλινο σκυλί. Ο Harvey έχει περιγράψει την έμπνευσή του για την καύση αυτών των ομοιωμάτων ως μια αυθόρμητη πράξη «ριζοσπαστικής αυτο-έκφρασης». Η εκδήλωση όμως είχε πρωθύστερες ρίζες, όταν η γλύπτρια Mary Grauberger, φίλη της φίλης του Harvey, Janet Lohr, οργάνωνε συγκεντρώσεις κατά την διάρκεια του ηλιοστασίου στη Baker Beach , αρκετά χρόνια πριν από το 1986, μερικές από τις οποίες παρακολούθησε κι ο Harvey. Όταν σταμάτησε η Grauberger να οργανώνει τις φωτιές, ο Harvey «πήρε τη σκυτάλη». Το ξύλινο ομοίωμα του 1986, ήταν πολύ μικρότερο από το παρόν με «νέον» φωτισμένο ομοίωμα των πρόσφατων χρόνων. Το 1987, το ομοίωμα αυξήθηκε στα 4,6 μ., και το 1988 έφτασε τα 12 μ. Η ονομασία Burning Man προήλθε από τους συμμετέχοντες οι οποίοι αποκαλούσαν το ομοίωμα «The Man», με την διαδοχική όμως καύση κάθε χρόνο, οδηγήθηκε στην ονομασία Burning Man.
Ο Harvey ορκίζεται ότι δεν είχε δει την ταινία «The Wicker Man» παρά μόνο αρκετά χρόνια αργότερα, ως εκ τούτου δεν έπαιξε κανένα ρόλο στο εγχείρημά του. Προκειμένου δε να μην επικρατήσει το όνομα «Wicker Man» ως όνομα του τελετουργικού, άρχισε να χρησιμοποιεί και ο ίδιος το όνομα «Burning Man».

Έχει σημασία να δει κανείς τις βασικές αρχές – στόχους της εν λόγω οργάνωσης.
Τις παραθέτω επιγραμματικά, όπως:

1. Κανένας δεν αποκλείεται
2. Δωρίζω
3. Αποεμπορευματοποίηση
4. Αυτοδυναμία
5. Αυτοέκφραση
6. Κοινωνικότητα
7. Αστική ευθύνη
8. Δεν αφήνουμε ίχνη
9. Συμμετοχικότητα
10. Αμεσότητα

Θα επισημάνω την 8η αρχή. Όλη αυτή η εγκατάσταση της» εφήμερης πόλης» μετά το πέρας της εκδήλωσης εξαφανίζεται κυριολεκτικά χωρίς να αφήνει ίχνη. Αποτελεί μέρος της γενικότερης στάσης των συμμετεχόντων και των οργανωτών προς το περιβάλλον.

Η τέχνη
Καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο συμμετέχουν με έργα τους τα οποία υποβάλλουν ως δώρο στην κοινότητα, πράξη βασιζόμενη στη 2η αρχή του «δωρίζω». Τα έργα καίγονται αν το επιθυμεί ο καλλιτέχνης.
Μερικοί από τους καλλιτέχνες, όσοι είναι από το LLC τυγχάνουν χρηματοδότησης από το LLC. Η χρηματοδότηση λειτουργεί ως βοήθεια προς τον καλλιτέχνη να εκφραστεί, δεν καλύπτει το κόστος του έργου, είναι μέρος αυτού.
Ενδεικτικά, υποβάλλονται πάνω από 100 έργα, αλλά πχ το 2006 χρηματοδοτήθηκαν μόνο 29.
Οι συμμετέχοντες μπορούν να χρησιμοποιήσουν μεταλλαγμένα αυτοκίνητα κι οχήματα δικής τους κατασκευής κι έμπνευσης τα οποία υποβάλλουν προς έγκριση. Η έγκριση εξασφαλίζει ασφάλεια κι έλεγχο ως προς τον αριθμό των κινουμένων από άποψη όχλησης.
Ενδιαφέρον έχουν τα ποδήλατα που συμμετέχουν και τα οποία οι ιδιοκτήτες κατασκευάζουν ή διακοσμούν φροντίζοντας για την ασφάλεια, ειδικά για τον φωτισμό τους προς αποφυγή ατυχημάτων.
Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω φέτος στο webcast «ζωντανά» και να δω την μοναδική εμπειρία αυτού του γεγονότος.
Με τη βοήθεια της Wikipedia και του survival guide προσπάθησα να το περιγράψω.
Αλλά πολύ φοβάμαι ότι είναι πολύ περισσότερο της περιγραφής μου. Βιώνεις μέσω της αναμετάδοσης κάτι μοναδικό, ανεπανάληπτο, ιδιαίτερα για τους λάτρεις της τέχνης. Εξαιρετικά έργα σπουδαίων καλλιτεχνών εκτίθενται συμβάλλοντας με τον τρόπο τους στην ανάδειξη του θέματος της χρονιάς που οι συμμετέχοντες στηρίζουν και τους εκφράζει.
Όπως θα διαπιστώσει κανείς από τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η όλη οργάνωση, ξεπερνιούνται τα όρια και δεδομένα ενός φεστιβάλ – μιας εκδήλωσης.
Το θέμα, όπως προκύπτει από τις ανησυχίες και προβληματισμούς των οργανωτών και των συμμετεχόντων είναι άμεσα συνδεδεμένο με το κοινωνικό «γίγνεσθαι» και τα τρέχοντα θέματα της επικαιρότητας ανά την υφήλιο. Οι άνθρωποι συρρέουν όχι μόνο για τη διασκέδαση, αλλά ως ένα χώρο – σημείο όπου αυτοεκφράζονται και διατρανώνουν με την στάση τους και τα έργα τους τις πεποιθήσεις τους. Κυριαρχούν τα θέματα του περιβάλλοντος κι αυτά που έχουν θέμα τον άνθρωπο, ο άνθρωπος, η ψυχή, το σώμα του, οι ανάγκες, η ζωή.
Γηραιά κυρία, 93 ετών, σε συνέντευξή της στη χθεσινή παρουσίαση, δήλωσε ότι συμμετέχει, θέλοντας να στηρίξει τη σπουδαιότητα του γεγονότος, το θέμα της φετινής διοργάνωσης, είπε «ζούμε καθημερινά βιβλικές καταστροφές σ’ όλο τον πλανήτη, πλημμύρες, υψηλές θερμοκρασίες, τυφώνες, πυρκαγιές, ξηρασία. Η ζωή νιώθεις ότι εξαφανίζεται. Το θέμα «γονιμότητα» έχει άμεση σχέση με τη ζωή, με την ύπαρξη του ανθρώπου. Νιώθω ότι συμβάλλω με τον τρόπο μου, με την παρουσία μου». Όπως δε δήλωσε και συμπλήρωσε ο συνομιλητής της «Συμβάλλουμε διασκεδάζοντας. Πολιτικοποίηση δε σημαίνει αρνούμαι την ευχαρίστηση.»
Η κάθε στιγμή της ζωής μας, θα πρόσθετα, είναι μια πολιτική πράξη.
Ο θεατής κι αναζητών στο διαδίκτυο θα «σκαλώσει» στο webcast. Η πρώτη εικόνα, έρημος με παράξενες κατασκευές, θολή εικόνα λόγω άμμου, το φόντο άνθρωποι, ποδήλατα, οχήματα, κινούνται ασκόπως μέσα στην 'άμμο' της Black Rock desert. Αναβλύζει θλίψη και παρακμή η πρώτη επαφή. Στη συνέχεια, μετά τα zoom της κάμερας προκύπτουν τα έργα τέχνης και οι ιδιόμορφες εμφανίσεις ανθρώπων κι οχημάτων. Τα έργα και τα ονόματα των συμμετεχόντων, καλλιτεχνών εκπλήσσουν εξαιτίας της σπουδαιότητας και διασημότητας των.
Η αναζήτηση ευλόγως προκύπτει για περαιτέρω πληροφορίες. Το αποτέλεσμα της αναζήτησης επιχειρήθηκε να κατατεθεί ως μια συνεισφορά, ελάχιστη σ’ αυτό που λέγεται «οι πραγματικότητες του κόσμου σήμερα».
Μέσα από τους διαύλους ενημέρωσής μας ελάχιστα έως καθόλου η τέχνη, το άλλο, το διαφορετικό, οι άλλοι πολιτισμοί, η άλλη έκφραση, το «αλλού», κατορθώνουν να βρουν αποδέκτες.
Όταν ο Stewart Brand μίλησε για το «Well» είπε σκοπός ήταν «Ελεύθερη πληροφορία». Αυτή, η ελεύθερη πληροφορία, είναι, 30 χρόνια μετά, το ζητούμενο. Ούτε ελεύθερη είναι, ούτε άφθονη, ούτε ποικίλη, ούτε ουδέτερη. Η δε εσωτερική μας εσωστρέφεια απέκλεισε και τα ήδη υπάρχοντα μέσα να την διαμηνύσουν, τρόπος του λέγειν.
Για ακόμη μια φορά διαπιστώνεται ότι η πληροφορία υπάρχει, αλλά ποιος, πώς και με τι φτάνει σ’ αυτήν ο αναζητών.
Ο κύκλος μένει ανοιχτός κι επιλέξιμος.
Σήμερα, στη Νεβάδα, εχθές στη Δυτική Σαχάρα, τους Φουλάνι, τους Τουαρέγκ, τη μουσική του Μαλί, στους ακτιβιστές της Ιαπωνίας, τους λάτρεις του Νεπάλ, στα εργοστάσια της Κίνας, στο δρόμο του μεταξιού, στα συντρίμμια του Αφγανιστάν, στους πάγους της Ανταρκτικής, στους απεργούς της Αφρικής, στην κακοποιημένη γυναίκα.
Ανοίγω μάτια και ψυχή στον κόσμο ενώ ερυθριώντας ομολογώ αγνοώ.
Ελπίδα ο άνθρωπος, η γνώση του, η πληροφορία που ο ίδιος μεταφέρει και εργαλείο του η τεχνολογία.

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Amen του Leonard Cohen (Old Ideas - 2012)

Μακάρι ή αληθώς,

     Ανάλογα με το ποια ερμηνεία διαλέγεις, είναι ο τίτλος του ποιήματος του Leonard Cohen.
      Η μαγεία της ποίησης είναι και η δυνατότητα ερμηνεία της, αυτή η ξεχωριστή σχέση που αναζητάς με τον ποιητή, με το μήνυμα που σου στέλνει.
Θα ήταν εύκολο να αναζητήσει κανείς κοινωνικές ή θρησκευτικές προεκτάσεις ή αναφορές. Δεν μπορεί κανείς παρά μόνο ο ίδιος, ο ποιητής να τις αποκλείσει, ανατρέψει. Τέθηκαν εις την διάθεσιν σου/μας και ως μήνυμα αποζητά τον αποδέκτη του.
        Όταν είσαι επώνυμος, μέλος μιντιακρατούμενων κοινωνιών, κοινωνιών που λατρεύουν τις ετικέτες και τις ομαδοποιήσεις ως τον μόνο τρόπο επιβίωσης, στο ποίημα του Leonard Cohen, θα επιλέξεις πλαίσιο κοινωνικό, θρησκευτικό, πλαίσιο συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων και θα χαθείς στο δαίδαλο του «εάν» και «ίσως».
        Ο Leonard Cohen για τη λύτρωση μίλησε και ως βασανισμένος άνθρωπος κι αυτός, καθημερινός αλλά και ιστορικός θύτης, την κάθαρση και τη νηφαλιότητα, την ηρεμία του λυτρωμένου αναζητά.
       Προτείνει, αιτιολογεί, αποκαθιστά τον θύτη μέσα μας, αλλά και έξωθεν μας, ενώπιον Θεού για κάποιους, ενώπιον όλων γι’ άλλους, τους χωρίς Θεό.
       Η απληστία και η δίψα, αντί του ολίγου, θα εξαντληθεί στον ποταμό. Το μέγεθος, του κρίματος και της προσπάθειας κορεσμού, μεγάλο, edge και river. Η δυσκολία του ξεπλύματος και κορεσμού μοναχικός δρόμος κι επώδυνος. Πώς θα το έλεγε αλλιώς; We και alone άραγε πόσες φορές το συναντήσαμε; Πόσες φορές μέσα στο πλήθος αναζητήσαμε τη φωνή, αυτό το κάτι, που δε φτάνει στα αυτιά μας, χάνεται στη βοή της κάθε μέρας, επιτείνοντας την αγωνία, την αναζήτηση του είμαι, του είσαι αποδεκτός/-ή, αξιαγάπητος, δική του, δικός της, δικός/-ή Του. Προνομιούχος της αγάπης του, Του.
        Κι όταν νομίζεις ότι το θέμα της αλαζονείας, της διαφορετικότητας, της διαφωνίας αποκαθίστανται μέσα από τη μεταμέλεια, όταν αναζητείς να ακουσθεί η εγωιστική σκέψη του «ναι, πλήγωσα, βασάνισα, αρνήθηκα, αλλά μετάνιωσα, αλλά συγχωρώ, Θεός πίστεψα για λίγο ότι έγινα και έκκληση κάνω τώρα που είμαι νηφάλια/-ος, καθαρή/-ος να μετουσιωθώ της αγάπης. Την δικαιούμαι, αφού μέσα στη φρίκη που καθημερινά προκαλώ και βιώνω πέρασα. Ίσως αυτή ευθύνεται για μένα, για ό,τι έκανα. Μήπως ήταν και το στοίχημα, η πρόκληση να βγω από αυτή τη φρίκη; Μια φρίκη, όπου η μέρα εξαργυρώνεται με λύτρα ακριβά, η δε νύχτα δεν της επιτρέπεται να ’ρθει.
        Είναι το φως των βομβών που εκρήγνυνται ή οι ερινύες, που η γαλήνη του σκότους αναμένεται, κωλυσιεργεί;
        Είναι που ξέχασα όλους τους αγγέλους στην πόρτα, να επιμένουν να με προστατεύσουν, να μπουν μέσα μου, να νικήσουν, να κατατροπώσουν την επικράτεια του κακού, του εγωισμού, της αλαζονείας του θέλω, του επιζητώ, του φθονώ, του μισώ. Κι όμως, όταν είμαι ήρεμη και καθαρή αποκατέστησα τις τύψεις, την αγάπη αναζητώ. Αυτόν/-ή που έδιωξα, έδιωξες, εξοστράκισα, θυσίασα.
        Το αίμα, η εικόνα της θυσίας είναι η κάθαρσή μου κι εγώ ένα κομμάτι μιας αβυσσαλέας κοινωνίας, θα στριμωχτώ στη δικαιολογία, στο άλλοθι, στο πρέπει, στο αυτό είναι σωστό, στον αναθεματισμό του άλλου, της συμπεριφοράς του, της διαφορετικότητάς του και η αναζήτηση της λύτρωσης θα γίνει κατ’ ιδίαν ανάμεσα σε σένα και τον άλλο που έχεις ανάγκη να υπάρξεις, για να ξεδιψάσεις, να αφήσεις τους αγγέλους να μπουν, να ξεπλυθείς στο αίμα της αμαρτίας, στο άλλο που θα σε κάνει από σφαγέα, αρνί.
    

        Άλλος τον είπε Θεό.
        Άλλος όνομα ανθρώπου του έδωσε.
        Όλοι συμφώνησαν, το είπαν, Αγάπη.
        Μακάρι.


        Ας είναι αλήθεια.


Amen 
by Leonard Cohen (2012)

Tell me again
When I’ve been to the river
And I’ve taken the edge off my thirst
Tell me again
We’re alone and I’m listening
I’m listening so hard that it hurts
Tell me again
When I’m clean and I’m sober
Tell me again
When I’ve seen through the horror
Tell me again
Tell me over and over
Tell me that you want me then

Amen…Amen…Amen…Amen…

Tell me again
When the victims are singing
And the Laws of Remorse are restored
Tell me again
That you know what I’m thinking
But vengeance belongs to the Lord
Tell me again
When I’m clean and I’m sober
Tell me again
When I’ve seen through the horror
Tell me again
Tell me over and over
Tell me that you love me then

Amen…Amen…Amen…Amen…

Tell me again
When the day has been ransomed
And the night has no right to begin
Try me again
When the angels are panting
And scratching at the door to come in
Tell me again
When I’m clean and I’m sober
Tell me again
When I’ve seen through the horror
Tell me again
Tell me over and over
Tell me that you need me then

Amen…Amen…Amen…Amen…

Tell me again
When the filth of the butcher
Is washed in the blood of the lamb
Tell me again
When the rest of the culture
Has passed through the Eye of the Camp
Tell me again
When I’m clean and I’m sober
Tell me again
When I’ve seen through the horror
Tell me again
Tell me over and over
Tell me that you love me then

Amen…Amen…Amen…Amen…