Μικρόσωμος,
λιπόσαρκος, σκονισμένος με αυθάδικο μουτράκι, μάτια κάρβουνο και ελαφρά
ντυμένος για την εποχή.
Είναι, δεν
είναι, 12άρης.
Κάθεται σ’ ένα
κασόνι, κουνάει πέρα δώθε το πόδι του και καπνίζει αρειμανίως καθώς χαζεύει
τους περαστικούς.
Κάθε που τα
βλέμματά μας συναντιούνται με παγώνει η αδιαφορία, σε αντίθεση με το δικό μου
ενδιαφέρον. Μου φαίνεται ότι σιγομουρμουρίζει. Η αδιαφορία του μ’ αναγκάζει να
πάρω το βλέμμα και να επιταχύνω το βήμα μήπως και μειώσω τον χρόνο
απομάκρυνσης.
Δεν νυστάζει,
νυστάζω.
Δεν
διαμαρτύρεται,
διαμαρτύρομαι.
Δεν απαιτεί,
απαιτώ.
Δεν
συγκρίνεται,
συγκρίνομαι.
Ονειρεύεται,
κι εγώ
συμβιβάζομαι, στη δουλειά στο ωράριο,
στη ζωή.
Οι παχουλοί συνομήλικοί
του τυλιγμένοι στα ζεστά κασκόλ της μαμάς τους, τον αφήνουν παγερά αδιάφορο. Ή
νομίζω;
Οι τσάντες
τους;
Ούτε που τις
προσέχει.
Το κρουασάν
που μασουλούν;
Δεν
συγκρίνεται με την γόπα του,
Έχει μεγαλώσει,
κι αυτοί το
ξέρουν.
Έχει αδικηθεί,
κι αυτοί το
αγνοούν.
Αρκείται σε
ψίχουλα,
και αυτό
βολεύει.
Νοιώθει
διαφορετικός,
και το
επιβεβαιώνουν.
Μοχθεί σαν
ενήλικας,
και αυτοί
παίζουν σαν παιδιά.
Κουράζεται,
όπως όταν
αυτοί μεγαλώσουν.
Το αβέβαιο
μέλλον τους,
είναι
αδυσώπητο παρόν του.
Έχει,
ότι αυτοί
απορρίπτουν.
Επιθυμεί αυτό,
που αυτοί του
το στέρησαν.
Κι όμως είναι
ευχαριστημένος.
Του αρκεί τα 50 ευρω
την εβδομάδα.
Του αρκεί που
η κοινωνία λανθάνοντας,
του κάνει τόπο
και επιβιώνει.
Δεν ξέρω γιατί
αλλά πάντα μούρχεται
στο νου η μάνα
του.
Του ετοίμασε
γάλα;
Τον
ξεπροβοδίζει στην πόρτα;
Τον φιλάει;
Πονάει η
καρδιά της;
Ή έχει
συνηθίσει τον πόνο;
Ανησυχεί για
την μέρα του;
Tο μέλλον του;
Έχει
ευθύνες;
Επαναστατεί;
Καταριέται!
Ποιους;
Την
τύχη της;
Την
ζωή;
Εμάς!
Δακρύζει;
Δεν
έχει δάκρυα.
Tης
τα πήραν οι καιροί,
και οι άνθρωποι.
English Translation
Title: Young Ali
(Written by Maria Toloudi)
I meet him every morning around 7 outside the stone-shop.
Petit, gaunt, dusty with a cheeky little face, his black eyes like charcoal, lightly dressed as the season requires.
He’s about 12.
He sits on a crate, wagging his foot back and forth, and smokes with pleasure as he watches passersby.
Each time our eyes cross his lack of interest paralyses me, contrary to my own contemplation. It looks like he mumbles. His indifference forces me to withdraw my gaze and speed up, to walk away as soon as possible.
He’s not sleepy,
I am.
He doesn’t complain,
I protest.
He doesn't demand,
I do.
He doesn’t get compared to,
I do.
He’s dreaming.
I settle for conformity, employment, a work schedule,
in life.
His plump peers, wrapped in warm scarves woven by their moms, let him frigidly indifferent. Or, do I simply think so?
Their bags?
He doesn’t even notice them.
How about the bread-rolls they keep munching?
Not at all like his cigarette left-over.
He’s grown up,
and they know it.
He has been victimized,
and they ignore it.
He’s content with crumbs,
and this is quite suitable.
He feels rather different,
and they quite agree with it.
He’s toiling like adults,
while they play like children.
He gets exhausted,
like they’ll do too as adults.
Their uncertain future,
is like his relentless present.
He’s got,
what they reject.
He desires the things,
that they deprived him from.
He seems pleased, no matter what.
He’s got enough with 50 euros a week.
He’s got plenty from a community that accidentally,
provides him the space to survive.
I don’t know why, but his mother often
comes to my mind.
Did she prepare milk for him?
Does she accompany him to the door?
Does she kiss him?
Does her heart feel any pain?
Or did she get used to the suffering?
Does she worry about how he gets through the day?
His future?
Does she feel any responsibility?
Does she rebel at all?
She curses them!
Whom?
Her own fate?
Her life?
Us!
Does she shed any tears?
She’s got no tears left.
She's been deprived from by the times
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου