Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Άνθρωποι χωρίς χαρτιά

«Σάμεεε»
Έσκισε η κραυγή της τη νύχτα, σιάχτηκε το φεγγάρι, τα βούρλα, ο κοιμώμενος έμβιος πληθυσμός του ποταμού.
Πάπιες, χήνες, φλαμίνγκο, κύκνοι, αργυροτσικνιάδες, σταχτοτσικνιάδες ανασηκώθηκαν, κούνησαν τα φτερά να διώξουν το κακό που προμήνυε η φωνή του ανθρώπου.
Ρίγησαν οι άνθρωποι της αναμονής, στις δυο όχθες του ποταμού.
Ρίγησαν και οι μάνες στα μακρινά σπίτια των πέρα χωριών που δεν μπορούν να κοιμηθούν.
Δεύτερη κραυγή με πόνο γέννας «Σάμεεε».
Τότε θύμωσαν οι περαματάρηδες και κινητοποιήθηκαν οι ένστολοι.
«Γρήγορα. Γρήγορα. Κουνηθείτε.» έσπρωχναν ανθρώπους, παιδιά, χαμηλόφωνα, αλλά επιτακτικά, θυμωμένα, απάνθρωπα. Το κρύο μόνο τα σώματα ακινητοποιούσε. Τα μωρά και μικρά παιδιά πήγαν να κλάψουν και με ορχηστρικά κινούμενα χέρια μητέρες σφράγιζαν τα στόματα μην και ακυρώσουν το ταξίδι της ελπίδας.
Η Ζεϊνέπ έπεσε στα παγωμένα νερά, ενώ ο Αμπντάλ και οι άλλοι προσπαθούσαν να την τραβήξουν έξω. Από δίπλα ο μικρός Σαμίρ. Την ξάπλωσαν στα χόρτα.
Το αίμα στο μέτωπό της μάνας του ο μικρός Σαμίρ το είδε .
«Σάμε, Σάμε» συνεχώς επαναλάμβανε καλώντας το παιδί της ενώ τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια, κατρακυλούσαν στους κροτάφους και έπεφταν στη λάσπη. Ο Σαμίρ τρομοκρατημένος γι’ αυτό που έβλεπε και δεν καταλάβαινε κοιτούσε με τις τεράστιες ματάρες του μια τον Αμπντάλ, μια την Ζεϊνέπ. Πανικός, φόβος διέτρεχε αυτό το ανθρώπινο μελίσσι.
Γρήγορα, γρήγορα έπρεπε να εξαφανισθούν μέσα στον βάλτο μέχρι το επόμενο βράδυ. Μέσα στην νύχτα άκουγες το ποτάμι και τον απόηχο από γλώσσες ανθρώπων πολλές, με θυμό ψιθυρισμένες, απορημένες, πονεμένες. Στο βάθος υπόκωφος θόρυβος μηχανής βάρκας μπέρδευε τους ήχους των γλωσσών. Μια βάρκα βαριά από ανθρώπους και πόνο, με τον 10χρονο Σάμε κατευθυνόταν απέναντι επαναλαμβάνοντας το σκοτεινό ταξίδι των συνόρων. ¨Ένα ταξίδι απωλειών, ένα ταξίδι παγωμένο, άγριο, με ένα ποτάμι όχι πάντα φιλικό.  Ένα ποτάμι που ξερνάει ανθρώπινα κορμιά.
Απόμεινε η οικογένεια χωρίς το παιδί.
 Έτρεξε, όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Τον Σάμε τον παρέσυρε η αστοχία του φόβου, η βιασύνη της ελπίδας των άλλων συνοδοιπόρων, το απρόσεκτο της παιδικότητας.
Θυμός, αγωνία, απόγνωση.
«Ο Σάμε; Σταματήστε,» ούρλιαξε. Σιδερένιες ένιωσε τις γροθιές να την σφίγγουν για να επανέλθει στην τάξη. Έτρεξε να τον φέρει πίσω, τα νερά την παρέσυραν, χτύπησε στη μηχανή της βάρκας, τα χέρια της ξυλιασμένα δεν κράτησαν την βάρκα, οι φωνές των επιβατών την αποθάρρυναν, οι βρισιές την πλήγωσαν, η βία της απελπισίας την χώρισε από το παλικαράκι της. Το βελούδινο βλέμμα του το είδε βουρκωμένο μέσα στο λιγοστό φως του φακού του περαματάρη.
Σαϊτιά στην καρδιά η απομάκρυνση της βάρκας, τα χέρια απλωμένα, ικεσία ζωής, ικεσία για την εύπλοιαν.
Πού πάει το παιδί; Πού ταξιδεύει; Ποιον Θεό να επικαλεσθεί; Ποιο πόνο να φωνάξει; Πνιχτές οι κραυγές της αντί να αφεθούν για να ελευθερώσουν τον πόνο, την απελπισία. Τι τίμημα για την ελπίδα; Αν το ήξερε.
 Βήμα, βήμα περπάτησαν μέχρι εδώ. Στις πέτρες, στο σκοτάδι, στα λαγκάδια, στην δίψα, στην κούραση. Στέγνωναν τα χείλη, μάτωναν τα πόδια, θέριζε η πείνα και η απειλή. Μόνη της παρηγοριά όταν ακουμπούσε το τρυφερό δέρμα τους κι ένιωθε την καρδιά τους σαν των πουλιών που όταν τα πιάνεις φτεροκοπά.
Και τώρα τι; Η άβυσσος. Ο Αμπντάλ κάτι πήγε να της πει για αντάμωμα. Ποιο; Πού; Όλη νύχτα. Χτυπιόταν στη λάσπη. Οι άλλοι ανήμποροι, την κοιτούσαν. Τι να πουν; Ο φόβος που γι’ αυτήν τώρα δεν υπήρχε, αυτός όπως κι αυτήν χθες τους πάγωνε. Πονεμένοι άνθρωποι, τι να πουν γι’ αυτόν τον μεγάλο πόνο. Δεν είχε σπίθα ελπίδας για να απαλύνει τον πόνο. Κάπου κάπου αναζητούσε τον Σαμίρ. «Σαμίρ.» Τον άγγιζε, έπαιρνε μικρή ανάσα για τον θρήνο που ακολουθούσε.
Ο ήλιος βγήκε, ανέβηκε η γυναίκα λάσπη με άδεια μάτια, χαμένη στον πόνο, σύρθηκε από τους άλλους εδώ κι εκεί σε κουφάλες δένδρων, κάτω από γέφυρες, σε κρυψώνες. Ώσπου νύχτωσε και ξανά τα ίδια.
«Προχωρήστε, μην μιλάτε, τα παιδιά να βγάλουν σκασμό. Τα λεφτά; Πού είναι τα λεφτά;»
Φως κίτρινο από φακούς που ανοίγουν δρόμο, τυφλώνουν τα μάτια. Τα πόδια μέσα σε κρύα, μαύρα από τα σκοτάδια, νερά. Στο διάβα τους όλα τα ζωντανά απομακρύνονταν. Τι φοβούνται; Τους φοβισμένους; Το μπουλούκι την σέρνει, ο Αμπντάλ φορτωμένος τον Σαμίρ της κρατάει το χέρι. Το βάρος του πατρικού πόνου πολλαπλασιάζεται από το δικό της, των μπόγων τους.
Ξανά ο ήχος της μηχανής. Νε ξεράσει θέλει ο ήχος αυτός που σαν τραγούδι τον περίμενε, έγινε απεχθέστατος, μακάβριος, απωθητικός. Όλα είναι μαύρα. Είχε ονειρευτεί την ώρα αυτή, πνιγμένη στα γαλάζια με κρύσταλλα νερά καθαρά, διαυγή και τον ήλιο χρυσό. «Σάμε. Στείλε μήνυμα με τα πουλιά, με το νερό, με το σκοτάδι, με τις μυρωδιές αυτές, έστω του βάλτου, των σάπιων καλαμιών, του μόνιμα βρεγμένου χώματος, των σαπισμένων κορμιών των πνιγμένων. Πες μου ότι είσαι ζωντανός, ότι δεν πονάς, ότι με περιμένεις στην όχθη. Πες μου ότι μαζί θα συνεχίσουμε το ταξίδι της ελπίδας. Πες μου ότι δεν κλαις, δεν πεινάς, πες μου ότι αναπνέεις. Πες μου ότι βρέθηκε φτερούγα αγγέλου να σε αγγίξει, να σε πάρει υπό τη σκέπη του. Πες μου, κάτι πες μου.»
Ξημερώματα διέσχισαν καλαμοχώραφα, μούσκεμα και τα πόδια να βαραίνουν από τον φόβο, την αγωνία, το άγνωστο, το μετά, την κούραση, την κακουχία, την πείνα, την απειλή του θανάτου, την βία των ανθρώπων, την απληστία τους.
Έφτασαν στα πρώτα σπίτια ενός χωριού, διέσχισαν άδειους δρόμους, κάτι κοκόρια έλεγαν  ότι ξημέρωσε. Κάποιος αγουροξυπνημένος βγήκε στην πόρτα,τους κοίταξε αδιάφορα. Κάποια σκυλιά αντάλλαξαν γαυγίσματα ενοχλημένα από τους επισκέπτες. Μπήκαν στο Τμήμα. «Πολιτσά. Πολιτσά» ο ένας έλεγε στον άλλο.
Ο ήλιος τρυπούσε τα μάτια της και όλη η φασαρία της έφερνε ζάλη. Όλα γύριζαν, γύριζαν. Έφευγε για πού; Χαρτιά; Τι χαρτιά; Άκουγε, έδωσαν τα ονόματά τους. Από την Ερυθραία. Έλεγαν και ξανάλεγαν στον μεταφραστή. «Τον Σάμε. Πες του για τον Σάμε. Ήρθε χτες. 10 χρονών.» «Πώς είναι;» «Όμορφος» «Ήρθε ένας μικρός χτες αλλά ήταν Σομαλός» λέει ο μεταφραστής. «Πού είναι; Να τον δω.» Η ζάλη έφυγε μπροστά στην απαίτηση της μάνας. «Πού είναι να τον δω.» Έπιανε τον έναν, άφηνε τον άλλον. Έκλαιγε, σερνόταν. «Τον Σάμε.» Παρακαλούσε εδώ, απειλούσε και καταριόταν. Έπιανε τους ένστολους, τους άλλους, τις μάνες, τους άνδρες. «Βοήθεια. Ακούστε με. Δώστε μου μια ευκαιρία.»
«Τον πήραν. Είναι με άλλα παιδιά.» «Θα πάω». « Δεν μπορείς.» «Μπορώ. Ποιος θα με σταματήσει; Έχεις παιδί; Πού είναι;»
«Έλα καλή μου» ο Αμπντάλ προσπαθούσε να την ηρεμήσει.
Ήρθαν οι γιατροί να βοηθήσουν.
Εξηγήστε αργά. Τι αργά, ο πόνος δεν έχει ταχύτητα. Είναι σαϊτιά, σκίζει τις ψυχές..
Πώς είναι; Τι έγινε; Πώς να περιγράψεις το παιδί σου. Πώς να περιγράψεις την αγάπη; Πώς να περιγράψεις την ομορφιά, το βλέμμα του, το κομμάτι της ψυχής σου, το αγόρι σου, το εκ της σαρκός σου πλάσμα. Το μουτράκι που κολλούσε στα στήθη σου να ρουφήξει σταγόνες της ζωής που η πείνα τις στέρεψε. Πηγές άνυδρες τις κατάντησε, στέρεψε το γάλα, όμως η αγάπη έτρεφε και τα χόρταινε και το τραγούδι της τα γλύκαινε.
Τα χέρια της έπιασαν τον κόρφο της, την φωλιά τους. Εκεί στα στήθη ανάμεσα βρήκε τη φωτογραφία. Ο Σάμε στο ζωολογικό κήπο δίπλα σε ένα λιοντάρι. Λέαινα έγινε με την φωτογραφία στο χέρι να την κουνάει και να απαντάει.
«Ναι, ίσως είναι αυτός, αλλά χωρίς χαρτιά καταχωρήθηκε μαζί με τους Σομαλούς, ως Σομαλός.»
Διαβάζει τα χείλη, κοιτάζει τον μεταφραστή.
«Σομαλός; Ποιος; Ο Σάμε;»
«Δεν είχε χαρτιά. Τον ρωτήσαμε αν είναι Σομαλός και είπε ναι.»
«Λάθος, λάθος, λάθος.» Πόσα λάθη δεν σβήνονται.
«Πρέπει να σβηστεί.»
«Παίρνει χρόνο.»
«Ποιο χρόνο; Το δικό σου ή το δικό μας. Το παιδί μου να έρθει σιμά μας, μαζί μου.»
«Δεν μπορεί ήταν ασυνόδευτο.»
«Ασυνόδευτο το παιδί μου;»
Τι κατάρα.
«Σάμε, Σάμε, Σάμε. Γύρνα πίσω, η μάνα σου σε καλεί.»
Γύριζε από εδώ κι από εκεί, έπεφτε, σηκωνόταν, εκλιπαρούσε, βογκούσε κρατώντας το χέρι ψηλά με την φωτογραφία, το τεκμήριο της. «Σάμε.»
«Θα βοηθήσουμε, θα δούμε.»
«Δείτε το.»
Ποιος, πώς;
Σάμε.
Ο Σάμε χαμογελαστός, ατάραχος κι άφοβος, υπερήφανος μπροστά στο λιοντάρι. Αυτή έφερνε πάνω κάτω το θάλαμο με το σωρό από ανθρώπους. Άνθρωποι που μπροστά τους  οι Άθλιοι του Β. Ουγκώ θα ωχριούσαν. Θα ωχριούσαν, μπροστά στο δράμα τους και την ανημποριά τους.
«Σάμε» φώναξε και ο Σαμίρ τρέχοντας ανάμεσα στα πόδια της, γαντζωμένος στα γεμάτα λάσπη φουστάνια της.
«Μάνα, ο Σάμε; Θα τον βρούμε;»
«Εγώ με ή χωρίς αυτούς  θα τον βρω» απάντησε αποφασιστικά.


English Translation:
Title: The 'Sans Papiers'
(Written by Maria Toloudi)


"Sàmeee"
Her scream ripped the night apart, the moon got petrified, the bushes too, along with the sleeping living species of the river.
Ducks, geese, flamingos, swans, egrets, and herons woke up, waved their wings to fade away the evil that the human voice foretold.
People, waiting on both riverbanks, shivered.
Mothers that couldn’t sleep shivered too, in distant houses across remote villages.
A second agony scream: "Sàmeee."
The guides became promptly angered, and the uniformed alert.
"Hurry up. Quickly. Move it. " They pushed adults and children, inaudibly but urgently, with anger, and cruelty. The cold restrained only their bodies. Babies and young children wanted to cry but mothers sealed their mouths with their arms moving graciously for fear of cancelling their journey of hope.
Zeinep fell into the icy waters, while Abdullah and others tried to pull her out. Little Samir stood on the side. They laid her down on the grass.
Samir saw the blood on his mother’s forehead.
"Sàme, Sàme" she repeated constantly by calling her offspring while tears were running from her eyes, tumbling on her temples and falling in the mud. Shamir, terrified about what he watched but wasn’t able to grasp, looked with both wide eyes at Abdullah and Zeinep back and forth. Panic and fear ran through this human beehive.
Fast! They had to vanish real fast into the swamp until the following night. Through the dark you could hear the river and the mute sound of many languages, who whispered with anger, puzzled, or in pain.
In the background, the distant noise of a motorboat got mixed with the sounds of the human tongues. A vessel heavily loaded with people and agony, and the 10-year old Sàme, were headed across, repeating the dark journey of the border. A journey with losses, a freezing journey, quite rough, in a not too approachable stream. A river that spews human bodies.
The family was left behind without the child.
He'd run; everything had happened so quickly. Sàme was dragged by the hopelessness of fear, the hastiness for 'hope' of his fellow wayfarers, the negligence of the childhood.
Anger, anxiety, despair.
"Sàme? Stop" she screamed. She felt clenched by iron fists forcing her to return to order. She ran to bring him back, the waters swept her away, she hit the engine of the vessel, her hands cold-frozen couldn’t hold the boat, passenger voices discouraged her, their insults stung her, the violence of despair separated her from her young boy. She saw his velvet gaze in tears in the dim light of a guide's strobe.
She felt just like an arrow hit straight in her heart as the vessel parted away, her arms outstretched, pleading for life, praying for a safe crossing.
Where does the child go? Where to does it travel? To whom a God could she appeal? What agony would she cry out? Her weeping muffled, not allowing her to release the pain, the despair. What a price to pay for hope? If she only knew.
They marched up to this place step by step. They hiked on rocks in the dark, in the ravines, thirsty, fatigued. Their lips dried out, their legs bleeding, wounded by the famine and the menace. Her only consolation was when their tender skins touched, and she felt their hearts beating like a bird’s, when you hold it in your hands.
And now what? The abyss. Abdullah tried to say something about reunion. What? Where? During the whole night she's been beating herself in the mud. The rest of them, powerless, were watching her. What could they say? It was only yesterday that the fear she now seemed to disregard had frozen them all. Those people, themselves in pain too, what could they possibly utter about this great agony? There was no spark of hope to soothe the aching. Sporadically she sought Samir. "Samir." She touched him, and took a short gasp for the grief that then followed.
The sun came out, the muddy woman stood up with empty eyes, lost in pain, dragged away from the rest of them who were hiding here and there in hollows of trees, under the bridges, in hideouts. Until nightfall, and the same would repeat again.
"Move ahead, don’t talk, children must shut-the-f**k-up. Dough? Where’s the dough? "
Yellow light from strobes that led the path was blinding the eyes. Feet in cold waters, blackened from the darkness. All the living had disappeared from their pathway. What were they afraid of? Of the frightened? The mob drags on; Abdullah, carrying Samir on his shoulders, is holding her hand. The burden of his paternal agony got multiplied by her own pain, by the baggage they carry.
The remote sound of an engine, once more. She wants the sound to stop; the sound that she had dreamt of like a melody had now become disgusting, grim, repulsive. Everything is black. She had visualized these moments, smothered in blue with crystal clear waters, transparent and golden like the sun. "Sàme. Send me a message with the birds, with the water, with the dark, with these odors, no matter what with, the swamp, or the rotten reeds, the endlessly wet soil, the rotten corpses of the drowned. Tell me that you are still alive; that you don’t ache, that you'll wait for me on the shore. Tell me that we will continue our journey of hope together. Tell me that you don’t weep, you're not hungry, tell me that you still breathe. Tell me that an angel’s wing has touched you, and has taken you underneath. Tell me, tell me something."
At daybreak they crossed fields of reed, feeling soaked and their legs weighing heavy from fear, anxiety, the unknown, the future, fatigue, malaise, hunger, the threat of death, the violence of humans, their greed.
They reached the front houses of a village, crossed the empty streets, some roosters crying that it had already dawned. Someone, half-awake, came to the door, and looked at them indifferently. Some dogs, upset by the newcomers, exchanged loud barks. They entered the Precinct. "Politsa. Politsa" they have been yelling at each other.
The sun pierced her eyes and all that noise brought her dizziness. Everything was spinning, turning. She was going where? Papers? What papers? She listened, they gave their names. From Eritrea. They told the interpreter again and again. "Sàme. Tell him about Sàme. He came in yesterday. 10 years old.” "What does he look like?” “He’s handsome” “There was a kid that came in yesterday, but he was a Somali” the interpreter said. "Where is he? Let me see him." Her dizziness was pushed away by her maternal urge. "Where can I see him." She walked from one person to the next. She cried, she crawled. " Sàme." She begged, she threatened, she cursed. She grabbed the uniformed, the rest, the mothers, the men. "Help. Listen to me. Please, give me a chance."
"They've got him. He’s with the other children." "I'll go find him." "You can’t.” "Yes, I can. Who’s gonna stop me? Have you got a child? Where is it, then?"
"Come here, luv” Abdullah was trying to calm her down...
Doctors came in to assist.
“Please, explain slowly.” What do you mean slowly? Pain has got no velocity. It’s an arrow, tearing souls apart.
How is he? What happened? How could you possibly describe your child? How could you possibly explain love? How could you tell his beauty, his gaze, a piece of your soul, your own boy, a creature of your own flesh. His wee-little face that stuck onto your breasts to suck the drops of life that the famine had almost dried up. They became withered springs, the milk dried up, but love was abundant and kept feeding them and her songs sweetened them.
She laid her hands in her bosom, like in a nest. There, between her breasts, she found a photograph. Sàme at the zoo, at the side of a lion. She became herself a lioness with the photograph in her hand, waving it and yelling at the same time.
"Yes, it might be him; but without any papers he was registered with the Somalis as a Somali."
She’s trying to read his lips, she turns towards the interpreter.
'Somali? Who? Sàme? "
"He had no papers. We asked him if he was Somali and he said ‘yes’. "
"Wrong, wrong, wrong." How many blunders cannot be erased.
"It must be erased."
"It takes time."
"What time? Your time or ours? My child’s got to come here, with me. "
"It can’t be, he was unaccompanied."
"Unaccompanied, my child?"
What a curse.
"Sàme, Sàme, Sàme. Come back; your mother is calling."
She turned around from here to there, she fell down, she got up, she begged, she groaned, her hand holding up the photograph of her proof. "Sàme"
"We shall help, we’re going to search for him."
"Do it, then!"
Who’s going to do what, how?
Sàme.
Sàme smiling, calm and fearless, looked proud next to the lion. She moved up and down the room that was bursting by the horde. With humans compared to whom V. Hugo’s Misérables would pale. They’d pale facing their drama and their helplessness.
"Sàme" Samir yelled too and ran under her legs, hooked onto her muddy dress.
"Mother, Same? Shall we be able to find him?"
"I'm gonna find him, with or without them" she replied decisively.

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Σάρα (Δεκέμβριος 2001)

Την συναντούσα συχνά γωνία Φυλής και 14ης Μαΐου. Ένας σωρός ρούχα και σκόνη. Σήμερα στο χιόνι ο όγκος της πρόβαλλε από μακριά. Στο πλήθος των ρούχων της υπόπτου καθαριότητας και άγνωστης παλαιότητας είχε προστεθεί γούνα καφετί ενδόξου παρελθόντος τα κομμάτια της οποίας συγκρατούσαν πάμπολλες παραμάνες. Είχε καθίσει πάνω σε δεκάδες ανοιχτά χαρτόκουτα, που έφτιαναν μια πολιτεία και αυτή στη μέση, νανούριζε για πολλοστή φορά την πλαστική κούκλα.
Σιγοτραγουδούσε στίχους δικής της έμπνευσης χαϊδεύοντας το κεφάλι της κούκλας. Το σώμα εξακολουθούσε με κίνηση το ρυθμό του νανουρίσματος.
Κάθε φορά που πλησιάζει κάποιος, σηκώνει σκιασμένη το κεφάλι, αγριεύει και δεν επανέρχεται στο έργο της, αν δεν απομακρυνθείς.
Είναι τότε που ανακάλυψα την οδύνη της απουσίας στα μάτια της. Είχαν καταντήσει μαύρες τρύπες στο χαραγμένο από τις συσπάσεις πρόσωπό της, την τραγικότητας του οποίου συμπληρώνει η απλυσιά ετών. Τα χείλη σφραγίζουν και περιμένουν να φύγεις. Να μην την σκιάζεις.
Την ονόμασα Σάρα. Έγινε μετά την τρίτη συνάντησή μας. Ποτέ δεν αναρωτήθηκα γιατί. Θεώρησα ότι ήταν μέρος της ύπαρξής της το όνομα και δική μου γνώριμη. Ψιθυρίζω το όνομα και έχω το προνόμιο να μου επιτρέπει μεγαλύτερη παραμονή. Οι ολιγόλεπτες βουβές συναντήσεις μας έχουν εννιάχρονο παρελθόν.
Περιμένω να πει: ΦΥΓΕ – ΚΑΤΣΕ – ΜΑΡΙΑ. Σιγή. Η μόνη της έννοια της οποίας έτυχα είναι να έχω χρόνο να την κοιτάζω καθώς η μητρότητα για δευτερόλεπτα μας συνταξιδεύει.
Η δική της απώλεια δεν ξέρω ποια είναι. Δεν γνωρίζω το είδος της απουσίας. Φτιάχνω σενάρια του νου, τα οποία υιοθετώ ανάλογα με τους καιρούς.
Οι μέρες που διανύουμε μεγεθύνουν την μητρότητα και εξαιτίας της οι διαβάτες την πρόσεξαν περισσότερο. Τους παρέπεμπε, όπως κι εμένα, στην άλλη, την ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΜΗΤΕΡΑ που ξεπάγιαζε όχι σε γωνιές, αλλά σε σπηλιά με εύσπλαχνα ζώα γύρω της να την φροντίζουν.
Η απουσία δικών μου βλαστών πονούσε. Δεν είναι που αδειάζει η αγκαλιά, που περισσεύει η αγάπη. Δεν είναι που τα χέρια στέκουν στο πλάι στερημένα, άπραγα. Είναι που έχουν συνηθίσει να πλέκουν φωλιές, να φέρνουν τροφή, να κανακεύουν.
Κούκλα δεν πήρα. Στην γωνία δεν έκατσα. Τους δρόμους πήρα μη και ξεχαστώ, μη και βρω λύση χαζεύοντας την ευτυχία και οικογενειακή γαλήνη των άλλων, αυτών πίσω από τα στολισμένα παράθυρα. Δεν ξέρω και τι να πω στους άλλους, πώς να δικαιολογήσω τον εγωισμό, την έλλειψη αυτοσυγκράτησης και πώς να ομολογήσω σε μια κοινωνία – Ναι, μου λείπουν τα παιδιά μου. Σε μια κοινωνία που την μόνη απουσία που τραγουδάει, που προωθεί είναι του έρωτα. Αυτοκτόνησαν ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα και απίθανα πολλοί άλλοι αφανίσθηκαν εξαιτίας της απουσίας του έρωτά τους. Δεν χωράνε οι σύγχρονες μάνες, αυτές που απογαλάκτισαν, αυτές που πρέπει να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, των καιρών, δυναμικές, σύγχρονες με τη μητρότητα σε δεύτερο πλάνο. Τι εύκολα που τα έλεγα και πόσο δύσκολα τα βιώνω.
Σιγοτραγουδάω πότε πότε κανένα δημοτικό για την ξενιτιά μια και η σύγχρονη παραγωγή στίχων δεν πρόβλεψε τέτοιους χωρισμούς.
Ο πόνος; Πόνος.
Καμιά παρηγοριά η συνάντηση με τη Σάρα.
Πλησιάζω και μου ’ρχεται να ριχτώ στους ώμους της και να κλάψω. Να μοιράσουμε τις απουσίες, μη και ελαφρύνει ο καημός. Μπαίνουν ανάμεσά μας διάφορα ανασταλτικά του φοβερού καθωσπρεπισμού μου.
Η ένταση μεγαλώνει, συναισθηματική φόρτιση των εορτών το λένε. Εγώ ένα ξέρω. Θέλω τα παιδιά μου. Θέλω να μηδενίσω την απόσταση, να καταργήσω την προσποίηση της «άνετης». Θέλω να τα μυρίσω, να ανακαλύψω πάλι την τέλεια μυρωδιά των βρεφών, να τα φιλήσω. Θέλω τη συνέχειά μου. Είμαι σε πανικό.
- Σάρα, μ’ ακούς;
Σκουπίζω τα δάκρυα, είναι μπροστά μου.
Σηκώνει τα μάτια, μου προτείνει την κούκλα και λέει
- Είναι η Σάρα, η κόρη της Γης. Είχα ήδη γίνει ένας ακόμη σκουρόχρωμος όγκος στο χιόνι.

English translation
Title: Sara (December 2001)

I came across her at the corner of Filis and 14 Maiou streets. A pile of clothes and dust, she was. This morning, her shape was visible in the snow from afar. To the many clothes of questionable neatness and unspecified age was added a brown fur-coat, reminiscent of a glorious past that was held together with countless pins. She sat on a dozen open cartons that resembled a cityscape, and she was there in the middle, singing a lullaby to the plastic doll for the umpteenth time.
She was whispering verses of her own inspiration while stroking the doll’s head. Her body followed suit in the lullaby pace.
Every time someone approached, she raised her head rather annoyed, got upset and didn't go back to her tasks, if you didn't move away.
It is then when I discovered the agony of loss in her eyes. They had become black holes etched by contractions of her face, the tragedy of which was complemented by the years long lack of facial washing. Her lips remain sealed and she’s waiting for you to go. And not cast shadow over her.
I named her Sara. It happened after our third encounter. I never asked myself why. I thought of it as a part of her existence and an old acquaintance of mine. I whispered the name and obtained the privilege of her allowing me to stay a bit longer. Our short mute encounters have now existed for nine years.
I am waiting for her to say: GO AWAY – SIT DOWN - MARIA. Silence. Her only worry I felt was that I took time to look at her while our mutual motherhoods traveled together for a few seconds.
I don’t know exactly what her loss was. I don’t know what kind of absence. I built different scenarios in my mind that I adopted depending on the circumstances.
In the days that passed the aspect of her motherhood expanded and, just because of this, passers-by noticed her even more. She pointed them, just like she pointed me, to the other one, the UNIQUE MOTHER, who has not been freezing from cold in the street-corners, but sat in a cave surrounded by compassionate animals that took care of her.
The absence of my own offsprings hurts me deeply. Not because hugs remain vacant, and surplus love stays unfulfilled. Not because the arms stand at the side deprived, inactive. It's because they were used to weave nests, to bring food, to pamper.
I didn’t buy a doll. I didn’t sit in the street-corners. I took the streets to try to forget, to find a solution by browsing the happiness and family peace of others, of those behind the decorated windows. I do not know what to say, how to justify my ego, my lack of restraint, and how to confess in a society : Yes, I miss my children. In a society that the only loss it chants and fosters is that of infatuation. Romeo and Juliet killed themselves, and amazingly many more were destroyed because of losing their love. It is not suitable for modern mothers, those who have already weaned, those who must rise to the circumstances, to the times, the dynamic, the modern, with motherhood itself found at a inferior level. How effortlessly I used to explain such things and how hard it is to experience them. From time to time I am humming quietly a folksong about emigration because the contemporary production of lyrics has not provided for separations like those.
How about pain? It still remains a pain.
No solace from meeting Sara.
As I am approaching her, I feel like throwing myself into her arms and weep. To share the feeling of absence that might perhaps ease our sadness. Various inhibitors emerging from my cruel ‘savoir-vivre’ stand suddenly right between us.
Tension grows, it is called the emotional burden of the holidays. I just know one thing. I want my children. I want to obliterate the distance, remove the pretence of "nonchalance". I want to smell them, to find again the perfect scent of the baby skin, to kiss them. I want to go on. I panic.
- Sara, do you hear me?
I wipe the tears, she stands in front of me.
She lifts her eyes, she offers me the doll and says,
- This is Sara, the daughter of the Earth.
I had already become another dark pile in the snow.

(Authored by Maria Toloudi)

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Λευκή Αταξία



Σηκώθηκε.
Έδιωξε.
Βυθίστηκε
στην θεσπέσια γεύση του.
¨Ήταν ο καφές
ή
το φιλί του;
Συγκρούστηκε με την απορία,
δέχτηκε την απάντηση.
Από την Κάφφα
ταξίδεψε
για το φλιτζάνι της.
Όχι!Τι λέει;
Για την ευχαρίστηση της.
Υπάρχει ακόμη;
Βεβαίως, συμφώνησαν
κουταλάκι, ζάχαρη
και πιατάκι.
Ή μήπως ήταν
τα άδεια καθίσματα,
που περιπαικτικά στέκονταν
απέναντι,
χωρίς το βάρος
ανθρώπινου κορμιού,
ατσαλάκωτα, περήφανα
για την εμφάνιση τους.
Το άρωμά του
διέσχισε μεγάλη
απόσταση από το
μπρίκι στην μνήμη της.
Σήκωσε το φλιτζάνι
με το ένα χέρι.
Το άλλο αντέγραψε
το δικό της.
Ταχτοποιούσε τα
λευκά μαλλιά που
επέμεναν στην
αταξία...


English Translation
Title: White Wickedness



She stood up.
She pushed them away.
She felt like vanishing
into its exquisite taste.
Was it the coffee,
or
his kiss?
She struggled with doubtfulness,
she acknowledged the answer.
From Kaffa
it traveled
to reach her cup.
No! What did she just say?
It’d done it for her thrill.
Is he still alive?
Sure thing, they all agreed...
the teaspoon, the sugar,
and the saucer.
Or were it
the empty chairs,
standing frivolously
from across,
without the weight
of a human body,
wrinkle-less, proud
of their appearance?
Its scent
crossed a great
distance from
the coffeepot to her memory.
She raised the cup
with her hand;
the other hand
mimicked hers.
She rearranged the
white hair that
insisted on
wickedness...

(Authored by Maria Toloudi)

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Ψευδαίσθηση Ελευθερίας (Μάρτιος 2001)

Καθόταν άπραγη με το βλέμμα στο κενό.
Ήταν ελεύθερη. Από ποιόν;
Να κάνει ότι θέλει να πάει όπου θέλει. Μόνο που δεν ήξερε πού.
Σκέφθηκε ότι άφησε τουλάχιστον ελεύθερα τα παιδιά της να επιλέξουν ή μάλλον προσπάθησε να είναι ελεύθερα.
Νόμιζε ότι ήταν ελεύθερα.
Κι αυτή έμεινε με το δικαίωμα της επιλογής.
Δεν ήξερε τι να το κάνει. Θυμήθηκε τα ζεστά κάστανα στα χέρια όταν ήταν μικρή. Καιγόταν και δεν ήξερε που να τ΄ακουμπήσει. Το σίγουρο ήταν ότι δεν ήθελε να ταφήσει. Η κάψα τους την πονούσε, σαν την ελευθερία της. Χωρίς ελπίδα.
Σ’ ένα κόσμο χωρίς προοπτική, ένα κόσμο που θυσιάζει τους μισούς στο όνομα της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας για να ελέγχει τους άλλους μισούς, που έχουν την ψευδαίσθηση της.
Σ’ ένα κόσμο, που η αυτοδιάθεση και ο αυτοπροσδιορισμός δεν είναι λόγια, πληρώνεται με αίμα.
Αναρωτιέμαι γιατί τόση ψυχανάλυση για την αυτογνωσία και τον αυτοπροσδιορισμό όταν καταλήγεις στον πλήρη έλεγχο, ακόμη και της συνείδησης.
Το άτομο ελευθερώθηκε για να εγκλωβισθεί στα δήθεν της ζωής μας.
Ένα ατέλειωτο ψέμα κράτησε τους ανθρώπους εν εγρηγόρσει.
Οι καλύτερες μέρες δεν ήρθαν.
Θα ρθούν;
Καλύτερη ζωή για όλους.
Μόνο που μερικά παιδιά θα πρέπει να πεθάνουν.
Νους υγιής εν σώματι υγιεί,
αλλά μερικά παιδιά θα μείνουν λέει ραχιτικά λόγω έλλειψης σωστής και πλήρους διατροφής.
Το δικαίωμα στη ζωή;
Δεν διαλέγεις ούτε το αν και πώς θα πεθάνεις.
Ζήτω οι μειονότητες.
Καταπατήστε τις. Αφανίστε τις.
Θέλετε εκπαίδευση;
Αγοράστε την.
Δεν έχετε χρήματα;
Ξεπλύνετε μερικά.
Κουρασθήκατε, δεν αντέχετε;
Πάρτε χάπια.
Χάσατε το ανθρώπινο πρόσωπο σας μέσ’ τον ανταγωνισμό της καθημερινότητας;
Μην ανησυχείτε.
Συμβαίνουν κι αυτά.
Θέλετε να απλωθείτε λίγο πιο νότια, πιο βόρεια;
 Mε λίγο πλουτώνιο θα τακτοποιηθεί.
Αρκεί να κάνετε κάτι κι εσείς.
Να εκχωρήσετε κάτι. Λίγο.
Λίγο, τόσο λίγο, μέχρι που μια μέρα θα διαπιστώσετε ότι έχετε κατασπαταληθεί μέσα στα δήθεν.
Κι εκεί χαμένη βρέθηκε κι αυτή, με τον χρόνο να την έχει ροκανίσει αυτήν και τις ελπίδες με μια ψευδαίσθηση ελευθερίας.




English Translation:
Title: The illusion of freedom (written March 2001)
She sat idly and gazed at the void.
She was free. Free from whom?
Free to do whatever she liked, go wherever she wanted to. Only, she didn’t know where exactly.
At least she thought that she had allowed her children the freedom of choice, or rather, she tried to have them feel free.
She reckoned they were free.
Even her, she had the right to choose.
She didn’t know what to do with it. She remembered the hot chestnuts inside her palms when she was little. They were burning her and she didn’t know where to lay them on. The truth was, she didn’t want to let them go. Their heat was aching her, just like her freedom. Hopeless.
In a world without perspective, a world that sacrifices half of the people in the name of freedom and dignity, in order to control the other half, who continue to live with its illusion.
In a world, where self-disposition and self-determination are not mere words, one gets reckoned with blood.
I wonder why the need for so much psychoanalysis to gain self-awareness and self-determination, when it all leads to undeniable control of yourself, even of your very own consciousness.
Individuals were relieved, to be supposedly trapped into the alleged.
Endless lies kept people in high alert.
Our best days haven't come.
Will they?
A better life for all.
Only, some children will have to die.
A healthy mind in a healthy body,
but some children will remain rachitic, it is being said, for lack of proper food.

A right to life?
You can’t even choose whether or how to die.
Hooray for minorities!
Crush them. Annihilate them.
Want education?
Buy it.
Got no money?
Launder some.
Got tired, can’t you stand it?
Take some pills.
Have you lost your human side in the rivalries of your daily life?
Don’t worry.
Such happens.
Wanna spread a little further south, or further north?
With a little plutonium it could be arranged.
At least if you did something too.
Offer something. Something small.
Really small, so wee-little, until one day you find out it got wasted into the illusion.
And there she lost herself too, with passing time distressing her and her hopes; she was left with the illusion of freedom.


(Authored by Maria Toloudi)