Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Η Ρούλα, ο Λάκης και η Queen

Πρόσφατα ήρθε στη γειτονιά των συνεργείων η Ρούλα.
Η Ρούλα ή Σιδερή σύμφωνα με την ταυτότητά της.
Η Ρούλα με το ξανθό μαλλί και τα χυτά πόδια. Η Ρούλα που με το νάζι και τη χάρη της άλλαξε το κλίμα του ισογείου, εκείνο των λαδιών, της μουντζούρας, του μεροκάματου, των άγουρων παιδιών και μακρινών ταξιδιών. Περπατούσε και το κάθε της βήμα τάραζε τα παλληκάρια. Η χάρη της μούδιαζε τα μέλη. Αυτή τη χάρη και ένα ζευγάρι διαμαντένια καλαθάκια στα αυτιά τα κληρονόμησε μαζί με το όνομα απ’ τη Βυσσιώτισσα γιαγιά της.
Τα τελευταία εκνεύριζαν τον συμπαθέστατο κύριο Σωκράτη τον σύζυγό της. Του θύμιζαν ότι 15 χρόνια γάμου δεν τιθάσευσαν το αγριοκόριτσο της ζωής του.
Η Ρούλα και ο κ. Σωκράτης έχουν διαφορά ηλικίας 30 μόνο χρόνια. Ενωματάρχης στο χωριό της την πλάνεψε ή έτσι νόμιζε και την πήρε 15χρονη. Του διέφευγε πλήρως ότι η Ρούλα από τα 12 το ’χε κάνει τάμα να την “κοπανήσει” από το χωριό με οποιονδήποτε τρόπο, με δάσκαλο, μονιμά, χωροφύλακα ή μυλωνά, λεπτομέρεια.
Γύρισαν τους νομούς της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας με κάμποσες μεταθέσεις που αντιστοιχούσαν επίσης σε λαμπρούς έρωτες της Ρούλας.
Γρήγορα εξοικειώνονταν και ακόμη πιο γρήγορα έκανε δεσμούς. Η διαφορά με τον κύριο Σωκράτη στάθηκε ολέθρια για το γάμο τους. Αισθμαίνοντας πάντα την ακολουθούσε στα καπρίτσια και στα πείσματά της. Διαρκώς της χρωστούσε.
Τον τελευταίο καιρό της χρωστούσε, έλεγε, αυτοκίνητο, καινούριο. Στα συνεργεία έτρεχε η Ρούλα μια και δυο και εκνευριζόταν. Εκνευριζόταν μέχρι το Σάββατο.
Με το που μπήκε στο μαγαζί τον είδε.
- Το αφεντικό λείπει.
Καλέ τι παίδαρος! Τι πόδια και από μάτι σκίζει.
- Το ονοματάκι σας.
- Λάκης.
- Καλέ τι Λάκης, Τριαντάφυλλος.
- Τι θα ήθελε η μαντάμ;
Την καλοκοίταξε και αφήνιασε ως άτι.
Της Ρούλας ξεχείλιζαν όλα.
Ζουμερή ως φρέσκο ροδάκινο, σκέφθηκε.
Λίγο οι ζέστες, λίγο η μοναξιά. Του άρεσε και αυτή τον κάρφωνε με το μάτι.
Πετάρισε το βλέφαρο και απάντησε λιγωμένα.
- Το ψυγείο πάλι τρέχει.
- Θα το δούμε. Όλα στο χέρι μας είναι. Τι την έχουμε την τέχνη. Θα περιμένουμε τον μάστορα;
- Όχι. Μου κάνετε κι εσείς.
Μωρέ μου παρακάνετε.
Ο Λάκης έσκυψε πάνω στο ψυγείο και αυτή απολάμβανε πόδια και γλουτούς.
Μεσολάβησαν μερικές άνευ λόγου επισκέψεις μέχρι που στην τελευταία, ο Λάκης απουσίαζε από το χώρο. Ταράχτηκε.
Ο μάστορας της λέει,
- Κυρία Ρούλα θέλετε κάτι; Τρέχει τίποτα;
- Ναι...όχι έχετε δουλειά, να πηγαίνω.
Που;
- Μια άλλη μέρα θα περάσω...

- Όπως θέλετε κυρία Ρούλα.
Η Ρούλα προχώρησε προς την άσφαλτο να πέσει ή να μη πέσει στις ρόδες των κινούμενων οχημάτων. Μαύρη απελπισία.
Την πάτησες άγρια, μου φαίνεται, Ρούλα.
Ψυχραιμία.
Βυθισμένη στις σκέψεις είδε, ένοιωσε ένα κύμα αέρος και έναν όγκο στο πλάι της να σταματά μαζί με τον αέρα.
Ο Λάκης πάνω στο άτι του. Τι άτι του δηλαδή, μια Africa Twin και αυτός αφρικανός με μαύρο σορτσάκι και μια λάβα να τυλίγει αναβάτη και μηχανή.
Μετατράπηκε η Ρούλα εις λίθον.
Να τον προσκυνήσει, να τον αγκαλιάσει, να τον μασουλήσει, τί;
Φαίνεται το βλέμμα της ξεφεύγει της μετατροπής και παρέμεινε εκφραστικό, γιατί πως να δικαιολογήσει κανείς την όλη αβρότητα του Λάκη περί βόλτας.
Άγνωστη η απάντηση.
Το σώμα της πήρε πρωτοβουλίες πάλι και εγκαταστάθηκε πίσω του.
Η φούστα της παρανέβηκε, τα πόδια της αγκάλιασαν το κάθισμα και τα χέρια της τανάλια στη μέση του. Έγειρε το σώμα πάνω του στην αρχή από τον πόθο να γίνει ένα μαζί του και ύστερα από την ώθηση της εκκίνησης. Το στήθος της εμπόδιζε, δημιουργούσε κενό, με λίγο σπρώξιμο, ως στρείδι κόλλησε πάνω της.
Ο θόρυβος της μηχανής, οι κραδασμοί της τάραξαν τα σωθικά της. Το αεράκι της έφερνε μυρωδιά από γκάζι, ιδρώτα, after-shave και αλμύρα.
Το σώμα της εξαφανίσθηκε. Ο Λάκης, η μηχανή κι αυτή είχαν γίνει άνεμος.
Ένας άνεμος ερωτιάρης, ένας άνεμος δυνατός, ένας άνεμος φλογισμένος, ένας άνεμος λυσσαλέος.
Μια φλογισμένη υπερταχυνόμενη μάζα είχαν γίνει. Μια μάζα κινούμενη εκτός ορίων. Τα όρια είχαν καταργηθεί. Μια διάσταση υπήρχε η ευθεία - και μ’ αυτήν τείναν να ταυτισθούν. Η ταχύτητα τους και η ορμή τους, κατήργησε τους όγκους.
Το φως ένος απριλιάτικου ήλιου άστραψε στον καθρέπτη και εκεί ήταν που η Ρούλα τον αντάμωσε, τον είδε. Συνάντησε τη ματιά του. Γύρισε, την φίλησε. Πότε; Δεν κατάλαβε. Το είδε στον καθρέπτη; Ή όντως γύρισε και της χάρισε τα χείλη του σε ένα φιλί γρήγορο όπως ο άνεμος.
- Φτάσαμε. Θα κατεβείτε;

Και που να πάει; Αυτή είχε γίνει άλλη. Η κόρη του ανέμου. Δεν ήταν η Ρούλα. Η Ρούλα του πλαδαρού κυρίου Σωκράτη. Ήταν η Ρούλα του Αφρικάνου. Η Ρούλα μιας εμπειρίας 750 κυβικών και ενός 22 χρόνων αναβάτη με βυσσινί χείλια, χρυσόξανθες τρίχες, ελεύθερου και ατίθασου ως η “Βασίλισσά” Του.


English Translation
Title: Roula, Lakis and the Queen
Written by Maria Toloudi

Roula arrived recently in a neighborhood with automobile workshops.
Her full name, Roula Sideri, according to her ID card.
Roula with her blond hair and her fine shaped legs. Roula, with her mannerisms and charm, changed the atmosphere in the shop-floor, one of motor oils and dirt, of daily wages, of an immature youth and far away voyages. She walked and her every step troubled the lads. Her grace numbed their body parts.
She had inherited her charm and a pair of diamond earrings, as well as her name, from her Vyssiotissa grandma.
The latter irritated adorable Mr. Socrates, her husband. It reminded him that 15 years of marriage were not enough to tame the wild woman of his life.
Roula and Mr. Socrates differed in age by a mere 30 years. As a police sergeant in the village, he seduced her, or so he thought, and made her his at the age of 15. He wasn't aware that Roula had already made a vow since she became 12 to escape from the village in every possible way, with a teacher, a career military, a policeman or a miller, that would be merely a detail.
They wondered around the prefectures of Thrace and Eastern Macedonia where he got transferred, also matching some of Roula’s dazzling love affairs.
She became
swiftly /span>familiar, and even more speedily she built relationships. The age difference with Mr. Socrates proved disastrous in their wedding. Panting heavily, he permanently followed her in her whims and tantrums. He was continuously indebted to her.
Lately he owed her, he’s been saying, a new automobile. Roula visited the workshops in the area and got increasingly irritated. Until that Saturday.
As soon as she entered the store she saw him.
- The boss is out.
My Gosh, what a gorgeous lad! What a pair of legs, and his eyes, to tear you apart.
- Your teeny-weeny name, please.
- Lakis.
- My Gosh, why Lakis, it’s Triantafyllos.
- What would the Lady desire?
He looked at her intensely and stampeded like a horse.
All of Roula’s candy parts kept rolling over.
Juicy like a fresh peach, he thought.
Maybe owing to the heat, maybe as a result of solitude. He fancied her and she’s been nailing him with her eyes.
She fluttered her eyelids and responded with lust.
- The oil cooler's leakin' again...
- I see. Everything in under control. What else for are we the expert? Are we gonna wait for the boss?
- No need. You’re just fine.
You’re much more than just fine, she thought.
Lakis bent over the cooler and she enjoyed looking at his legs and buttocks.
Some follow-up unnecessary visits to the workshop took place until that last one, when Lakis was absent from the site. She looked disturbed.
The boss says,
- Mrs Roula, did you want anything? Something wrong?
- Yeah... no, you’re too busy, I gotta go.
Where to?
-I’ll come over another day...
- As you wish, Mrs. Roula.
Roula walked towards the asphalt road, ready to throw herself to the wheels of the passing vehicles. An abysmal despair.
Roula, you got screwed big time, seems to me.
Keep cool.
Absorbed in her thoughts she saw, she felt a wave of breeze and a bulk at her side, stopping along with the breeze.
It was Lakis riding his horse. And what a horse this is, an Africa Twin, and him, as an African too, with black shorts and a lava heat surrounding the rider and his motor.
Roula froze into stone.
Do what next? Adore him, hug him, chew him, what?
It seemed her gaze looked more than inviting and stayed quite expressive, because, how can anyone explain Lakis’s overall courtesy about a ride.
The answer remains unspecified.
Her body took again the initiative and she moved behind him.
Her skirt pulled higher, her legs hugged the seat firmly, and with her arms she gripped him on his waist. She leaned her body onto his, initially from lust and the desire to become one, and then from the thrust of the motor spurt. Her bosom obstructed him, it kept her at a distance, but with a little nudging, he glued himself as an oyster onto her.
The sound of the engine, and the wobbling shook her guts. The breeze brought to her the smell of gas, of sweat, of after-shave and saltiness.
Her body vanished. Lakis, the motorcycle and her had turned into an air stream.
A flirtatious wind, a powerful wind, a blazing wind, a fierce wind.
A flaming accelerating mass they had become. A mass moving out of bounds. The constraints were gone. There was only one dimension left, a straight line - and they almost became one with it. Their speed and momentum obliterated the volumes.
The light of the April sun flashed in the mirror and it was there that Roula looked at him. She saw his gaze. He turned, and kissed her. When exactly did it happen? She hasn't realized. Did she simply watch it in the mirror? Or did he actually turn around and offered her his lips in a swift kiss, like the wind.
-We arrived. Shall you get off?
Go where to? She had become someone else. A daughter of the wind. It wasn’t Roula anymore. Roula of flabby Mr. Socrates. She was Roula of the African. Roula with the experience of a 750 cc and a 22 year old rider with crimson lips, goldenblond hair, free and untamed just like his own "Queen".

1 σχόλιο: