Άδικος ο φόβος και η αγωνία, γιατί ένα άλλο ζευγάρι ακριβώς το ίδιο, βιζαβί και απεναντίας, υπήρχε ελαφρώς μεγαλύτερο, του αδελφού του, του Πασχάλη.
Δώρο και των δύο της γιαγιάς της Τότας για το Πάσχα. Οι νουνές ακουσίως ή μη απούσες. Σήμερα Μεγάλη Πέμπτη θα κοινωνούσαν, όχι ότι θα σπάζαν τη νηστεία, τουλάχιστον νομίμως.
Τα κόκκινα αυγά πρέπει να ετοιμαζόταν γιατί η μυρωδιά του ξυδιού μαζί με ίχνος αυγουλίλας ήταν διάχυτη. Ο δε θόρυβος των κατσαρολιών το επιβεβαίωνε.
Μετά, το προς νερού του και το νίψιμο των χεριών και προσώπου, μπήκε στην κουζίνα.
Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν αραδιασμένα κόκκινα αυγά, γυαλισμένα με λάδι στην πιατέλα, άλλα ακόμη στις κάλτσες, πριν αποκαλυφθεί το λευκό τριφύλλι, το χρυσάνθεμο, το φύλλο τριανταφυλλιάς, κι άλλα παραπονεμένα και σπασμένα στο τσίγκινο πιάτο.
Η γιαγιά έδινε οδηγίες που μάλλον προς γκρίνια έφερναν και στο μάστορα της βαφής, τη σιωπηλή μάνα. Τα παχουλά χεράκια της κόκκινα σαν της κομψούς, όπως και η ποδιά της, αλλά το πρόσωπο, φεγγάρι λαμπερό και χαμογελαστό. Η δημιουργία παραμέριζε τη θλίψη που όριζαν οι μέρες.
Αυτές τις μέρες κι ο ίδιος το ένιωθε. Ενώ βούρκωνε όταν έβλεπε το ακάνθινο στεφάνι στο όμορφο πρόσωπο του Ιησού, κάτι του έδινε μια αφάνταστη χαρά.
Παραμονή του Λαζάρου και χοροπηδούσε σ’ όλο το δρόμο από το σχολείο στο σπίτι.
Χώρια η εικόνα της Παναγιάς.
- Πώς άντεξε τόσο πόνο.
Για τον Χριστό είχε απαντήσει η γιαγιά η Τότα από πολύ νωρίς του το ξεκαθάρισε.
- Μ’ αυτός, πουλί μ’, είν’ Θεός, όλα τ’ αντέχει για μας τους άχρηστους. Γι’ αυτό κοίτα μην τον δυσαρεστήσεις και πικραθεί.
Λόγος ίσον νόμος.
Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα αρνάκι ήταν, πριν και μετά τη μεταλαβιά.
Ούτε το τσουρέκι δοκίμαζε κι ας έσπαζαν οι μύτες όλο το Μεγάλο Σάββατο.
Ο τα πάντα Θωρών ήταν και Παρών και Θωρών, σύμφωνα με την κυρά Τότα για τον Γκίκα, τον Πασχάλη, την αφεντιά της, όλη την Ταύρη και φυσικά την οικουμένη.
- Και τον μπαμπά βλέπει; Στα καράβια;
- Αυτόν όχι μόνο τον θωρεί, αλλά και τον προστατεύει από τους απολίτιστους, τους αβάπτιστους, τα νερά και τις ξέρες, τους εχθρούς εν γένει.
Ούτε νερό μην πιεις, μ’ ακούς; Δεν πιάνει η μεταλαβιά. Αλλιώς πώς θα αντέξεις τα μαρτύρια των «οβριών»;
Στη μασίνα μπουμπούνιζε η φωτιά και τα ρεβίθια ήδη χοροπηδούσαν μέσα στην κατσαρόλα.
Ο Πασχάλης ακόμη στο στρώμα με αποτέλεσμα να μπήξει την τρυφερή φωνούλα της η μάνα, αυτήν που νεκρούς ανασταίνει. Ένα μακρόσυρτο «Πασχάληηηηη», λες και εκεί έβγαζε το άχτι της για την πεθερά που από το πρωί μέχρι το βράδυ νουθετούσε, δεν άρεζε, απέρριπτε, σχολίαζε, κακολογούσε την Παγώνα, την πρώτη νύφη της, τη Δωροθέα, τη δεύτερη, την Τριάδα, την τρίτη και παρούσα, ακολουθούσαν της γειτονιάς, του χωριού, της οικουμένης με εξαίρεση τα έργα τα δικά της, της μανούλας της και κάπου κάπου των αδελφών της.
Οι κόντρες αυτών των γυναικών, μαζί με την απουσία του πατέρα, τον έκαναν σιωπηλό έως αμίλητο, κλεισμένο στον εαυτό του και ονειροπόλο. Έτσι είπε η καινούργια δασκάλα στη μάνα του.
Κι αυτός χάρηκε, όλη μέρα έκλεινε το επίθετο… «ο ονειροπόλος, του ονειροπόλου, τον ονειροπόλο», μη χρειαστεί να το κλίνει, κάνει λάθος και η δασκάλα με το φιστικί φόρεμα δυσαρεστηθεί και φύγει ή αλλάξει το ονειροπόλος προς το «αβανάκης», όπως τον χαρακτήρισε μακρινός συγγενής μιλώντας για την αφεντιά του, όταν θείες παίνευαν τους τρόπους του και την καθαριότητά του.
Δεν έμοιαζε με τ’ άλλα παιδιά.
Γι’ αυτό όλα τα μικρότερα ξαδέρφια ήθελαν τα ρούχα και τα παπούτσια του, όταν μίκραιναν, κι όχι του αδελφού του του Πασχάλη.
- Καλέ, αυτά είναι σαν αφόρετα, σχολίαζαν στη θέα τους.
- Χρυσοχέρα νοικοκυρά η μάνα του.
Ναι, ας μην τα πρόσεχε αυτός και οι χρυσοχέρες θα κάναν θαύματα.
Όμως σήμερα το πρωί φρόντισε την εμφάνισή του ιδιαίτερα. Έβαλε το κοντό παντελόνι, κατασκεύασμα της κυρά Τότας από παλιό του μπαμπά, λευκό πουκάμισο και σοσόνια άσπρα ολοκαίνουργια. Έβρεξε και τα χέρια με κολόνια Μενούνος, δώρο του μπαμπά τα Χριστούγεννα, τα πέρασε πάνω από το χτεσινοξυρισμένο κεφάλι, όπου σκαλώναν πάντα στα πεταχτά του αυτιά. Το τελευταίο τον ενοχλούσε, αλλά δεν είχε σημασία.
- Στο σόι μας οι άνδρες έχουν μεγάλα αυτιά, είπε η κυρά Τότα και το θέμα θεωρήθηκε λήξαν.
Αυτός, ως ήσυχος, ουλές στο κεφάλι δεν είχε. Του Πασχάλη, το αυλάκωναν μικρές, μεγάλες, βαθιές ουλές από πετριές και άλλα αιχμηρά αντικείμενα προς μεγάλη λύπη του βεβαίως, όπως και τα γόνατά του. Παρ’ όλο το τρίψιμο, παρέμεναν μαυριδερά, σε αντίθεση με τα δικά του που ήταν σαν κοριτσιού. Προέκυψε μονομερής αναποτελεσματικότητα και στο χτεσινό λουτρό εν όψει της σημερινής μεταλαβιάς.
Τελευταία έβαλε τα παπούτσια και με πολλή προσοχή επιμελήθηκε το δέσιμο. Τα έστρωσε. Έκανε ένα δυο βήματα επί τόπου μην και χαλαρώσουν.
Η ημέρα απαιτούσε και την καλή της πράξη γι’ αυτό επιμελήθηκε και του Πασχάλη, του οποίου κατά γενικήν ομολογίαν τα χέρια δεν πιάναν τίποτε. Αυτός, σύμφωνα πάντα με τη γιαγιά Τότα, έμοιαζε στο άλλο σόι, τους ανίκανους κι άτεχνους.
Πήγε να διαμαρτυρηθεί, να κατσουφιάσει, αλλά το κατάπιε μήπως και γίνει αντιληπτός από Τον πάντα Θωρών κι αμαρτήσει.
Ο Πασχάλης ως συνήθως είχε βάλει μερικά ρεβίθια κατά το συνήθειο να ψηθούν στην πλάκα της μασίνας μια και αδιαφορούσε για μουντζούρες στα χέρια, μαύρα νύχια και άλλα συναφή.
Φεύγοντας τα βούτηξε στην τσέπη.
Φιλήσαν το χέρι της γιαγιάς, τους αγκάλιασε, η Τριάδα αναστέναξε για τον κύρη της και πατέρα τους, σταυροκοπήθηκε η κυρά Τότα για τον απόντα υιό, ευχήθηκαν για την καλή του ώρα και βγήκαν στον δρόμο.
Ο Πασχάλης ασυναίσθητα ή σκοπίμως, ως γνωστό ζιζάνιο, ίσως, ποτέ δεν ομολόγησε το λόγο, του έδωσε μισό ρεβίθι, αυτό που αυτός δάγκωσε και για τη νοστιμιά του επικαλέσθηκε τη γνώμη και γεύση του Γκίκα. Αυτός ασυναίσθητα το έβαλε στο στόμα ένιωσε τη νοστιμιά της δικής τους πατέντας στραγαλιών και συμφώνησε με τον Πασχάλη.
Ήδη μπαίναν στο προαύλιο της εκκλησιάς, όπου και συνειδητοποιώντας το πραχθέν έγκλημα έβαλε τα κλάματα και κατηγόρησε τον Πασχάλη.
- Εσύ φταις που δεν θα κοινωνήσω.
- Εγώ θα κοινωνήσω. Δεν είναι κακό. Ούτε λάδι δεν έχουν.
- Δεν πρέπει τίποτα να φας. Ούτε νερό λέει η γιαγιά.
- Και πού το ξέρει; Το διάβασε; Ούτε τα γράμματα του μπαμπά δεν διαβάζει.
- Το ξέρει, της το είπε ο παπά-Λάμπρος.
- Ε, τότε πες του σαν καλό παιδάκι που είσαι «Παπά-Λάμπρο, αμάρτησα και δεν θα κοινωνήσω».
Η λειτουργία ήταν ένα μαρτύριο.
Ένα βουβό κλάμα.
Όλοι σκέφθηκαν
- Τι ευαίσθητο παιδί.
- Καλέ αυτό πλάνταξε.
- Δεν είναι και καλό, αγόρι πράμα, να κλαίει. Στις ημέρες μας πρέπει να είσαι σκληρός. Ποιες μέρες, δεν πρέπει να υπάρχει σαφής οριοθέτηση. Όπως στο μικρό εκκλησίασμα δεν υπάρχουν ξένοι. Μια οικογένεια είναι και ήταν.
Γρήγορα ο παπά- Λάμπρος εντόπισε τον Γκίκα, τα δάκρυα και την απροθυμία να πλησιάσει το Άγιο Δισκοπότηρο.
- Γκίκα, τον προστάζει, πλησίασε.
Πλησιάζει ο Γκίκας με χαμηλωμένα μάτια. Άτεκνος ο παπα-Λάμπρος είχε ιδιαίτερη συμπάθεια στα μικρά παιδιά, στα αγόρια, κυρίως στα ήσυχα κι ονειροπόλα, όπως ο Γκίκας.
- Δε θα μεταλάβεις;
- Όχι, τώρα, δεν μπορώ, και έσκυψε κι άλλο το κεφάλι, θα ’ρθω την Ανάσταση.
- Γιατί, του λέει, για να δω, και του σηκώνει το κεφάλι από το πηγούνι.
- Έφαγα μισό ρεβίθι. Δεν το ήθελα. Ο Πασχάλης μου το έδωσε.
- Και κάνεις έτσι για μισό ρεβίθι; Παιδί είσαι, δεν πειράζει. Ο Χριστός όλα τα συγχωρεί και κυρίως αυτούς που γλιστράνε σε ένα ρεβίθι.
Άνοιξε το στόμα του και άφησε μέσα του να κυλήσει η Ευλογία παρασύροντας τα δάκρυα και τις ενοχές του μισού ρεβιθιού.
English Translation
Title: Half a chickpea
(Authored by M. Toloudi)
He woke up early. With half-opened eyes he looked under the bed for his new shoes, two black round-pointed loafers with shoelaces. The latter were resting quietly in the front, a sign that no one had touched them. The marks that he had scribbled on the floor, right where he placed them, as a proof of intrusion in case someone maliciously handled them, divulged no incidents.
His fear and anxiety were in vain, because another pair, exactly the same, on the opposite side, slightly larger, belonged to his brother, Paschalis.
Both were Easter presents to the two of them by grandma Tota. Their godmothers, willingly or not, were nowhere near. Today, even on a Holy Thursday, they could still receive Communion, without implying that they would abandon the fast unlawfully before the Resurrection.
The red Easter eggs were about to be done, as the smell of vinegar accompanied by a trace of odor of eggs appeared quite pervasive. The noise of the cooking pots confirmed that too.
After his toilet ritual and the washing of hands and face, he entered the kitchen.
Red eggs were scattered on the table on a platter, polished with oil, but were still inside nylon socks, before their white clover was uncovered, the chrysanthemum, the rose leaves, with more of them lying broken and mournful on a tin plate.
Grandma addressed rather nitpicking comments to the mother, the master of egg coloring, who remained silent. Her plump hands were red as the local gipsy women’s, very much like her own apron, but her face was like a glowing moon and smiling. Creativeness evaded the sorrow that was inferred by the holy week.
He felt exactly the same during that week. While he got teary when he saw the thorny crown on Jesus’s beautiful face, there was still something else that gave him incredible joy.
It was the Eve of Lazarus and he sprung all the way home from school.
Not to mention Virgin Mary’s image.
- How did she bear so much pain?
Concerning Jesus, grandma Tota had already answered that; she had cleared it up very early on.
- But he’s just God Himself, my child; He can endure everything on behalf of all of us, who are so useless. So, mind that you don’t disappoint Him and then He feels bitter about it.
Her statement became the law.
Throughout the Easter week he remained blameless as a lamb, before and after the Communion.
He didn’t even taste the Easter bread, regardless how its scent penetrated his nose during the entire Holy Saturday.
According to Mrs. Tota, He, who sees everything, was both omnipresent and saw everything, Ghika, Paschalis, her own, the entire village of Tavri, and naturally the entire universe.
- Can He see Dad too? In his travels?
- Not only He looks after him, but He also protects him from the barbarians, the unbaptized, the waters and the reefs, and all the enemies, in general.
You must not drink, not even water, do you listen to me? Communion won’t count otherwise. How else could you bear the plagues committed upon you by the "Infidels"?
The fire produced loud sounds of burning wood inside the stove, and chickpeas were already jumping in the pot.
Paschalis was still under the sheets, thereby triggering his mother’s tender little voice, one that revived the dead. A beeping "Paschaliiiii" as if she avenged her grudge against her mother-in-law, who preached from morning till night, and didn’t like anything the did, rejected, commented upon, and blamed Pagona, her first daughter-in-law, Dorothea, the second, and Triada, the third and the undersigned, followed by the whole neighborhood, the village, and the entire universe except the works of her own, her own mommy and occasionally her brothers.
The rows among those women, combined with the absence of his father, made him silent and muted, isolated and dreamy. His new teacher said that to his mother.
He was quite delighted about those news, and he therefore conjugated the adjective during a whole day "the dreamer, of the dreamer, to the dreamer" in case he needed to do the same in class too, and if he’d get it wrong, the teacher in her peanut color dress would be disappointed, and he’d have to either abandon the ‘dreamer’ nickname or change it to ‘dumbass’ as some distant cousin once called him, when his aunts were praising his manners and cleanliness.
He wasn’t like other children.
That's why all his younger cousins wanted his clothes and shoes, when they didn’t fit anymore, not those of his brother Paschalis.
- Gee, these look like they’ve never been used before, they commented when they saw them.
- A golden-handed housewife, his mother is for sure.
Well yes, if he wasn’t quite careful himself, no golden-handed were able to produce such miracles.
However, this morning he took care of his appearance exceptionally well. He put on his shorts, Tota’s handicraft from dad’s own clothes and worn out, a white shirt and brand new white ankle socks. He wetted his hands with Menounos cologne, dad's Christmas present; he rubbed them over his freshly shave-trimmed haircut from the day before, but his hands seemed to be always hindered by his protruding ears. This slightly bothered him, but it didn’t matter much, anyway.
- In our family men have always had big ears', said Mrs Tota and the matter was closed.
As he was not a wicked boy, he had no scars on his head. Paschalis’ head, was furrowed by small, large, deep scars from stone throwing and other sharp objects, obviously to his great regret, as were his knees too. Despite the rubbing, his knees remained dirty and dark, unlike his own that looked clean like a lassie’s. Same thing even happened during yesterday’s bath of them both in view of today’s communion.
Last, he put on his shoes and engaged in the shoelace binding very attentively. He straightened them up. He took a couple of steps on the floor to make sure they don’t get loose.
Also, the setting required a good deed for the day; he therefore had to look after Paschalis’ too, whose hands were too clumsy per universal acknowledgment. He resembled those from the other side of the family, according to grandma Tota that is, who were incompetent and unskilled.
He was about to protest, to frown, but he swallowed it, not to be seen by Him who watches upon everything, and therefore commit a sin.
Per the usual custom, Paschalis put some chickpeas on the stove, as he was quite indifferent about smearing his hands, having black nails and the like.
Upon departing he grabbed them into his pocket.
They kissed grandma’s hand, she hugged them, Triada sighed thinking about her master and their father, Mrs. Tota did the sign of the cross about her absent son, they all wished him well and came out to the street.
Paschalis, unwittingly or intentionally, as a usual troublemaker perhaps, he’d never confessed the reason, gave him half a chickpea, one that he bit first in half and then invoked Ghika’s opinion about its taste. The latter unconsciously put it in his mouth, it felt like their own patented chickpea taste and agreed with Paschalis.
Upon entering the courtyard of the church, he became aware of the committed crime, and he burst into tears blaming Paschalis.
- It’s your fault that I can’t have the Communion.
- I am going to have Communion anyways. It’s not too bad. Peas don’t hold any oil.
- You are not allowed to eat anything. Not even water, grandma says.
- And how does she know? Read it somewhere? She can’t even read dad’s letters.
- She does indeed; Father Lambros, the priest, told her.
- Well, then tell him like the blameless child you are “Father Lambros, I have sinned and I can’t have the Communion."
The Liturgy was an ordeal.
A silent weep.
Everyone thought,
- What a sensitive child.
- My God, he is devastated.
- It’s not quite suitable for a boy to cry. Nowadays you got to be tough. Which days did you mean, shouldn’t there be a clear demarcation? Just like there are no foreigners in a small congregation. It used to be one family, and still is.
Father Lambros spotted Ghikas quickly, with tears and hesitation about approaching the Holy Grail.
- Ghika, he ordered him, do come close.
Ghikas approached with downcast eyes. Childless Father Lampros had great sympathy for young children, boys, especially those quiet and dreamy like Ghikas.
- Won’t you receive the Communion?
- No, I can’t right now, and bowed his head even further; I’ll do it at the Resurrection.
- Why, he asked, let me see, and he pulled his face holding his chin.
- I ate half a chickpea. I didn’t mean to. Paschalis made me do it.
- And you’re like this for half a chickpea? You’re just a kid, it’s fine. Jesus forgives all and especially those who did a misstep on a chickpea.
He opened his mouth and let the Sanctification roll inside him, sweeping away the tears and guilt of half a chickpea.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου