Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Άλικα κόκκινα

Περιπλανιόταν ώρες στην άδεια πλατεία και τους γύρω δρόμους.
Έμπαινε, έβγαινε σαν τα ανθρωπάκια στο κεντρικό ρολόι αναζητώντας έναν άνθρωπο.
Άδεια η πλατεία και οι δρόμοι. Τενεκεδόκουτα αφημένα κάτω, απομεινάρια φαγητού και περιτυλίγματος από τα άπειρα φαγάδικα της περιοχής.
Το αεράκι, που φυσούσε που και που, μετακινούσε τις χαρτοπετσέτες κι έκανε κάποιο παραθυρόφυλλο να χτυπά σπάζοντας μια επιμένουσα σιωπή.
Ο χώρος έμοιαζε να έχει εγκαταλειφθεί εσπευσμένα. Τα υπολείμματα τροφής και τα κουτάκια μπύρας και αναψυκτικού, που συναντούσαν τα πόδια της καθώς τα έσερνε από απελπισία και κούραση, αυτό μηνούσαν.
Ένας άνθρωπος. Δεν υπάρχει κανείς; Που εξαφανίσθηκαν; Ένοιωθε την κούραση μακρινού ταξιδιού πάνω της. Αναζητούσε γνώριμους, άγνωστους, κάποιον τέλος πάντων, να ολοκληρώσει την αποστολή. Όλοι είχαν εξαφανισθεί. Οι άνθρωποι που έψαχνε. Είχε μια στυφή γεύση στο στόμα, μια πίκρα, από την απογοήτευση.
Τι ακριβώς συνέβη; αναρωτήθηκε. Το σίγουρο ήταν πως έμοιαζε να είναι ο τελευταίος άνθρωπος αυτής της μικρής πόλης.
Της πέρασε από το μυαλό μην είναι πίσω από τις κουρτίνες και κρυφοκοιτάζουν πίσω από τις δαντέλες; Γρήγορα το απέρριψε. Κοιτάχθηκε καλού κακού μην έχει κάτι που τους τρομάζει, κάτι το ξενικό, το αποκρουστικό. Εκτός από άπειρη σκόνη στο βαρύ αμπέχωνο και τα βαριά παπούτσια δεν πρόσεξε τίποτα.
Τα μαλλιά της. Α ναι! Αυτά!
Αυτά τους τρόμαξαν. Κόκκινα σαν φλόγες μακριά, ξεχτένιστα, πλαισιώναν ακατάστατα το χλωμό της πρόσωπο, αφήνοντας να προβάλλει, μέσα από σκόνη αιώνων, υποψία εκπάγλου ομορφιάς.
Συνέχισε την περιπλάνησή της.
Η κούραση και το αναπάντητο, το επαναλαμβανόμενο, φαινόταν ήδη στον βηματισμό της. Άτονος.
Την εικοστή φορά που μπήκε στην πλατεία ένοιωσε την παρουσία κι άλλου ζωντανού. Το μύρισε, το διαισθάνθηκε, το σίγουρο ήταν ότι το είδε μπροστά της να καταβροχθίζει κάτι που πριν ώρες πρέπει να ήταν κοτόπουλο. Καθόλου δεν ταράχτηκε, συνέχισε την απόλαυση.
Ήταν ένα κακοζωισμένο, μαλλιαρό, θεοβρώμικο, μικρόσωμο σκυλάκι. Όταν πλησίασε αρκετά, απόρρησε κι η ίδια πως και δεν του απηύθυνε την ερώτηση που τόση ώρα τη βασάνιζε. Γύρισε, την κοίταξε, καθόλου δεν τρόμαξε, μετά βίας ξεχώριζαν δύο ολοστρόγγυλα μαύρα μάτια χαμένα πίσω από πλήθος, υπόπτου καθαριότητας, τριχών.
Της φάνηκε ή όχι ότι σαν άνθρωπος σήκωσε το ένα πόδι, σφούγγισε το στόμα, και ξεκίνησε.
Μπροστά αυτός, πίσω αυτή, σ’ ένα νωθρό περίπατο. Άφησαν πίσω τους την πλατεία, την πρώτη ομόκεντρη γειτονιά, και πήραν το δρόμο δυτικά. Τα απρόσωπα εμπορικά δώσαν τη θέση τους στα σπίτια με τα κεραμίδια και τα χρώματα, τις αυλές με τα γιασεμιά, τα αγιοκλιματά, τις γαζίες, τις τριανταφυλλιές.
Ήταν προχωρημένος Μάιος.
Η μαγιάτικη ζέστη, συνηγορούσης και της σκόνης των δρόμων, δεν διευκόλυναν το περπάτημα, αλλά δεν αφαιρούσαν και κάτι από τη σιωπή.
Αυτή σε πλάκωνε. Η απουσία των ανθρώπων, η «άκρα του τάφου» σιωπή, προκαλούσαν ένα φόβο, που σταδιακά εξελισσόταν σε πανικό. Ο σκύλος γύριζε που και που και κοίταζε αν τον ακολουθούσε. Ακόμη δεν ήξερε γιατί το έκανε. Ίσως γύρευε την απάντηση για την ερήμωση της πόλης.
Τι γύρευε αυτή σ’ αυτό το κοιμητήριο; Τι ζητάει σ’ ένα κόσμο μόνη; Και η αποστολή της;
Ποιά απειλή έδιωξε τους ανθρώπους της; Σε ποιά μονοπάτια μπήκαν οι ζωές τους;
Μήπως έχει πεθάνει και δεν το ξέρει; Μήπως αναίτια ζει;
Μήπως γνώριμους ζητάει να διώξει το κακό, το κακό που διαισθανόταν;
Η αιωρούμενη απειλή ακολουθούσε ως ίσκιος όπως αυτή το σκύλο.
Τα χονδροπάπουτσα, καθώς σερνόταν, σήκωναν τη σκόνη ανακατεύοντας την με τις μυρωδιές των κήπων.
Σαν σημείωμα της φάνηκε.
Το σίγουρο ήταν, αν έκρινε από τα αποφάγια, οι άνθρωποι έφυγαν εσπευσμένα. Η απειλή ήταν ξαφνική. Η εκκένωση έγινε «εν μία νυκτί».
Ο λόγος ήταν επιτακτικός. Δεν σήκωνε ολιγωρίες. Είπε να μπει σε κάποιο από τα σπίτια να δει. Μην ήταν κανένας άρρωστος, κανένας ανήμπορος, ηλικιωμένος; Να δει πως τ’ άφησαν. Τακτοποιημένα ή αφημένα όπως σε πανικό; Κι αν την λέγαν κλέφτρα; Αν την πιάνανε την ώρα που δρασκελούσε το κατώφλι;
Αν αόρατα μάτια την παρακολουθούσαν;
Ο φόβος τη λαχάνιασε. Μπορεί και η ανηφόρα.
Ξάφνου ένας υπόκωφος κτύπος έσπασε από μακριά τη σιωπή.
Επαναλαμβανόταν. Νταπ-νταπ.
Το σκυλί έστρεψε ανήσυχο κατά εκεί τα αυτιά του κι ακολούθησε το χτύπο.
Νταπ-νταπ κι από πίσω αυτή.
Επιτέλους κάτι κινείται εκτός από αυτούς. Καθώς πλησίαζαν ο ήχος γινόταν πιο δυνατός.
Ανησυχούσε τώρα για το τί, την προκαλούσε.
Φθάσαν μπροστά σε μια αυλή, με υψηλούς μαντρότοιχους. Η παλιά ξύλινη αυλόπορτα, μισάνοιχτη. Χώθηκε ο σκύλος στο άνοιγμα, παραμέρισε κι αυτή, ακολούθησε από πίσω.
Κάτω από μια συκιά, μια υψηλή γυναίκα, σωματώδης με ανασηκωμένα μανίκια, μαζεμένα φούστα και μεσοφόρια, έσκαβε με έναν κασμά.
Τα μαλλιά της συγκρατούσε λευκό μαντήλι, και οι άσπρες γάμπες της άστραφταν δίπλα σε χώματα, βγαλμένα από πρόσφατο ανοιγμένο λάκκο, χώματα παράξενα, κόκκινα-άλικα. Δίπλα και ανάμεσά τους περήφανα στεκόταν μεγάλα κιούπια.
Μεγάλα κιούπια, δίπλα στα κόκκινα χώματα.
Ο ιδρώτας γυάλιζε σ’ όλο το μέτωπο όταν γύρισε να τους κοιτάξει, το σκύλο κι αυτή.
Έδειξε απορρημένη αλλά για λίγο.
- Βιάζομαι, είπε και ξαναγύρισε στο σκάψιμο. Πρέπει να προλάβω.
- Τους άλλους; τόλμησα να πω. Ο σκύλος γαύγισε δίπλα μου.
- Φύγαν.
- Πού;
- Ποιος ξέρει; Πόλεμος γίνεται. Πόλεμος. Εγώ θάβω τα κιούπια με τυρί, μέλι, λάδι, στάρι. Θα τα χρειασθούν τα παιδιά μου. 

- Συ πούθε έρχεσαι; Ξενομερίτισσα μοιάζεις. Αλλόκοτη η θωριά σου. Τα μαλλιά σαν το χώμα είναι κόκκινα. Άλικα, κόκκινα. Τι ζητάς; 
- Μαρία με λένε. Η Μαρία του Λάμπη.
- Εγώ; Άμπα δεν φεύγω. Θα μείνω να τελειώσω την ταφή, μέλι, λάδι, στάρι και κρασί. 
Αντέχουν στο χώμα... ποιό χώμα δηλαδή; Κόκκινο βάφθηκε. Λες από το αίμα; Το αίμα των νεκρών; 
- Δεν ξέρω. Εγώ από όνειρο έρχομαι σε όνειρο χάνομαι. Τις μνήμες των νεκρών κουβαλάω. Αναζητάω τους ανθρώπους να τις δώσω. Κάπου να τις εναποθέσω. Μου είπαν: «Τα κόκκινα μαλλιά όσο κρατούν εσύ να ψάχνεις. Μην κουραστείς! Μην σταματήσεις! Ο κόσμος πρέπει να ξέρει. Να ξέρει τους νεκρούς».

English Translation
Title: Crimson Red
Written by Maria Toloudi


She’s been wandering for hours in the empty square and the surrounding streets.
She was coming in and out, like those little figures in the city center clock, in search of a human being.
Both, the square and the streets were empty. Tin cans were ditched on the tarmac, remnants of food, and wrappers from the countless canteens in the area.
The breeze that blew from time to time stirred the paper napkins, and forced a shutter to batter against the wall, breaking a persistent silence.
The whole place seemed to have been abandoned in a rush. That was what the remains of food, beer cans, and soda meant to say, coming in contact with her feet as she dragged and kicked them because of despair and fatigue.
Just a single human. Is there anybody here? Where are they all gone? She felt like fatigue of a long voyage fell upon her. She sought friends, maybe strangers, someone, for cryin’ out loud, to complete her mission. All had disappeared. People that she’s been looking for. She felt a sour taste in her mouth, a bitterness of disappointment.
What did exactly happen, she wondered. She seemed to be the last person in this small town 
for sure
It crossed her mind whether they were hidden behind curtains and peeked through the lace. She quickly dismissed that. She looked at herself carefully to make sure there was nothing that might have scared them, something alien, or repulsive. Besides vast amounts of dust on her thick coat and her hefty boots, she didn’t notice anything else.
Her hair. Oh yes! Them!
It was her hair that scared them. Red and long like flames, messy, framing untidily her pale face by allowing, through centuries old dust, an allegedly exceptional beauty to be exposed.
She continued her meandering.
Her fatigue and the unresponsiveness, the monotonous, was already manifested in her pace. Languid.
The twentieth time she entered the square she felt the presence of another being. She smelled it, she sensed it, for sure she saw it in front of her to devour something that few hours ago must have been a chicken. Not at all upset, it continued its delight.
It was a harsh-living, hairy, dirty, little dog. After she came close, she wondered how she didn’t ask it the question that distressed her for so long. It turned around, it looked at her, not at all frightened, you could hardly distinguish two perfectly round black eyes, lost behind the swarm of bristles of questionable freshness.
It seemed to her that it lifted one foot like a man, sponged its mouth and departed.
With the dog in front and her in the back, they continued a lethargic walk. They left the square behind, and then the first nearby neighborhood, and took the street to the west. The impersonal commercial sites were swapped for houses with roof tiles and colors, courtyards with jasmine, grapevines, and roses.
It was close to the end of May.
The May heat, reinforced by the dust of the roads, did not make the walking easier, but also did not deprive anything of the quietness.
It was the silence that overwhelmed her. The absence of people, the cemetery-like stillness initiated an anxiety that gradually turned into panic. The dog turned around and looked, to see whether she was still following. Yet she didn’t know why she did it. Maybe she looked for an answer about the desolation of the city.
What was she looking for in that cemetery? What was she looking for in this world all of her own? How about her mission?
Which menace drove her people away? Which pathways have their lives turned to?
Had she already died and she wasn’t yet aware? Does she still live without a reason?
Or is she looking for friends to chase the wickedness away, the evil that she felt approaching?
The hanging peril followed her like a shadow, just like she followed the dog.
Her brogan stirred the dust, mixing it with the scent of gardens.
It appeared to her as a paper-note.
Sure thing, if she had to guess from the food leftovers, people must have fled in a rush. The threat was unexpected. The evacuation took place "overnight".
The reason was compelling. It couldn't accommodate delays. She thought of entering one of the houses to see. Whether there were any people left in it, ill, helpless, elderly. To see how they had abandoned the house. Tidy or deserted like in a rush? What if they blamed her to be a burglar? What if they caught her when she stepped over the threshold?
What if unseen eyes were still watching her?
She gasped from anguish. Maybe from the uphill walk.
Suddenly a thud broke the silence from far away.
It kept repeating. Dap-dap.
The dog twisted restless its ears in that direction and went after the beat.
It advanced... dap-dap, and her behind it.
Finally, something other than them appeared to be moving. As they approached the sound became louder.
She was now worried about what it was; it excited her.
They arrived in front of a courtyard with huge walls. The old wooden gate stood half open. The dog pressed through the opening, she stood aside and she trailed behind.
Under a fig tree, a tall beefy woman with raised sleeves, an amassed skirt and petticoats, was digging with a pick.
A white scarf held her hair together, and her pale legs were gleaming beside the earth plucked from a recently dug pit; strange soils, crimson red. Beside and between them large pots stood proudly.
Large sized pots they were, alongside the red soil.
Her sweat sparkled all over her forehead as she turned to look at them, her and the dog.
She appeared worrisome, but not for long.
- I’m in a hurry, she said, and went back to digging. I have to catch up.
- The rest of them? I dared ask. The dog barked beside me.
- They've left.
- Where to?
- Who knows? There’s a war going on. A war. I’m concealing the pots with cheese, honey, oil, and wheat. My children will need it. 

- How about you? Where do you come from? You look like a stranger. A peculiar face you got. Your hair is red as the soil. Scarlet, red. What are you looking for?
- My name is Maria. Maria of Lampis.
- Me? No way, I’m not going. I’ll stay here to complete the burial, honey, oil, wheat and wine. They are quite resilient to the soil; what kind of soil has this become anyways? It’s been tinted red. Would you say it’s the blood? The blood of the dead?
- Don’t know. I come from a dream; into a dream I will be lost. I am bearing the memories of the dead. I am seeking out the human beings to pass them to. Somewhere to lay them down. They told me: "As long as your red hair stands, keep searching. Don’t get exhausted! Don’t rest! People have to find out. To learn about the dead."


Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Φωτοδότες απο τη Ζηνοβία μου !


PHOTODOTES: the making of from Zenovia Toloudi on Vimeo.
PHOTODOTES, a ‘machinic’ installation, explores the manipulation of natural and artificial light in space, architectured to perform in 3 stages: collecting, transferring and emitting light. The experimentation discusses phenomena related to lack of light, like the lack of vitamin D, depression, women’s cycle patterns irregularities, and work separation from exterior conditions. By augmenting the individual and collective perceptual mechanism, PHOTODOTES emphasizes how light’s relation to energy and the survival leads to well-being of people.

*PHOTODOTES is the plural form of the greek: φωτοδότης = giver of light, luminary

Project credits:
Design: Zenovia Toloudi
Research: Zenovia Toloudi, Ute Meta Bauer (MIT Art, Culture, and Technology), George Toloudis
Construction: Zenovia Toloudi, George Toloudis, Panagiotis Stamboulidis @ Stamboulidis Panagiotis Workshop in Alexandroupolis, Greece
Gallery Installation: Zenovia Toloudi, Dominic Tschoepe, Dimitris Papanikolaou
Photography: Dominic Tschoepe, Dimitris Papanikolaou, Zenovia Toloudi
Music: Philip Glass
Movie: Zenovia Toloudi
Special thanks to: Maria Toloudi, Yannis Stratakis, Theodoros Koukos, Marrikka Trotter, Jonathan Santos, Evelyn Rytz

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Η Ρούλα, ο Λάκης και η Queen

Πρόσφατα ήρθε στη γειτονιά των συνεργείων η Ρούλα.
Η Ρούλα ή Σιδερή σύμφωνα με την ταυτότητά της.
Η Ρούλα με το ξανθό μαλλί και τα χυτά πόδια. Η Ρούλα που με το νάζι και τη χάρη της άλλαξε το κλίμα του ισογείου, εκείνο των λαδιών, της μουντζούρας, του μεροκάματου, των άγουρων παιδιών και μακρινών ταξιδιών. Περπατούσε και το κάθε της βήμα τάραζε τα παλληκάρια. Η χάρη της μούδιαζε τα μέλη. Αυτή τη χάρη και ένα ζευγάρι διαμαντένια καλαθάκια στα αυτιά τα κληρονόμησε μαζί με το όνομα απ’ τη Βυσσιώτισσα γιαγιά της.
Τα τελευταία εκνεύριζαν τον συμπαθέστατο κύριο Σωκράτη τον σύζυγό της. Του θύμιζαν ότι 15 χρόνια γάμου δεν τιθάσευσαν το αγριοκόριτσο της ζωής του.
Η Ρούλα και ο κ. Σωκράτης έχουν διαφορά ηλικίας 30 μόνο χρόνια. Ενωματάρχης στο χωριό της την πλάνεψε ή έτσι νόμιζε και την πήρε 15χρονη. Του διέφευγε πλήρως ότι η Ρούλα από τα 12 το ’χε κάνει τάμα να την “κοπανήσει” από το χωριό με οποιονδήποτε τρόπο, με δάσκαλο, μονιμά, χωροφύλακα ή μυλωνά, λεπτομέρεια.
Γύρισαν τους νομούς της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας με κάμποσες μεταθέσεις που αντιστοιχούσαν επίσης σε λαμπρούς έρωτες της Ρούλας.
Γρήγορα εξοικειώνονταν και ακόμη πιο γρήγορα έκανε δεσμούς. Η διαφορά με τον κύριο Σωκράτη στάθηκε ολέθρια για το γάμο τους. Αισθμαίνοντας πάντα την ακολουθούσε στα καπρίτσια και στα πείσματά της. Διαρκώς της χρωστούσε.
Τον τελευταίο καιρό της χρωστούσε, έλεγε, αυτοκίνητο, καινούριο. Στα συνεργεία έτρεχε η Ρούλα μια και δυο και εκνευριζόταν. Εκνευριζόταν μέχρι το Σάββατο.
Με το που μπήκε στο μαγαζί τον είδε.
- Το αφεντικό λείπει.
Καλέ τι παίδαρος! Τι πόδια και από μάτι σκίζει.
- Το ονοματάκι σας.
- Λάκης.
- Καλέ τι Λάκης, Τριαντάφυλλος.
- Τι θα ήθελε η μαντάμ;
Την καλοκοίταξε και αφήνιασε ως άτι.
Της Ρούλας ξεχείλιζαν όλα.
Ζουμερή ως φρέσκο ροδάκινο, σκέφθηκε.
Λίγο οι ζέστες, λίγο η μοναξιά. Του άρεσε και αυτή τον κάρφωνε με το μάτι.
Πετάρισε το βλέφαρο και απάντησε λιγωμένα.
- Το ψυγείο πάλι τρέχει.
- Θα το δούμε. Όλα στο χέρι μας είναι. Τι την έχουμε την τέχνη. Θα περιμένουμε τον μάστορα;
- Όχι. Μου κάνετε κι εσείς.
Μωρέ μου παρακάνετε.
Ο Λάκης έσκυψε πάνω στο ψυγείο και αυτή απολάμβανε πόδια και γλουτούς.
Μεσολάβησαν μερικές άνευ λόγου επισκέψεις μέχρι που στην τελευταία, ο Λάκης απουσίαζε από το χώρο. Ταράχτηκε.
Ο μάστορας της λέει,
- Κυρία Ρούλα θέλετε κάτι; Τρέχει τίποτα;
- Ναι...όχι έχετε δουλειά, να πηγαίνω.
Που;
- Μια άλλη μέρα θα περάσω...

- Όπως θέλετε κυρία Ρούλα.
Η Ρούλα προχώρησε προς την άσφαλτο να πέσει ή να μη πέσει στις ρόδες των κινούμενων οχημάτων. Μαύρη απελπισία.
Την πάτησες άγρια, μου φαίνεται, Ρούλα.
Ψυχραιμία.
Βυθισμένη στις σκέψεις είδε, ένοιωσε ένα κύμα αέρος και έναν όγκο στο πλάι της να σταματά μαζί με τον αέρα.
Ο Λάκης πάνω στο άτι του. Τι άτι του δηλαδή, μια Africa Twin και αυτός αφρικανός με μαύρο σορτσάκι και μια λάβα να τυλίγει αναβάτη και μηχανή.
Μετατράπηκε η Ρούλα εις λίθον.
Να τον προσκυνήσει, να τον αγκαλιάσει, να τον μασουλήσει, τί;
Φαίνεται το βλέμμα της ξεφεύγει της μετατροπής και παρέμεινε εκφραστικό, γιατί πως να δικαιολογήσει κανείς την όλη αβρότητα του Λάκη περί βόλτας.
Άγνωστη η απάντηση.
Το σώμα της πήρε πρωτοβουλίες πάλι και εγκαταστάθηκε πίσω του.
Η φούστα της παρανέβηκε, τα πόδια της αγκάλιασαν το κάθισμα και τα χέρια της τανάλια στη μέση του. Έγειρε το σώμα πάνω του στην αρχή από τον πόθο να γίνει ένα μαζί του και ύστερα από την ώθηση της εκκίνησης. Το στήθος της εμπόδιζε, δημιουργούσε κενό, με λίγο σπρώξιμο, ως στρείδι κόλλησε πάνω της.
Ο θόρυβος της μηχανής, οι κραδασμοί της τάραξαν τα σωθικά της. Το αεράκι της έφερνε μυρωδιά από γκάζι, ιδρώτα, after-shave και αλμύρα.
Το σώμα της εξαφανίσθηκε. Ο Λάκης, η μηχανή κι αυτή είχαν γίνει άνεμος.
Ένας άνεμος ερωτιάρης, ένας άνεμος δυνατός, ένας άνεμος φλογισμένος, ένας άνεμος λυσσαλέος.
Μια φλογισμένη υπερταχυνόμενη μάζα είχαν γίνει. Μια μάζα κινούμενη εκτός ορίων. Τα όρια είχαν καταργηθεί. Μια διάσταση υπήρχε η ευθεία - και μ’ αυτήν τείναν να ταυτισθούν. Η ταχύτητα τους και η ορμή τους, κατήργησε τους όγκους.
Το φως ένος απριλιάτικου ήλιου άστραψε στον καθρέπτη και εκεί ήταν που η Ρούλα τον αντάμωσε, τον είδε. Συνάντησε τη ματιά του. Γύρισε, την φίλησε. Πότε; Δεν κατάλαβε. Το είδε στον καθρέπτη; Ή όντως γύρισε και της χάρισε τα χείλη του σε ένα φιλί γρήγορο όπως ο άνεμος.
- Φτάσαμε. Θα κατεβείτε;

Και που να πάει; Αυτή είχε γίνει άλλη. Η κόρη του ανέμου. Δεν ήταν η Ρούλα. Η Ρούλα του πλαδαρού κυρίου Σωκράτη. Ήταν η Ρούλα του Αφρικάνου. Η Ρούλα μιας εμπειρίας 750 κυβικών και ενός 22 χρόνων αναβάτη με βυσσινί χείλια, χρυσόξανθες τρίχες, ελεύθερου και ατίθασου ως η “Βασίλισσά” Του.


English Translation
Title: Roula, Lakis and the Queen
Written by Maria Toloudi

Roula arrived recently in a neighborhood with automobile workshops.
Her full name, Roula Sideri, according to her ID card.
Roula with her blond hair and her fine shaped legs. Roula, with her mannerisms and charm, changed the atmosphere in the shop-floor, one of motor oils and dirt, of daily wages, of an immature youth and far away voyages. She walked and her every step troubled the lads. Her grace numbed their body parts.
She had inherited her charm and a pair of diamond earrings, as well as her name, from her Vyssiotissa grandma.
The latter irritated adorable Mr. Socrates, her husband. It reminded him that 15 years of marriage were not enough to tame the wild woman of his life.
Roula and Mr. Socrates differed in age by a mere 30 years. As a police sergeant in the village, he seduced her, or so he thought, and made her his at the age of 15. He wasn't aware that Roula had already made a vow since she became 12 to escape from the village in every possible way, with a teacher, a career military, a policeman or a miller, that would be merely a detail.
They wondered around the prefectures of Thrace and Eastern Macedonia where he got transferred, also matching some of Roula’s dazzling love affairs.
She became
swiftly /span>familiar, and even more speedily she built relationships. The age difference with Mr. Socrates proved disastrous in their wedding. Panting heavily, he permanently followed her in her whims and tantrums. He was continuously indebted to her.
Lately he owed her, he’s been saying, a new automobile. Roula visited the workshops in the area and got increasingly irritated. Until that Saturday.
As soon as she entered the store she saw him.
- The boss is out.
My Gosh, what a gorgeous lad! What a pair of legs, and his eyes, to tear you apart.
- Your teeny-weeny name, please.
- Lakis.
- My Gosh, why Lakis, it’s Triantafyllos.
- What would the Lady desire?
He looked at her intensely and stampeded like a horse.
All of Roula’s candy parts kept rolling over.
Juicy like a fresh peach, he thought.
Maybe owing to the heat, maybe as a result of solitude. He fancied her and she’s been nailing him with her eyes.
She fluttered her eyelids and responded with lust.
- The oil cooler's leakin' again...
- I see. Everything in under control. What else for are we the expert? Are we gonna wait for the boss?
- No need. You’re just fine.
You’re much more than just fine, she thought.
Lakis bent over the cooler and she enjoyed looking at his legs and buttocks.
Some follow-up unnecessary visits to the workshop took place until that last one, when Lakis was absent from the site. She looked disturbed.
The boss says,
- Mrs Roula, did you want anything? Something wrong?
- Yeah... no, you’re too busy, I gotta go.
Where to?
-I’ll come over another day...
- As you wish, Mrs. Roula.
Roula walked towards the asphalt road, ready to throw herself to the wheels of the passing vehicles. An abysmal despair.
Roula, you got screwed big time, seems to me.
Keep cool.
Absorbed in her thoughts she saw, she felt a wave of breeze and a bulk at her side, stopping along with the breeze.
It was Lakis riding his horse. And what a horse this is, an Africa Twin, and him, as an African too, with black shorts and a lava heat surrounding the rider and his motor.
Roula froze into stone.
Do what next? Adore him, hug him, chew him, what?
It seemed her gaze looked more than inviting and stayed quite expressive, because, how can anyone explain Lakis’s overall courtesy about a ride.
The answer remains unspecified.
Her body took again the initiative and she moved behind him.
Her skirt pulled higher, her legs hugged the seat firmly, and with her arms she gripped him on his waist. She leaned her body onto his, initially from lust and the desire to become one, and then from the thrust of the motor spurt. Her bosom obstructed him, it kept her at a distance, but with a little nudging, he glued himself as an oyster onto her.
The sound of the engine, and the wobbling shook her guts. The breeze brought to her the smell of gas, of sweat, of after-shave and saltiness.
Her body vanished. Lakis, the motorcycle and her had turned into an air stream.
A flirtatious wind, a powerful wind, a blazing wind, a fierce wind.
A flaming accelerating mass they had become. A mass moving out of bounds. The constraints were gone. There was only one dimension left, a straight line - and they almost became one with it. Their speed and momentum obliterated the volumes.
The light of the April sun flashed in the mirror and it was there that Roula looked at him. She saw his gaze. He turned, and kissed her. When exactly did it happen? She hasn't realized. Did she simply watch it in the mirror? Or did he actually turn around and offered her his lips in a swift kiss, like the wind.
-We arrived. Shall you get off?
Go where to? She had become someone else. A daughter of the wind. It wasn’t Roula anymore. Roula of flabby Mr. Socrates. She was Roula of the African. Roula with the experience of a 750 cc and a 22 year old rider with crimson lips, goldenblond hair, free and untamed just like his own "Queen".

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Ανεκπλήρωτα




Τον σταμάτησα και του είπα,
ο χρόνος ειναι τετελεσμένος,
το διόρθωσα,
και είπα πεπερασμένος.
Επέμενε,
ο χρόνος τώρα αρχίζει.
--------------------------
Το δάκρυ ρώτησε το άλλο.
Γιατί τόση βιασύνη;
Η επιθυμία εμφανίστηκε.
Αυτή πάντα προστάζει.
Είναι που εμείς την ακολουθούμε, 
όταν οι άλλοι υψώνουνε τον φράχτη.
Ίσως μας συντρέξει η ελπίδα,
και βρούμε το δρόμο της λύτρωσης.
…το χώμα νότισε.
--------------------------
Πόσες φορές σε αναζήτησα;
Πόσες φορές χανόσουν καθώς σε πλησίαζα;
Ήσουν η ηχώ νόμιζα των ονείρων.
Μου είπαν η ηχώ είναι φυσικό φαινόμενο.
Τι παράλειψη!
Δεν ρώτησα αν τα όνειρα έχουν ηχώ.


English Translation
Title: Unfulfilled
Written by Maria Toloudi

I stopped him and said,
time is finite,
I rephrased it,
and said, time is over,
He insisted,
it’s only now that time commences.
--------------------------
One tear asks another.
Why in such a hurry?
Desire has just showed up.
It’s her who always commands.
We merely follow her,
when others raise the barrier.
Maybe hope comes to our rescue,
and we find a way to salvation.
… The soil became wet.
--------------------------
How many times have I sought you out?
How many times have you vanished as I came closer?
I thought you were the echo of my dreams.
I been told that echo was a natural phenomenon.
What an oversight!
I haven’t asked whether dreams could echo at all.

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Η γιάτρισσα

Η Φώτω ξύπνησε νωρίς, στάθηκε στο παράθυρο και κοίταξε πέρα, στα βουνά. Ο Μάιος είχε μπει για τα καλά, τα δένδρα φορούσαν το ανοιχτόχρωμα φύλλωμά τους, αυτό που επιτρέπει να είναι ορατά τα κλαδιά τους.
Ντύθηκε για την περίσταση. Πρώτα φόρεσε τα «σκφούνια». Πέρασε το πουκάμισό της. Έστρωσε το γιακά με τα «μπιντέμνια», φόρεσε τη μάλλινη φούστα πανω από το «μαλακόφι». Φόρεσε το γιλέκο με το χρυσό σιρίτι και πάνω από αυτό το φουστάνι – σήμερα διάλεξε το βελούδο. Έφτιαξε το «κρέπι» στο κεφάλι και φόρεσε την «μπόλκα».
Όπως της έπρεπε αυτής και του αντρός της. Ντύθηκε για να συναντήσει τον Αγά.
Η Φώτω πήρε τον Γιώργη άνδρα. Στεκόταν καλά κι έτσι έπρεπε να σταθεί δίπλα του. Ο γάμος τους έγινε με προξενιό από την αδελφή της νονάς της, την Καλλιόπη.
Το τυπικό των διατυπώσεων του γάμου τηρήθηκε όπως έπρεπε. Το «ζωνάρι της παρεξήγησης» δεν το άπλωσαν οι συγγενείς του γαμπρού και τα κλειδιά από τα σεντούκια της Φώτως ήταν μια αρμαθιά στα χέρια του γαμπρού, όπως και τα κανίσκια για τους καλεσμένους πολλά και πλούσια. Όχι ότι ήταν παρακατιανή, όμορφη δεν ήταν, αλλά είχε στητό παρουσιαστικό, το κυριότερο τέχνη κρατούσε από τη μαμάνα της. Ήταν μαμή. Τα μυστικά της γέννας και όλα τα βότανα γνώριζε. Ένα ένα τις τα ορμήνευσε η μαμάνα της, άλλα τ’αφηκε και γραμμένα. Γιατρικά για το κάθε πάθημα. Αυτός ήταν ο λόγος της επίσκεψης στον Αγά.
Από των Φώτων πάει κι έρχεται στο κονάκι. Σήμερα επίσημα θα του πει «Το έργο μου το έφερα εις πέρας. Ό,τι μπόρεσα έκανα». Πέντε μήνες πάει κι έρχεται κάθε μέρα.. Μόνη, της μήνυσε να πάει, η καρδιά της κόντεψε να σπάσει, το φως χάθηκε, η γη γύριζε
Λες να χωλιάστηκε από τους νιους που γύριζαν τα Φώτα;
Μήπως από τα «βρεξίματα»; Σαν νιόπαντρη είχε πάει κι αυτή με τον Γιώργη στα γλέντια. Μην του μαρτύρησαν τίποτα απ’ τις κουβέντες; Παλικάρια όλο λένε.
Μέχρι να φτάσει, την ψυχή της θα έχανε. Ο Γιώργης την άφησε έξω από την πόρτα του αυλόγυρου, μαντρότοιχου δηλαδή. Διέσχισε την πλακόστρωτη αυλή, άδεια από ανθρώπους. Απειλητική σιωπή. Όλα γκρι και μουντά, το κρύο πάγωνε μύτη, αυτιά και χέρια. Ούτε και η «πόλκα» της την προστάτευε. Σήκωνε κάθε λίγο το γούνινο γιακά, αλλά τι να σου κάνει. Οι γυναίκες ήταν για μέσα και τα ρούχα τους δεν έμοιαζαν να προστατεύουν έξω, στον ήλιο και στο κρύο.
Βαριά το καλοκαίρι. Πώς ίδρωνε στο πανηγύρι της Παναγιάς θυμάται, πώς κρυώνει τώρα σκέφτεται.
Ένα τραγούδι, κλάμα ακούστηκε που σου ξεσχίζει την καρδιά. Αναζήτησε την πηγή του σπαρακτικού τραγουδιού. Μέχρι να την εντοπίσει, άγριες φωνές και χτυπήματα το διέκοψαν.
Συνέχισε τον δρόμο της κι η καρδιά της το χτυποκάρδι. Τα πόδια της όλο και σκάλωναν. Τώρα έφτασε τις σκάλες, την πόρτα. Να χτυπήσει το ρόπτρο, να μην το χτυπήσει; Χτύπησε και γρήγορα ένας ευνούχος την έμπασε μέσα.
Πέρασαν ένα σκοτεινό χωλ, μπήκαν σε μια μεγάλη σάλα με χαλιά και λιγοστό φως. Μυρωδιά από μελισσοκέρι, τριαντάφυλλο και υγρασία της τρύπησε τη μύτη. Διέσχισαν τη σάλα, μαζί με τα βήματα άκουγε και τους χτύπους της καρδιάς της.
Ας ελπίσουμε ότι δεν τους ακούει ο συνοδός της, ούτε ο οικοδεσπότης.
Αυτόν τον συνάντησε με όλη του την μεγαλοπρέπεια και τα στολίδια του να κάθεται στο γραφείο του.
Από τότε που τα Σέρβια γίναν Σαντζάκιο, αυτός είχε μεγάλα δικαιώματα, αλλά κι έγνοιες.
Μόλις την είδε, σηκώθηκε, και χωρίς περιστροφές της μίλησε στη γλώσσα της.
«Αρρώστησε η γυναίκα μου» της είπε. «Πλήγιασε το κορμί και τα μαλλιά της πέφτουν. Έμαθα ότι είσαι γιάτρισσα.»
«Εγώ γιάτρισσα; Όχι, τα βότανα ξέρω και στις γέννες τρέχω. Τον άνθρωπο βοηθάω.»
«Να δούμε τι θα κάνεις με αυτήν. Ό,τι δεις κι ακούσεις πες ότι δεν έχεις μάτια κι αυτιά. Οδήγησέ την πίσω στα δώματα» διέταξε τον ευνούχο. «Στο εξής μαζί του θα συνεννοείσαι, ότι ζητήσεις στην διάθεσή σου. Από σένα μόνο καλά μαντάτα περιμένω.»
Χαιρέτησε κι έφυγε.
Όταν αντίκρισε την κυρά του με το ζόρι κράτησε τη φωνή της. Παρόλο τον πλούτο του οντά και της φορεσιάς της παρέμενε ένα πλάσμα για να στέκεται μακριά από τα μάτια του κόσμου. Ένα θλιμμένο χαμόγελο ήταν η μόνη ενθάρρυνση για τη συνεργασία τους.
Πέντε μήνες πήγε κι ήρθε.
Οι πληγές φύγαν, τα μαλλιά πήραν να βγαίνουν και το χαμόγελο έγινε πλατύ και χαρούμενο.
Κάθε πρωί και βράδυ η Φώτο διέσχιζε την πλακόστρωτη αυλή, κάθε πρωί και βράδυ το ίδιο μοιρολόι. Μια φορά πίσω εκεί στα μπουντρούμια, στις σιδεριές, τον είδε.
Μελαχρινό πρόσωπο με γένια μαύρα και σγουρά, μάτια μεγάλα μέσα σε μαύρους κύκλους, κολλημένος πάνω στα σίδερα. Τούφες-τούφες ξέφευγαν τα σγουρά του μαλλιά στο φως. Ατίθασα κι άγρια. Αυτά δεν είχαν υποκύψει.
Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι. Μυρωδιά καμένου ξύλου και στάβλου την κατέκλυσε.
Ήταν και πριν και δεν το πρόσεξε; Έκανε να πάει προς τα εκεί. Τα πόδια της είχαν κολλήσει. Ξανά οι αγριοφωνάρες κι αυτή επιτάχυνε το βήμα για το σπίτι.
Να φύγει. Την σκλαβιά την άφησε πίσω. Μπροστά της τι ήταν; Νόμιζε η λευτεριά. Οι χτύποι της καρδιάς άλλο της είπαν.
Ο Αγάς, τα τζαμπράζια τους, τα σίδερα, το παλικάρι, ο φόβος, το θλιμμένο τραγούδι, το όριο. Ποιος είναι μέσα στα σίδερα, έξω από τα σίδερα, ποιο ανεπαίσθητο παραπάτημα, ποια λοξάδα σε πάει πού;
Και η δική της αγωνία. Βότανα, βότανα, δοκιμές, ματζούνια και αλοιφές. Νύχτες στο υπόγειό της να φτιάχνει γιατρικά, να δοκιμάζει συνταγές, να ακολουθεί τα δράμια στη ζυγαριά. Η απειλή του αποτελέσματος να τη λιώνει. Τα μάτια της σαν του παλικαριού είχαν γίνει. Ο φόβος και η αγωνία την κύρτωσε. Το λάθος τον πήγε στα σίδερα. Το δικό της εκεί θα την πάει.
Κακοπερνεί με τον Γιώργη, είπαν. Μουρμούριζαν. Την κοιλιά της παρατηρούσαν. Καλά που το στεφάνι στο «μαλακόφι» κρατούσε τη φούστα φουσκωτή και έτσι λίγο κρυβόταν. Ποιος τους λογάριαζε;
Πόσο χρειαζόταν να πιάσει αντικριστό κελί με τον νιο;
Μαζί της κι ο Γιώργης αγωνιούσε και ταλαιπωριόταν.
«Κοίτα τη δουλειά σου. Κάτι θα γίνει.»
Η μάνα της στα εικονοστάσια ξημεροβραδιαζόταν.
«Ο Θεός μαζί σου, παιδί μου. Υπομονή.»
Τον Μάρτη φάνηκε η γιατρειά να δίνει σημάδι κι αυτή να αναθαρρεύει.
Όμως ο θρήνος; Πρωί και βράδυ της θύμιζε το μετέωρο της ζωής της, το ρηξικέλευθο του πειράματος, την αγριότητα του κατακτητή, το αβέβαιο μέλλον της. Ο νιος το μέλλον τραγουδούσε, μια των Σερβίων, μια το δικό του.
Τον Απρίλη, με το Πάσχα, αναστήθηκε κι αυτή. Η κυρά πήρε το απάνω της και για να την ευχαριστήσει για το Πάσχα, τη γιορτή των γκιαούρηδων, της χάρισε τόπι ύφασμα μεταξωτό από την Βενετιά.
Μαζί με την άνοιξη, άνοιξε κι η ψυχή της, φτερούγισαν οι ελπίδες, αλλά δεν πήγαιναν και πολύ μακριά, σκάλωναν στα κάγκελα του νιου και του νου.
Αντί για καλημέρα και καληνύχτα της έστελνε τη θλίψη του με όσους στίχους του επέτρεπαν οι φύλακες και δεσμώτες του.
Σήμερα όμως οι ελπίδες της φτερούγισαν και πέταξαν ψηλά στην Παναγιά, ήξερε ότι μήτε αυτή θα ακούσει ξανά το κλάμα της φωνής του, μήτε κι αυτός θα τραγουδήσει.
Μπήκε στη σάλα, όπως την πρώτη ημέρα. Τώρα είχε περισσότερο φως και το τριαντάφυλλο σκέπαζε το μελισσοκέρι.
Δίπλα στον Αγά, η κυρά λαμποκοπούσε, μάτια, στόμα, διάπλατα φωτισμένα.
«Κυρά Φώτω, ήρθε η ώρα της ανταμοιβής σου. Οι υπηρεσίες σου τελείωσαν και η χαρά ήρθε στον οντά μας. Άξιο το έργο σου. Στ’ άξιο έργο, άξια τιμή πρέπει. Κι εμείς θα σου την δώσουμε.»
«Τίποτα δεν θέλω, Αγά μου. Οι κόποι μου στην υπηρεσία του ανθρώπου θυσιάστηκαν. Έγιανε η κυρά. Η χαρά δική μου και της μαμάνας μου, η ψυχή της που αναπαύεται αγάλλεται με το θαύμα.»
«Κι η χαρά μας πρέπει να πάρει μορφή, αλλιώς χαμένη πάει.» «Λέγε», την πρόσταξε.
«Αν ήταν να ζητήσω, μήτε μάλαμα, μήτε ασήμι, μήτε πετράδι εγώ επιθυμώ. Μόνο τη λευτεριά του νιου στα σίδερα θέλω. Νιος είναι, μάνα κι αγάπη τον καρτερούν. Αν είναι να ’χω ανταμοιβή, αυτός σαν πουλί να πετάξει πέρα στα κάστρα. Ο θρήνος του σύντροφος και παρηγοριά ήταν στο δύσκολο έργο μου, μήνυμα να μην τα παρατήσω, και να, Αγά μου, τα καταφέραμε.»
Ο Αγάς κοκκίνισε, άσπρισε, κοίταξε την κυρά του, την Φώτω, κι είπε «Ας είναι. Χαλάλι σου, γιάτρισσα, και τους οχτρούς μου σήμερα σγχωρνάω.»


μπιντέμια – άσπρη δαντέλα κεντημένη με βελόνι και μεταξωτή κλωστή
μαλακόφι – φούστα χασιδένια
μαμάνα – η γιαγιά
σκφούνια – οι μάλλινες κάλτσες, άσπρες με λουλούδια
βρεξίματα – έθιμο για τους νεόνυμφους και αρραβωνιασμένους. Τους βρέχουν μέχρι να τάξουν τραπέζι
Σαντζάκιο (περιφέρεια): Το 1882 ιδρύεται στα Σέρβια από τους Τούρκους αυτόνομο Σαντζάκιο (περιφέρεια), στο οποίο υπαγόταν οι Καζάδες (Νομαρχίες) Ελασσόνας, Σερβίων, Κοζάνης – Καιλαρίων (Πτολεμαΐδας), Ανασελίτσης (Σιάτιστας), Γρεβενών, Κατερίνης και Δεσκάτης.



English Translation
Title: The practical Doctor
(Written by Maria Toloudi - May 2011)


Foto woke up early, stood at the window and looked across to the mountains. May had arrived for good, and the trees wore their light-colored foliage such as their branches were still visible.
She got dressed for the occasion. First, she put on her wool socks. She wore her chemise next. She straightened her white lace collar, braided with fine silk thread, and then wore a second wool over her cotton skirt. She put on her waistcoat with the golden chevron, and above this she wore her dress - she picked the velvet this morning. She arranged her scarf on her head and put on a Sunday coat. She dressed like she was up to the task, in honor of her husband too. Dressed to meet with Agha.
Foto was married to Yorgo. He came from a good standing; she therefore had to maintain herself at his worth. Their marriage was the result of matchmaking by her sister's godmother, Calliope.
The typical formalities of the wedding were properly respected. The groom’s relatives did not stretch the ‘girdle of misunderstanding’, and the keys of Foto’s coffers were a bunch in the hands of the groom, like the delicacies and table treats for the guests were rich and abundant. Not that she was second rank; she wasn’t too beautiful, but she had a firm appearance, and the main thing was the craft that she learned from her grandma. She was a midwife. She knew all the secrets of childbirth and she knew a lot about herbs. Her grandma trained her about all these one by one, and she even left written instructions to her. Treatments for each ailment. This was the reason for her visit to Agha.
She’s been going back and forth to the lavish house since Epiphany. Today she was going to formally tell him, "My work is done. I did everything I could." She’s been in and out for five months.
She had to come alone, he had ordered her; her heart beating wild, the light disappearing, the ground spinning.
Could he be angered by the youngsters who wondered in the streets during Epiphany?
Or was it the ‘wetting’? As newly married, she had also attended various feasts with Yorgo. Could somebody have told him about those conversations? The young ones do gossip about everything.
Until she arrived, she felt like her soul could escape her body. Yorgos left her outside the gate of the courtyard, better said, the heavy walls. She traversed the paved and empty patio. An ominous silence. Everything gray and dull, the cold froze her nose, ears and hands. Not even her coat could protect her. She raised from time to time her furry collar, but what do you expect? Women are born to live inside, and their garments do not seem to protect them outside, either under sunshine or a freezing cold.
The summer felt heavy. She recalls how badly she had sweated during Mary’s Assumption, and how cold she feels now.
She heard a song, a cry that slashed her heart into pieces. She looked for the source of the heartbreaking ballad. Before she could spot it, wild yelling and beating ended it.
She continued to march and her heart continued its wild heartbeat. Her legs stumbled. She had now arrived at the stairs, the front door. Beat the knocker, or not? She beat it rapidly and a eunuch let her in.
They traversed a dark corridor, and entered a large hall that was covered in carpets under a dim light. Mixed scent of beeswax and roses, and the humidity pierced her nostrils. They crossed the dusky hall. Along with her steps, she could hear the pounding of her heart.
Hopefully it couldn’t be heard, either by her attendant or the host.
She met him sitting at his office with all his splendor and decorations.
Ever since Servia was merged with Santzakio he obtained many entitlements, but troubles as well.
When he saw her, he stood up and spoke bluntly in her own dialect.
"My wife got sick" he said. "Her body is full of wounds and her hair falls off. I heard you are a practical doctor."
"Me, a doctor? No, I know about herbs, and I do deliveries. I just help people."
"Let's see what you can do for her. Everything you see and hear around here, pretend you’re like you had neither eyes nor ears. Bring her to the chambers" he commanded the eunuch. "Henceforth you will interact with him, whatever you need you’ll get. From you, I only await good news."
He nodded and left.
When he saw his Mistress she could barely hold a cry. Despite the wealth of the compartment and her dresses she remained a creature that should stay away from people’s eyesight. A sad smile was the only encouragement for their collaboration.
Five months passed by.
The wounds disappeared, her hair started growing again, and her smile became wide and joyful.
Every dawn and dusk Foto has been crossing the paved patio, every dawn and dusk she witnessed the same mourning. One day she saw him, back there in the dungeons, the jail-bars.
A dark face with a black and curly beard, big eyes in black circles, stuck on the bars. Tufts of his curly hair surged in the light. Boisterous and wild. These had not surrendered.
The blood rose to her head. Smell of burning wood and the barn flooded her.
Was he there before and she didn’t realize? She tried to go there. Her legs were blocked. A wild yelling came again and she rushed her steps to get home.
She wanted to get out of there. To leave slavery behind. What was there lying in front of her? She reckoned it was freedom. Her heartbeat suggested otherwise.
Agha, their armor, the jail bars, the young lad, the fear, the gloomy song, the constraint. Who is behind bars, who’s outside, which trivial mishap, which foolishness brings you where?
How about her own torment? Herbs, herbs, testing, medications and ointments. She spent whole nights in the basement preparing cures, testing recipes, watching the grams on the weighing scale. The threat of the outcome was melting her. Her eyes became like the young lad’s. Fear and distress bent her. A misstep brought him behind bars. One of her own would bring her there too.
She’s not happy with Yorgo, they gossiped. They murmured. They watched her abdomen. A good thing that her underskirt crown kept her dress inflated and she could thus hide it away. Who cares about them anyways?
What would it take to get jailed in the opposite cell with the lad?
Yorgos was anxious and suffering along her side.
"Mind your business. We’ll get somewhere. "
Her mother spent days and nights in front of the shrines.
"God be with you, my child. Have patience."
During March, the treatment seemed to reveal signs of improvement and she got encouraged.
However, what about the lament? Dawns and dusks reminded her of her life’s unknown, the audacity of her experimentation, the ferocity of the conqueror, her ambiguous future. The young captive sang about the future too, his own and that of Servia.
In April, along with Easter, she was resurrected too. The Mistress improved considerably, and in order to show her gratitude she gave her a present for Easter, the fête of the slaves, a bulk of silk cloth from Venice.
Along with the spring her soul blossomed, her hopes fluttered, but they didn’t go very far; they stumbled upon the young lad’s jail bars and those of her mind.
Instead of good mornings and goodnights he sent to her his grief by means of such lyrics that the guards and his captors would allow him.
However, today her hopes fluttered and flew sky-high to the Virgin; she knew that she would neither hear the crying of his voice again, nor will he chant anymore.
She entered the hall, just like the first day. There was more light this time and the scent of roses concealed the smell of beeswax.
At the side of Agha, the Lady sparkled, her eyes and mouth looked widely brightened.
"Mrs. Foto, about time to reward you. Your services are done and joy came to our house. Your work was worth it. A worthy job deserves a generous price. And we’re gonna give it to you."
"There’s nothing I desire, my Agha. My effort was spent in the service of a human. Her Ladyship has been cured. It’s my personal delight and my grandma’s, her soul, rest in peace, must be rejoicing the miracle. "
"And our joy should take a shape, or it will get wasted otherwise." "Speak up," he commanded.
"If I were to ask anything, I’d want neither gold, nor silver, nor a precious stone. Only the freedom of the young lad behind bars is what I want. He’s too young, a mother and a lover are expecting him. If I were to receive a reward, he should be left to fly like a bird over the castles. His lament was my companion and solace during my challenging toil, it was a message not to give up, and, my Agha, we eventually became victorious."
Agha blushed, he got pale, he looked at his Mistress, at Foto, and then said, "So be it. Whatever you want, doctor, I can even forgive my enemies today."

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Λάσπη

Καθώς έβλεπε, στην οθόνη της τηλεόρασής της, το τεράστιο ζώο να κυλιέται στη λάσπη, ένιωσε ακόμη μία φορά την απέχθεια για την συγκεκριμένη υγρή μάζα. Τα χρόνια κύλησαν, τουλάχιστον 60, όμως στη θέα της βίωνε την απειλή της.
Μίκραινε και αισθανόταν ανήμπορη μπροστά στην ματαίωση που σηματοδοτούσε. Ο σχολιαστής διευκρίνισε ότι το λασπόλουτρο είναι ευεργετικό για το ζώο, το προστατεύει. Όπως κάποια λασπόλουτρα κάποτε, είχε ακούσει, θεράπευαν ανθρώπους. Άνδρες, γυναίκες βουτηγμένοι στη λάσπη απολάμβαναν την επαφή μαζί της, παιχνίδιζαν όπως στο νερό και ευελπιστούσαν, όπως διέκρινε στα μάτια τους, τα μόνα ακάλυπτα από τη λάσπη, την ίαση του παθημένου σώματός τους.
Η δική της λάσπη, μόνο το σπίτι της έσωσε. Καμία ίαση ψυχικού τραύματος δεν επέφερε.
Παρέμεινε για χρόνια το αντιπαθητικό υλικό. Δεν έπλασε ούτε κουλουράκια με αυτήν, ούτε έχτισε καμαρούλες.
Το μόνο που ήξερε ήταν ότι κάθε Κυριακή του χειμώνα κατέβαιναν από το σπίτι μέχρι τον Άγιο Ελευθέριο φορώντας τα παλιά παπούτσια και έχοντας στο χέρι τα καλά για να τα βάλουν λίγο πριν τον πρόναο, πριν εισέλθουν εντός του ναού για λειτουργία ή κοινωνία. Μια διαδικασία υπό τα κοροϊδευτικά βλέμματα των άλλων παιδιών και κυρίως των εξαδέλφων που έμεναν παραπλεύρως του ναού.
Δεν μπορεί βεβαίως να ξεχάσει το ταξίδι στην Ορεστιάδα με το μεγάλο φορτηγό του θείου, που κατέληξε εις όλεθρον, όταν παρά τις οδηγίες να παραμείνουν εντός του οχήματος, οι δύο ξαδέλφες κατέβηκαν από το φορτηγό, προκειμένου όπως νόμιζαν να διασκεδάσουν και το πόδι της με το χειροποίητο καφέ παπούτσι, το πρώτο μη δετό, βυθίστηκε στη λάσπη μαζί με το πόδι ως το γόνατο και γρήγορα, ζηλεύοντας θαρρείς, ακολούθησε το άλλο.
Το καφέ, μη δετό παπούτσι ποτέ δεν ευρέθη. Ίσως το έφερνε αργότερα κάποιος πρίγκιπας, αλλά και αυτός είχε χαθεί στη λάσπη των καιρών.
Τραγικότερη θύμηση περί λάσπης η παραμονή των Χριστουγέννων των επτά χρόνων της. Μόλις την προηγούμενη χρονιά είχε ανακαλύψει την γοητεία του ασημόχαρτου των σιγαρέτων, όταν το λαμπερό χαρτί γινόταν το μαγικό ραβδάκι και μεταμόρφωνε καρύδια, αμύγδαλα και κουτάκια στα χέρια της νηπιαγωγού της.
Ένα χρόνο μάζευε τα χαρτάκια και τύλιγε καρύδια, αμύγδαλα, έφτιαχνε γιρλάντες. Τα μανταρίνια θα τα άφηνε στο τέλος. Ένας ασημί θησαυρός κρυβόταν κάτω από το κρεβάτι της. Με τα μικρά της χεράκια τύλιγε, πίεζε, έφτιαχνε μεταμορφώσεις. Ζωντάνευε τα ασημόχαρτα απ’ όλους, χώρια τα θελήματα που πρόθυμα εκτελούσε για να αποσπάσει από θείους, φίλους, συγγενείς και πελάτες του φούρνου της γιαγιάς τα περιζήτητα χαρτάκια.
Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν και ήδη είχε λάβει υπόσχεση δένδρου από τον καραμαλή θείο. Αυτός κάθε μέρα ήταν στους δρόμους, ένα κλαδί θα της έφερνε. Τις υποσχέσεις του τις κρατούσε και έφερε κλαδί αγρίου κέδρου. Όσο το ύψος της. Το είχε βάλει μέσα σε ένα τενεκέ από λάδια φορτηγού, το στερέωσε με χώμα και το τοποθετήσαν στο μικρό καμαράκι κουζίνα, σαλόνι, δίπλα στη σόμπα στριμωγμένο και αυτό, όπως και όλοι τους.
Μέρες το στόλιζε με τα έργα της. Έφτιαξε και χρυσά μανταρίνια, κάλυψε με μία άσπρη πλεκτή φανέλα το κουτί, έφτιαξε κεριά, τεμαχίζοντας τα της Ανάστασης και το καμάρωνε. Άφησε, επίσης, ένα πάνινο πακέτο δικής της κατασκευής, κάτι σαν τυλιγμένο μωρό, δίπλα με ασημί φωτοστέφανο στο πάνω μέρος, υπονοώντας το Θείο Βρέφος σε μια αυτοσχέδια φάτνη. Η χαρά της ήταν τόση που έχανε τα λόγια της, τρέχοντας γύριζε από το σχολείο, να προσθέσει κάτι, να αλλάξει θέση, να μαστορέψει.
Τα φώτα θα τα άναβε ο μπαμπάς την παραμονή για να υποδεχτούν τον Χριστό και ίσως κάτι άφηναν κάτω από το δέντρο και οι άλλοι.
Ακόμη και ο Απόστολος ο αδελφός της αν και αρκούδιζε δεν το πλησίαζε. Ίσως το φοβόταν, ίσως το θαύμαζε.
Αυτή το θαύμαζε. Έσκυβε και σηκωνόταν, οι μακριές κοτσίδες πήγαιναν κι ερχόταν. Ως και τις κορδέλες της θυσίασε για την ομορφιά του δέντρου της, δεξιά και αριστερά δύο φιόγκοι άσπροι καμάρωναν. Καμάρωνε και αυτή. Ήθελε όλοι να το δουν. Τους καλούσε όλους και οι υποσχέσεις λέγαν «θα έρθουμε ανήμερα».
Αυτό το ανήμερα αργούσε, αλλά πλησίαζε μέχρι που ήρθε η παραμονή.
Μια βροχή ημερών είχε κάνει την αυλή βάλτο και τους δρόμους να μοιάζουν με οργωμένο χωράφι.
Παρ’ όλα αυτά, επανέλαβε τη γνωστή ρουτίνα λίγο πριν νυχτώσει πήγε να φωνάξει τον πατέρα από το καφενείο.
Τον περίμενε από το μεσημέρι. Τα κάλαντα τα είχε τραγουδήσει, η αγορά κόντευε να κλείσει, όταν γύρισαν σπίτι με τον Απόστολο στο καροτσάκι, αφού είχαν εξαντλήσει το «κάντε μια βόλτα και έρχομαι», αλλά δεν ήρθε, τα παράθυρα στη γειτονιά άρχισαν να φωτίζουν.
Κάθε λίγο πήγαινε στην πόρτα να δει μήπως και έρχεται. Η εντολή ήταν ρητή, αυτός θα άναβε τα κεριά.
Μέσα στο σκοτάδι, στην βροχή προσπαθούσε να αναγνωρίσει την φιγούρα του. Μια βουτούσε το βλέμμα στο σκοτάδι, μια το έστρεφε στο δέντρο. Ο αδελφός της είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ, βυζαίνοντας το δάχτυλο. Η μάνα της πήγαινε και ερχόταν στην κατσαρόλα και μουρμούριζε ή έτσι της φαινόταν. Εκείνη έλεγε ότι έψελνε. Αυτή για μουρμούρα της έμοιαζε και έτσι παρέμεινε. Όταν άρχισε να κουράζεται έμενε περισσότερη ώρα στον καναπέ και λιγότερη στο παράθυρο μέχρι που τα μάτια της βάραιναν.
Πριν την προσταγή «ώρα για ύπνο» πήρε την μεγάλη απόφαση. Το δέντρο που με τόσο κόπο και υπομονή έφτιαξε θα το φώτιζε με ή χωρίς αυτόν.
Βουτάει τα σπίρτα δίπλα από την γκαζιέρα και επωφελούμενη την απουσία της μάνας της, στο άλλο δωμάτιο, υποτίθεται την κρεβατοκάμαρα, αρχίζει να ανάβει τα κεριά.
Πρώτο κερί, δεύτερο, το τρίτο και μια λάμψη, ως θαύμα, τύλιξε το δέντρο που άρχισε να καίγεται και να τσιτσιρίζει καθώς είχε καταξεραθεί τόσες μέρες δίπλα στη σόμπα. Μαζί με αυτό άρχισε να τσιρίζει και αυτή. Ορμάει μέσα η μάνα της, βουτάει το δέντρο ουρλιάζοντάς της και ξεσπώντας πάνω της το παράπονο, την κούραση και την αναμονή του ασώτου, ανοίγει με το άλλο χέρι την πόρτα και πάρ’ το έργο τέχνης ξαπλωμένο μέσα στις λάσπες κάτω από την βροχή με τις φλόγες να υποχωρούν. Με δάκρυα στα μάτια, δάκρυα βουβά, το κοίταζε και το θρηνούσε μισοκαμμένο, λερωμένο, θλιβερό. Κάπου-κάπου ένα ασημένιο καρύδι της έστελνε μικρό λαμπύρισμα, σαν φιλί μες την νύχτα μη και σταματήσουν τα δάκρυά που έπεφταν βροχή. Αδυνατούσε. Έργο δύσκολο για καρύδια ακόμη κι αν έχουν ασημόχαρτο.
Λάσπη, η λάσπη το έπνιξε και την ομορφιά του κατάστρεψε, αλλά το σπίτι το έσωσε.
Εκείνη, έμεινε στην πόρτα φοβισμένη, παγιδευμένη στη φωνή της μάνας της, κοιτώντας το λασπωμένο δέντρο, ακυρωμένο, όπως και οι προσδοκίες της.
Της έφταιγαν οι λάσπες.

English Translation
Title: The mud
(Authored by Maria Toloudi)

As she watched that huge animal on her TV screen bathing in the mud, she felt an aversion for the wet mass. At least 60 years passed by, but seeing it again made her experience its threat.
She felt herself shrinking and helpless in front of the disaster that it implied. The commentator stated that the mud was beneficial to the animal; it protects it. Like mud baths healed people, she had heard one day. Men, women steeped into the mud, and enjoyed the contact with it, playing around like in water and hoped for the cure of their suffering body, as she could clearly see this in their eyes, their only mud-free body parts.
Her own mud saved only her house. It didn’t provide any cure for any emotional trauma.
For years it remained an offensive material. She never created any cookie shapes with it, and she neither built little toy chambers.
Only thing she remembered was that every Sunday during winters they descended from the house to St. Eleftherios wearing their old shoes and hand carried their clean ones to put them on right in front of the entrance, before entering the church to attend the liturgy or receive the Holy Communion. A process that occurred under the teasing gaze of other children, and especially of their cousins, who happened to live alongside the church.
Certainly she couldn’t forget the trip to Orestias with her uncle’s heavy truck that resulted in a disaster when, despite instructions to stay inside the vehicle, the two cousins descended from the truck, to have a little fun presumably, and her foot with a handmade brown shoe, the first one without strings, sank in the mud up to her knee, and quickly, as if it was envious, it was followed by her other foot.
The brown shoe without the shoestrings was never found. Maybe a prince would bring it later to her, but he too was lost in the mud of time.
An even more tragic mud event happened during Christmas Eve, when she was seven years old. It was only the previous year that she discovered the appeal of the tinfoil in cigarette boxes, when the glowing paper was turned into a magic wand and transformed walnuts, almonds and cans in the hands of her kindergarten teacher.
During a whole year she collected the tinfoils and she wrapped walnuts with, almonds, she created garlands. She kept mandarins for last. A silver treasure was hidden under her bed. With her little hands she wrapped, she pressed, she created transformations. She brought to life the tinfoils from everybody, not to mention the little jobs she willingly performed to elicit the cherished papers from her uncles, friends, relatives and customers of her grandmother's bakery.
As Christmas approached, her uncle from Cappadocia promised her a tree. He was outside all day long; he could bring just a branch to her easily. As he used to keep his promises, he brought her a wild cedar twig. It was as tall as she was. He put it in a truck-oil vessel and he anchored it with soil, and placed it in a small room, serving as the kitchen, the living room, right next to the stove, itself squeezed in the short space as well, like everything else.
She’s been decorating it for days with her handiworks. She even built golden tangerines; she covered the box with a white knitted undershirt, she made candles, dissecting them from those of the Resurrection, and she stared at it feeling proud. She also left a canvas pack of her own manufacture, something like a wrapped baby, next to the silver halo on top, implying it was the Divine Child in a makeshift crib. Her joy was such that she lost her speech, she ran home from school, added something, changed positions, and handcrafted something new.
Dad would turn on the lights on the Eve to welcome Christ, and perhaps others might leave something under the tree too.
Even her little brother Apostolos did not approach it although he could already crawl. Perhaps he was afraid of it, perhaps he awed it.
She admired it. She bended down and stood up, her long braids flew back and forth. She sacrificed even her ribbons for the beauty of the tree; two white bows stood bragging right and left. She looked proud as well. She wanted everyone to see it. She invited them all and they promised, “we shall be coming on the day itself.”
‘The day itself’ was not coming quickly enough, but it was getting close, and eventually the Eve arrived.
Rain that lasted several days had turned the garden into a swamp and the streets looked like plowed fields.
Nevertheless, she reiterated the familiar routine and just before nightfall she went to look for her father at the cafe.
She’s been waiting for him since lunchtime. She had already sung the carols, the market was about to close; they came back home with Apostolos in the pushcart, after they had exhausted the "go for a little walk and come back", but he didn’t come home yet, the windows in the neighborhood began to get lit and brighter.
Every once in a while she went to the door to see whether he was on his way home. The mandate was explicit: he was the one who would light the candles.
In the darkness, through the rain she’s been trying to recognize his figure. One moment her gaze plunged into the darkness, another she turned towards the tree. Her brother had fallen asleep on the couch, sucking his finger. Her mother walked around the pots while muttering, or it seemed so. Herself claimed it was chanting. To her though it sounded like murmuring and so it stayed. Getting increasingly tired, she remained longer on the couch, and stood less at the window, until her eyes felt heavier.
Before the instruction "it’s bedtime" was given, she made the big decision. With or without him, she’d shed light to the tree that she created with such effort and patience.
She grasps the matches from beside the gaz-cooker, and benefiting from the absence of her mother in another room, presumably the bedroom, she begins to light the candles.
First candle, second, third, and then a flash, like wonder, wrapped the tree that started to burn and sizzle, as it had dried up completely during many days beside the stove. Along with this she started to scream. Her mother rushes in, dips the tree screaming at her and avenging her grumble, fatigue and the expectation of the prodigal, opens the door with her other hand and there goes the artwork, lying in the mud under the rain with the flames quickly receding. With tears in her eyes, muted tears, she looked at it and she mourned it half-burnt, dirty, and sad. From time to time a silver nut sent to her a short shimmering, like a kiss in the dark to stop the tears that were running like the rain. The gleaming was getting weaker. It was a hard toil even for nuts wrapped in tinfoil.
The mud, the mud had drowned it and destroyed its beauty, but it spared the house.
As for her, she was left at the door scared, trapped in her mother's voice, looking at the muddy tree, lost, just like her hopes.
She’s been blaming the mud ever since.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Μισό ρεβίθι

Είχε σηκωθεί από νωρίς. Με το που άνοιξε τα μάτια έψαξε κάτω από το κρεβάτι για τα καινούργια του παπούτσια, δυο μαύρα στρογγυλομούτσουνα σκαρπίνια με κορδόνια. Τα τελευταία, ήσυχα αναπαυόταν στο μπροστινό μέρος, δείγμα ότι κανείς δεν τ’ άγγιξε. Τα σημάδια που είχε βάλει εξακολουθούσαν να μην καλύπτουν το τρίτο οριζόντιο τμήμα τους. 
Άδικος ο φόβος και η αγωνία, γιατί ένα άλλο ζευγάρι ακριβώς το ίδιο, βιζαβί και απεναντίας, υπήρχε ελαφρώς μεγαλύτερο, του αδελφού του, του Πασχάλη.
Δώρο και των δύο της γιαγιάς της Τότας για το Πάσχα. Οι νουνές ακουσίως ή μη απούσες. Σήμερα Μεγάλη Πέμπτη θα κοινωνούσαν, όχι ότι θα σπάζαν τη νηστεία, τουλάχιστον νομίμως.
Τα κόκκινα αυγά πρέπει να ετοιμαζόταν γιατί η μυρωδιά του ξυδιού μαζί με ίχνος αυγουλίλας ήταν διάχυτη. Ο δε θόρυβος των κατσαρολιών το επιβεβαίωνε.
Μετά, το προς νερού του και το νίψιμο των χεριών και προσώπου, μπήκε στην κουζίνα.
Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν αραδιασμένα κόκκινα αυγά, γυαλισμένα με λάδι στην πιατέλα, άλλα ακόμη στις κάλτσες, πριν αποκαλυφθεί το λευκό τριφύλλι, το χρυσάνθεμο, το φύλλο τριανταφυλλιάς, κι άλλα παραπονεμένα και σπασμένα στο τσίγκινο πιάτο.
Η γιαγιά έδινε οδηγίες που μάλλον προς γκρίνια έφερναν και στο μάστορα της βαφής, τη σιωπηλή μάνα. Τα παχουλά χεράκια της κόκκινα σαν της κομψούς, όπως και η ποδιά της, αλλά το πρόσωπο, φεγγάρι λαμπερό και χαμογελαστό. Η δημιουργία παραμέριζε τη θλίψη που όριζαν οι μέρες.
Αυτές τις μέρες κι ο ίδιος το ένιωθε. Ενώ βούρκωνε όταν έβλεπε το ακάνθινο στεφάνι στο όμορφο πρόσωπο του Ιησού, κάτι του έδινε μια αφάνταστη χαρά.
Παραμονή του Λαζάρου και χοροπηδούσε σ’ όλο το δρόμο από το σχολείο στο σπίτι.
Χώρια η εικόνα της Παναγιάς.
- Πώς άντεξε τόσο πόνο.
Για τον Χριστό είχε απαντήσει η γιαγιά η Τότα από πολύ νωρίς του το ξεκαθάρισε.
- Μ’ αυτός, πουλί μ’, είν’ Θεός, όλα τ’ αντέχει για μας τους άχρηστους. Γι’ αυτό κοίτα μην τον δυσαρεστήσεις και πικραθεί.
Λόγος ίσον νόμος.
Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα αρνάκι ήταν, πριν και μετά τη μεταλαβιά.
Ούτε το τσουρέκι δοκίμαζε κι ας έσπαζαν οι μύτες όλο το Μεγάλο Σάββατο.
Ο τα πάντα Θωρών ήταν και Παρών και Θωρών, σύμφωνα με την κυρά Τότα για τον Γκίκα, τον Πασχάλη, την αφεντιά της, όλη την Ταύρη και φυσικά την οικουμένη.
- Και τον μπαμπά βλέπει; Στα καράβια;
- Αυτόν όχι μόνο τον θωρεί, αλλά και τον προστατεύει από τους απολίτιστους, τους αβάπτιστους, τα νερά και τις ξέρες, τους εχθρούς εν γένει.
Ούτε νερό μην πιεις, μ’ ακούς; Δεν πιάνει η μεταλαβιά. Αλλιώς πώς θα αντέξεις τα μαρτύρια των «οβριών»;
Στη μασίνα μπουμπούνιζε η φωτιά και τα ρεβίθια ήδη χοροπηδούσαν μέσα στην κατσαρόλα.
Ο Πασχάλης ακόμη στο στρώμα με αποτέλεσμα να μπήξει την τρυφερή φωνούλα της η μάνα, αυτήν που νεκρούς ανασταίνει. Ένα μακρόσυρτο «Πασχάληηηηη», λες και εκεί έβγαζε το άχτι της για την πεθερά που από το πρωί μέχρι το βράδυ νουθετούσε, δεν άρεζε, απέρριπτε, σχολίαζε, κακολογούσε την Παγώνα, την πρώτη νύφη της, τη Δωροθέα, τη δεύτερη, την Τριάδα, την τρίτη και παρούσα, ακολουθούσαν της γειτονιάς, του χωριού, της οικουμένης με εξαίρεση τα έργα τα δικά της, της μανούλας της και κάπου κάπου των αδελφών της.
Οι κόντρες αυτών των γυναικών, μαζί με την απουσία του πατέρα, τον έκαναν σιωπηλό έως αμίλητο, κλεισμένο στον εαυτό του και ονειροπόλο. Έτσι είπε η καινούργια δασκάλα στη μάνα του.
Κι αυτός χάρηκε, όλη μέρα έκλεινε το επίθετο… «ο ονειροπόλος, του ονειροπόλου, τον ονειροπόλο», μη χρειαστεί να το κλίνει, κάνει λάθος και η δασκάλα με το φιστικί φόρεμα δυσαρεστηθεί και φύγει ή αλλάξει το ονειροπόλος προς το «αβανάκης», όπως τον χαρακτήρισε μακρινός συγγενής μιλώντας για την αφεντιά του, όταν θείες παίνευαν τους τρόπους του και την καθαριότητά του.
Δεν έμοιαζε με τ’ άλλα παιδιά.
Γι’ αυτό όλα τα μικρότερα ξαδέρφια ήθελαν τα ρούχα και τα παπούτσια του, όταν μίκραιναν, κι όχι του αδελφού του του Πασχάλη.
- Καλέ, αυτά είναι σαν αφόρετα, σχολίαζαν στη θέα τους.
- Χρυσοχέρα νοικοκυρά η μάνα του.
Ναι, ας μην τα πρόσεχε αυτός και οι χρυσοχέρες θα κάναν θαύματα.
Όμως σήμερα το πρωί φρόντισε την εμφάνισή του ιδιαίτερα. Έβαλε το κοντό παντελόνι, κατασκεύασμα της κυρά Τότας από παλιό του μπαμπά, λευκό πουκάμισο και σοσόνια άσπρα ολοκαίνουργια. Έβρεξε και τα χέρια με κολόνια Μενούνος, δώρο του μπαμπά τα Χριστούγεννα, τα πέρασε πάνω από το χτεσινοξυρισμένο κεφάλι, όπου σκαλώναν πάντα στα πεταχτά του αυτιά. Το τελευταίο τον ενοχλούσε, αλλά δεν είχε σημασία.
- Στο σόι μας οι άνδρες έχουν μεγάλα αυτιά, είπε η κυρά Τότα και το θέμα θεωρήθηκε λήξαν.
Αυτός, ως ήσυχος, ουλές στο κεφάλι δεν είχε. Του Πασχάλη, το αυλάκωναν μικρές, μεγάλες, βαθιές ουλές από πετριές και άλλα αιχμηρά αντικείμενα προς μεγάλη λύπη του βεβαίως, όπως και τα γόνατά του. Παρ’ όλο το τρίψιμο, παρέμεναν μαυριδερά, σε αντίθεση με τα δικά του που ήταν σαν κοριτσιού. Προέκυψε μονομερής αναποτελεσματικότητα και στο χτεσινό λουτρό εν όψει της σημερινής μεταλαβιάς.
Τελευταία έβαλε τα παπούτσια και με πολλή προσοχή επιμελήθηκε το δέσιμο. Τα έστρωσε. Έκανε ένα δυο βήματα επί τόπου μην και χαλαρώσουν.
Η ημέρα απαιτούσε και την καλή της πράξη γι’ αυτό επιμελήθηκε και του Πασχάλη, του οποίου κατά γενικήν ομολογίαν τα χέρια δεν πιάναν τίποτε. Αυτός, σύμφωνα πάντα με τη γιαγιά Τότα, έμοιαζε στο άλλο σόι, τους ανίκανους κι άτεχνους.
Πήγε να διαμαρτυρηθεί, να κατσουφιάσει, αλλά το κατάπιε μήπως και γίνει αντιληπτός από Τον πάντα Θωρών κι αμαρτήσει.
Ο Πασχάλης ως συνήθως είχε βάλει μερικά ρεβίθια κατά το συνήθειο να ψηθούν στην πλάκα της μασίνας μια και αδιαφορούσε για μουντζούρες στα χέρια, μαύρα νύχια και άλλα συναφή.
Φεύγοντας τα βούτηξε στην τσέπη.
Φιλήσαν το χέρι της γιαγιάς, τους αγκάλιασε, η Τριάδα αναστέναξε για τον κύρη της και πατέρα τους, σταυροκοπήθηκε η κυρά Τότα για τον απόντα υιό, ευχήθηκαν για την καλή του ώρα και βγήκαν στον δρόμο.
Ο Πασχάλης ασυναίσθητα ή σκοπίμως, ως γνωστό ζιζάνιο, ίσως, ποτέ δεν ομολόγησε το λόγο, του έδωσε μισό ρεβίθι, αυτό που αυτός δάγκωσε και για τη νοστιμιά του επικαλέσθηκε τη γνώμη και γεύση του Γκίκα. Αυτός ασυναίσθητα το έβαλε στο στόμα ένιωσε τη νοστιμιά της δικής τους πατέντας στραγαλιών και συμφώνησε με τον Πασχάλη.
Ήδη μπαίναν στο προαύλιο της εκκλησιάς, όπου και συνειδητοποιώντας το πραχθέν έγκλημα έβαλε τα κλάματα και κατηγόρησε τον Πασχάλη.
- Εσύ φταις που δεν θα κοινωνήσω.
- Εγώ θα κοινωνήσω. Δεν είναι κακό. Ούτε λάδι δεν έχουν.
- Δεν πρέπει τίποτα να φας. Ούτε νερό λέει η γιαγιά.
- Και πού το ξέρει; Το διάβασε; Ούτε τα γράμματα του μπαμπά δεν διαβάζει.
- Το ξέρει, της το είπε ο παπά-Λάμπρος.
- Ε, τότε πες του σαν καλό παιδάκι που είσαι «Παπά-Λάμπρο, αμάρτησα και δεν θα κοινωνήσω».
Η λειτουργία ήταν ένα μαρτύριο.
Ένα βουβό κλάμα.
Όλοι σκέφθηκαν
- Τι ευαίσθητο παιδί.
- Καλέ αυτό πλάνταξε.
- Δεν είναι και καλό, αγόρι πράμα, να κλαίει. Στις ημέρες μας πρέπει να είσαι σκληρός. Ποιες μέρες, δεν πρέπει να υπάρχει σαφής οριοθέτηση. Όπως στο μικρό εκκλησίασμα δεν υπάρχουν ξένοι. Μια οικογένεια είναι και ήταν.
Γρήγορα ο παπά- Λάμπρος εντόπισε τον Γκίκα, τα δάκρυα και την απροθυμία να πλησιάσει το Άγιο Δισκοπότηρο.
- Γκίκα, τον προστάζει, πλησίασε.
Πλησιάζει ο Γκίκας με χαμηλωμένα μάτια. Άτεκνος ο παπα-Λάμπρος είχε ιδιαίτερη συμπάθεια στα μικρά παιδιά, στα αγόρια, κυρίως στα ήσυχα κι ονειροπόλα, όπως ο Γκίκας.
- Δε θα μεταλάβεις;
- Όχι, τώρα, δεν μπορώ, και έσκυψε κι άλλο το κεφάλι, θα ’ρθω την Ανάσταση.
- Γιατί, του λέει, για να δω, και του σηκώνει το κεφάλι από το πηγούνι.
- Έφαγα μισό ρεβίθι. Δεν το ήθελα. Ο Πασχάλης μου το έδωσε.
- Και κάνεις έτσι για μισό ρεβίθι; Παιδί είσαι, δεν πειράζει. Ο Χριστός όλα τα συγχωρεί και κυρίως αυτούς που γλιστράνε σε ένα ρεβίθι.
Άνοιξε το στόμα του και άφησε μέσα του να κυλήσει η Ευλογία παρασύροντας τα δάκρυα και τις ενοχές του μισού ρεβιθιού.

English Translation
Title: Half a chickpea
(Authored by M. Toloudi)

He woke up early. With half-opened eyes he looked under the bed for his new shoes, two black round-pointed loafers with shoelaces. The latter were resting quietly in the front, a sign that no one had touched them. The marks that he had scribbled on the floor, right where he placed them, as a proof of intrusion in case someone maliciously handled them, divulged no incidents.
His fear and anxiety were in vain, because another pair, exactly the same, on the opposite side, slightly larger, belonged to his brother, Paschalis.
Both were Easter presents to the two of them by grandma Tota. Their godmothers, willingly or not, were nowhere near. Today, even on a Holy Thursday, they could still receive Communion, without implying that they would abandon the fast unlawfully before the Resurrection.
The red Easter eggs were about to be done, as the smell of vinegar accompanied by a trace of odor of eggs appeared quite pervasive. The noise of the cooking pots confirmed that too.
After his toilet ritual and the washing of hands and face, he entered the kitchen.
Red eggs were scattered on the table on a platter, polished with oil, but were still inside nylon socks, before their white clover was uncovered, the chrysanthemum, the rose leaves, with more of them lying broken and mournful on a tin plate.
Grandma addressed rather nitpicking comments to the mother, the master of egg coloring, who remained silent. Her plump hands were red as the local gipsy women’s, very much like her own apron, but her face was like a glowing moon and smiling. Creativeness evaded the sorrow that was inferred by the holy week.
He felt exactly the same during that week. While he got teary when he saw the thorny crown on Jesus’s beautiful face, there was still something else that gave him incredible joy.
It was the Eve of Lazarus and he sprung all the way home from school.
Not to mention Virgin Mary’s image.
- How did she bear so much pain?
Concerning Jesus, grandma Tota had already answered that; she had cleared it up very early on.
- But he’s just God Himself, my child; He can endure everything on behalf of all of us, who are so useless. So, mind that you don’t disappoint Him and then He feels bitter about it.
Her statement became the law.
Throughout the Easter week he remained blameless as a lamb, before and after the Communion.
He didn’t even taste the Easter bread, regardless how its scent penetrated his nose during the entire Holy Saturday.
According to Mrs. Tota, He, who sees everything, was both omnipresent and saw everything, Ghika, Paschalis, her own, the entire village of Tavri, and naturally the entire universe.
- Can He see Dad too? In his travels?
- Not only He looks after him, but He also protects him from the barbarians, the unbaptized, the waters and the reefs, and all the enemies, in general.
You must not drink, not even water, do you listen to me? Communion won’t count otherwise. How else could you bear the plagues committed upon you by the "Infidels"?
The fire produced loud sounds of burning wood inside the stove, and chickpeas were already jumping in the pot.
Paschalis was still under the sheets, thereby triggering his mother’s tender little voice, one that revived the dead. A beeping "Paschaliiiii" as if she avenged her grudge against her mother-in-law, who preached from morning till night, and didn’t like anything the did, rejected, commented upon, and blamed Pagona, her first daughter-in-law, Dorothea, the second, and Triada, the third and the undersigned, followed by the whole neighborhood, the village, and the entire universe except the works of her own, her own mommy and occasionally her brothers.
The rows among those women, combined with the absence of his father, made him silent and muted, isolated and dreamy. His new teacher said that to his mother.
He was quite delighted about those news, and he therefore conjugated the adjective during a whole day "the dreamer, of the dreamer, to the dreamer" in case he needed to do the same in class too, and if he’d get it wrong, the teacher in her peanut color dress would be disappointed, and he’d have to either abandon the ‘dreamer’ nickname or change it to ‘dumbass’ as some distant cousin once called him, when his aunts were praising his manners and cleanliness.
He wasn’t like other children.
That's why all his younger cousins ​​wanted his clothes and shoes, when they didn’t fit anymore, not those of his brother Paschalis.
- Gee, these look like they’ve never been used before, they commented when they saw them.
- A golden-handed housewife, his mother is for sure.
Well yes, if he wasn’t quite careful himself, no golden-handed were able to produce such miracles.
However, this morning he took care of his appearance exceptionally well. He put on his shorts, Tota’s handicraft from dad’s own clothes and worn out, a white shirt and brand new white ankle socks. He wetted his hands with Menounos cologne, dad's Christmas present; he rubbed them over his freshly shave-trimmed haircut from the day before, but his hands seemed to be always hindered by his protruding ears. This slightly bothered him, but it didn’t matter much, anyway.
- In our family men have always had big ears', said Mrs Tota and the matter was closed.
As he was not a wicked boy, he had no scars on his head. Paschalis’ head, was furrowed by small, large, deep scars from stone throwing and other sharp objects, obviously to his great regret, as were his knees too. Despite the rubbing, his knees remained dirty and dark, unlike his own that looked clean like a lassie’s. Same thing even happened during yesterday’s bath of them both in view of today’s communion.
Last, he put on his shoes and engaged in the shoelace binding very attentively. He straightened them up. He took a couple of steps on the floor to make sure they don’t get loose.
Also, the setting required a good deed for the day; he therefore had to look after Paschalis’ too, whose hands were too clumsy per universal acknowledgment. He resembled those from the other side of the family, according to grandma Tota that is, who were incompetent and unskilled.
He was about to protest, to frown, but he swallowed it, not to be seen by Him who watches upon everything, and therefore commit a sin.
Per the usual custom, Paschalis put some chickpeas on the stove, as he was quite indifferent about smearing his hands, having black nails and the like.
Upon departing he grabbed them into his pocket.
They kissed grandma’s hand, she hugged them, Triada sighed thinking about her master and their father, Mrs. Tota did the sign of the cross about her absent son, they all wished him well and came out to the street.
Paschalis, unwittingly or intentionally, as a usual troublemaker perhaps, he’d never confessed the reason, gave him half a chickpea, one that he bit first in half and then invoked Ghika’s opinion about its taste. The latter unconsciously put it in his mouth, it felt like their own patented chickpea taste and agreed with Paschalis.
Upon entering the courtyard of the church, he became aware of the committed crime, and he burst into tears blaming Paschalis.
- It’s your fault that I can’t have the Communion.
- I am going to have Communion anyways. It’s not too bad. Peas don’t hold any oil.
- You are not allowed to eat anything. Not even water, grandma says.
- And how does she know? Read it somewhere? She can’t even read dad’s letters.
- She does indeed; Father Lambros, the priest, told her.
- Well, then tell him like the blameless child you are “Father Lambros, I have sinned and I can’t have the Communion."
The Liturgy was an ordeal.
A silent weep.
Everyone thought,
- What a sensitive child.
- My God, he is devastated.
- It’s not quite suitable for a boy to cry. Nowadays you got to be tough. Which days did you mean, shouldn’t there be a clear demarcation? Just like there are no foreigners in a small congregation. It used to be one family, and still is.
Father Lambros spotted Ghikas quickly, with tears and hesitation about approaching the Holy Grail.
- Ghika, he ordered him, do come close.
Ghikas approached with downcast eyes. Childless Father Lampros had great sympathy for young children, boys, especially those quiet and dreamy like Ghikas.
- Won’t you receive the Communion?
- No, I can’t right now, and bowed his head even further; I’ll do it at the Resurrection.
- Why, he asked, let me see, and he pulled his face holding his chin.
- I ate half a chickpea. I didn’t mean to. Paschalis made me do it.
- And you’re like this for half a chickpea? You’re just a kid, it’s fine. Jesus forgives all and especially those who did a misstep on a chickpea.
He opened his mouth and let the Sanctification roll inside him, sweeping away the tears and guilt of half a chickpea.