Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013
Διάφορες Πραγματικότητες - συνέχεια...
Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013
Διάφορες πραγματικότητες… Ολιγαρκής.
Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013
O Φούρνος
Σάββατο πρωί στο φούρνο.
-Ένα πλάκας.
-Δυό κουλούρια.
-Όχι το μεσαίο, δεν μας αρέσει η κόρα.
-Με προζύμι.
-Ανάμεικτο.
-Καλημέρα, τα συνηθισμένα.
-Τα συγχαρητήρια κιόλας! Που πέρασε;
-ΤΕΙ Σερρών.
-Μπράβο. Όλα καλά, δουλειά να βρουν. Με τα πτυχία στα χέρια κάθονται. Να πάει με το καλό, νά τελειώσει. Τώρα θα δουλεύεις διπλά. Λεφτά; Με το τσουβάλι. 'Δωρεάν εκπαίδευση' σου λένε.
-Το ξέρω. Έχω κι άλλες δύο. Η μία τελείωσε κιόλας και η άλλη τώρα τελειώνει. Ναι, αυτή είναι η τρίτη. Δεν έχω καθήσει εδώ και οχτώ χρόνια. Ο φούρνος θέλει ώρες, ξενύχτι. Προχτές κοιμήθηκα στην τουαλέτα με τσιγάρο αναμμένο και καφέ στο χέρι. Καλά κι αν χυνώταν ο καφές, θα παίρναμε φωτιά απ' το τσιγάροόμως. Τα κορίτσια; Που να βοηθήσουν. Ψόφησαν στο διάβασμα, θέλουν να ξεσκάσουν και λίγο.
-Για όλα φταίει η δημοκρατία. Ούτε τα παιδιά μας δεν ορίζουμε. Που να φέρω εκείνα τα χρόνια αντίρρηση στο πάπα μου. Ο λόγος του διαταγή. Σήμερα η νεολαία κακόμαθε. Λούσα και διασκέδαση. Άνδρες, γυναίκες γίναν ένα. Ξενύχτια, μόδες, συνήθειες.
-Εσύ τρέχεις να προλάβεις τις επιθυμίες, μην και αρνούμενος να ικανοποιήσεις τα 'θέλω' του παιδιού σου αυτό 'κακοπερπατήσει' κι αναζητήσει τους κοθόρνους, τα ψηλοτάκουνα, αλλού.
-Άσε, τα βλέπω βράδυ που έρχονται σαν ψόφια στο ταξί να κουτσαίνουν. Ψόφια απ' την διασκέδαση. Με το που θα μπουν στο όχημα βγάζουν και τα παπούτσια. «Τα ποδαράκια μου», σου λένε. «Θα σακατευτούν μέσες και γόνατα», μου έλεγε πελάτης γιατρός. Τι το θες, κορίτσι μου, τόσο ύψος; Μια κούκλα είσαι και χωρίς αυτά, άσε που τα πλήρωσες μια κατοστάρα, το λιγότερο. Θα μου πεις, κάποιος μπαμπάς σαν και μένα τα πλήρωσε. Για τρακοσια μέτρα παίρνουν ταξί. Μα και τ’ αγόρια δεν πάνε παρακάτω. Το παντελόνι με το ζόρι στέκεται στον κ.λο τους!
-Αυτό δεν είναι τίποτα. Εγώ να δεις τι έπαθα. Έφερε η μεγάλη μου το αμόρε της, Άγγελο το λένε, να τον γνωρίσουμε. Μας λέει, «απο 'δώ ο Άγγελος». Σηκώνω τα μάτια, τι να δω; Μαλλί καρφάκι, άρωμα να λιγοθυμάς, ο γιακάς απ' το μπλουζάκι όρθιος. Κάνω να του τον κατεβάσω. Δεν θα το πρόσεξε από την ταραχή που θα μας συναντούσε, σκέφθηκα. «Όχι, αφήστε», μου λέει, «έτσι είναι η μόδα». Τι μόδα ρε φίλε; στα ρεύματα θα καθίσεις; «Να ‘ρθείτε αύριο για φαγητό», τους προτείνω. «Όχι», απαντούν. «Ο Άγγελος δεν μπορεί, έχει αισθητικό». «Ποιός έχει αισθητικό; Εσύ, και θά 'ρθει κι ο Άγγελος μαζί;» «Όχι καλέ, ο Άγγελος έχει, θα κάνει αποτρίχωση!» Μπρε, ούστ απο 'δώ! Ποιά αποτρίχωση, ρε; Κρίμα που είμαι πατέρας και δεν μπορώ να μιλήσω. Πάνε στην μάνα σου κορίτσι μου να σου πει δυό λόγια για μας τους άνδρες. Άκου 'αποτρίχωση'! Το λένε και δεν ιδρώνει η πέτσα τους, γαμ..ο.
«Έλα Άγγελε», του λέω, «στο φούρνο». Το χειρίσθηκα διπλωματικά, όχι δημοκρατικά. Έλα να βοηθήσεις στο φούρνο. Άνεργος, μαθηματικός σπούδασε ο Άγγελος. Γιατί να παίρνουμε ξένο άτομο; Έλα, και το πρωί, μετά απ' το ξεφούρνισμα, όταν θα σέρνεσαι απ' τη ζέστη, την ορθοστασία, κι από τη νύστα, να δούμε τότε ποιός θα 'χει όρεξη να πηγαίνει στην αισθητικό. Άκου αποτρίχωση! Τι άλλο θ’ ακούσουμε πάλι;
-Η δημοκρατία και η ελευθερία έχουν όρια και κανόνες. Εκτός από δικαιώματα έχουν και υποχρεώσεις. Εγώ έτσι έμαθα. Έτσι ξέρω.
-Ξεχάσαμε και την άλλη καλή λέξη: 'Υπομονή'.
Ετσι είπε ο ταξιτζής, πήρε τα ψωμιά και το ταξί και πήγε να παραδώσει τα πρώτα στην σύζυγο, το δεύτερο στον αντικαταστάτη του.
Ο φούρναρης άφησε την δροσιά του πωλητηρίου και μπήκε στο εργαστήριο, χωρίς κλιματιστικό, ‘αντενδείκνυται’ για την ζύμωση, ισχυρίζονται οι ειδικοί. «Υπομονή μέχρι να δροσίσει», λέω εγώ.
Φόρεσε τον σκούφο του, διόρθωσε τον γιακά της ρόμπας του, κάτι σκέφθηκε, μειδίασε κι άρχισε το ξεφούρνισμα.
Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013
Ο Σαρίκας, ο Κωστάκης.
Αύγουστος μεσημέρι, ουζάκι και καλή παρέα σημαίνει διακοπές, καταλαβαίνεις Ελλάδα. Αν είναι δε να βρεθείς δίπλα στο κύμα, ακόμη καλύτερα. Συνήθως όμως την ποιότητα την βρίσκεις χωρίς την θέα.
Ένα τέτοιο στέκι είναι κι ο Σαρίκας. Χαρίζει απόλαυση χειμώνα-καλοκαίρι σε μας, τους φιλοξενούμενους μας και τους επισκέπτες.
Από πατέρα σε γιό, σταθερή, αξεπέραστη, αναλοίωτη απ' το χρόνο ποιότητα. Μας φιλοξένησε και μας ευχαρίστησε αρχικά στον πεζόδρομο του Ταχυδρομείου και αργότερα στην Μιαούλη. Έχει ψυχή και όχι πολυτέλεια. Στέκι καθημερινό και προσιτό, χωρίς ακρίβεια. Τους χωράει όλους, μεγαλογιατρούς και δικηγόρους, φοιτητές, περαστικούς, εκδρομείς ΚΑΠΗ, ενώ πρόσφατα προστέθηκαν Ρώσοι, Βούλγαροι, Τούρκοι και κεντροευρωπαίοι.
Η φήμη του απλώνεται, κι ένα δείγμα της ήταν οι ποδηλάτες που συνάντησα την άνοιξη, από την Τουρκία. Ιδρωμένοι, σπασμένα αγγλικά, με ένα χαρτάκι στο χέρι, αναζητούσαν τον Σαρίκα. Αναζητούσαν αυτό που κάποιος, θέλοντας να μοιρασθεί την ευχαρίστηση που έλαβε κάποτε, τους τον πρότεινε.
Αυτή η ευχαρίστηση έφερε εμάς και τους άλλους, των διπλανών τραπεζιών, στο στέκι του εκείνο το Αυγουστιάτικο μεσημέρι. Βρεθήκαμε μαζί, μια οικογενειακή τριάδα εμείς, κάποιοι φωνάσκοντες νταήδες, περαστικοί για την Σαμοθράκη, εκλεπτυσμένες κυρίες, μεροκαματιάρηδες μετά το 8ωρο. Άλλοι να δροσιστούν, κάποιοι να ‘βρέξουν’ το λαρύγγι, να χαλαρώσουν, να αφήσουν χώρο για τα συναισθήματα, να ξεχάσουν, να χαρεί γεύση και ψυχή, να ενώσουν βλέμματα τσουγκρίζοντας, να ευχηθούν, να κατευοδώσουν, να αποχωρισθούν, να τιμήσουν τη καλή υγεία, να πιουν και να ξεχάσουν, να πνίξουν τον καημό. Χαιρόμασθε για την υγεία μας με την αισιοδοξία που μόνο το καλοκαίρι απλόχερα χαρίζει.
Τραπέζια αδειάζουν καθώς η ώρα κυλά, αλλά και ξαναγεμίζουν πάλι.
Οι παραγγελίες πάνε κι έρχονται, τα κινητά κουδουνίζουν, οι Έλληνες συνομιλούν εντόνως κι αδιάκριτα, επαναλαμβάνοντας την αδικία που έχουν υποστεί ως άτομα και ως έθνος. Άλλοι απολαμβάνουν την οικογενειακή συνεύρεση, αναπολούν παλαιότερες στιγμές. Κάποιοι διαπληκτίζονται, άλλοι φλερτάρουν. Όλοι όμως, πάνω από μία πιατέλα.
Αυτή η πιατέλα έκανε τον αφέντη της ‘γνωστό’, αλλά το ‘πλούσιος’ με ερωτηματικό. Μια πιατέλα γεμάτη από ταπεινά πεντανόστιμα θαλασσινά, γεμιστά καλαμαράκια, πατάτες φούρνου, σαλάτα σταθερής βάσης, όπου προστίθενται και αφαιρούνται λαχανικά κατά εποχή, συνοδευόμενα από αλκοόλ κατά βούληση. Η χρέωση κατά άτομο. Κάθε επιπλέον ποτηράκι, έξτρα χρέωση. Η τιμή ξεκίνησε από δραχμή, έγινε τώρα ευρώ και ταιριάζει τις τσέπες όλων. Το πρόσφατο διεθνές πελατολόγιο δεν επηρέασε τις τιμές.
Στη σκηνή εισήλθαν σχεδόν ταυτόχρονα δύο παρέες ξένων. Για λίγο τους περιεργασθήκαμε, αναπόφευκτο λόγω εγγύτητας.
Κάθησαν διστακτικά, αμήχανα, αμφιβάλοντας για την επιλογή τους. Οι διάλογοι που ακολούθησαν προσδιόρισαν την καταγωγή: Βούλγαροι και Ολλανδοί.
Η δυσκολία της παραγγελίας απέσπασε εκ νέου την προσοχή.
Πήγε-ήρθε ο Κωστάκης. Η έλλειψη κοινής γλώσσας και οι άλλες διατροφικές συνήθειες, η αιτία. Έτσι νομίσαμε. Γράφτηκε κάτι στο χάρτινο τραπεζομάντηλο, έδειξαν κάτι άλλο στα διπλανά τραπέζια, η παραγγελία τελικά έφτασε. Μία σαλάτα και μία μπύρα στους τρεις Ολλανδούς, μία σαλάτα με πατάτες φούρνου και δύο μπουκάλια Coca- Cola για τους τέσσερεις Βούλγαρους.
Οι πρώτοι, ένα ανδρόγυνο κι ο 15χρονος κανακάρης τους, λεπτοί, γυμνασμένοι, κατακόκκινοι απ' τον ήλιο, χρυσαφένια μαλλιά, λιγομίλητοι, περίμεναν. Αυτά που ‘φώναζαν’ ήταν οι ταμπελίτσες πάνω τους, στα μπλουζάκια, στα ρολόγια τους, στα παπούτσια. Gant, Lacoste, Henry Cotton, Tag Heuer, Nike. Έπαιζαν τα δάχτυλα πάνω στο τραπέζι τους, άντεχαν τα βλέμματά μας, κρυφοκοίταζαν τις ποικιλίες στα γύρω τραπέζια. Οι άλλοι, Βαλκάνιοι. Μία άλλη εκδοχή, σκουρόχρωμοι, αγύμναστοι, ανώνυμη ενδυμασία, πιο κινητικοί, εκφραστικοί συνομιλούσαν όπως όλες οι οικογένειες του Νότου δυνατά, επιμένοντας ο καθένας στην άποψη του.
Καταβροχθίζαμε τα καλούδια μας και δεχόμασταν τα βλέμματα των γειτόνων. Ένοχοι εμείς για τα 33 ευρώ της υπερφορτωμένης παραγγελίας μας τριών ατόμων, απορημένοι ίσως αυτοί για το υπέρογκο ποσό εν καιρώ Ελληνικής κρίσης.
Απορήσαμε κι εμείς. Όταν τα ούζα τέλειωσαν, η γεύση και το στομάχι ικανοποιήθηκαν, το σώμα απλώθηκε, το βλέμμα αφέθηκε, το μυαλό άδειασε και η διάθεση χαλάρωσε. Ξάφνιασμα προκάλεσε η πολυτέλεια και μάλιστα διπλή. Πρώτα πέρασαν οι Ολλανδοί με το όχημα τους, ολοκαίνουργια BMW 525, ύστερα οι Βούλγαροι με ένα υπερμεγέθες jeep.
Διπλανός θαμών σε ‘τσακίρ’ κέφι σχολίασε: «τι κρίμα, η βενζίνη δεν άφησε τα παιδιά κάτι να ‘τσιμπήσουν’. Μείναν άφραγκοι και νηστικοί.»
-Ας τους κέρναγες, ρε Σταμάτη!
-Να μην τους προσβάλω, φοβήθηκα.
-Εμένα μου λες; Λουκούμι θα τους έρχονταν.
-Εις υγείαν το κορόιδο, δηλαδή.
-Έτσι είναι ο Έλληνας! Κρίση-ξεκρίση, το τραπέζι του γεμάτο.
-Τι να την κάνεις την BMW ρε φίλε με άδειο στομάχι, αλλά να, με κάτι τέτοιους, φοβάμαι, ο Κωστάκης θα ‘σηκώσει μύτη’ και εμείς θ’αλλάξουμε στέκι.
Αλλάζουν και οι καιροί βέβαια...
Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013
Παρά θίν’ αλός - Επεισόδιο 2ο
Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013
Παρά θίν’ αλός - Επεισόδιο 1ο
Μπήκαμε σχεδόν ταυτόχρονα στο νερό.
Νέοι, καλοφτιαγμένοι, ερωτευμένοι, τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. Είναι απ´ αυτούς που μπαίνουν στο νερό διστακτικά κι όχι κατακτητικά, με φόρα κι απλωτές.
Το κορίτσι χαϊδεύτηκε προσποιούμενη ότι «το νερό είναι κρύο». Δεν ήταν. Ίσως το χέρι του νεαρού που έτρεξε στην πλάτη και τους μηρούς της να ήταν το ζητούμενο. Πήρε με τις χούφτες του νερό και όπως κάνουμε με τα μωρά, έφερε με μικρές ποσότητες την δροσιά στο κορμί της. Βούτηξα και τους έχασα από τη θέα. Ο βυθός εξακολουθεί να είναι ελκυστικότερος των ανθρώπων, παρομοίων ίσως. Λίγο πριν βουτήξω έπιασε το αυτί μου την απορία της «αν υπάρχουν βράχια κάτω». Στη συνέχεια, όπως συνηθίζεται, θα σύγκρινε την παραλία με αυτή των νησιών που πρόσφατα επισκέφθηκαν, αν κρίνω από το μαύρισμά τους.
Η πόλη και οι παραλίες της ελκύουν λουομένους με χαμηλά εισοδήματα, οικογένειες κι αυτούς που κλείνουν ή ανοίγουν τις διακοπές τους στο σπίτι, ή με το «τι να κάνουμε, επιστροφή στην ρουτίνα», ή δεν «είχα άλλη επιλογή». Το τελευταίο αφορά φοιτητές, υπηρετούντες στα Σώματα ή Υπηρεσίες και τη συντροφιά τους. Έτσι έγινε συνήθεια η διαρκής σύγκριση με άλλες καλύτερες και προτιμητέες ακτές.
Θα ήταν μία από τις τόσες συναντήσεις, αν βγαίνοντας από το νερό, μετά από ώρα, δεν έβρισκα αυτήν, που κρύωνε, με το φωσφορούχο νύχι, την καπελαδούρα, το προκλητικό μπικίνι, τα γυαλιά "γκαούνα", να είναι πλάτη με πλάτη με το νεαρό και να μιλά μεγαλοφώνως στο τηλέφωνο με ένα Σάκη. Το παλληκάρι πίσω από τη πλάτη της έπληττε και σταδιακά έδειχνε όλο και περισσότερο ενοχλημένος από την αναμονή κι αυτά που εγώ, εκείνος κι όλη η παραλία ακούγαμε.
Όλοι καταλάβαμε ότι ήταν ο ‘πρώην’. Ένας ‘πρώην’ που ήθελε να αποβάλλει το ‘πρώην’ και να παραμείνει ‘νυν’. Λόγω έλλειψης απαραίτητης τεχνολογίας αγνοούσε το αρσενικό πλάσμα στο πλάι της, πιθανή αιτία ακύρωσης της επιμονής του.
Μάλλον ήταν επίμονος και κουτός γιατί δεν καταλάβαινε ότι δεν βαρέθηκε αυτόν, αλλά τους γονείς του, που την αποκαλούσαν μέγαιρα και καταστροφέα του παιδιού τους.
Δεν καταλάβαινε ότι οι γονείς της ήταν το παν γι αυτήν και δεν θα τους εγκατέλειπε.
Δεν καταλάβαινε ότι δεν θα επέτρεπε το γούστο της μαμάς του στο σπίτι της.
Βεβαίως οι γονείς της διάλεξαν τα έπιπλα, αφού τα πλήρωσαν.
Βεβαίως είχαν κλειδί του αυτοκινήτου και του διαμερίσματος αφού τ´αγόρασαν.
Δεν καταλάβαινε πόσο τον εκτιμούσε αλλά δεν της έκανε ‘κλικ’.
Ούτε το ‘κλικ’ καταλάβαινε, αφού δεν μπορούσε να το εξηγήσει αναλυτικά «με ένα κάρο κόσμο γύρω».
«Βεβαίως και θα συναντηθούμε να τα πούμε από κοντά, να σου εξηγήσω.»
Δεν ήθελε εξηγήσεις ο Σάκης, γιατί τις άκουσε επανειλημμένως. Όμως αυτή ήθελε να τις δώσει. Ήθελε να πει: «ναι, ο πατέρας σου μου είπε ότι σε καταστρέφω». Μόνο, που ούτε ο πατέρας του ούτε αυτός κατάλαβαν ότι το πτυχίο της το πήρε, «δουλειά, ναι, της βρήκε ένας φίλος του μπαμπά».
Δεν κατάλαβε ότι είναι εξαρτημένη από το χρήμα.
Δεν κατάλαβε σε τι δεν ήταν ικανός. «Απλό, απλούστατο, να συναντήσει τις ανάγκες της». Χωρίς το πτυχίο και τα λεφτά που ο πατέρας του δεν ήθελε να δώσει, το μέλλον τους ήταν και είναι αβέβαιο.
Ευτυχώς, για μας, θέλησε να κλείσει το τηλέφωνο μια και «ακούει όλος ο κόσμος, Σάκη».
Και πάλι θα ήταν μια συνάντηση από τις τόσες, αν κλείνοντας το τηλέφωνο, δεν ξεσπούσε σε ένα γέλιο από αυτά, τα ψεύτικα, του είδους «τα πήγα καλά» κι αν, προς έκπληξη όλων μας, δεν ορμούσε γελώντας όλο χάδια στον εν τω μεταξύ ανάσκελα ξαπλωμένο νεαρό, σε μια στάση ‘λίγο πριν την συνουσία’. Αυτός, φορώντας ένα πικρό χαμόγελο, εισέπραξε απρόθυμα τις περιπτύξεις.
Σύντομα η "γατούλα" αποτραβήχτηκε κι έπιασε το iPhone του να ξαναδεί το μήνυμα που της είχε γράψει ο απρόθυμος, ενώ αυτή συνομιλούσε με το Σάκη, αδιαφορώντας για κείνον και εμάς, τους ωτακουστές.
Μια στις τόσες δίνει λύση ο καιρός.
Συννέφιασε κι άρχισαν να τα μαζεύουν. Δεν ξέρω ακριβώς τι.
Σάββατο 20 Απριλίου 2013
ΡΩΜΗ – ROMA – ROME
Με πολλά τέτοια ερωτηματικά Έλλην υπήκοος αφικνείται στη Ρώμη. Τη Ρώμη, την αιώνια πόλη που ανταγωνίζεται τη ‘Βασιλεύουσα’ και την ‘Κόρη του Ουρανού’.
Όμως, τι σημασία έχει να απαντήσει κανείς σε αναπάντητα ερωτηματικά που διέτρεξαν τους αιώνες όταν η πόλη των γήινων χρωμάτων, του βαθύ πράσινου των δένδρων σε υποδέχεται; Σε υποδέχεται η πόλη που τον ορίζοντά της διαγράφουν οι καμπύλες των πλέον διάσημων τρούλων και τον ουρανό της σημαδεύουν αιωνόβια καμπαναριά και πεύκα.
Δίπλα σου αναπνέει η ιστορία, δεσπόζει η μεγαλοπρέπεια, η δύναμη και το κράτος της Εκκλησίας, η περισπούδαστη τέχνη, ο αδιαμφισβήτητος πλούτος. Βηματίζεις σε δρόμους χιλιοπατημένους από στρατιές ανθρώπων, πολιτών, σκλάβων, που έρχονται από πολύ παλιά και πολύ μακριά.
Ποιος, αλήθεια, δε δάκρυσε αντικρίζοντας την πνοή δημιουργίας του Michelangelo στην Cappella Sistina; Ποιος δεν ντράπηκε αντικρίζοντας τους κυρτωμένους ώμους των σκλάβων στη αψίδα του Septimius Severus, το θλιμμένο πρόσωπό τους;
Χιλιάδες σύγχρονοι οδοιπόροι, επισκέπτες, ανέμελοι μαθητές και φοιτητές, χρωματιστά πρόσωπα, όλων των λογιών τα μάτια και τα χείλη, ποζάρουν χαρούμενοι μπροστά τους, για την αξίωση που έτυχαν, να επισκεφτούν την αιώνια πόλη. Ποζάρουν μπροστά σ’ αυτούς που τα χέρια τους και πόδια τους μάτωσαν, ενώ άφησαν πίσω τη μακρινή τους πατρίδα, ξεψύχησαν δουλεύοντας για τη δόξα του αυτοκράτορα, για τη μαρτυρία στην ιστορία. Αναζητάς τον Bernini, τον Michelangelo, τον Raffaello Sanzio, τον Caravaggio, τον Borromini, τον Della Porta, τον Bramante.
Τους ψάχνεις για να εκφράσεις τον θαυμασμό σου, να υποβάλλεις τα σέβη σου σ’ αυτούς κι όχι στον Πάπα, στον Αυτοκράτορα. Να αγγίξεις τους ίδιους καθώς περνάς το χέρι σου πάνω από το μάρμαρο του έργου τους, όταν ο θόλος με αρτιότητα καλύπτει την κεφαλή σου, όταν το βλέμμα σου χάνεται στα ευφυήματα της κτιριακής σύνθεσης, στην αμεσότητα του πινέλου τους, στη δροσιά του σιντριβανιού.
Θέλεις τον ίδιο και τον θρύλο. Την προσομοίωση με αυτόν αναζητάς, καθώς οι κόρες σου διαστέλλονται να χωρέσουν την ομορφιά, τα ρουθούνια να εισπνεύσουν τη μυρωδιά του χρόνου. Τα πόδια γρηγορούν να προλάβουν τα πλήθη των δημιουργημάτων.
Ζεις έρωτες, θανάτους, αντιζηλίες, όταν αυτά με απτά παραδείγματα ομορφιάς, τέχνης κτιρίων, κήπων, μαυσωλείων, αψίδων χαρίζονται μπροστά σου. Casa Liviα, Villa Farnesina, Villa Giulia, Villa Borghese, Pantheon, Pallazzo Pamphili, Castel Sant Angelo, Tempio di Antonino e Faustina..
Ένα από τα παιχνίδια του νου είναι να μπαινοβγαίνει στο παρελθόν. Η Ρώμη ενδείκνυται γι’ αυτό. Βρισκόμενος μπροστά στην Portico d’ Ottavia αναρωτιέσαι για τη σπουδαιότητά της, καθώς εκατοντάδες την παρατηρούν. Ξάφνου συνειδητοποιείς ότι πίσω από αυτήν, για 300 χρόνια, με τη δύση του ήλιου, οι Εβραίοι, με διάταγμα που εκδόθηκε στις 12 Ιουλίου το 1555, αφού διαβούν τη γέφυρα από το Trastevere, εισέρχονται στο γκέτο για να κλεισθούν μέσα σε χώρο 13 στρεμμάτων.
Ενώ αφήνεσαι στην ανοιξιάτικη ομορφιά του Palatino, θα ακούσεις το θρόισμα των φύλλων, αλλά και των μεταξωτών φορεμάτων, τα ψιθυρίσματα των αβρών δεσποινίδων και κυριών που απολαμβάνουν τη δύση ή την ανατολή του ήλιου με το μεγαλείο του Forum Romanum να απλώνεται στα πόδια τους.
Εκεί που οι σύζυγοί τους, αδελφοί, εραστές τους διαπληκτίζονται, διαφωνούν, δολοφονουν, ομονοούν, αποφασίζουν, δικάζουν για το μέλλον της αυτοκρατορίας.
Εκεί κάτω, στα σκαλοπάτια της Basilica Giulia, απλοί πολίτες αναμένουν την εκδίκαση της υπόθεσής τους παίζοντας παιχνίδια χαραγμένα στο μάρμαρο. Οι Εστιάδες, αέρινες παρθένες, υπηρετούν, φυλάσσουν τη φωτιά και προστατεύουν τη Ρώμη.
Πώς χωράει ιστορία 2500 χρόνων σ’ ένα τοίχο; Η απάντηση στη Ρώμη. Μάρτυρας πολέμων η ανθρωπότητα, διαπλοκών, διαδοχών και αλλαγών θρησκειών, έχει την ευκαιρία για μία συναρπαστική εμπειρία. Εμπρός της αναμειγνύονται υλικά πρωτόγονα, επεξεργασμένα, λάσπη και τούβλα, δάκρυα και αίμα και ορθώνουν τοίχους, ναούς απαράμιλλου κάλλους, τρανής απόδειξης ένδοξης πορείας.
Όμως σ’ αυτήν την πόλη η Καθολική Εκκλησία καλεί τους εκατομμύρια πιστούς της να προσκυνήσουν το Θείο. Να αγγίξουν όχι τις πληγές του Ιησού, αλλά να προσευχηθούν σ’ ένα χώρο με κομμάτια από το Σπήλαιο της Βηθλεέμ, το Σταυρό της Αγίας Ελένης. Να προσκυνήσουν τον τάφο της, να αξιωθούν, να αντικρύσουν την Αγία Τράπεζα όπου λειτούργησε ο Άγιος Πέτρος, να βηματίσουν τις σκάλες που περπάτησε στο παλάτι του Πόντιου Πιλάτου ο Ιησούς, να έχουν μπροστά τους το κομμάτι μαρμάρου, την αδιάψευστη μαρτυρία της Δύσης της έλευσης και θανάτου του Κυρίου, εκεί που οι Ρωμαίοι στρατιώτες παίξαν στα ζάρια τα ιμάτιά του Κυρίου μετά τον θάνατό Του.
Θα θαυμάσεις και θα προσκυνήσεις μεγαλοπρεπείς, μοναδικούς ναούς. San Giovanni in Laterano, Santa Maria Maggiore, Santa Maria del Popolo, San Clemente, Santa Maria sopra Minerva, Santa Maria Aracoeli. Θα μείνεις αποσβολωμένος με την Basilica di San Pιetro. Eίσαι υπερήφανος που είσαι Χριστιανός, θα σκεφτείς.
Όμως, αν είσαι Έλλην ή Ελληνίδα δε θα προσπεράσεις την καταλυτική επιρροή της Ελληνικότητας στη Ρωμαϊκή Τέχνη. Δε θα προσπεράσεις την αναπαράσταση των μύθων. Για ακόμη μια φορά θα εκφωνήσεις θριαμβευτικά για την ευφυή σύλληψη και σύνθεση του μύθου, την εξήγηση και δημιουργία του κόσμου, μπροστά στον Απόλλωνα και την Δάφνη στη Galleria Borghese, στο Λαοκόωντα του Μουσείου Βατικανού.
Φαντάστηκα να καταφτάνουν οι μάγιστροι τεχνίτες μωσαϊκών από την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να διδάξουν την τέχνη τους και να ’χουμε μπροστά στη ματιά μας το θαύμα του θόλου, την Παναγία να στέφεται Αυτοκράτειρα από τον Χριστό. Μοναδική ομορφιά τα ψηφιδωτά Cosmati που συνδυάζουν ψηφίδες μαρμάρου με μεγαλύτερα κομμάτια πέτρας φτιάχνοντας ανεπανάληπτα δάπεδα, τοίχους ή περιστύλια.
Η Ρὠμη είναι η Pieta και οι Θέρμες του Διοκλητιανού, το Κολοσσαίον και οι αψίδες, οι κρήνες, ο Τίβερης και οι γέφυρες, οι σκάλες.
Η Ρώμη όμως είναι και τα σοκάκια ώχρας, μπρούτζινων θυρών, ζεστού ξύλου, φροντισμένων μπαλκονιών, ζωντανών και χαμογελαστών ανθρώπων, φωνακλάδων για άλλους, παθιασμένων και εκφραστικών ομιλιτών. Η Ρώμη είναι οι πολύβουες πλατείες της ὀπου συνυπάρχουν μνημεία, σιντριβάνια, καφέ, ζογκλέρ, ζωγράφοι, πολλών φυλών πλήθη, αθεράπευτοι εραστἐς, παϊτονέρηδες και ταξιτζήδες, νοικοκυρεμένοι πεντακάθαροι καστανάδες.
Όλα αυτά μέχρι να πέσει η νύχτα και η άλλη Ρώμη της Via Veneto, της Dolce Vita να πάρει τον πρώτο ρόλο. Εκεί ο Michelangelo και ο Bernini έχουν ήδη κοιμηθεί από την κόπωση της σμίλευσης του μαρμάρου, κι ένας άλλος κόσμος παρουσιάζεται ή πιστεύεις ότι θα παρουσιασθεί. Αναζητάς την Anita Ekberg και τον Marcello Mastroianni στο Fontana di Trevi. Χάνεσαι στη συναρπαστικότητα του θρύλου, των γυρισμάτων, της κομψότητας, της πολυτέλειας, των σταρ. Καθώς τα υπερπολυτελή αυτοκίνητα περιμένουν τους ανατολίτες πελάτες τους, νομίζεις ότι ο πορτιέρης του Westin της Via Veneto με το μακρύ πανωφόρι και το ημίψηλο θα ανοίξει την πόρτα στην Audrey Hepburn και τον Gregory Peck και θα ζήσεις κι εσύ τις δικές σου Roman Hollidays του 1953, ενώ η Sοphia Loren και ο Carlo Ponti θα επιβιβάζονται σε μία κόκκινη Ferrari. Σε επαναφέρει το περιπαιχτικό σφύριγμα του Ugo Tognazzi.
Ένα γεύμα στην Sora Lella, πάνω στην Isola Tiberina, θα σε ανταμείψει γιατί ο κόσμος των διασημοτήτων σε άφησε απ’ έξω. Fettuccine casarecce alla Tiberina, specialita dal 1959, ακολουθεί Polpette di bollito di “Nona Lella’ dal 1940. Λἰγο Vino Rosso di Roma e delle altre province, για να κλείσει η βραδιά. Όχι, η βραδιά πρέπει να κλείσει στο Manoglia restaurant του Grande Hotel με ένα spumante να συνοδεύει ένα θεσπέσιο vulcano attivo.
Καθὠς η αυλαία θα πέσει για την δική σου Ρώμη θα διαπιστώσεις ὀτι…
είσαι εσύ κι αυτἠ, σήμερα, σε μια έλξη διαχρονική, αδιαπραγμάτευτη, χωρίς ημερομηνία λήξης.
Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013
Διάφορες πραγματικότητες…συνέχεια
Τον είδα στην άκρη της πλατείας, το κορμί να δυσκολεύεται να ανταποκριθεί από το βάρος των χρόνων και του χαρτόκουτου που προσπαθούσε να σηκώσει από την καρότσα του Datsun. Με κόπο διέσχισε την πλατεία και το εναπόθεσε πάνω στο τραπεζάκι του καφενείου.
Ένα κιβώτιο ολόχρυσα πορτοκάλια. Με κοίταξε στα μάτια. Συνάντησα εκείνο το υγρό λαδί τους, τα φρεσκοξυρισμένα μάγουλά του, το φροντισμένο μουστακάκι του, τα υπέροχα γκρι μαλλιά του. Πάντα ξεχνούσα να αναφέρω την καραμανλίδικη μύτη του σε μένα και στους άλλους. Σα να μην την αγαπούσα. Ψέμα, αγαπούσα καθετί επάνω του. Τι τον ήθελα τον αόριστο; Ένιωσα και τη μυρωδιά του. Κερί, μέλι, καπνός, σόμπα πετρελαίου και ακριβό aftershave. Η πολυτέλειά του, η παρουσία μου επάνω του.
Πρόλαβε την ερώτηση, γιατί έφερε πορτοκάλια αντί για μέλι. «Τα δοκίμασα», μου λέει, «μέλι, γλυκά, ζουμερά, μυρωδάτα. Σκέφθηκα, πού να κατεβαίνουν οι άνθρωποι να τα αγοράσουν. Θα τα μοιρασθώ μαζί τους.» Δεν ήθελε κέρδος. 1,30 τα αγόρασε, 1,30 θα τα πουλήσει.
Απορία. Η μαμά; Συμφωνεί; Το ξέρει η Σοφούλα; Η Σοφούλα αντίρρηση καμμιά.
Βγήκαν οι φίλοι του από το καφενείο. «Καλώς τον.» Ο άλλος ο Ιορδάνης, ο Πρόδρομος, ο Ισαάκ, ο Ανδρέας, ο Θόδωρος, ο Χατζηπαύλου, ο Χλωρόπουλος, ο Νεανίδης. Τα χέρια άπλωσαν και πορτοκάλια έπιασαν. Χέρια-κλαδιά φορτωμένα πορτοκάλια. Φως στα πρόσωπα. Εσύ δίπλα μου. Ήξερα ότι μοιραζόμουν τη σκηνή, το φως, την ανάκατη μυρωδιά βουνού και ξυλόσομπας, μελισσοκαπνιστηρίου, εσπεριδοειδούς, φρεσκάδας και παλιού ανθρώπου. Εκείνη η αγαπημένη μυρωδιά που σου την περιέγραφα, αλλά να την πιάσω δεν μπορούσα. Ξέφευγε σαν πεταλούδα. Τώρα σε σκούντηξα να την νιώσεις. Να μου πεις «την μοιράσθηκα».
Μοιράσθηκα τη νοσταλγία, το παρελθόν, το πριν, το «χάθηκε», το «ήμουν», «άγγιξα», «βίωσα».
Και ήταν εκεί μαζί με τα υγρά μάτια. Τα είδες; Σου πρόσφερε πορτοκάλι χρυσό Άργους, Ληξουρίου, Κρήτης, δεν ξέρω. Άπλωσες το χέρι να γίνεις κλαδί φορτωμένο κι εσύ και τότε… Χιλιάδες «κονσερβαρισμένοι ήλιοι», όπως μου είχε πει ότι δήλωσε η γεροντολόγος Ασλάν, κατρακύλησαν και κάλυψαν την πλατεία. Ένα υπέροχο φως, γλυκό, της ζωής, πλημμύρισε το χώρο. Αντανάκλαση του πλούτου της γης μας. Μια γλυκιά ζέστη αλκυονίδας μέρας, μας τύλιξε όλους, ζωντανούς, νεκρούς, η ευφορία της συνάντησης. Παιδιά τρέξαν κι εμείς ανάμεσά τους. Τα ολοστρόγγυλα μυρωδάτα δώρα μπερδευόταν στα πόδια και στις ψυχές μας.
Σου άπλωσε το χέρι και σαν στη στιγμή της δημιουργίας αγγίξατε τον ομφαλό του.
Πώς έγινε και συνάντηση μαζί του κάναμε. Τόσα χρόνια στα όνειρα τον αποζητώ. Τόσο αφόρητη η απουσία του. Ένα, ένα τόσο μικρό όνειρο ήθελα.
Και να το, ήρθε. «Η καινούργια εφαρμογή του Steve σου επιτρέπει να βρεις το όνειρο, να μπεις σ’ αυτό, να το προσαρμόσεις, να το αλλάξεις. Είναι διαδραστική η διαδικασία της εφαρμογής», είπες και χάθηκες.
Όνειρο στο όνειρο, αναρωτήθηκα, αναζητώντας την εκπλήρωση της επιθυμίας στις εφαρμογές του iPad.
Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013
Διάφορες πραγματικότητες…συνέχεια
… Παλιό, αλλά επίκαιρο παρόλο που η «οικοδομή» σταμάτησε
Ιανουάριος 1999
Τα πρωινά αυτού του κρύου χειμώνα που δε λέει να κάνει διάλειμμα συναντάω τους εργάτες. Η οικοδομή ψηλώνει κι αυτοί με κόκκινα χέρια και άδεια μάτια κινούνται.
Τι να κοιτάξουν; Εμένα, εσένα, να σε δουν και να ξεφυτρώσει η διαφορά; Όλοι είμαστε ίσοι, λένε. Ε, δεν είμαστε!
Άλλο τώρα, που να για να δικαιολογήσω τους 23 °C του γραφείου μου επικαλούμαι την εξυπνάδα μου και την επιμέλεια, τη συνέπεια κι επιμονή μου.
Μόνο που τώρα πάει κι αυτό. Με τόσους ξένους εργάτες… Κι αυτός είχε εξυπνάδα κι επιμέλεια, και πτυχίο πήρε, και καταχωρήθηκε σε επιμελητήριο. Όμως ποιο; Εδώ είναι η διαφορά, ποιο και πού, σε ποιον τόπο; Ο τόπος καταγωγής; Αυτός φταίει.
Έχουν φτώχεια εκεί, πεινάνε! Εμείς όχι. Δεν ήταν πατρίδα τους, ήρθαν στη δική μας και τους χάρισε τη θέση των εκλεκτών της καρδιάς. Στους -2 °C, στο γιαπί. Έξω με το πτυχίο στην τσέπη, τα όνειρα στην μπετονιέρα να χαθούν και τα μάτια να αδειάσουν. Μάταια ζητούν μια απάντηση στο κρύο.
Ο χειμώνας δεν είναι ίδιος για όλους και το σίγουρο ούτε τα πρωινά.
Η μέρα δεν είναι γενναιόδωρη με όλους και με κάποιους είναι ιδιαίτερα φειδωλή.
Λέγε-λέγε για ισότητα και ίσες ευκαιρίες θα το πιστέψουμε και θα ξεχαστούμε στη βολή του μοναδικού κι ανεπανάληπτου εγώ μας.
Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013
Διάφορες πραγματικότητες…συνέχεια
Αθήνα, Ιανουάριος 2013, κάπου στο Μοναστηράκι.
Η επιγραφή «ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΕΜΠΟΡΟΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ Α.Ε.» του ’60 έδωσε τη θέση της στο «ΑΤΕΛΙΕ» της Φρίντας του ’80.
Αυτή η «Εμποροεισαγωγική» την έστειλε στο Παρίσι για σπουδές κι αυτή υποχώρησε για να φιλοξενήσει στο χώρο της το ατελιέ. Έβαλαν το χεράκι τους μάστορες και μαστοράκια, διακοσμητές και σύμβουλοι με το αζημίωτο. Πήρε ένα εξάμηνο και κόστισε ένα νέο διαμέρισμα στο Ν. Ηράκλειο, όπως σχολίασε ο μπαμπάς, δηλώνοντας έτσι και τη δυσαρέσκειά του στις επιλογές και πράξεις συζύγου και μοναχοκόρης. Τι τον ένοιαζε; Αυτός έκλεισε τον κύκλο του. Τώρα τα νιάτα έχουν προτεραιότητα και τα όνειρά τους.
Διαμορφώθηκε και η είσοδος. Το κτίριο, από μόνο του δημιουργούσε ευρύχωρη εσοχή, που καλλωπίστηκε, φυτεύτηκε για να προσδώσει αίγλη οίκου στο ατελιέ του 1ου ορόφου. Ένας από τους «τζιτζιφιόγκους» φίλους της Φρίντας έφερε κι ένα μικρό γλυπτό αγγελάκι, να καμαρώνει μέσα στο λιλιπούτειο σιντριβάνι. Έγιναν λαμπρά εγκαίνια, γράφτηκε το όνομα «Φρίντα Σακελλαρίου» σε όλες τις δημοφιλείς και πολυαναγνωσμένες κοσμικές στήλες των Αθηνών, ακόμη και της συμπρωτεύουσας. Ευοίωνο ξεκίνημα!
Το 4οροφο κτίριο επισκέφτηκαν για μια 20ετία όλες οι καλές κυρίες κι αβρές δεσποσύνες των Αθηνών, περιχώρων κι αυτής ακόμη της επαρχίας. Η Φρίντα πηγαινοερχόταν με δαντέλες και υφάσματα στην Ευρώπη, φέρνοντας πολύχρωμα μετάξια Ασίας, βαμβακερά της Κένυας, πετράδια της Λατινικής Αμερικής. Η επιχείρηση ευημερούσα, η γκρίνια του μπαμπά Σακελλαρίου υποχώρησε μπροστά στους νέους καιρούς και τις νέες προτεραιότητες που μια Ελλάδα, νέα, υιοθετούσε, σπαταλούσε, κορόιδευε τον εαυτό της και τους άλλους στην προσπάθεια να μοιάσει τους εταίρους της. Αυτό απαιτούσε θυσίες και κάποια στιγμή ήρθε δυσανεξία στην αγορά, οι κυρίες αραίωσαν, το διαδίκτυο έφερε άλλες αγορές κοντά, όπως της Κίνας, αντιγραφές haute couture από τις του πλανήτη για όλα τα πορτοφόλια.
Θα ήταν μικρό το κακό αν όλα σταματούσαν εκεί.
Μια Δευτέρα η Φρίντα αγουροξυπνημένη, δύσθυμη, με δυο-τρεις ακάλυπτες επιταγές, χωρίς καφέ, πηγαίνοντας να ανοίξει τον είδε. Ένας σωρός από βρώμικα ρούχα δίπλα στην είσοδο, στην εσοχή. Κάτω από τον σωρό ένας μεσήλικας κοιμόταν, δίπλα του ένας σκύλος.
Ταράχτηκε, αλλά την έπιασε το ψυχοπονιάρικό της, του έφερε γάλα κακάο μαζί με το κρουασάν και το cappuccino της.
Ακολούθησαν κι άλλες Δευτέρες, κι άλλες διαμαρτυρημένες επιταγές, ο καφές έγινε ελληνικό, έκοψε το cappuccino και το γάλα κακάο κι αύξησε τα τσιγάρα της. Αναδουλειά, απραξία, άγχος. Όλα αυξημένα. Αυξητικός κι ο αριθμός των φιλοξενούμενων αστέγων στην εσοχή. Αυξητική κι η βρωμιά κι η δυσωδία. Όλοι οι ένοικοι ανήσυχοι και προβληματισμένοι. Για να εισέλθεις το πρωί δρασκελούσες εμπόδια.
Απόφαση έλαβαν κι έκλεισαν την εσοχή με κιγκλίδωμα αισθητικά αποδεκτό. Μια προσπάθεια να προστατευθεί η εικόνα του κτιρίου, των γραφείων, μια προσπάθεια αναβάθμισης του περιβάλλοντος χώρου, μικρή συμβολή μη και βελτιωθεί και η πορεία των επιχειρήσεων.
Δευτέρες συμβαίνουν όλα. Μια τέτοια Δευτέρα, μήνυση από την Πολεοδομία Αττικής για το παράνομο φράξιμο της εσοχής έφθασε. Έκπληξη, θυμός, αγανάκτηση, διαμαρτυρία, δικηγόροι, αποκατάσταση της αλήθειας και δικαιολόγηση της ενέργειας. Ευτυχώς σύμπνοια από τους υπόλοιπους ενοίκους. Πώς να παραγγείλεις νυφικό από μετάξι όταν δρασκελίζεις ανθρώπους που κοιμούνται στο τσιμέντο, μες στη βροχή και το αγιάζι; Βουλιάζει η επιχείρηση, η ανθρωπιά, η συμπόνια, ο οίκτος, η φιλανθρωπία. Αυξάνει το αδιέξοδο. Τα πηγαινέλα σε Πολεοδομία και Δικαστήρια συνδράμουν θυμός, παράπονο, διαμαρτυρία, καταγγελία, διεκδίκηση του δίκιου. Θυμάται ο άνθρωπος την τάξη, την ανυπαρξία κοινωνικής πρόνοιας, την απουσία κράτους Δικαίου, το ότι ξέχασε εν το «επιχειρείν» το νοιάζομαι για τη χώρα μου, για το πώς ασκείται η εξουσία, που εκχωρήσαμε το κράτος πρόνοιας, τα σύνορα της χώρας, πώς αδιαφορήσαμε για τους άλλους, εμάς και το μέλλον μας.
Η πίκρα εγκαταστάθηκε στην καρδιά της Φρίντας. Έχασε την όρεξή της, δεν της έλεγε τίποτα το «δημιουργείν», χάθηκε η έμπνευση. Παροτρύνσεις και συμβουλές να αγνοήσει το θέμα, να αλλάξει γειτονιά, να ξεχαστεί για λίγο, να ταξιδέψει, να διακόψει προσωρινά. Ο καιρός κυλούσε μέχρι που δάκρυα κύλησαν μπροστά στο αδιέξοδο.
Δευτέρα το νέο χτύπημα. Χαρτιά στο περίτεχνο κιγκλίδωμα. «Ξενοφοβική», «Ρατσίστρια», «Πουλημένη», «Απάνθρωπη», «Μίζερη». Πελαγωμένη κοιτάζει μια το ένα και μια το άλλο. Αρχίζει με θυμό να τα μαζεύει. Εγώ; Εγώ είμαι αυτή; Παρεξήγηση. Τι ήθελα; Το δικαίωμα να πηγαίνω στο χώρο μου. Αυτόν που πληρώνω, συντηρώ, φροντίζω, εκεί που δημιουργώ. Με ρώτησαν; Γιατί δεν τους παίρνουν σπίτι τους; Είναι όλοι το ίδιο; Τι κάναν αυτοί για να μην υπάρχουν άστεγοι; Ποιος είναι ένοχος; Εγώ, αυτοί ή οι άλλοι; Πώς φτάσαμε μέχρι εδώ; Πού είμαι; Να φύγω; Να πάω πού; Ένοχη; Σίγουρη; Τίποτα δεν είναι όπως πριν. Χαμένη στο εγώ, εμείς κι αυτοί. Ο κύριος του 4ου πίσω της, της αγγίζει τον ώμο και της ψιθυρίζει στο αυτί.
«Ο πλανόδιος που τους πουλούσε λαθραία, φθηνά τσιγάρα και μικροπράγματα. Αυτός. Αυτός είναι ο υποκινητής. Το συμφέρον. Το μικροσυμφέρον του ο ένοχος. Καταγγείλτε τον.»
Αυτή; Οι άλλοι των τριών ορόφων, συμπεριλαμβανομένου του ομιλούντα, πού είναι; Μαζί το αποφασίσαμε.
Ένας-ένας διαφεύγει της ευθύνης, ξεγλιστράει από τη μομφή, την ενοχή, τη συλλογική μας ευθύνη.