Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Διάφορες Πραγματικότητες - συνέχεια...

Περιστατικό 9

Σχολείο της πόλης, μάθημα δημιουργικής απασχόλησης.
Μαύρα, ξανθά, καστανά κεφαλάκια. Λαμπερά μάτια, κόκκινα παρ όλο το κρύο μάγουλα, φωνές, κάπου-κάπου ξεχωρίζουν οι λέξεις, κουνιούνται, σπρώχνονται, γελούν, παλεύουν, τρέχουν, αρπάζουν, διαμαρτύρονται με την είσοδο μου, πάνε να βρουν την θέση τους, ή έτσι νόμιζα. Κάποιες θέσεις διεκδικούνται από πολλούς και πολλές.
Ηλικίες διάφορες, από πέντε έως οκτώ.
Η ομορφιά άφθονη. Εγώ αδυνατώ να συγκεντρωθώ σε ένα πρόσωπο, μια σειρά. Αεικίνητα πλάσματα κι η προσοχή μου ακολουθεί τον ρυθμό τους.
Χαρτιά και χρώματα απλώνονται και χεράκια κρινάτα, μαυριδερά, παχουλά κι αδύνατα απλώνονται και με ικανοποίηση αιχμαλωτίζουν κραγιόνια και χαρτόνια, ψαλίδια και κόλλες.
Ένα πλάσμα απ'αυτά τ’αγγελικά πλασμένα, με σουφρωμένα χειλάκια, υγρά μάτια, αδρανεί απρόθυμα στο καρεκλάκι.
Εκτιμώντας τη στάση διακριτικότητας τής προτείνω τα απαιτούμενα της δημιουργίας.
Εξακολουθεί να μην απλώνει το χέρι, να πληθαίνουν τα δάκρυα και να σφίγγει περισσότερο τα κερασένια χείλη.
- Δεν θα κάνεις κάρτα;
- Όχι
- Γιατί;
- Δεν μπορούμε να πληρώσουμε, είπε ο μπαμπάς.
- Μα δεν θα πληρώσεις, δεν θα πληρώσει κανένας. Είναι δικά μου, τα έφερα για να δημιουργήσουμε μαζί, να περιμένουμε τα Χριστούγεννα φτιάχνοντας τις δικές μας εικόνες.
- Κι αν, όταν τελειώσει το μάθημα, αν μου ζητήσεις τα λεφτά; Δεν θα έχω ούτε τότε.
Ποιος σου είπε, ψυχή μου, ότι για όλα πληρώνεις; Ποιος ράγισε την ευθραστότητά σου;
Ποιος σε όπλισε απέναντι μου; Ποιος έκλεψε την χαρά της προσφοράς; Ποιος
κλόνισε την εμπιστοσύνη σου πριν μάθεις τι σημαίνει η λέξη;
Αυτόν θέλω απέναντι σου, ν'αντικρίσει το πέπλο που κάλυψε την καθαρότητα του βλέμματός σου. Θα τ’ αντέξει;
Εγώ όχι.

Περιστατικό 10

Στην άκρη της αίθουσας αντράκι ξανθό άπραγο, με το ένα χέρι στηρίζει το σγουρόμαλλο κεφάλι του, ενώ το άλλο, το δεξί, αμήχανα απασχολείται στο θρανίο επάνω. Αδιάφορος για την δημιουργικότητα των άλλων, τα πειράγματα, τους διαπληκτισμούς. Τον παρατηρώ και δεν τον νοιάζει. Συναντάει το βλέμμα μου και αδιαφορεί. Έχει βαρύ φορτίο στις λιλιπούτειες πλάτες του για να θορυβηθεί με το βλέμμα. Παρέμεινε αδιάφορος κι αμέτοχος ακόμη κι όταν χτύπησε στις πεντέμισι η καμπάνα του εσπερινού κι όλα μαζί σταμάτησαν τα πάντα για να σταυροκοπηθούν. Σαν κουρντισμένα κουκλάκια.
Αυτός, σκοτεινιασμένος κι απαθής. Τίποτα δεν συγκρινόταν με το θέμα που τον απασχολούσε. Τίποτα δεν άξιζε την προσοχή του.
Η δική μου όμως απαίτησε να τον πλησιάσω, να τον δελεάσω με χρυσόσκονη και φανταχτερά φύλλα χαρτιού. Παρέμεινε αδιάφορος.
- Τι απασχολεί τον Κωνσταντίνο; ρώτησα, υποτιμώντας το φορτίο του, αγνοώντας τις αγωνίες της παιδικής ψυχής.
Ξερό, «τίποτα».
Επέμενα και ξαναρώτησα,
- Δεν θέλεις να το συζητήσουμε; Δεν θέλεις να το μοιρασθούμε;
Στο «εγώ που σε νοιάζομαι» ξέσπασε στα κλάματα.
- Είμαι πολύ λυπημένος και θυμωμένος. Σήμερα το πρωί ο μπαμπάς χτύπησε την μαμά μου.
- Δεν μπορεί! Θα παρεξήγησες, θα νόμιζες.
- Δεν είμαι χαζός, την χτύπησε.
- Αδύνατον.
- Κι όμως, την είδα που πήγε μέσα κι έκλαιγε.
- Ίσως έγινε λάθος, ίσως μόνο μάλωσαν, θα δεις όταν γυρίσεις, θα μιλήσεις με την μαμά.
- Είμαι σίγουρος! Τώρα στεναχωριέμαι, γιατί άμα γύρισε και τη δείρει ξανά ποιος θα την βοηθήσει; Η μαμά είπε να μείνω εδώ. Όμως, εγώ, άμα μεγαλώσω, θα τον δείρω. Θα του δώσω μια γροθιά κι ας είναι και μπαμπάς μου. Να μάθει.
Ιππότη μου γενναίε, πληγωμένο μου σπουργίτι, πως να αντιπαλεύσεις την βαρβαρότητα; Δεν είσαι καν ο Δαυίδ κι αυτός νομίζει πως είναι ο Γολιάθ. Άνισος αγώνας.
Στην βία είμαστε όλοι γυμνοί. Δεν φθάνει η αγάπη να καλύψει τις πληγές της αλλά ούτε και γίνεται σφεντόνα να την ακινητοποιήσει.

Περιστατικό 11

- Κλείστε τα μάτια και ζωγραφίστε κάτι που σας έκανε χαρούμενους.
- Γενέθλια;
- Δώρο;
- Κινητό;
- Playstation;
- Τον αγώνα του Παναθηναϊκού;
- Ό,τι θέλετε!
Πυρετωδώς η ομάδα επί του έργου.
Ανταλλάσσονται υλικά ψαλίδια κόλλες, μαρκαδόροι, κερομπογιές, υδροχρώματα.
Αποτυπώνεται η χαρά, σκέφθηκα.
Αμόλυντα μυαλά, αχάρακτες συνειδήσεις, αψεγάδιαστες οι φτερούγες της ελπίδας, απεγκλωβισμένα 'θέλω'. Πόσο γήινες οι απαιτήσεις; Θα φανεί.
Πρόθυμα, ακούραστα, τιτιβίζοντας, η ώρα κυλά.
Κλέβω εικόνες από δω κι από κει, μαντεύω περιεχόμενα, βάζω στοίχημα για το ποια θα είναι η έκπληξη. Πόσο ίδια, πόσο διαφορετικά τα σημάδια της χαράς;
Πότε η επιθυμία μας αλλάζει; Πότε η χαρά θέλει πολλά για να γεννηθεί; Που αφήσαμε την σαφή πηγή εκπόρευσης της;
Πού και πότε γίναμε περίπλοκοι;
Η κλεψύδρα άδειασε και οι καλλιτέχνες έκαναν πίσω για να δω τα έργα.
Χτυπούσαν οι καρδιές μας κι ακουγόταν. Τα μάτια γύρους κάναν να δουν, να συγκρίνουν, να ικανοποιηθούν.
Γέμισε η αίθουσα δώρα και χαρές. Ό,τι ευχήθηκαν κι ό,τι πήραν. Στολίστηκε η αίθουσα από τα πραγματοποιημένα όνειρα. Άλλα αναγνωρίσιμα κι άλλα την επεξήγηση του δημιουργού απαιτούν.
- Να, εδώ η οθόνη!
- Έτσι είναι το ποδήλατό μου, κόκκινο, με μικρές ρόδες.
- Είχε και την χιονάτη η τούρτα μου.
- Το καινούργιο αυτοκίνητό μας, θα το οδηγήσω, είπε ο μπαμπάς.
- Ο αδελφός μου! Το καλοκαίρι γεννήθηκε.
- Εσύ Πέτρο; Τι ζωγράφισες;
Στα χέρια μου κρατούσα ένα νέο πρόσωπο το μισό χυμένο σα λιωμένο παγωτό και το άλλο φιλοξενούσε ένα μισό χαμόγελο που κατά πάνω πήγαινε.
Ο τετράχρονος Bacon, με σοβαρό ύφος, εξηγούσε πως χάρηκε που ένας κακός άνθρωπος έγινε καλός, αλλά «δεν πρέπει να μας πει ποιος».
Μας φθάνει που έστω κι ένας το αποφάσισε. Μας φθάνει που εσύ το είδες. Μας φθάνει που η «προς Εικόνα Σου» πορεία κάποιου μακρινού η εκ του περιβάλλοντός σου σε χαροποίησε.
Να την η έκπληξη!
Κι εγώ που νόμιζα ότι ο κόσμος στερεύει...

Περιστατικό 12

Εχθές στο μανάβικο μπήκε μια τσιγγάνα απροσδιορίστου ηλικίας, μικροκαμωμένη, κοκαλιάρα, χωρίς δόντια, με περιδέραιο 'βασιλικό', παντόφλες καλοκαιρινές και ζιλεδάκι σιέλ. Η ίδια κατάμαυρη από απλυσιά, ή γενετική καταβολή. Στ' αυτιά αστράφτανε κρεμαστά σκουλαρίκια και φώτιζαν το πρόσωπο. Τα μάτια της λαμπερά, βλέμμα ζεστό, ταιριασμένο με χαμόγελο γλυκό.
Διαλέγει και παίρνει δυο κυδώνια, είναι χαρούμενη πολύ και λέει:
- Αχ τι ωραία που τα βρήκα, μέρες τα έψαχνα. Τα ζήτησε η νύφη, περιμένει γκζάνι.
Βγάζει από την βράκα της πορτοφολάκι και μετράει 40 λεπτά.
- Ακριβά, αλλά μπερεκέτι!

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Διάφορες πραγματικότητες… Ολιγαρκής.

Περιστατικό 8.

Μικρόσωμος με το μπαστούνι του μπήκε κατά τις 11 στο μανάβικο. Ζήτησε να του φέρουν ένα καρπούζι. Δύσκολα το φέρνεις απ´ έξω μέσα χωρίς σακούλα, ή που να στηριχτείς και να το βάλεις στη σακούλα, ή κάποια άλλη εκδοχή του «ζητάω να μου φέρουν ένα καλό καρπούζι απ´ έξω». Το ζύγισαν, το ‘βάλαν στη σακούλα και το άφησαν στον πάγκο.
-Πόσο ο παράς;
-Ένα ευρώ και είκοσι λεπτά.
Έβγαλε το πορτοφολάκι από την τσέπη, αφού πρώτα ακούμπησε το μπαστούνι στον πάγκο. Πήρε τα κέρματα και δίνοντας τα στην μανάβισσα είπε:
«Τι ψυχή έχουν ένα ευρώ και είκοσι λεπτά μπρος στον κόπο; Τους βαρέθηκα στο καφενείο. Γκρίνια, γκρίνια! Αν δεν είσαι γεωργός δεν καταλαβαίνεις. Πόλεμο με τον καιρό κάνεις. Με το που ξημερώνει τρέχεις έξω να δεις με ποιά γυναίκα κοιμήθηκε. Μια μάχη που κρατά από σοδειά σε σοδειά και φτου απ’ την αρχή. Τώρα έχει και φάρμακα και δελτία καιρού, για τον αγρότη ειδικά. Αλλά μέχρι το τέλος σε τρώει η αγωνία. Το παίρνεις ένα μικρό σποράκι, το κάνεις φυντανάκι, το φροντίζεις, το ποτίζεις, παρακολουθείς τον καιρό, το περιμένεις, το κάνεις κεφαλάκι μικρού παιδιού. Πας γεμάτος χαρά στην κυρά σου και καυχιέσαι. «Καλά θα πάμε φέτος.» Γέμισε το μποστάνι κεφαλάκια πράσινα. Πιάνει ένα χαλάζι, πάνε όλα κατα διαόλου λίγο πριν το τέλος. Λίγο πριν την γλύκα. Χάθηκαν όλα! Τι να πει αυτός ο αγρότης;
Ο άλλος το χαβά του. Πρωί απόγευμα η ίδια κασέτα. Βουλιάζουμε, θα πεινάσουμε. Τόσο το χαράτσι, τόσο η ΔΕΗ. Σταματούν για λίγο να χαζέψουν τις περαστικές, τις μισόγυμνες, τις ελαφρόμυαλες δηλαδή αντί να πουν, τι είχαμε, τι χάσαμε; Σάρκα στα χέρια μας, ευχαρίστηση στην ψυχή μας, μείναμε να ξερογλείφουμε και να γκρινιάζουμε για το χαράτσι με χίλια ευρώ σύνταξη. Ξεκούραστα λεφτά. Όλοι Ωνάσηδες να γίνουν και χωρίς κόπο. Γερνάς και πικραίνεσαι. Όλα σε φταίνε. Τα πονίδια, η μοναξιά, οι αλλαγές σταματημό δεν έχουν. Όλο πίσω κοιτάς τι έκανες, τι δεν έκανες. Σου φταίνε όλα και όλοι. Πες, άλλο σε πειράζει, ρε φίλε. Που κάποτε ήσουν καβαλάρης και τώρα ξεπέζεψες. Πες Δόξα τω Θεώ που ξημέρωσες και είπες καλημέρα! Τους βαρέθηκα!»
Στην ερώτηση πόση σύνταξη παίρνει, μου απαντά 479 ευρώ.
«Μου φτάνει και περισσεύει γι αυτό που μπορώ και μου επιτρέπεται.»

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

O Φούρνος


Σάββατο πρωί στο φούρνο.
-Ένα πλάκας.
-Δυό κουλούρια.
-Όχι το μεσαίο, δεν μας αρέσει η κόρα.
-Με προζύμι.
-Ανάμεικτο.
-Καλημέρα, τα συνηθισμένα.
-Τα συγχαρητήρια κιόλας! Που πέρασε;
-ΤΕΙ Σερρών.
-Μπράβο. Όλα καλά, δουλειά να βρουν. Με τα πτυχία στα χέρια κάθονται. Να πάει με το καλό, νά τελειώσει. Τώρα θα δουλεύεις διπλά. Λεφτά; Με το τσουβάλι. 'Δωρεάν εκπαίδευση' σου λένε.
-Το ξέρω. Έχω κι άλλες δύο. Η μία τελείωσε κιόλας και η άλλη τώρα τελειώνει. Ναι, αυτή είναι η τρίτη. Δεν έχω καθήσει εδώ και οχτώ χρόνια. Ο φούρνος θέλει ώρες, ξενύχτι. Προχτές κοιμήθηκα στην τουαλέτα με τσιγάρο αναμμένο και καφέ στο χέρι. Καλά κι αν χυνώταν ο καφές, θα παίρναμε φωτιά απ' το τσιγάροόμως. Τα κορίτσια; Που να βοηθήσουν. Ψόφησαν στο διάβασμα, θέλουν να ξεσκάσουν και λίγο.
-Για όλα φταίει η δημοκρατία. Ούτε τα παιδιά μας δεν ορίζουμε. Που να φέρω εκείνα τα χρόνια αντίρρηση στο πάπα μου. Ο λόγος του διαταγή. Σήμερα η νεολαία κακόμαθε. Λούσα και διασκέδαση. Άνδρες, γυναίκες γίναν ένα. Ξενύχτια, μόδες, συνήθειες.
-Εσύ τρέχεις να προλάβεις τις επιθυμίες, μην και αρνούμενος να ικανοποιήσεις τα 'θέλω' του παιδιού σου αυτό 'κακοπερπατήσει' κι αναζητήσει τους κοθόρνους, τα ψηλοτάκουνα, αλλού.
-Άσε, τα βλέπω βράδυ που έρχονται σαν ψόφια στο ταξί να κουτσαίνουν. Ψόφια απ' την διασκέδαση. Με το που θα μπουν στο όχημα βγάζουν και τα παπούτσια. «Τα ποδαράκια μου», σου λένε. «Θα σακατευτούν μέσες και γόνατα», μου έλεγε πελάτης γιατρός. Τι το θες, κορίτσι μου, τόσο ύψος; Μια κούκλα είσαι και χωρίς αυτά, άσε που τα πλήρωσες μια κατοστάρα, το λιγότερο. Θα μου πεις, κάποιος μπαμπάς σαν και μένα τα πλήρωσε. Για τρακοσια μέτρα παίρνουν ταξί. Μα και τ’ αγόρια δεν πάνε παρακάτω. Το παντελόνι με το ζόρι στέκεται στον κ.λο τους!
-Αυτό δεν είναι τίποτα. Εγώ να δεις τι έπαθα. Έφερε η μεγάλη μου το αμόρε της, Άγγελο το λένε, να τον γνωρίσουμε. Μας λέει, «απο 'δώ ο Άγγελος». Σηκώνω τα μάτια, τι να δω; Μαλλί καρφάκι, άρωμα να λιγοθυμάς, ο γιακάς απ' το μπλουζάκι όρθιος. Κάνω να του τον κατεβάσω. Δεν θα το πρόσεξε από την ταραχή που θα μας συναντούσε, σκέφθηκα. «Όχι, αφήστε», μου λέει, «έτσι είναι η μόδα». Τι μόδα ρε φίλε; στα ρεύματα θα καθίσεις; «Να ‘ρθείτε αύριο για φαγητό», τους προτείνω. «Όχι», απαντούν. «Ο Άγγελος δεν μπορεί, έχει αισθητικό». «Ποιός έχει αισθητικό; Εσύ, και θά 'ρθει κι ο Άγγελος μαζί;» «Όχι καλέ, ο Άγγελος έχει, θα κάνει αποτρίχωση!» Μπρε, ούστ απο 'δώ! Ποιά αποτρίχωση, ρε; Κρίμα που είμαι πατέρας και δεν μπορώ να μιλήσω. Πάνε στην μάνα σου κορίτσι μου να σου πει δυό λόγια για μας τους άνδρες. Άκου 'αποτρίχωση'! Το λένε και δεν ιδρώνει η πέτσα τους, γαμ..ο.
«Έλα Άγγελε», του λέω, «στο φούρνο». Το χειρίσθηκα διπλωματικά, όχι δημοκρατικά. Έλα να βοηθήσεις στο φούρνο. Άνεργος, μαθηματικός σπούδασε ο Άγγελος. Γιατί να παίρνουμε ξένο άτομο; Έλα, και το πρωί, μετά απ' το ξεφούρνισμα, όταν θα σέρνεσαι απ' τη ζέστη, την ορθοστασία, κι από τη νύστα, να δούμε τότε ποιός θα 'χει όρεξη να πηγαίνει στην αισθητικό. Άκου αποτρίχωση! Τι άλλο θ’ ακούσουμε πάλι;
-Η δημοκρατία και η ελευθερία έχουν όρια και κανόνες. Εκτός από δικαιώματα έχουν και υποχρεώσεις. Εγώ έτσι έμαθα. Έτσι ξέρω.
-Ξεχάσαμε και την άλλη καλή λέξη: 'Υπομονή'.
Ετσι είπε ο ταξιτζής, πήρε τα ψωμιά και το ταξί και πήγε να παραδώσει τα πρώτα στην σύζυγο, το δεύτερο στον αντικαταστάτη του.
Ο φούρναρης άφησε την δροσιά του πωλητηρίου και μπήκε στο εργαστήριο, χωρίς κλιματιστικό, ‘αντενδείκνυται’ για την ζύμωση, ισχυρίζονται οι ειδικοί. «Υπομονή μέχρι να δροσίσει», λέω εγώ.
Φόρεσε τον σκούφο του, διόρθωσε τον γιακά της ρόμπας του, κάτι σκέφθηκε, μειδίασε κι άρχισε το ξεφούρνισμα.

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Σαρίκας, ο Κωστάκης.



Αύγουστος μεσημέρι, ουζάκι και καλή παρέα σημαίνει διακοπές, καταλαβαίνεις Ελλάδα. Αν είναι δε να βρεθείς δίπλα στο κύμα, ακόμη καλύτερα. Συνήθως όμως την ποιότητα την βρίσκεις χωρίς την θέα.
Ένα τέτοιο στέκι είναι κι ο Σαρίκας. Χαρίζει απόλαυση χειμώνα-καλοκαίρι σε μας, τους φιλοξενούμενους μας και τους επισκέπτες.
Από πατέρα σε γιό, σταθερή, αξεπέραστη, αναλοίωτη απ' το χρόνο ποιότητα. Μας φιλοξένησε και μας ευχαρίστησε αρχικά στον πεζόδρομο του Ταχυδρομείου και αργότερα στην Μιαούλη. Έχει ψυχή και όχι πολυτέλεια. Στέκι καθημερινό και προσιτό, χωρίς ακρίβεια. Τους χωράει όλους, μεγαλογιατρούς και δικηγόρους, φοιτητές, περαστικούς, εκδρομείς ΚΑΠΗ, ενώ πρόσφατα προστέθηκαν Ρώσοι, Βούλγαροι, Τούρκοι και κεντροευρωπαίοι.
Η φήμη του απλώνεται, κι ένα δείγμα της ήταν οι ποδηλάτες που συνάντησα την άνοιξη, από την Τουρκία. Ιδρωμένοι, σπασμένα αγγλικά, με ένα χαρτάκι στο χέρι, αναζητούσαν τον Σαρίκα. Αναζητούσαν αυτό που κάποιος, θέλοντας να μοιρασθεί την ευχαρίστηση που έλαβε κάποτε, τους τον πρότεινε.
Αυτή η ευχαρίστηση έφερε εμάς και τους άλλους, των διπλανών τραπεζιών, στο στέκι του εκείνο το Αυγουστιάτικο μεσημέρι. Βρεθήκαμε μαζί, μια οικογενειακή τριάδα εμείς, κάποιοι φωνάσκοντες νταήδες, περαστικοί για την Σαμοθράκη, εκλεπτυσμένες κυρίες, μεροκαματιάρηδες μετά το 8ωρο. Άλλοι να δροσιστούν, κάποιοι να ‘βρέξουν’ το λαρύγγι, να χαλαρώσουν, να αφήσουν χώρο για τα συναισθήματα, να ξεχάσουν, να χαρεί γεύση και ψυχή, να ενώσουν βλέμματα τσουγκρίζοντας, να ευχηθούν, να κατευοδώσουν, να αποχωρισθούν, να τιμήσουν τη καλή υγεία, να πιουν και να ξεχάσουν, να πνίξουν τον καημό. Χαιρόμασθε για την υγεία μας με την αισιοδοξία που μόνο το καλοκαίρι απλόχερα χαρίζει.
Τραπέζια αδειάζουν καθώς η ώρα κυλά, αλλά και ξαναγεμίζουν πάλι.
Οι παραγγελίες πάνε κι έρχονται, τα κινητά κουδουνίζουν, οι Έλληνες συνομιλούν εντόνως κι αδιάκριτα, επαναλαμβάνοντας την αδικία που έχουν υποστεί ως άτομα και ως έθνος. Άλλοι απολαμβάνουν την οικογενειακή συνεύρεση, αναπολούν παλαιότερες  στιγμές. Κάποιοι διαπληκτίζονται, άλλοι φλερτάρουν. Όλοι όμως, πάνω από μία πιατέλα.
Αυτή η πιατέλα έκανε τον αφέντη της ‘γνωστό’, αλλά το ‘πλούσιος’ με ερωτηματικό. Μια πιατέλα γεμάτη από ταπεινά πεντανόστιμα θαλασσινά, γεμιστά καλαμαράκια, πατάτες φούρνου, σαλάτα σταθερής βάσης, όπου προστίθενται και αφαιρούνται λαχανικά κατά εποχή, συνοδευόμενα από αλκοόλ κατά βούληση. Η χρέωση κατά άτομο. Κάθε επιπλέον ποτηράκι, έξτρα χρέωση. Η τιμή ξεκίνησε από δραχμή, έγινε τώρα ευρώ και ταιριάζει τις τσέπες όλων. Το πρόσφατο διεθνές πελατολόγιο δεν επηρέασε τις τιμές.
Στη σκηνή εισήλθαν σχεδόν ταυτόχρονα δύο παρέες ξένων. Για λίγο τους περιεργασθήκαμε, αναπόφευκτο λόγω εγγύτητας.
Κάθησαν διστακτικά, αμήχανα, αμφιβάλοντας για την επιλογή τους. Οι διάλογοι που ακολούθησαν προσδιόρισαν την καταγωγή: Βούλγαροι και Ολλανδοί.
Η δυσκολία της παραγγελίας απέσπασε εκ νέου την προσοχή.
Πήγε-ήρθε ο Κωστάκης. Η έλλειψη κοινής γλώσσας και οι άλλες διατροφικές συνήθειες, η αιτία. Έτσι νομίσαμε. Γράφτηκε κάτι στο χάρτινο τραπεζομάντηλο, έδειξαν κάτι άλλο στα διπλανά τραπέζια, η παραγγελία τελικά έφτασε. Μία σαλάτα και μία μπύρα στους τρεις Ολλανδούς, μία σαλάτα με πατάτες φούρνου και δύο μπουκάλια Coca- Cola για τους  τέσσερεις Βούλγαρους.
Οι πρώτοι, ένα ανδρόγυνο κι ο 15χρονος κανακάρης τους, λεπτοί, γυμνασμένοι, κατακόκκινοι απ' τον ήλιο, χρυσαφένια μαλλιά, λιγομίλητοι, περίμεναν. Αυτά που ‘φώναζαν’ ήταν οι ταμπελίτσες πάνω τους, στα μπλουζάκια, στα ρολόγια τους, στα παπούτσια. Gant, Lacoste, Henry Cotton, Tag Heuer, Nike. Έπαιζαν τα δάχτυλα πάνω στο τραπέζι τους, άντεχαν τα βλέμματά μας, κρυφοκοίταζαν τις ποικιλίες στα γύρω τραπέζια. Οι άλλοι, Βαλκάνιοι. Μία άλλη εκδοχή, σκουρόχρωμοι, αγύμναστοι, ανώνυμη ενδυμασία, πιο κινητικοί, εκφραστικοί συνομιλούσαν όπως όλες οι οικογένειες του Νότου δυνατά, επιμένοντας ο καθένας στην άποψη του.
Καταβροχθίζαμε τα καλούδια μας και δεχόμασταν τα βλέμματα των γειτόνων. Ένοχοι εμείς για τα 33 ευρώ της υπερφορτωμένης παραγγελίας μας τριών ατόμων, απορημένοι ίσως αυτοί για το υπέρογκο ποσό εν καιρώ Ελληνικής κρίσης.
Απορήσαμε κι εμείς. Όταν τα ούζα τέλειωσαν, η γεύση και το στομάχι ικανοποιήθηκαν, το σώμα απλώθηκε, το βλέμμα αφέθηκε, το μυαλό άδειασε και η διάθεση χαλάρωσε. Ξάφνιασμα προκάλεσε η πολυτέλεια και μάλιστα διπλή. Πρώτα πέρασαν οι Ολλανδοί με το όχημα τους, ολοκαίνουργια BMW 525, ύστερα οι Βούλγαροι με ένα υπερμεγέθες jeep.
Διπλανός θαμών σε ‘τσακίρ’ κέφι σχολίασε: «τι κρίμα, η βενζίνη δεν άφησε τα παιδιά κάτι να ‘τσιμπήσουν’. Μείναν άφραγκοι και νηστικοί.»
-Ας τους κέρναγες, ρε Σταμάτη!
-Να μην τους προσβάλω, φοβήθηκα.
-Εμένα μου λες; Λουκούμι θα τους έρχονταν.
-Εις υγείαν το κορόιδο, δηλαδή.
-Έτσι  είναι ο Έλληνας! Κρίση-ξεκρίση, το τραπέζι του γεμάτο.
-Τι να την κάνεις την BMW ρε φίλε με άδειο στομάχι, αλλά να, με κάτι τέτοιους, φοβάμαι, ο Κωστάκης θα ‘σηκώσει μύτη’ και εμείς θ’αλλάξουμε στέκι.
Αλλάζουν και οι καιροί βέβαια...

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Παρά θίν’ αλός - Επεισόδιο 2ο

Βαθμοί 37°.
Παραλία γεμάτη ξαπλώστρες, η μια δίπλα στην άλλη, αντιηλιακά που μπερδεύονται και σε ζαλίζουν. Παρέες μεγάλες και χαλαρές, τσάντες, πετσέτες ακριβές και του telemarket, η δε φθήνεια του Jumbo βοήθησε να γεμίσει η άμμος κουβαδάκια και πλαστικά παιχνίδια, φτιαράκια, τσουγκράνες και άλλα.
Νεαροί μπαμπάδες, μετ’ απροθυμίας σηκώνονται, βρέχουν το κορμί τους, κακοήθης φίλος λέει «ανακουφίζονται», ρίχνουν ένα βλέμμα στο μικρό και ξαναπέφτουν στην ξαπλώστρα.
«Παναγιώτη, σου είπα συμμορφώσου. Λίτσα, θα βραχεί πάλι και με την άμμο στα πόδια, σας βλέπω νά ‘ρχεστε ποδαράτοι».
«Αλέξανδρε, βγες τώρα!»
«Έλα αγάπη μου, να σε βάλει η μαμά κρεμούλα. Ρε Γιάννη, παράγγειλε ένα φραπεδάκι να στανιάρω. Ε, ναι, χωρίς ζάχαρη. Πότε έβαλα; Μόλις εχθές δύο κουταλιές;! Υπερβολές!»
«Κορίτσια, που να σας τα λέω, εχθές χαμός στο Pico. Ήταν και η Αυγή. Η Αυγή του Μήτσου, καλέ. Με καινούριο look. Στης Αριάδνης, που αλλού; Ν’απορείς πως ‘βγαίνουν’. Πήγα κι εγώ, το πενηντάρικο δεν έφτασε. Μάπα το μαλλί. Άσε που ο Γιώργος ούτε το πρόσεξε. Του λέω, τα έβαψα!
-Μαύρα;
-Κόκκινα, καλέ.
-Τι;
-Τα μαλλιά.
-Α, είπα κι εγώ, απάντησε και γύρισε στο laptop. Κολλημένος.»
«Κουραστήκαμε φέτος, με τους παιδικούς, όλες τις ιώσεις περάσαμε. Μία ο ένας, μία ο άλλος. Από τις επτά στο πόδι. Ένα ταξιδάκι δεν θα με χαλούσε. Σαντορίνη, Μύκονος. Του το δήλωσα, του χρόνου δεν έχει. Μια Μύκονο, θα τη ‘χτυπήσουμε’. Πέντε χρόνια γάμος και δύο δεσμό, μία επταετία δηλαδή δεν κουνηθήκαμε. Τρέξιμο και κούραση. Πλύσιμο, σιδέρωμα, μαγείρεμα, εμβόλια… έλεος! Γερά να είναι τα χρυσά μου, ζωηρά, «κακομαθημένα» λέει ο Γιώργος.»
Άλλη λαλίστατη και χαμηλόφωνη...
«Ρε Κώστα, σήκω να δεις, γαμ..ο, που είναι τα παιδιά; Όλα από μένα τα περιμένεις;»
Ο Κώστας ξαπλωμένος, λαγοκοιμόταν και που και που απολάμβανε κανένα οφθαλμόλουτρο από τις διπλανές λιαζόμενες.
Παρόμοιοι διάλογοι διασταυρώνονταν και δημιουργούσαν σύγχρονη Βαβέλ. Με δυσκολία προσδιόριζες την πηγή, αφ’ ενός γιατί ήταν παρόμοιου περιεχομένου, αφ’ ετέρου ουδεμία διαφορά στην εκφορά των κοινότοπων εκφράσεων.
Έπρεπε να κρατώ τα προσχήματα και να παραμένω διακριτική.
Να συγκεντρωθώ στο περιοδικό… Για βιβλίο; Ούτε λόγος, δηλαδή αδύνατον!
Στην σκηνή εισέρχεται τρυφερή μανούλα. Πρώτα ακούσαμε την φωνή της να καλεί 17 φορές «Βαγγελάκη» το βλαστάρι της. Ακολούθησε η παρουσία της δίπλα στο κύμα. Θαυμάσαμε εγώ και κυρίως οι πέριξ αρσενικοί τηn κορμάρα της, ενώ αυτή αδιάφορα διαπραγματευόταν την έξοδο του παιδοβούβαλου Βαγγελάκη από το νερό. Παράλληλα συνομιλούσε με κάποια «χρυσή» της στο κινητό, έναν άλλο «μάτια μου» και στην συνέχεια «σου είπα, είμαι με το παιδί στην θάλασσα».
Η αντοχή αγγίζει τα όρια της! Παρηγοριά;
Είναι ένα συνηθισμένο Σάββατο του Ιουλίου, σε μία  συνηθισμένη Ελληνική παραλία, κατακλυσμένη από τους ‘τεμπέληδες της έφορης κοιλάδας’, ‘απελπισμένους’ λόγω κρίσης, προσαρμοσμένους στις επιταγές της κολυμβητικής μόδας, με μπόλικα αναψυκτικά, φραπέδες, φρουτοσαλάτες, μπύρες, αναρίθμητα πλαστικά μπουκάλια νερού, γυαλισμένα κορμιά απο λάδια ταχέους μαυρίσματος, μικρά παιδιά πασαλειμμένα μ’ ένα πράμα που θυμίζει την ‘άγρια’ φυλή των Φουλάνι, υστερικές κραυγές ενηλίκων και κακομαθημένων γόνων.
Οι εξαιρέσεις, σπανιότατες αλλά ευπρόσδεκτες, ποιούν το αυτονόητο. Χαμηλοί τόνοι, καταμερισμός των ρόλων ανάμεσα στους γονείς, χαμογελαστά πρόσωπα.
Η συνεχής επανάληψη φράσεων και κινήσεων προκαλεί αρχικά εκνευρισμό που σύντομα, λόγω αδυναμίας αντίδρασης, μετατρέπεται σε παραίτηση, νύστα. Ο ύπνος πάντα θεραπεύει.
Θα είχα κι εγώ κοιμηθεί αν στην σκηνή δεν προστίθετο, εκτός της  μαμάς του Βαγγελάκη, μία άλλη μαμά με τον άνδρα και τις φίλες της. Δεν πρόσεξα πότε ήρθαν, που κάθισαν και πότε αποφάσισαν να βραχούν. Ηταν σκούρες έως σοκολατένιες.
Η μία εξ αυτών, με τόνο προστακτικό, απηύθυνε τον λόγο στη Δανάη. Μια Δανάη, ίδια μικρή Λουλού μετά από πολυήμερες διακοπές, δηλαδή μαυρισμένη ως η μαμά της.
-Βγες έξω, τώρα, είπα!
-Καλά...
-ΒΓΕΣ ΕΞΩ, ΤΩΡΑ, ΕΙΠΑ!!!
Ο τόνος υψηλότερος και αυστηρότερος. Η Δανάη ατάραχη παρέμενε στο νερό.
-Βγες έξω ρε μαλακ…ένο, τώρα αμέσως! Μ’ έχεις γαμ..ει!!!
-Όχι! Ο μπαμπάς είπε να μείνω μέχρι να βγεί η Τάνια!
-Βγες έξω, πριν σε τσακίσω!
Με το «τσακίσω», ορμάει, αρπάζει την Δανάη από τα κοτσιδάκια, κρατώντας την ως λαγό και την πετάει στην ξαπλώστρα, βρίζοντας αυτη και ουρλιάζοντας η Δανάη. Πιτσιλάει τον Τάκη, εκείνος, ξαφνιασμένος και ενοχλημένος, ανασηκώνεται πάνω στην βελουτέ μαύρη πετσέτα, κρυμμένος πίσω από κατασκοπικά γυαλιά, απευθύνει ένα ‘τρυφερό’ «καλά, μα είσαι εντελώς μαλακ…ένη; Μ’ έκανες μούσκεμα, γαμ..ο!»
Η Δανάη συνεχίζει να ξεσηκώνει τον τόπο με το κλάμα της, εμείς κοιτάμε και ακούμε, ενώ η σοκολατένια ‘μαμά’ της απτόητη, γεμάτη αυτοπεποίθηση, ταχτοποιώντας οπίσθια και στήθη στο μικροσκοπικό της μπικίνι, ξαναπέφτει στο νερό. Κολυμπώντας επί τόπου, συνεχίζει τον μονόλογο, τόσο δυνατά να ακούμε όλοι, το πόσο την έχουν γαμ..ει μπαμπάς και κόρη.
-Μπάφιασα!
Το ερώτημα παραμένει, ποιός;

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Παρά θίν’ αλός - Επεισόδιο 1ο

Μπήκαμε σχεδόν ταυτόχρονα στο νερό.
Νέοι, καλοφτιαγμένοι, ερωτευμένοι, τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. Είναι απ´ αυτούς που μπαίνουν στο νερό διστακτικά κι όχι κατακτητικά, με φόρα κι απλωτές.
Το κορίτσι χαϊδεύτηκε προσποιούμενη ότι «το νερό είναι κρύο». Δεν ήταν. Ίσως το χέρι του νεαρού που έτρεξε στην πλάτη και τους μηρούς της να ήταν το ζητούμενο. Πήρε με τις χούφτες του νερό και όπως κάνουμε με τα μωρά, έφερε με μικρές ποσότητες την δροσιά στο κορμί της. Βούτηξα και τους έχασα από τη θέα. Ο βυθός εξακολουθεί να είναι ελκυστικότερος των ανθρώπων, παρομοίων ίσως. Λίγο πριν βουτήξω έπιασε το αυτί μου την απορία της «αν υπάρχουν βράχια κάτω». Στη συνέχεια, όπως συνηθίζεται, θα σύγκρινε την παραλία με αυτή των νησιών που πρόσφατα επισκέφθηκαν, αν κρίνω από το μαύρισμά τους.
Η πόλη και οι παραλίες της ελκύουν λουομένους με χαμηλά εισοδήματα, οικογένειες κι αυτούς που κλείνουν ή ανοίγουν τις διακοπές τους στο σπίτι, ή με το «τι να κάνουμε, επιστροφή στην ρουτίνα», ή δεν «είχα άλλη επιλογή». Το τελευταίο αφορά φοιτητές, υπηρετούντες στα Σώματα ή Υπηρεσίες και τη συντροφιά τους. Έτσι έγινε συνήθεια η διαρκής σύγκριση με άλλες καλύτερες και προτιμητέες ακτές.
Θα ήταν μία από τις τόσες συναντήσεις, αν βγαίνοντας από το νερό, μετά από ώρα, δεν έβρισκα αυτήν, που κρύωνε, με το φωσφορούχο νύχι, την καπελαδούρα, το προκλητικό μπικίνι, τα γυαλιά "γκαούνα", να είναι πλάτη με πλάτη με το νεαρό και να μιλά μεγαλοφώνως στο τηλέφωνο με ένα Σάκη. Το παλληκάρι πίσω από τη πλάτη της έπληττε και σταδιακά έδειχνε όλο και περισσότερο ενοχλημένος από την αναμονή κι αυτά που εγώ, εκείνος κι όλη η παραλία ακούγαμε.
Όλοι καταλάβαμε ότι ήταν ο ‘πρώην’. Ένας ‘πρώην’ που ήθελε να αποβάλλει το ‘πρώην’ και να παραμείνει ‘νυν’. Λόγω έλλειψης απαραίτητης τεχνολογίας αγνοούσε το αρσενικό πλάσμα στο πλάι της, πιθανή αιτία ακύρωσης της επιμονής του.
Μάλλον ήταν επίμονος και κουτός γιατί δεν καταλάβαινε ότι δεν βαρέθηκε αυτόν, αλλά τους γονείς του, που την αποκαλούσαν μέγαιρα και καταστροφέα του παιδιού τους.
Δεν καταλάβαινε ότι οι γονείς της ήταν το παν γι αυτήν και δεν θα τους εγκατέλειπε.
Δεν καταλάβαινε ότι δεν θα επέτρεπε το γούστο της μαμάς του στο σπίτι της.
Βεβαίως οι γονείς της διάλεξαν τα έπιπλα, αφού τα πλήρωσαν.
Βεβαίως είχαν κλειδί του αυτοκινήτου και του διαμερίσματος αφού τ´αγόρασαν.
Δεν καταλάβαινε πόσο τον εκτιμούσε αλλά δεν της έκανε ‘κλικ’.
Ούτε το ‘κλικ’ καταλάβαινε, αφού δεν μπορούσε να το εξηγήσει αναλυτικά «με ένα κάρο κόσμο γύρω».
«Βεβαίως και θα συναντηθούμε να τα πούμε από κοντά, να σου εξηγήσω.»
Δεν ήθελε εξηγήσεις ο Σάκης, γιατί τις άκουσε επανειλημμένως. Όμως αυτή ήθελε να τις δώσει. Ήθελε να πει: «ναι, ο πατέρας σου μου είπε ότι σε καταστρέφω». Μόνο, που ούτε ο πατέρας του ούτε αυτός κατάλαβαν ότι το πτυχίο της το πήρε, «δουλειά, ναι, της βρήκε ένας φίλος του μπαμπά».
Δεν κατάλαβε ότι είναι εξαρτημένη από το χρήμα.
Δεν κατάλαβε σε τι δεν ήταν ικανός. «Απλό, απλούστατο, να συναντήσει τις ανάγκες της». Χωρίς το πτυχίο και τα λεφτά που ο πατέρας του δεν ήθελε να δώσει, το μέλλον τους ήταν και είναι αβέβαιο.
Ευτυχώς, για μας, θέλησε να κλείσει το τηλέφωνο μια και «ακούει όλος ο κόσμος, Σάκη».
Και πάλι θα ήταν μια συνάντηση από τις τόσες, αν κλείνοντας το τηλέφωνο, δεν ξεσπούσε σε ένα γέλιο από αυτά, τα ψεύτικα, του είδους «τα πήγα καλά» κι αν, προς έκπληξη όλων μας, δεν ορμούσε γελώντας όλο χάδια στον εν τω μεταξύ ανάσκελα ξαπλωμένο νεαρό, σε μια στάση ‘λίγο πριν την συνουσία’. Αυτός, φορώντας ένα πικρό χαμόγελο, εισέπραξε απρόθυμα τις περιπτύξεις.
Σύντομα η "γατούλα" αποτραβήχτηκε κι έπιασε το iPhone του να ξαναδεί το μήνυμα που της είχε γράψει ο απρόθυμος, ενώ αυτή συνομιλούσε με το Σάκη, αδιαφορώντας για κείνον και εμάς, τους ωτακουστές.
Μια στις τόσες δίνει λύση ο καιρός.
Συννέφιασε κι άρχισαν να τα μαζεύουν. Δεν ξέρω ακριβώς τι.

Σάββατο 20 Απριλίου 2013

ΡΩΜΗ – ROMA – ROME

Μεγαλώνεις κουβαλώντας αναμνήσεις, ενώ προσθέτεις γνώσεις και πληροφορίες. Γενιά του Ti Amo, του Io di note, του Nel sole, του Vado a lavorare. Με προβληματισμούς αξεκαθάριστους με το αν ήταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνέχεια ή όχι των Ελληνιστικών Χρόνων, αν ήταν αρχή ή τέλος πριν το Βυζάντιο. Υπήρξε κατάλυση ή εξέλιξη; Τίνους έθνους προϊόν ήταν η Αναγέννηση;
Με πολλά τέτοια ερωτηματικά Έλλην υπήκοος αφικνείται στη Ρώμη. Τη Ρώμη, την αιώνια πόλη που ανταγωνίζεται τη ‘Βασιλεύουσα’ και την ‘Κόρη του Ουρανού’.
Όμως, τι σημασία έχει να απαντήσει κανείς σε αναπάντητα ερωτηματικά που διέτρεξαν τους αιώνες όταν η πόλη των γήινων χρωμάτων, του βαθύ πράσινου των δένδρων σε υποδέχεται; Σε υποδέχεται η πόλη που τον ορίζοντά της διαγράφουν οι καμπύλες των πλέον διάσημων τρούλων και τον ουρανό της σημαδεύουν αιωνόβια καμπαναριά και πεύκα.
Δίπλα σου αναπνέει η ιστορία, δεσπόζει η μεγαλοπρέπεια, η δύναμη και το κράτος της Εκκλησίας, η περισπούδαστη τέχνη, ο αδιαμφισβήτητος πλούτος. Βηματίζεις σε δρόμους χιλιοπατημένους από στρατιές ανθρώπων, πολιτών, σκλάβων, που έρχονται από πολύ παλιά και πολύ μακριά.
Ποιος, αλήθεια, δε δάκρυσε αντικρίζοντας την πνοή δημιουργίας του Michelangelo στην Cappella Sistina; Ποιος δεν ντράπηκε αντικρίζοντας τους κυρτωμένους ώμους των σκλάβων στη αψίδα του Septimius Severus, το θλιμμένο πρόσωπό τους;
Χιλιάδες σύγχρονοι οδοιπόροι, επισκέπτες, ανέμελοι μαθητές και φοιτητές, χρωματιστά πρόσωπα, όλων των λογιών τα μάτια και τα χείλη, ποζάρουν χαρούμενοι μπροστά τους, για την αξίωση που έτυχαν, να επισκεφτούν την αιώνια πόλη. Ποζάρουν μπροστά σ’ αυτούς που τα χέρια τους και πόδια τους μάτωσαν, ενώ άφησαν πίσω τη μακρινή τους πατρίδα, ξεψύχησαν δουλεύοντας για τη δόξα του αυτοκράτορα, για τη μαρτυρία στην ιστορία. Αναζητάς τον Bernini, τον Michelangelo, τον Raffaello Sanzio, τον Caravaggio, τον Borromini, τον Della Porta, τον Bramante.
Τους ψάχνεις για να εκφράσεις τον θαυμασμό σου, να υποβάλλεις τα σέβη σου σ’ αυτούς κι όχι στον Πάπα, στον Αυτοκράτορα. Να αγγίξεις τους ίδιους καθώς περνάς το χέρι σου πάνω από το μάρμαρο του έργου τους, όταν ο θόλος με αρτιότητα καλύπτει την κεφαλή σου, όταν το βλέμμα σου χάνεται στα ευφυήματα της κτιριακής σύνθεσης, στην αμεσότητα του πινέλου τους, στη δροσιά του σιντριβανιού.
Θέλεις τον ίδιο και τον θρύλο. Την προσομοίωση με αυτόν αναζητάς, καθώς οι κόρες σου διαστέλλονται να χωρέσουν την ομορφιά, τα ρουθούνια να εισπνεύσουν τη  μυρωδιά του χρόνου. Τα πόδια γρηγορούν να προλάβουν τα πλήθη των δημιουργημάτων.
Ζεις έρωτες, θανάτους, αντιζηλίες, όταν αυτά με απτά παραδείγματα ομορφιάς, τέχνης κτιρίων, κήπων, μαυσωλείων, αψίδων χαρίζονται μπροστά σου. Casa Liviα, Villa Farnesina, Villa Giulia, Villa Borghese, Pantheon, Pallazzo Pamphili, Castel Sant Angelo, Tempio di Antonino e Faustina..
Ένα από τα παιχνίδια του νου είναι να μπαινοβγαίνει στο παρελθόν. Η Ρώμη ενδείκνυται γι’ αυτό. Βρισκόμενος μπροστά στην  Portico d’ Ottavia αναρωτιέσαι για τη σπουδαιότητά της, καθώς εκατοντάδες την παρατηρούν. Ξάφνου συνειδητοποιείς ότι πίσω από αυτήν, για 300 χρόνια, με τη δύση του ήλιου, οι Εβραίοι, με διάταγμα που εκδόθηκε στις 12 Ιουλίου το 1555, αφού διαβούν τη γέφυρα από το Trastevere, εισέρχονται στο γκέτο για να κλεισθούν μέσα σε χώρο 13 στρεμμάτων.
Ενώ αφήνεσαι στην ανοιξιάτικη ομορφιά του Palatino, θα ακούσεις το θρόισμα των φύλλων, αλλά και των μεταξωτών φορεμάτων, τα ψιθυρίσματα των αβρών δεσποινίδων και κυριών που απολαμβάνουν τη δύση ή την ανατολή του ήλιου με το μεγαλείο του Forum Romanum να απλώνεται στα πόδια τους.
Εκεί που οι σύζυγοί τους, αδελφοί, εραστές τους διαπληκτίζονται, διαφωνούν, δολοφονουν, ομονοούν, αποφασίζουν, δικάζουν για το μέλλον της αυτοκρατορίας.
Εκεί κάτω, στα σκαλοπάτια της Basilica Giulia, απλοί πολίτες αναμένουν την εκδίκαση της υπόθεσής τους παίζοντας παιχνίδια χαραγμένα στο μάρμαρο.  Οι Εστιάδες, αέρινες παρθένες, υπηρετούν, φυλάσσουν τη φωτιά και προστατεύουν τη Ρώμη.
Πώς χωράει ιστορία 2500 χρόνων σ’ ένα τοίχο; Η απάντηση στη Ρώμη. Μάρτυρας πολέμων η ανθρωπότητα, διαπλοκών, διαδοχών και αλλαγών θρησκειών, έχει την ευκαιρία για μία συναρπαστική εμπειρία. Εμπρός της  αναμειγνύονται υλικά πρωτόγονα, επεξεργασμένα, λάσπη και τούβλα, δάκρυα και αίμα και ορθώνουν τοίχους, ναούς απαράμιλλου κάλλους, τρανής απόδειξης ένδοξης πορείας.
Όμως σ’ αυτήν την πόλη η Καθολική Εκκλησία καλεί τους εκατομμύρια πιστούς της να προσκυνήσουν το Θείο. Να αγγίξουν όχι τις πληγές του Ιησού, αλλά να προσευχηθούν σ’ ένα χώρο με κομμάτια από το Σπήλαιο της Βηθλεέμ, το Σταυρό της Αγίας Ελένης. Να προσκυνήσουν τον τάφο της, να αξιωθούν, να αντικρύσουν την Αγία Τράπεζα όπου λειτούργησε ο Άγιος Πέτρος, να βηματίσουν τις σκάλες που περπάτησε στο παλάτι του Πόντιου Πιλάτου ο Ιησούς, να έχουν μπροστά τους το κομμάτι μαρμάρου, την αδιάψευστη μαρτυρία της Δύσης της έλευσης και θανάτου του Κυρίου, εκεί που οι Ρωμαίοι στρατιώτες παίξαν στα ζάρια τα ιμάτιά του Κυρίου μετά τον θάνατό Του.
Θα θαυμάσεις και θα προσκυνήσεις μεγαλοπρεπείς, μοναδικούς ναούς. San Giovanni in Laterano, Santa Maria Maggiore, Santa Maria del Popolo, San Clemente, Santa Maria sopra Minerva, Santa Maria Aracoeli. Θα μείνεις αποσβολωμένος  με την Basilica di San Pιetro. Eίσαι υπερήφανος που είσαι Χριστιανός, θα σκεφτείς.
Όμως, αν είσαι Έλλην ή Ελληνίδα δε θα προσπεράσεις την καταλυτική επιρροή της Ελληνικότητας στη Ρωμαϊκή Τέχνη. Δε θα προσπεράσεις την αναπαράσταση των μύθων. Για ακόμη μια φορά θα εκφωνήσεις θριαμβευτικά για την ευφυή σύλληψη και σύνθεση του μύθου, την εξήγηση και δημιουργία του κόσμου, μπροστά στον Απόλλωνα και την Δάφνη στη Galleria Borghese, στο Λαοκόωντα του Μουσείου Βατικανού.
Φαντάστηκα να καταφτάνουν οι μάγιστροι τεχνίτες μωσαϊκών από την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να διδάξουν την τέχνη τους και να ’χουμε μπροστά στη ματιά μας το θαύμα του θόλου, την Παναγία να στέφεται Αυτοκράτειρα από τον Χριστό. Μοναδική ομορφιά τα ψηφιδωτά Cosmati  που συνδυάζουν ψηφίδες μαρμάρου με μεγαλύτερα κομμάτια πέτρας φτιάχνοντας ανεπανάληπτα δάπεδα, τοίχους ή περιστύλια.
Η Ρὠμη είναι η Pieta και οι Θέρμες του Διοκλητιανού, το Κολοσσαίον και οι αψίδες, οι κρήνες, ο Τίβερης και οι γέφυρες, οι σκάλες.
Η Ρώμη όμως είναι και τα σοκάκια ώχρας, μπρούτζινων θυρών, ζεστού ξύλου, φροντισμένων μπαλκονιών, ζωντανών και χαμογελαστών ανθρώπων, φωνακλάδων για άλλους, παθιασμένων και εκφραστικών ομιλιτών. Η Ρώμη είναι οι πολύβουες πλατείες της ὀπου συνυπάρχουν μνημεία, σιντριβάνια, καφέ, ζογκλέρ, ζωγράφοι, πολλών φυλών πλήθη, αθεράπευτοι εραστἐς, παϊτονέρηδες και ταξιτζήδες, νοικοκυρεμένοι πεντακάθαροι καστανάδες.
Όλα αυτά μέχρι να  πέσει η νύχτα και η άλλη Ρώμη της Via Veneto, της Dolce Vita να πάρει τον πρώτο ρόλο. Εκεί ο Michelangelo και ο Bernini έχουν ήδη  κοιμηθεί από την κόπωση της σμίλευσης του μαρμάρου, κι ένας άλλος κόσμος παρουσιάζεται ή πιστεύεις ότι θα παρουσιασθεί. Αναζητάς την Anita Ekberg και τον Marcello Mastroianni στο Fontana di Trevi. Χάνεσαι στη συναρπαστικότητα του θρύλου, των γυρισμάτων, της κομψότητας, της πολυτέλειας, των σταρ. Καθώς τα υπερπολυτελή αυτοκίνητα περιμένουν τους ανατολίτες πελάτες τους, νομίζεις ότι ο πορτιέρης του Westin της Via Veneto με το μακρύ πανωφόρι και το ημίψηλο θα ανοίξει την πόρτα στην Audrey Hepburn και τον Gregory Peck και θα ζήσεις κι εσύ τις δικές σου Roman Hollidays του 1953, ενώ η Sοphia Loren και ο Carlo Ponti θα επιβιβάζονται σε μία κόκκινη Ferrari. Σε επαναφέρει το περιπαιχτικό σφύριγμα του Ugo Tognazzi.
Ένα γεύμα στην Sora Lella, πάνω στην Isola Tiberina, θα σε ανταμείψει γιατί ο κόσμος των διασημοτήτων σε άφησε απ’ έξω. Fettuccine casarecce alla Tiberina, specialita dal 1959, ακολουθεί  Polpette di bollito di “Nona Lella’ dal 1940. Λἰγο Vino Rosso di Roma e delle altre province, για να κλείσει η βραδιά. Όχι, η βραδιά πρέπει να κλείσει στο Manoglia restaurant του Grande Hotel με ένα spumante να συνοδεύει ένα θεσπέσιο vulcano attivo.
Καθὠς η αυλαία θα πέσει για την δική σου Ρώμη θα διαπιστώσεις ὀτι…
είσαι εσύ κι αυτἠ, σήμερα, σε μια έλξη διαχρονική, αδιαπραγμάτευτη, χωρίς ημερομηνία λήξης.

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Διάφορες πραγματικότητες…συνέχεια

Περιστατικό 7 
Τον είδα στην άκρη της πλατείας, το κορμί να δυσκολεύεται να ανταποκριθεί από το βάρος των χρόνων και του χαρτόκουτου που προσπαθούσε να σηκώσει από την καρότσα του Datsun. Με κόπο διέσχισε την πλατεία και το εναπόθεσε πάνω στο τραπεζάκι του καφενείου.
Ένα κιβώτιο ολόχρυσα πορτοκάλια. Με κοίταξε στα μάτια. Συνάντησα εκείνο το υγρό λαδί τους, τα φρεσκοξυρισμένα μάγουλά του, το φροντισμένο μουστακάκι του, τα υπέροχα γκρι μαλλιά του. Πάντα ξεχνούσα να αναφέρω την καραμανλίδικη μύτη του σε μένα και στους άλλους. Σα να μην την αγαπούσα. Ψέμα, αγαπούσα καθετί επάνω του. Τι τον ήθελα τον αόριστο; Ένιωσα και τη μυρωδιά του. Κερί, μέλι, καπνός, σόμπα πετρελαίου και ακριβό aftershave. Η πολυτέλειά του, η παρουσία μου επάνω του.
Πρόλαβε την ερώτηση, γιατί έφερε πορτοκάλια αντί για μέλι. «Τα δοκίμασα», μου λέει, «μέλι, γλυκά, ζουμερά, μυρωδάτα. Σκέφθηκα, πού να κατεβαίνουν οι άνθρωποι να τα αγοράσουν. Θα τα μοιρασθώ μαζί τους.» Δεν ήθελε κέρδος. 1,30 τα αγόρασε, 1,30 θα τα πουλήσει.
Απορία. Η μαμά; Συμφωνεί; Το ξέρει η Σοφούλα; Η Σοφούλα αντίρρηση καμμιά.
Βγήκαν οι φίλοι του από το καφενείο. «Καλώς τον.» Ο άλλος ο Ιορδάνης, ο Πρόδρομος, ο Ισαάκ, ο Ανδρέας, ο Θόδωρος, ο Χατζηπαύλου, ο Χλωρόπουλος, ο Νεανίδης. Τα χέρια άπλωσαν και πορτοκάλια έπιασαν. Χέρια-κλαδιά φορτωμένα πορτοκάλια. Φως στα πρόσωπα. Εσύ δίπλα μου. Ήξερα ότι μοιραζόμουν τη σκηνή, το φως, την ανάκατη μυρωδιά βουνού και ξυλόσομπας, μελισσοκαπνιστηρίου, εσπεριδοειδούς, φρεσκάδας και παλιού ανθρώπου. Εκείνη η αγαπημένη μυρωδιά που σου την περιέγραφα, αλλά να την πιάσω δεν μπορούσα. Ξέφευγε σαν πεταλούδα. Τώρα σε σκούντηξα να την νιώσεις. Να μου πεις «την μοιράσθηκα».
Μοιράσθηκα τη νοσταλγία, το παρελθόν, το πριν, το «χάθηκε», το «ήμουν», «άγγιξα», «βίωσα».
Και ήταν εκεί μαζί με τα υγρά μάτια. Τα είδες; Σου πρόσφερε πορτοκάλι χρυσό Άργους, Ληξουρίου, Κρήτης, δεν ξέρω. Άπλωσες το χέρι να γίνεις κλαδί φορτωμένο κι εσύ και τότε… Χιλιάδες «κονσερβαρισμένοι ήλιοι», όπως μου είχε πει ότι δήλωσε η γεροντολόγος Ασλάν, κατρακύλησαν και κάλυψαν την πλατεία. Ένα υπέροχο φως, γλυκό, της ζωής, πλημμύρισε το χώρο. Αντανάκλαση του πλούτου της γης μας. Μια γλυκιά ζέστη αλκυονίδας μέρας, μας τύλιξε όλους, ζωντανούς, νεκρούς, η ευφορία της συνάντησης. Παιδιά τρέξαν κι εμείς ανάμεσά τους. Τα ολοστρόγγυλα μυρωδάτα δώρα μπερδευόταν στα πόδια και στις ψυχές μας.
Σου άπλωσε το χέρι και σαν στη στιγμή της δημιουργίας αγγίξατε τον ομφαλό του.
Πώς έγινε και συνάντηση μαζί του κάναμε. Τόσα χρόνια στα όνειρα τον αποζητώ. Τόσο αφόρητη η απουσία του. Ένα, ένα τόσο μικρό όνειρο ήθελα.
Και να το, ήρθε. «Η καινούργια εφαρμογή του Steve σου επιτρέπει να βρεις το όνειρο, να μπεις σ’ αυτό, να το προσαρμόσεις, να το αλλάξεις. Είναι διαδραστική η διαδικασία της εφαρμογής», είπες και χάθηκες.
Όνειρο στο όνειρο, αναρωτήθηκα, αναζητώντας την εκπλήρωση της επιθυμίας στις εφαρμογές του iPad.

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Διάφορες πραγματικότητες…συνέχεια


Περιστατικό 6

… Παλιό, αλλά επίκαιρο παρόλο που η «οικοδομή» σταμάτησε

Ιανουάριος 1999

Τα πρωινά αυτού του κρύου χειμώνα που δε λέει να κάνει διάλειμμα συναντάω τους εργάτες. Η οικοδομή ψηλώνει κι αυτοί με κόκκινα χέρια και άδεια μάτια κινούνται.
Τι να κοιτάξουν; Εμένα, εσένα, να σε δουν και να ξεφυτρώσει η διαφορά; Όλοι είμαστε ίσοι, λένε. Ε, δεν είμαστε!
Άλλο τώρα, που να για να δικαιολογήσω τους 23 °C του γραφείου μου επικαλούμαι την εξυπνάδα μου και την επιμέλεια, τη συνέπεια κι επιμονή μου.
Μόνο που τώρα πάει κι αυτό. Με τόσους ξένους εργάτες… Κι αυτός είχε εξυπνάδα κι επιμέλεια, και πτυχίο πήρε, και καταχωρήθηκε σε επιμελητήριο. Όμως ποιο; Εδώ είναι η διαφορά, ποιο και πού, σε ποιον τόπο; Ο τόπος καταγωγής; Αυτός φταίει.
Έχουν φτώχεια εκεί, πεινάνε! Εμείς όχι. Δεν ήταν πατρίδα τους, ήρθαν στη δική μας και τους χάρισε τη θέση των εκλεκτών της καρδιάς. Στους -2 °C, στο γιαπί. Έξω με το πτυχίο στην τσέπη, τα όνειρα στην μπετονιέρα να χαθούν και τα μάτια να αδειάσουν. Μάταια ζητούν μια απάντηση στο κρύο.
Ο χειμώνας δεν είναι ίδιος για όλους και το σίγουρο ούτε τα πρωινά.
Η μέρα δεν είναι γενναιόδωρη με όλους και με κάποιους είναι ιδιαίτερα φειδωλή.
Λέγε-λέγε για ισότητα και ίσες ευκαιρίες θα το πιστέψουμε και θα ξεχαστούμε στη βολή του μοναδικού κι ανεπανάληπτου εγώ μας.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Διάφορες πραγματικότητες…συνέχεια

Περιστατικό 5
Αθήνα, Ιανουάριος 2013, κάπου στο Μοναστηράκι.

Η επιγραφή «ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΕΜΠΟΡΟΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ Α.Ε.» του ’60 έδωσε τη θέση της στο «ΑΤΕΛΙΕ» της Φρίντας του ’80.
Αυτή η «Εμποροεισαγωγική» την έστειλε στο Παρίσι για σπουδές κι αυτή υποχώρησε για να φιλοξενήσει στο χώρο της το ατελιέ. Έβαλαν το χεράκι τους μάστορες και μαστοράκια, διακοσμητές και σύμβουλοι με το αζημίωτο. Πήρε ένα εξάμηνο και κόστισε ένα νέο διαμέρισμα στο Ν. Ηράκλειο, όπως σχολίασε ο μπαμπάς, δηλώνοντας έτσι και τη δυσαρέσκειά του στις επιλογές και πράξεις συζύγου και μοναχοκόρης. Τι τον ένοιαζε; Αυτός έκλεισε τον κύκλο του. Τώρα τα νιάτα έχουν προτεραιότητα και τα όνειρά τους.
Διαμορφώθηκε και η είσοδος. Το κτίριο, από μόνο του δημιουργούσε ευρύχωρη εσοχή, που καλλωπίστηκε, φυτεύτηκε για να προσδώσει αίγλη οίκου στο ατελιέ του 1ου ορόφου. Ένας από τους «τζιτζιφιόγκους» φίλους της Φρίντας έφερε κι ένα μικρό γλυπτό αγγελάκι, να καμαρώνει μέσα στο λιλιπούτειο σιντριβάνι. Έγιναν λαμπρά εγκαίνια, γράφτηκε το όνομα «Φρίντα Σακελλαρίου» σε όλες τις δημοφιλείς και πολυαναγνωσμένες κοσμικές στήλες των Αθηνών, ακόμη και της συμπρωτεύουσας. Ευοίωνο ξεκίνημα!
Το 4οροφο κτίριο επισκέφτηκαν για μια 20ετία όλες οι καλές κυρίες κι αβρές δεσποσύνες των Αθηνών, περιχώρων κι αυτής ακόμη της επαρχίας. Η Φρίντα πηγαινοερχόταν με δαντέλες και υφάσματα στην Ευρώπη, φέρνοντας πολύχρωμα μετάξια Ασίας, βαμβακερά της Κένυας, πετράδια της Λατινικής Αμερικής. Η επιχείρηση ευημερούσα, η γκρίνια του μπαμπά Σακελλαρίου υποχώρησε μπροστά στους νέους καιρούς και τις νέες προτεραιότητες που μια Ελλάδα, νέα, υιοθετούσε, σπαταλούσε, κορόιδευε τον εαυτό της και τους άλλους στην προσπάθεια να μοιάσει τους εταίρους της. Αυτό απαιτούσε θυσίες και κάποια στιγμή ήρθε δυσανεξία στην αγορά, οι κυρίες αραίωσαν, το διαδίκτυο έφερε άλλες αγορές κοντά, όπως της Κίνας, αντιγραφές haute couture από τις του πλανήτη για όλα τα πορτοφόλια.
Θα ήταν μικρό το κακό αν όλα σταματούσαν εκεί.
Μια Δευτέρα η Φρίντα αγουροξυπνημένη, δύσθυμη, με δυο-τρεις ακάλυπτες επιταγές, χωρίς καφέ, πηγαίνοντας να ανοίξει τον είδε. Ένας σωρός από βρώμικα ρούχα δίπλα στην είσοδο, στην εσοχή. Κάτω από τον σωρό ένας μεσήλικας κοιμόταν, δίπλα του ένας σκύλος.
Ταράχτηκε, αλλά την έπιασε το ψυχοπονιάρικό της, του έφερε γάλα κακάο μαζί με το κρουασάν και το cappuccino της.
Ακολούθησαν κι άλλες Δευτέρες, κι άλλες διαμαρτυρημένες επιταγές, ο καφές έγινε ελληνικό, έκοψε το cappuccino και το γάλα κακάο κι αύξησε τα τσιγάρα της. Αναδουλειά, απραξία, άγχος. Όλα αυξημένα. Αυξητικός κι ο αριθμός των φιλοξενούμενων αστέγων στην εσοχή. Αυξητική κι η βρωμιά κι η δυσωδία. Όλοι οι ένοικοι ανήσυχοι και προβληματισμένοι. Για να εισέλθεις το πρωί δρασκελούσες εμπόδια.
Απόφαση έλαβαν κι έκλεισαν την εσοχή με κιγκλίδωμα αισθητικά αποδεκτό. Μια προσπάθεια να προστατευθεί η εικόνα του κτιρίου, των γραφείων, μια προσπάθεια αναβάθμισης του περιβάλλοντος χώρου, μικρή συμβολή μη και βελτιωθεί και η πορεία των επιχειρήσεων.
Δευτέρες συμβαίνουν όλα. Μια τέτοια Δευτέρα, μήνυση από την Πολεοδομία Αττικής για το παράνομο φράξιμο της εσοχής έφθασε. Έκπληξη, θυμός, αγανάκτηση, διαμαρτυρία, δικηγόροι, αποκατάσταση της αλήθειας και δικαιολόγηση της ενέργειας. Ευτυχώς σύμπνοια από τους υπόλοιπους ενοίκους. Πώς να παραγγείλεις νυφικό από μετάξι όταν δρασκελίζεις ανθρώπους που κοιμούνται στο τσιμέντο, μες στη βροχή και το αγιάζι; Βουλιάζει η επιχείρηση, η ανθρωπιά, η συμπόνια, ο οίκτος, η φιλανθρωπία. Αυξάνει το αδιέξοδο. Τα πηγαινέλα σε Πολεοδομία και Δικαστήρια συνδράμουν θυμός, παράπονο, διαμαρτυρία, καταγγελία, διεκδίκηση του δίκιου. Θυμάται ο άνθρωπος την τάξη, την ανυπαρξία κοινωνικής πρόνοιας, την απουσία κράτους Δικαίου, το ότι ξέχασε εν το «επιχειρείν» το νοιάζομαι για τη χώρα μου, για το πώς ασκείται η εξουσία, που εκχωρήσαμε το κράτος πρόνοιας, τα σύνορα της χώρας, πώς αδιαφορήσαμε για τους άλλους, εμάς και το μέλλον μας.
Η πίκρα εγκαταστάθηκε στην καρδιά της Φρίντας. Έχασε την όρεξή της, δεν της έλεγε τίποτα το «δημιουργείν», χάθηκε η έμπνευση. Παροτρύνσεις και συμβουλές να αγνοήσει το θέμα, να αλλάξει γειτονιά, να ξεχαστεί για λίγο, να ταξιδέψει, να διακόψει προσωρινά. Ο καιρός κυλούσε μέχρι που δάκρυα κύλησαν μπροστά στο αδιέξοδο.
Δευτέρα το νέο χτύπημα. Χαρτιά στο περίτεχνο κιγκλίδωμα. «Ξενοφοβική», «Ρατσίστρια», «Πουλημένη», «Απάνθρωπη», «Μίζερη». Πελαγωμένη κοιτάζει μια το ένα και μια το άλλο. Αρχίζει με θυμό να τα μαζεύει. Εγώ; Εγώ είμαι αυτή; Παρεξήγηση. Τι ήθελα; Το δικαίωμα να πηγαίνω στο χώρο μου. Αυτόν που πληρώνω, συντηρώ, φροντίζω, εκεί που δημιουργώ. Με ρώτησαν; Γιατί δεν τους παίρνουν σπίτι τους; Είναι όλοι το ίδιο; Τι κάναν αυτοί για να μην υπάρχουν άστεγοι; Ποιος είναι ένοχος; Εγώ, αυτοί ή οι άλλοι; Πώς φτάσαμε μέχρι εδώ; Πού είμαι; Να φύγω; Να πάω πού; Ένοχη; Σίγουρη; Τίποτα δεν είναι όπως πριν. Χαμένη στο εγώ, εμείς κι αυτοί. Ο κύριος του 4ου πίσω της, της αγγίζει τον ώμο και της ψιθυρίζει στο αυτί.
«Ο πλανόδιος που τους πουλούσε λαθραία, φθηνά τσιγάρα και μικροπράγματα. Αυτός. Αυτός είναι ο υποκινητής. Το συμφέρον. Το μικροσυμφέρον του ο ένοχος. Καταγγείλτε τον.»
Αυτή; Οι άλλοι των τριών ορόφων, συμπεριλαμβανομένου του ομιλούντα, πού είναι; Μαζί το αποφασίσαμε.
Ένας-ένας διαφεύγει της ευθύνης, ξεγλιστράει από τη μομφή, την ενοχή, τη συλλογική μας ευθύνη.