Περιστατικό 5
Αθήνα, Ιανουάριος 2013, κάπου στο Μοναστηράκι.
Η επιγραφή «ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΕΜΠΟΡΟΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ Α.Ε.» του ’60 έδωσε τη θέση της στο «ΑΤΕΛΙΕ» της Φρίντας του ’80.
Αυτή η «Εμποροεισαγωγική» την έστειλε στο Παρίσι για σπουδές κι αυτή υποχώρησε για να φιλοξενήσει στο χώρο της το ατελιέ. Έβαλαν το χεράκι τους μάστορες και μαστοράκια, διακοσμητές και σύμβουλοι με το αζημίωτο. Πήρε ένα εξάμηνο και κόστισε ένα νέο διαμέρισμα στο Ν. Ηράκλειο, όπως σχολίασε ο μπαμπάς, δηλώνοντας έτσι και τη δυσαρέσκειά του στις επιλογές και πράξεις συζύγου και μοναχοκόρης. Τι τον ένοιαζε; Αυτός έκλεισε τον κύκλο του. Τώρα τα νιάτα έχουν προτεραιότητα και τα όνειρά τους.
Διαμορφώθηκε και η είσοδος. Το κτίριο, από μόνο του δημιουργούσε ευρύχωρη εσοχή, που καλλωπίστηκε, φυτεύτηκε για να προσδώσει αίγλη οίκου στο ατελιέ του 1ου ορόφου. Ένας από τους «τζιτζιφιόγκους» φίλους της Φρίντας έφερε κι ένα μικρό γλυπτό αγγελάκι, να καμαρώνει μέσα στο λιλιπούτειο σιντριβάνι. Έγιναν λαμπρά εγκαίνια, γράφτηκε το όνομα «Φρίντα Σακελλαρίου» σε όλες τις δημοφιλείς και πολυαναγνωσμένες κοσμικές στήλες των Αθηνών, ακόμη και της συμπρωτεύουσας. Ευοίωνο ξεκίνημα!
Το 4οροφο κτίριο επισκέφτηκαν για μια 20ετία όλες οι καλές κυρίες κι αβρές δεσποσύνες των Αθηνών, περιχώρων κι αυτής ακόμη της επαρχίας. Η Φρίντα πηγαινοερχόταν με δαντέλες και υφάσματα στην Ευρώπη, φέρνοντας πολύχρωμα μετάξια Ασίας, βαμβακερά της Κένυας, πετράδια της Λατινικής Αμερικής. Η επιχείρηση ευημερούσα, η γκρίνια του μπαμπά Σακελλαρίου υποχώρησε μπροστά στους νέους καιρούς και τις νέες προτεραιότητες που μια Ελλάδα, νέα, υιοθετούσε, σπαταλούσε, κορόιδευε τον εαυτό της και τους άλλους στην προσπάθεια να μοιάσει τους εταίρους της. Αυτό απαιτούσε θυσίες και κάποια στιγμή ήρθε δυσανεξία στην αγορά, οι κυρίες αραίωσαν, το διαδίκτυο έφερε άλλες αγορές κοντά, όπως της Κίνας, αντιγραφές haute couture από τις του πλανήτη για όλα τα πορτοφόλια.
Θα ήταν μικρό το κακό αν όλα σταματούσαν εκεί.
Μια Δευτέρα η Φρίντα αγουροξυπνημένη, δύσθυμη, με δυο-τρεις ακάλυπτες επιταγές, χωρίς καφέ, πηγαίνοντας να ανοίξει τον είδε. Ένας σωρός από βρώμικα ρούχα δίπλα στην είσοδο, στην εσοχή. Κάτω από τον σωρό ένας μεσήλικας κοιμόταν, δίπλα του ένας σκύλος.
Ταράχτηκε, αλλά την έπιασε το ψυχοπονιάρικό της, του έφερε γάλα κακάο μαζί με το κρουασάν και το cappuccino της.
Ακολούθησαν κι άλλες Δευτέρες, κι άλλες διαμαρτυρημένες επιταγές, ο καφές έγινε ελληνικό, έκοψε το cappuccino και το γάλα κακάο κι αύξησε τα τσιγάρα της. Αναδουλειά, απραξία, άγχος. Όλα αυξημένα. Αυξητικός κι ο αριθμός των φιλοξενούμενων αστέγων στην εσοχή. Αυξητική κι η βρωμιά κι η δυσωδία. Όλοι οι ένοικοι ανήσυχοι και προβληματισμένοι. Για να εισέλθεις το πρωί δρασκελούσες εμπόδια.
Απόφαση έλαβαν κι έκλεισαν την εσοχή με κιγκλίδωμα αισθητικά αποδεκτό. Μια προσπάθεια να προστατευθεί η εικόνα του κτιρίου, των γραφείων, μια προσπάθεια αναβάθμισης του περιβάλλοντος χώρου, μικρή συμβολή μη και βελτιωθεί και η πορεία των επιχειρήσεων.
Δευτέρες συμβαίνουν όλα. Μια τέτοια Δευτέρα, μήνυση από την Πολεοδομία Αττικής για το παράνομο φράξιμο της εσοχής έφθασε. Έκπληξη, θυμός, αγανάκτηση, διαμαρτυρία, δικηγόροι, αποκατάσταση της αλήθειας και δικαιολόγηση της ενέργειας. Ευτυχώς σύμπνοια από τους υπόλοιπους ενοίκους. Πώς να παραγγείλεις νυφικό από μετάξι όταν δρασκελίζεις ανθρώπους που κοιμούνται στο τσιμέντο, μες στη βροχή και το αγιάζι; Βουλιάζει η επιχείρηση, η ανθρωπιά, η συμπόνια, ο οίκτος, η φιλανθρωπία. Αυξάνει το αδιέξοδο. Τα πηγαινέλα σε Πολεοδομία και Δικαστήρια συνδράμουν θυμός, παράπονο, διαμαρτυρία, καταγγελία, διεκδίκηση του δίκιου. Θυμάται ο άνθρωπος την τάξη, την ανυπαρξία κοινωνικής πρόνοιας, την απουσία κράτους Δικαίου, το ότι ξέχασε εν το «επιχειρείν» το νοιάζομαι για τη χώρα μου, για το πώς ασκείται η εξουσία, που εκχωρήσαμε το κράτος πρόνοιας, τα σύνορα της χώρας, πώς αδιαφορήσαμε για τους άλλους, εμάς και το μέλλον μας.
Η πίκρα εγκαταστάθηκε στην καρδιά της Φρίντας. Έχασε την όρεξή της, δεν της έλεγε τίποτα το «δημιουργείν», χάθηκε η έμπνευση. Παροτρύνσεις και συμβουλές να αγνοήσει το θέμα, να αλλάξει γειτονιά, να ξεχαστεί για λίγο, να ταξιδέψει, να διακόψει προσωρινά. Ο καιρός κυλούσε μέχρι που δάκρυα κύλησαν μπροστά στο αδιέξοδο.
Δευτέρα το νέο χτύπημα. Χαρτιά στο περίτεχνο κιγκλίδωμα. «Ξενοφοβική», «Ρατσίστρια», «Πουλημένη», «Απάνθρωπη», «Μίζερη». Πελαγωμένη κοιτάζει μια το ένα και μια το άλλο. Αρχίζει με θυμό να τα μαζεύει. Εγώ; Εγώ είμαι αυτή; Παρεξήγηση. Τι ήθελα; Το δικαίωμα να πηγαίνω στο χώρο μου. Αυτόν που πληρώνω, συντηρώ, φροντίζω, εκεί που δημιουργώ. Με ρώτησαν; Γιατί δεν τους παίρνουν σπίτι τους; Είναι όλοι το ίδιο; Τι κάναν αυτοί για να μην υπάρχουν άστεγοι; Ποιος είναι ένοχος; Εγώ, αυτοί ή οι άλλοι; Πώς φτάσαμε μέχρι εδώ; Πού είμαι; Να φύγω; Να πάω πού; Ένοχη; Σίγουρη; Τίποτα δεν είναι όπως πριν. Χαμένη στο εγώ, εμείς κι αυτοί. Ο κύριος του 4ου πίσω της, της αγγίζει τον ώμο και της ψιθυρίζει στο αυτί.
«Ο πλανόδιος που τους πουλούσε λαθραία, φθηνά τσιγάρα και μικροπράγματα. Αυτός. Αυτός είναι ο υποκινητής. Το συμφέρον. Το μικροσυμφέρον του ο ένοχος. Καταγγείλτε τον.»
Αυτή; Οι άλλοι των τριών ορόφων, συμπεριλαμβανομένου του ομιλούντα, πού είναι; Μαζί το αποφασίσαμε.
Ένας-ένας διαφεύγει της ευθύνης, ξεγλιστράει από τη μομφή, την ενοχή, τη συλλογική μας ευθύνη.
Αθήνα, Ιανουάριος 2013, κάπου στο Μοναστηράκι.
Η επιγραφή «ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΕΜΠΟΡΟΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ Α.Ε.» του ’60 έδωσε τη θέση της στο «ΑΤΕΛΙΕ» της Φρίντας του ’80.
Αυτή η «Εμποροεισαγωγική» την έστειλε στο Παρίσι για σπουδές κι αυτή υποχώρησε για να φιλοξενήσει στο χώρο της το ατελιέ. Έβαλαν το χεράκι τους μάστορες και μαστοράκια, διακοσμητές και σύμβουλοι με το αζημίωτο. Πήρε ένα εξάμηνο και κόστισε ένα νέο διαμέρισμα στο Ν. Ηράκλειο, όπως σχολίασε ο μπαμπάς, δηλώνοντας έτσι και τη δυσαρέσκειά του στις επιλογές και πράξεις συζύγου και μοναχοκόρης. Τι τον ένοιαζε; Αυτός έκλεισε τον κύκλο του. Τώρα τα νιάτα έχουν προτεραιότητα και τα όνειρά τους.
Διαμορφώθηκε και η είσοδος. Το κτίριο, από μόνο του δημιουργούσε ευρύχωρη εσοχή, που καλλωπίστηκε, φυτεύτηκε για να προσδώσει αίγλη οίκου στο ατελιέ του 1ου ορόφου. Ένας από τους «τζιτζιφιόγκους» φίλους της Φρίντας έφερε κι ένα μικρό γλυπτό αγγελάκι, να καμαρώνει μέσα στο λιλιπούτειο σιντριβάνι. Έγιναν λαμπρά εγκαίνια, γράφτηκε το όνομα «Φρίντα Σακελλαρίου» σε όλες τις δημοφιλείς και πολυαναγνωσμένες κοσμικές στήλες των Αθηνών, ακόμη και της συμπρωτεύουσας. Ευοίωνο ξεκίνημα!
Το 4οροφο κτίριο επισκέφτηκαν για μια 20ετία όλες οι καλές κυρίες κι αβρές δεσποσύνες των Αθηνών, περιχώρων κι αυτής ακόμη της επαρχίας. Η Φρίντα πηγαινοερχόταν με δαντέλες και υφάσματα στην Ευρώπη, φέρνοντας πολύχρωμα μετάξια Ασίας, βαμβακερά της Κένυας, πετράδια της Λατινικής Αμερικής. Η επιχείρηση ευημερούσα, η γκρίνια του μπαμπά Σακελλαρίου υποχώρησε μπροστά στους νέους καιρούς και τις νέες προτεραιότητες που μια Ελλάδα, νέα, υιοθετούσε, σπαταλούσε, κορόιδευε τον εαυτό της και τους άλλους στην προσπάθεια να μοιάσει τους εταίρους της. Αυτό απαιτούσε θυσίες και κάποια στιγμή ήρθε δυσανεξία στην αγορά, οι κυρίες αραίωσαν, το διαδίκτυο έφερε άλλες αγορές κοντά, όπως της Κίνας, αντιγραφές haute couture από τις του πλανήτη για όλα τα πορτοφόλια.
Θα ήταν μικρό το κακό αν όλα σταματούσαν εκεί.
Μια Δευτέρα η Φρίντα αγουροξυπνημένη, δύσθυμη, με δυο-τρεις ακάλυπτες επιταγές, χωρίς καφέ, πηγαίνοντας να ανοίξει τον είδε. Ένας σωρός από βρώμικα ρούχα δίπλα στην είσοδο, στην εσοχή. Κάτω από τον σωρό ένας μεσήλικας κοιμόταν, δίπλα του ένας σκύλος.
Ταράχτηκε, αλλά την έπιασε το ψυχοπονιάρικό της, του έφερε γάλα κακάο μαζί με το κρουασάν και το cappuccino της.
Ακολούθησαν κι άλλες Δευτέρες, κι άλλες διαμαρτυρημένες επιταγές, ο καφές έγινε ελληνικό, έκοψε το cappuccino και το γάλα κακάο κι αύξησε τα τσιγάρα της. Αναδουλειά, απραξία, άγχος. Όλα αυξημένα. Αυξητικός κι ο αριθμός των φιλοξενούμενων αστέγων στην εσοχή. Αυξητική κι η βρωμιά κι η δυσωδία. Όλοι οι ένοικοι ανήσυχοι και προβληματισμένοι. Για να εισέλθεις το πρωί δρασκελούσες εμπόδια.
Απόφαση έλαβαν κι έκλεισαν την εσοχή με κιγκλίδωμα αισθητικά αποδεκτό. Μια προσπάθεια να προστατευθεί η εικόνα του κτιρίου, των γραφείων, μια προσπάθεια αναβάθμισης του περιβάλλοντος χώρου, μικρή συμβολή μη και βελτιωθεί και η πορεία των επιχειρήσεων.
Δευτέρες συμβαίνουν όλα. Μια τέτοια Δευτέρα, μήνυση από την Πολεοδομία Αττικής για το παράνομο φράξιμο της εσοχής έφθασε. Έκπληξη, θυμός, αγανάκτηση, διαμαρτυρία, δικηγόροι, αποκατάσταση της αλήθειας και δικαιολόγηση της ενέργειας. Ευτυχώς σύμπνοια από τους υπόλοιπους ενοίκους. Πώς να παραγγείλεις νυφικό από μετάξι όταν δρασκελίζεις ανθρώπους που κοιμούνται στο τσιμέντο, μες στη βροχή και το αγιάζι; Βουλιάζει η επιχείρηση, η ανθρωπιά, η συμπόνια, ο οίκτος, η φιλανθρωπία. Αυξάνει το αδιέξοδο. Τα πηγαινέλα σε Πολεοδομία και Δικαστήρια συνδράμουν θυμός, παράπονο, διαμαρτυρία, καταγγελία, διεκδίκηση του δίκιου. Θυμάται ο άνθρωπος την τάξη, την ανυπαρξία κοινωνικής πρόνοιας, την απουσία κράτους Δικαίου, το ότι ξέχασε εν το «επιχειρείν» το νοιάζομαι για τη χώρα μου, για το πώς ασκείται η εξουσία, που εκχωρήσαμε το κράτος πρόνοιας, τα σύνορα της χώρας, πώς αδιαφορήσαμε για τους άλλους, εμάς και το μέλλον μας.
Η πίκρα εγκαταστάθηκε στην καρδιά της Φρίντας. Έχασε την όρεξή της, δεν της έλεγε τίποτα το «δημιουργείν», χάθηκε η έμπνευση. Παροτρύνσεις και συμβουλές να αγνοήσει το θέμα, να αλλάξει γειτονιά, να ξεχαστεί για λίγο, να ταξιδέψει, να διακόψει προσωρινά. Ο καιρός κυλούσε μέχρι που δάκρυα κύλησαν μπροστά στο αδιέξοδο.
Δευτέρα το νέο χτύπημα. Χαρτιά στο περίτεχνο κιγκλίδωμα. «Ξενοφοβική», «Ρατσίστρια», «Πουλημένη», «Απάνθρωπη», «Μίζερη». Πελαγωμένη κοιτάζει μια το ένα και μια το άλλο. Αρχίζει με θυμό να τα μαζεύει. Εγώ; Εγώ είμαι αυτή; Παρεξήγηση. Τι ήθελα; Το δικαίωμα να πηγαίνω στο χώρο μου. Αυτόν που πληρώνω, συντηρώ, φροντίζω, εκεί που δημιουργώ. Με ρώτησαν; Γιατί δεν τους παίρνουν σπίτι τους; Είναι όλοι το ίδιο; Τι κάναν αυτοί για να μην υπάρχουν άστεγοι; Ποιος είναι ένοχος; Εγώ, αυτοί ή οι άλλοι; Πώς φτάσαμε μέχρι εδώ; Πού είμαι; Να φύγω; Να πάω πού; Ένοχη; Σίγουρη; Τίποτα δεν είναι όπως πριν. Χαμένη στο εγώ, εμείς κι αυτοί. Ο κύριος του 4ου πίσω της, της αγγίζει τον ώμο και της ψιθυρίζει στο αυτί.
«Ο πλανόδιος που τους πουλούσε λαθραία, φθηνά τσιγάρα και μικροπράγματα. Αυτός. Αυτός είναι ο υποκινητής. Το συμφέρον. Το μικροσυμφέρον του ο ένοχος. Καταγγείλτε τον.»
Αυτή; Οι άλλοι των τριών ορόφων, συμπεριλαμβανομένου του ομιλούντα, πού είναι; Μαζί το αποφασίσαμε.
Ένας-ένας διαφεύγει της ευθύνης, ξεγλιστράει από τη μομφή, την ενοχή, τη συλλογική μας ευθύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου