Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Σαρίκας, ο Κωστάκης.



Αύγουστος μεσημέρι, ουζάκι και καλή παρέα σημαίνει διακοπές, καταλαβαίνεις Ελλάδα. Αν είναι δε να βρεθείς δίπλα στο κύμα, ακόμη καλύτερα. Συνήθως όμως την ποιότητα την βρίσκεις χωρίς την θέα.
Ένα τέτοιο στέκι είναι κι ο Σαρίκας. Χαρίζει απόλαυση χειμώνα-καλοκαίρι σε μας, τους φιλοξενούμενους μας και τους επισκέπτες.
Από πατέρα σε γιό, σταθερή, αξεπέραστη, αναλοίωτη απ' το χρόνο ποιότητα. Μας φιλοξένησε και μας ευχαρίστησε αρχικά στον πεζόδρομο του Ταχυδρομείου και αργότερα στην Μιαούλη. Έχει ψυχή και όχι πολυτέλεια. Στέκι καθημερινό και προσιτό, χωρίς ακρίβεια. Τους χωράει όλους, μεγαλογιατρούς και δικηγόρους, φοιτητές, περαστικούς, εκδρομείς ΚΑΠΗ, ενώ πρόσφατα προστέθηκαν Ρώσοι, Βούλγαροι, Τούρκοι και κεντροευρωπαίοι.
Η φήμη του απλώνεται, κι ένα δείγμα της ήταν οι ποδηλάτες που συνάντησα την άνοιξη, από την Τουρκία. Ιδρωμένοι, σπασμένα αγγλικά, με ένα χαρτάκι στο χέρι, αναζητούσαν τον Σαρίκα. Αναζητούσαν αυτό που κάποιος, θέλοντας να μοιρασθεί την ευχαρίστηση που έλαβε κάποτε, τους τον πρότεινε.
Αυτή η ευχαρίστηση έφερε εμάς και τους άλλους, των διπλανών τραπεζιών, στο στέκι του εκείνο το Αυγουστιάτικο μεσημέρι. Βρεθήκαμε μαζί, μια οικογενειακή τριάδα εμείς, κάποιοι φωνάσκοντες νταήδες, περαστικοί για την Σαμοθράκη, εκλεπτυσμένες κυρίες, μεροκαματιάρηδες μετά το 8ωρο. Άλλοι να δροσιστούν, κάποιοι να ‘βρέξουν’ το λαρύγγι, να χαλαρώσουν, να αφήσουν χώρο για τα συναισθήματα, να ξεχάσουν, να χαρεί γεύση και ψυχή, να ενώσουν βλέμματα τσουγκρίζοντας, να ευχηθούν, να κατευοδώσουν, να αποχωρισθούν, να τιμήσουν τη καλή υγεία, να πιουν και να ξεχάσουν, να πνίξουν τον καημό. Χαιρόμασθε για την υγεία μας με την αισιοδοξία που μόνο το καλοκαίρι απλόχερα χαρίζει.
Τραπέζια αδειάζουν καθώς η ώρα κυλά, αλλά και ξαναγεμίζουν πάλι.
Οι παραγγελίες πάνε κι έρχονται, τα κινητά κουδουνίζουν, οι Έλληνες συνομιλούν εντόνως κι αδιάκριτα, επαναλαμβάνοντας την αδικία που έχουν υποστεί ως άτομα και ως έθνος. Άλλοι απολαμβάνουν την οικογενειακή συνεύρεση, αναπολούν παλαιότερες  στιγμές. Κάποιοι διαπληκτίζονται, άλλοι φλερτάρουν. Όλοι όμως, πάνω από μία πιατέλα.
Αυτή η πιατέλα έκανε τον αφέντη της ‘γνωστό’, αλλά το ‘πλούσιος’ με ερωτηματικό. Μια πιατέλα γεμάτη από ταπεινά πεντανόστιμα θαλασσινά, γεμιστά καλαμαράκια, πατάτες φούρνου, σαλάτα σταθερής βάσης, όπου προστίθενται και αφαιρούνται λαχανικά κατά εποχή, συνοδευόμενα από αλκοόλ κατά βούληση. Η χρέωση κατά άτομο. Κάθε επιπλέον ποτηράκι, έξτρα χρέωση. Η τιμή ξεκίνησε από δραχμή, έγινε τώρα ευρώ και ταιριάζει τις τσέπες όλων. Το πρόσφατο διεθνές πελατολόγιο δεν επηρέασε τις τιμές.
Στη σκηνή εισήλθαν σχεδόν ταυτόχρονα δύο παρέες ξένων. Για λίγο τους περιεργασθήκαμε, αναπόφευκτο λόγω εγγύτητας.
Κάθησαν διστακτικά, αμήχανα, αμφιβάλοντας για την επιλογή τους. Οι διάλογοι που ακολούθησαν προσδιόρισαν την καταγωγή: Βούλγαροι και Ολλανδοί.
Η δυσκολία της παραγγελίας απέσπασε εκ νέου την προσοχή.
Πήγε-ήρθε ο Κωστάκης. Η έλλειψη κοινής γλώσσας και οι άλλες διατροφικές συνήθειες, η αιτία. Έτσι νομίσαμε. Γράφτηκε κάτι στο χάρτινο τραπεζομάντηλο, έδειξαν κάτι άλλο στα διπλανά τραπέζια, η παραγγελία τελικά έφτασε. Μία σαλάτα και μία μπύρα στους τρεις Ολλανδούς, μία σαλάτα με πατάτες φούρνου και δύο μπουκάλια Coca- Cola για τους  τέσσερεις Βούλγαρους.
Οι πρώτοι, ένα ανδρόγυνο κι ο 15χρονος κανακάρης τους, λεπτοί, γυμνασμένοι, κατακόκκινοι απ' τον ήλιο, χρυσαφένια μαλλιά, λιγομίλητοι, περίμεναν. Αυτά που ‘φώναζαν’ ήταν οι ταμπελίτσες πάνω τους, στα μπλουζάκια, στα ρολόγια τους, στα παπούτσια. Gant, Lacoste, Henry Cotton, Tag Heuer, Nike. Έπαιζαν τα δάχτυλα πάνω στο τραπέζι τους, άντεχαν τα βλέμματά μας, κρυφοκοίταζαν τις ποικιλίες στα γύρω τραπέζια. Οι άλλοι, Βαλκάνιοι. Μία άλλη εκδοχή, σκουρόχρωμοι, αγύμναστοι, ανώνυμη ενδυμασία, πιο κινητικοί, εκφραστικοί συνομιλούσαν όπως όλες οι οικογένειες του Νότου δυνατά, επιμένοντας ο καθένας στην άποψη του.
Καταβροχθίζαμε τα καλούδια μας και δεχόμασταν τα βλέμματα των γειτόνων. Ένοχοι εμείς για τα 33 ευρώ της υπερφορτωμένης παραγγελίας μας τριών ατόμων, απορημένοι ίσως αυτοί για το υπέρογκο ποσό εν καιρώ Ελληνικής κρίσης.
Απορήσαμε κι εμείς. Όταν τα ούζα τέλειωσαν, η γεύση και το στομάχι ικανοποιήθηκαν, το σώμα απλώθηκε, το βλέμμα αφέθηκε, το μυαλό άδειασε και η διάθεση χαλάρωσε. Ξάφνιασμα προκάλεσε η πολυτέλεια και μάλιστα διπλή. Πρώτα πέρασαν οι Ολλανδοί με το όχημα τους, ολοκαίνουργια BMW 525, ύστερα οι Βούλγαροι με ένα υπερμεγέθες jeep.
Διπλανός θαμών σε ‘τσακίρ’ κέφι σχολίασε: «τι κρίμα, η βενζίνη δεν άφησε τα παιδιά κάτι να ‘τσιμπήσουν’. Μείναν άφραγκοι και νηστικοί.»
-Ας τους κέρναγες, ρε Σταμάτη!
-Να μην τους προσβάλω, φοβήθηκα.
-Εμένα μου λες; Λουκούμι θα τους έρχονταν.
-Εις υγείαν το κορόιδο, δηλαδή.
-Έτσι  είναι ο Έλληνας! Κρίση-ξεκρίση, το τραπέζι του γεμάτο.
-Τι να την κάνεις την BMW ρε φίλε με άδειο στομάχι, αλλά να, με κάτι τέτοιους, φοβάμαι, ο Κωστάκης θα ‘σηκώσει μύτη’ και εμείς θ’αλλάξουμε στέκι.
Αλλάζουν και οι καιροί βέβαια...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου