Περιστατικό 9
Σχολείο της πόλης, μάθημα δημιουργικής απασχόλησης.
Μαύρα, ξανθά, καστανά κεφαλάκια. Λαμπερά μάτια, κόκκινα παρ όλο το κρύο μάγουλα, φωνές, κάπου-κάπου ξεχωρίζουν οι λέξεις, κουνιούνται, σπρώχνονται, γελούν, παλεύουν, τρέχουν, αρπάζουν, διαμαρτύρονται με την είσοδο μου, πάνε να βρουν την θέση τους, ή έτσι νόμιζα. Κάποιες θέσεις διεκδικούνται από πολλούς και πολλές.
Ηλικίες διάφορες, από πέντε έως οκτώ.
Η ομορφιά άφθονη. Εγώ αδυνατώ να συγκεντρωθώ σε ένα πρόσωπο, μια σειρά. Αεικίνητα πλάσματα κι η προσοχή μου ακολουθεί τον ρυθμό τους.
Χαρτιά και χρώματα απλώνονται και χεράκια κρινάτα, μαυριδερά, παχουλά κι αδύνατα απλώνονται και με ικανοποίηση αιχμαλωτίζουν κραγιόνια και χαρτόνια, ψαλίδια και κόλλες.
Ένα πλάσμα απ'αυτά τ’αγγελικά πλασμένα, με σουφρωμένα χειλάκια, υγρά μάτια, αδρανεί απρόθυμα στο καρεκλάκι.
Εκτιμώντας τη στάση διακριτικότητας τής προτείνω τα απαιτούμενα της δημιουργίας.
Εξακολουθεί να μην απλώνει το χέρι, να πληθαίνουν τα δάκρυα και να σφίγγει περισσότερο τα κερασένια χείλη.
- Δεν θα κάνεις κάρτα;
- Όχι
- Γιατί;
- Δεν μπορούμε να πληρώσουμε, είπε ο μπαμπάς.
- Μα δεν θα πληρώσεις, δεν θα πληρώσει κανένας. Είναι δικά μου, τα έφερα για να δημιουργήσουμε μαζί, να περιμένουμε τα Χριστούγεννα φτιάχνοντας τις δικές μας εικόνες.
- Κι αν, όταν τελειώσει το μάθημα, αν μου ζητήσεις τα λεφτά; Δεν θα έχω ούτε τότε.
Ποιος σου είπε, ψυχή μου, ότι για όλα πληρώνεις; Ποιος ράγισε την ευθραστότητά σου;
Ποιος σε όπλισε απέναντι μου; Ποιος έκλεψε την χαρά της προσφοράς; Ποιος
κλόνισε την εμπιστοσύνη σου πριν μάθεις τι σημαίνει η λέξη;
Αυτόν θέλω απέναντι σου, ν'αντικρίσει το πέπλο που κάλυψε την καθαρότητα του βλέμματός σου. Θα τ’ αντέξει;
Εγώ όχι.
Περιστατικό 10
Στην άκρη της αίθουσας αντράκι ξανθό άπραγο, με το ένα χέρι στηρίζει το σγουρόμαλλο κεφάλι του, ενώ το άλλο, το δεξί, αμήχανα απασχολείται στο θρανίο επάνω. Αδιάφορος για την δημιουργικότητα των άλλων, τα πειράγματα, τους διαπληκτισμούς. Τον παρατηρώ και δεν τον νοιάζει. Συναντάει το βλέμμα μου και αδιαφορεί. Έχει βαρύ φορτίο στις λιλιπούτειες πλάτες του για να θορυβηθεί με το βλέμμα. Παρέμεινε αδιάφορος κι αμέτοχος ακόμη κι όταν χτύπησε στις πεντέμισι η καμπάνα του εσπερινού κι όλα μαζί σταμάτησαν τα πάντα για να σταυροκοπηθούν. Σαν κουρντισμένα κουκλάκια.
Αυτός, σκοτεινιασμένος κι απαθής. Τίποτα δεν συγκρινόταν με το θέμα που τον απασχολούσε. Τίποτα δεν άξιζε την προσοχή του.
Η δική μου όμως απαίτησε να τον πλησιάσω, να τον δελεάσω με χρυσόσκονη και φανταχτερά φύλλα χαρτιού. Παρέμεινε αδιάφορος.
- Τι απασχολεί τον Κωνσταντίνο; ρώτησα, υποτιμώντας το φορτίο του, αγνοώντας τις αγωνίες της παιδικής ψυχής.
Ξερό, «τίποτα».
Επέμενα και ξαναρώτησα,
- Δεν θέλεις να το συζητήσουμε; Δεν θέλεις να το μοιρασθούμε;
Στο «εγώ που σε νοιάζομαι» ξέσπασε στα κλάματα.
- Είμαι πολύ λυπημένος και θυμωμένος. Σήμερα το πρωί ο μπαμπάς χτύπησε την μαμά μου.
- Δεν μπορεί! Θα παρεξήγησες, θα νόμιζες.
- Δεν είμαι χαζός, την χτύπησε.
- Αδύνατον.
- Κι όμως, την είδα που πήγε μέσα κι έκλαιγε.
- Ίσως έγινε λάθος, ίσως μόνο μάλωσαν, θα δεις όταν γυρίσεις, θα μιλήσεις με την μαμά.
- Είμαι σίγουρος! Τώρα στεναχωριέμαι, γιατί άμα γύρισε και τη δείρει ξανά ποιος θα την βοηθήσει; Η μαμά είπε να μείνω εδώ. Όμως, εγώ, άμα μεγαλώσω, θα τον δείρω. Θα του δώσω μια γροθιά κι ας είναι και μπαμπάς μου. Να μάθει.
Ιππότη μου γενναίε, πληγωμένο μου σπουργίτι, πως να αντιπαλεύσεις την βαρβαρότητα; Δεν είσαι καν ο Δαυίδ κι αυτός νομίζει πως είναι ο Γολιάθ. Άνισος αγώνας.
Στην βία είμαστε όλοι γυμνοί. Δεν φθάνει η αγάπη να καλύψει τις πληγές της αλλά ούτε και γίνεται σφεντόνα να την ακινητοποιήσει.
Περιστατικό 11
- Κλείστε τα μάτια και ζωγραφίστε κάτι που σας έκανε χαρούμενους.
- Γενέθλια;
- Δώρο;
- Κινητό;
- Playstation;
- Τον αγώνα του Παναθηναϊκού;
- Ό,τι θέλετε!
Πυρετωδώς η ομάδα επί του έργου.
Ανταλλάσσονται υλικά ψαλίδια κόλλες, μαρκαδόροι, κερομπογιές, υδροχρώματα.
Αποτυπώνεται η χαρά, σκέφθηκα.
Αμόλυντα μυαλά, αχάρακτες συνειδήσεις, αψεγάδιαστες οι φτερούγες της ελπίδας, απεγκλωβισμένα 'θέλω'. Πόσο γήινες οι απαιτήσεις; Θα φανεί.
Πρόθυμα, ακούραστα, τιτιβίζοντας, η ώρα κυλά.
Κλέβω εικόνες από δω κι από κει, μαντεύω περιεχόμενα, βάζω στοίχημα για το ποια θα είναι η έκπληξη. Πόσο ίδια, πόσο διαφορετικά τα σημάδια της χαράς;
Πότε η επιθυμία μας αλλάζει; Πότε η χαρά θέλει πολλά για να γεννηθεί; Που αφήσαμε την σαφή πηγή εκπόρευσης της;
Πού και πότε γίναμε περίπλοκοι;
Η κλεψύδρα άδειασε και οι καλλιτέχνες έκαναν πίσω για να δω τα έργα.
Χτυπούσαν οι καρδιές μας κι ακουγόταν. Τα μάτια γύρους κάναν να δουν, να συγκρίνουν, να ικανοποιηθούν.
Γέμισε η αίθουσα δώρα και χαρές. Ό,τι ευχήθηκαν κι ό,τι πήραν. Στολίστηκε η αίθουσα από τα πραγματοποιημένα όνειρα. Άλλα αναγνωρίσιμα κι άλλα την επεξήγηση του δημιουργού απαιτούν.
- Να, εδώ η οθόνη!
- Έτσι είναι το ποδήλατό μου, κόκκινο, με μικρές ρόδες.
- Είχε και την χιονάτη η τούρτα μου.
- Το καινούργιο αυτοκίνητό μας, θα το οδηγήσω, είπε ο μπαμπάς.
- Ο αδελφός μου! Το καλοκαίρι γεννήθηκε.
- Εσύ Πέτρο; Τι ζωγράφισες;
Στα χέρια μου κρατούσα ένα νέο πρόσωπο το μισό χυμένο σα λιωμένο παγωτό και το άλλο φιλοξενούσε ένα μισό χαμόγελο που κατά πάνω πήγαινε.
Ο τετράχρονος Bacon, με σοβαρό ύφος, εξηγούσε πως χάρηκε που ένας κακός άνθρωπος έγινε καλός, αλλά «δεν πρέπει να μας πει ποιος».
Μας φθάνει που έστω κι ένας το αποφάσισε. Μας φθάνει που εσύ το είδες. Μας φθάνει που η «προς Εικόνα Σου» πορεία κάποιου μακρινού η εκ του περιβάλλοντός σου σε χαροποίησε.
Να την η έκπληξη!
Κι εγώ που νόμιζα ότι ο κόσμος στερεύει...
Περιστατικό 12
Εχθές στο μανάβικο μπήκε μια τσιγγάνα απροσδιορίστου ηλικίας, μικροκαμωμένη, κοκαλιάρα, χωρίς δόντια, με περιδέραιο 'βασιλικό', παντόφλες καλοκαιρινές και ζιλεδάκι σιέλ. Η ίδια κατάμαυρη από απλυσιά, ή γενετική καταβολή. Στ' αυτιά αστράφτανε κρεμαστά σκουλαρίκια και φώτιζαν το πρόσωπο. Τα μάτια της λαμπερά, βλέμμα ζεστό, ταιριασμένο με χαμόγελο γλυκό.
Διαλέγει και παίρνει δυο κυδώνια, είναι χαρούμενη πολύ και λέει:
- Αχ τι ωραία που τα βρήκα, μέρες τα έψαχνα. Τα ζήτησε η νύφη, περιμένει γκζάνι.
Βγάζει από την βράκα της πορτοφολάκι και μετράει 40 λεπτά.
- Ακριβά, αλλά μπερεκέτι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου