Οι μόνες,σταθερού ρυθμού, παρουσίες του κρύου δρόμου οι καταστηματάρχες. Έχουν ξυπνήσει πριν από εμάς για εμάς. Φροντίζουν για την προσέλκυσή μας. Ερωτοτροπία άλλου είδους, καθαρίζοντας, εφοδιάζοντας, στολίζοντας, φορούν το ωραίο τους χαμόγελο, ξεχνούν την κακοκεφιά, τις διαμαρτυρημένες επιταγές, το απούλητο εμπόρευμα, τη δυστροπία μας, την απαιτητικότητά μας και μας καλημερίζουν, μας υποδέχονται. Μια άλλη ημέρα ξεκινάει για το προς το ζειν και το ευ ζειν. Μια σχέση ατελεύτητη, έμπορος – καταναλωτής, κι ανάμεσά μας το «ρευστό», η κρίση, η ευημερία να ρυθμίζουν τα διαγράμματα της σχέσης μας. Όμως μικρά δώρα παραμένουν για τον καθημερινό άνθρωπο, τον μόνο, τον ηλικιωμένο, τον ξεχασμένο, τον βιαστικό, τον αργόσχολο, τον νοικοκύρη «οι καλημέρες». Μικρά διαμαντάκια ανάμεσα σε λαυράκια, γόπες, μοτόρια, ψηστιέρες, σκουπόξυλα, βαφές κι ελαιοχρώματα, μήλα κι αγκινάρες, φρατζόλες και φρατζολάκια.
Τα τελευταία πίσω από ιδρωμένα παράθυρα περιμένουν, στέλνοντας μαζί με κουλούρια, τυρόπιτες και τσουρεκάκια ελκυστικά αρώματα σαν κράχτες.
Έτσι κι αλλιώς η πρόσφατη παρουσία στο δρόμο μου μνήμες από άλλο φούρνο έφεραν στο μυαλό, εκείνον που ο πάγκος των ψηστικών και η επιφάνεια ψησίματος του καυτού ξυλόφουρνου μόλις περνούσαν το παιδικό μου κεφάλι. Η μυρωδιά όμως εκεί γαργαλιστική, φρεσκοψημένου ζυμαριού, χέρι-χέρι με τη μυρωδιά του ξύλου να σ’ αρπάζουν από τη μύτη και να κοκκινίζουν τα μάγουλα.
Έτσι, έσπρωξα την πόρτα κι αντίκρισα αναγεννησιακή ομορφιά με χαμόγελο να με υποδέχεται, να ρωτάει για την επιθυμία μου. Το βλέμμα γλίστρησε στη μισάνοιχτη πόρτα του εργαστηρίου, όπου ασπροντυμένος φούρναρης με το σκουφί του πάλευε με το ζυμάρι. Η μποτιτσελική ευγένεια με επαναφέρει στο δικό της χώρο, των προϊόντων. Η παραγγελία έγινε, τυλίχτηκε, ευχαριστίες δόθηκαν μαζί με τα ρέστα. Και εκεί, λίγο πριν φύγω, το βλέμμα σκαλώνει σε οικείο κίτρινο και μπλε. Αντιγραφές Van Gogh πάνω από τις βιτρίνες, ψηλά, τόσο ψηλά, μόνο για αυτούς που ψάχνουν. Στάχυα του Ολλανδού μάστορα σε θημωνιές, σε χέρια θεριστών, κάτω από τον ήλιο, ανάμεσα σε δρεπάνια και χαμόγελα συγκομιδής, ζέστη του καλοκαιριού παρέα με αυτή του αρτοποιείου.
Νέε λαμπρέ εκ Δικέλλων, πότε συνάντησες τον ποιητή της θημωνιάς, του χρυσαφιού του ήλιου και μου τον χάρισες για να αρχίζει η ημέρα μου καλά; Σου άρεσε η τέχνη του και μαζί με τη δική σου μου την χάρισες; Πλάκας, ποντιακό με προζύμι, ανάμεικτο, σικάλεως και ταπεινό λευκό, αυτό που όταν περνούσαμε από το ζυμωτό στο έτοιμο το λέγαμε «γερμανικό».
Ποιότητα στο τραπέζι μας, ποιότητα στην υποδοχή μας. Τέχνη, μαστοριά και χαμόγελο. Συνταγή αλάνθαστη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου