Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Διάφορες πραγματικότητες…συνέχεια

Περιστατικό 7 
Τον είδα στην άκρη της πλατείας, το κορμί να δυσκολεύεται να ανταποκριθεί από το βάρος των χρόνων και του χαρτόκουτου που προσπαθούσε να σηκώσει από την καρότσα του Datsun. Με κόπο διέσχισε την πλατεία και το εναπόθεσε πάνω στο τραπεζάκι του καφενείου.
Ένα κιβώτιο ολόχρυσα πορτοκάλια. Με κοίταξε στα μάτια. Συνάντησα εκείνο το υγρό λαδί τους, τα φρεσκοξυρισμένα μάγουλά του, το φροντισμένο μουστακάκι του, τα υπέροχα γκρι μαλλιά του. Πάντα ξεχνούσα να αναφέρω την καραμανλίδικη μύτη του σε μένα και στους άλλους. Σα να μην την αγαπούσα. Ψέμα, αγαπούσα καθετί επάνω του. Τι τον ήθελα τον αόριστο; Ένιωσα και τη μυρωδιά του. Κερί, μέλι, καπνός, σόμπα πετρελαίου και ακριβό aftershave. Η πολυτέλειά του, η παρουσία μου επάνω του.
Πρόλαβε την ερώτηση, γιατί έφερε πορτοκάλια αντί για μέλι. «Τα δοκίμασα», μου λέει, «μέλι, γλυκά, ζουμερά, μυρωδάτα. Σκέφθηκα, πού να κατεβαίνουν οι άνθρωποι να τα αγοράσουν. Θα τα μοιρασθώ μαζί τους.» Δεν ήθελε κέρδος. 1,30 τα αγόρασε, 1,30 θα τα πουλήσει.
Απορία. Η μαμά; Συμφωνεί; Το ξέρει η Σοφούλα; Η Σοφούλα αντίρρηση καμμιά.
Βγήκαν οι φίλοι του από το καφενείο. «Καλώς τον.» Ο άλλος ο Ιορδάνης, ο Πρόδρομος, ο Ισαάκ, ο Ανδρέας, ο Θόδωρος, ο Χατζηπαύλου, ο Χλωρόπουλος, ο Νεανίδης. Τα χέρια άπλωσαν και πορτοκάλια έπιασαν. Χέρια-κλαδιά φορτωμένα πορτοκάλια. Φως στα πρόσωπα. Εσύ δίπλα μου. Ήξερα ότι μοιραζόμουν τη σκηνή, το φως, την ανάκατη μυρωδιά βουνού και ξυλόσομπας, μελισσοκαπνιστηρίου, εσπεριδοειδούς, φρεσκάδας και παλιού ανθρώπου. Εκείνη η αγαπημένη μυρωδιά που σου την περιέγραφα, αλλά να την πιάσω δεν μπορούσα. Ξέφευγε σαν πεταλούδα. Τώρα σε σκούντηξα να την νιώσεις. Να μου πεις «την μοιράσθηκα».
Μοιράσθηκα τη νοσταλγία, το παρελθόν, το πριν, το «χάθηκε», το «ήμουν», «άγγιξα», «βίωσα».
Και ήταν εκεί μαζί με τα υγρά μάτια. Τα είδες; Σου πρόσφερε πορτοκάλι χρυσό Άργους, Ληξουρίου, Κρήτης, δεν ξέρω. Άπλωσες το χέρι να γίνεις κλαδί φορτωμένο κι εσύ και τότε… Χιλιάδες «κονσερβαρισμένοι ήλιοι», όπως μου είχε πει ότι δήλωσε η γεροντολόγος Ασλάν, κατρακύλησαν και κάλυψαν την πλατεία. Ένα υπέροχο φως, γλυκό, της ζωής, πλημμύρισε το χώρο. Αντανάκλαση του πλούτου της γης μας. Μια γλυκιά ζέστη αλκυονίδας μέρας, μας τύλιξε όλους, ζωντανούς, νεκρούς, η ευφορία της συνάντησης. Παιδιά τρέξαν κι εμείς ανάμεσά τους. Τα ολοστρόγγυλα μυρωδάτα δώρα μπερδευόταν στα πόδια και στις ψυχές μας.
Σου άπλωσε το χέρι και σαν στη στιγμή της δημιουργίας αγγίξατε τον ομφαλό του.
Πώς έγινε και συνάντηση μαζί του κάναμε. Τόσα χρόνια στα όνειρα τον αποζητώ. Τόσο αφόρητη η απουσία του. Ένα, ένα τόσο μικρό όνειρο ήθελα.
Και να το, ήρθε. «Η καινούργια εφαρμογή του Steve σου επιτρέπει να βρεις το όνειρο, να μπεις σ’ αυτό, να το προσαρμόσεις, να το αλλάξεις. Είναι διαδραστική η διαδικασία της εφαρμογής», είπες και χάθηκες.
Όνειρο στο όνειρο, αναρωτήθηκα, αναζητώντας την εκπλήρωση της επιθυμίας στις εφαρμογές του iPad.

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Διάφορες πραγματικότητες…συνέχεια


Περιστατικό 6

… Παλιό, αλλά επίκαιρο παρόλο που η «οικοδομή» σταμάτησε

Ιανουάριος 1999

Τα πρωινά αυτού του κρύου χειμώνα που δε λέει να κάνει διάλειμμα συναντάω τους εργάτες. Η οικοδομή ψηλώνει κι αυτοί με κόκκινα χέρια και άδεια μάτια κινούνται.
Τι να κοιτάξουν; Εμένα, εσένα, να σε δουν και να ξεφυτρώσει η διαφορά; Όλοι είμαστε ίσοι, λένε. Ε, δεν είμαστε!
Άλλο τώρα, που να για να δικαιολογήσω τους 23 °C του γραφείου μου επικαλούμαι την εξυπνάδα μου και την επιμέλεια, τη συνέπεια κι επιμονή μου.
Μόνο που τώρα πάει κι αυτό. Με τόσους ξένους εργάτες… Κι αυτός είχε εξυπνάδα κι επιμέλεια, και πτυχίο πήρε, και καταχωρήθηκε σε επιμελητήριο. Όμως ποιο; Εδώ είναι η διαφορά, ποιο και πού, σε ποιον τόπο; Ο τόπος καταγωγής; Αυτός φταίει.
Έχουν φτώχεια εκεί, πεινάνε! Εμείς όχι. Δεν ήταν πατρίδα τους, ήρθαν στη δική μας και τους χάρισε τη θέση των εκλεκτών της καρδιάς. Στους -2 °C, στο γιαπί. Έξω με το πτυχίο στην τσέπη, τα όνειρα στην μπετονιέρα να χαθούν και τα μάτια να αδειάσουν. Μάταια ζητούν μια απάντηση στο κρύο.
Ο χειμώνας δεν είναι ίδιος για όλους και το σίγουρο ούτε τα πρωινά.
Η μέρα δεν είναι γενναιόδωρη με όλους και με κάποιους είναι ιδιαίτερα φειδωλή.
Λέγε-λέγε για ισότητα και ίσες ευκαιρίες θα το πιστέψουμε και θα ξεχαστούμε στη βολή του μοναδικού κι ανεπανάληπτου εγώ μας.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Διάφορες πραγματικότητες…συνέχεια

Περιστατικό 5
Αθήνα, Ιανουάριος 2013, κάπου στο Μοναστηράκι.

Η επιγραφή «ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΕΜΠΟΡΟΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ Α.Ε.» του ’60 έδωσε τη θέση της στο «ΑΤΕΛΙΕ» της Φρίντας του ’80.
Αυτή η «Εμποροεισαγωγική» την έστειλε στο Παρίσι για σπουδές κι αυτή υποχώρησε για να φιλοξενήσει στο χώρο της το ατελιέ. Έβαλαν το χεράκι τους μάστορες και μαστοράκια, διακοσμητές και σύμβουλοι με το αζημίωτο. Πήρε ένα εξάμηνο και κόστισε ένα νέο διαμέρισμα στο Ν. Ηράκλειο, όπως σχολίασε ο μπαμπάς, δηλώνοντας έτσι και τη δυσαρέσκειά του στις επιλογές και πράξεις συζύγου και μοναχοκόρης. Τι τον ένοιαζε; Αυτός έκλεισε τον κύκλο του. Τώρα τα νιάτα έχουν προτεραιότητα και τα όνειρά τους.
Διαμορφώθηκε και η είσοδος. Το κτίριο, από μόνο του δημιουργούσε ευρύχωρη εσοχή, που καλλωπίστηκε, φυτεύτηκε για να προσδώσει αίγλη οίκου στο ατελιέ του 1ου ορόφου. Ένας από τους «τζιτζιφιόγκους» φίλους της Φρίντας έφερε κι ένα μικρό γλυπτό αγγελάκι, να καμαρώνει μέσα στο λιλιπούτειο σιντριβάνι. Έγιναν λαμπρά εγκαίνια, γράφτηκε το όνομα «Φρίντα Σακελλαρίου» σε όλες τις δημοφιλείς και πολυαναγνωσμένες κοσμικές στήλες των Αθηνών, ακόμη και της συμπρωτεύουσας. Ευοίωνο ξεκίνημα!
Το 4οροφο κτίριο επισκέφτηκαν για μια 20ετία όλες οι καλές κυρίες κι αβρές δεσποσύνες των Αθηνών, περιχώρων κι αυτής ακόμη της επαρχίας. Η Φρίντα πηγαινοερχόταν με δαντέλες και υφάσματα στην Ευρώπη, φέρνοντας πολύχρωμα μετάξια Ασίας, βαμβακερά της Κένυας, πετράδια της Λατινικής Αμερικής. Η επιχείρηση ευημερούσα, η γκρίνια του μπαμπά Σακελλαρίου υποχώρησε μπροστά στους νέους καιρούς και τις νέες προτεραιότητες που μια Ελλάδα, νέα, υιοθετούσε, σπαταλούσε, κορόιδευε τον εαυτό της και τους άλλους στην προσπάθεια να μοιάσει τους εταίρους της. Αυτό απαιτούσε θυσίες και κάποια στιγμή ήρθε δυσανεξία στην αγορά, οι κυρίες αραίωσαν, το διαδίκτυο έφερε άλλες αγορές κοντά, όπως της Κίνας, αντιγραφές haute couture από τις του πλανήτη για όλα τα πορτοφόλια.
Θα ήταν μικρό το κακό αν όλα σταματούσαν εκεί.
Μια Δευτέρα η Φρίντα αγουροξυπνημένη, δύσθυμη, με δυο-τρεις ακάλυπτες επιταγές, χωρίς καφέ, πηγαίνοντας να ανοίξει τον είδε. Ένας σωρός από βρώμικα ρούχα δίπλα στην είσοδο, στην εσοχή. Κάτω από τον σωρό ένας μεσήλικας κοιμόταν, δίπλα του ένας σκύλος.
Ταράχτηκε, αλλά την έπιασε το ψυχοπονιάρικό της, του έφερε γάλα κακάο μαζί με το κρουασάν και το cappuccino της.
Ακολούθησαν κι άλλες Δευτέρες, κι άλλες διαμαρτυρημένες επιταγές, ο καφές έγινε ελληνικό, έκοψε το cappuccino και το γάλα κακάο κι αύξησε τα τσιγάρα της. Αναδουλειά, απραξία, άγχος. Όλα αυξημένα. Αυξητικός κι ο αριθμός των φιλοξενούμενων αστέγων στην εσοχή. Αυξητική κι η βρωμιά κι η δυσωδία. Όλοι οι ένοικοι ανήσυχοι και προβληματισμένοι. Για να εισέλθεις το πρωί δρασκελούσες εμπόδια.
Απόφαση έλαβαν κι έκλεισαν την εσοχή με κιγκλίδωμα αισθητικά αποδεκτό. Μια προσπάθεια να προστατευθεί η εικόνα του κτιρίου, των γραφείων, μια προσπάθεια αναβάθμισης του περιβάλλοντος χώρου, μικρή συμβολή μη και βελτιωθεί και η πορεία των επιχειρήσεων.
Δευτέρες συμβαίνουν όλα. Μια τέτοια Δευτέρα, μήνυση από την Πολεοδομία Αττικής για το παράνομο φράξιμο της εσοχής έφθασε. Έκπληξη, θυμός, αγανάκτηση, διαμαρτυρία, δικηγόροι, αποκατάσταση της αλήθειας και δικαιολόγηση της ενέργειας. Ευτυχώς σύμπνοια από τους υπόλοιπους ενοίκους. Πώς να παραγγείλεις νυφικό από μετάξι όταν δρασκελίζεις ανθρώπους που κοιμούνται στο τσιμέντο, μες στη βροχή και το αγιάζι; Βουλιάζει η επιχείρηση, η ανθρωπιά, η συμπόνια, ο οίκτος, η φιλανθρωπία. Αυξάνει το αδιέξοδο. Τα πηγαινέλα σε Πολεοδομία και Δικαστήρια συνδράμουν θυμός, παράπονο, διαμαρτυρία, καταγγελία, διεκδίκηση του δίκιου. Θυμάται ο άνθρωπος την τάξη, την ανυπαρξία κοινωνικής πρόνοιας, την απουσία κράτους Δικαίου, το ότι ξέχασε εν το «επιχειρείν» το νοιάζομαι για τη χώρα μου, για το πώς ασκείται η εξουσία, που εκχωρήσαμε το κράτος πρόνοιας, τα σύνορα της χώρας, πώς αδιαφορήσαμε για τους άλλους, εμάς και το μέλλον μας.
Η πίκρα εγκαταστάθηκε στην καρδιά της Φρίντας. Έχασε την όρεξή της, δεν της έλεγε τίποτα το «δημιουργείν», χάθηκε η έμπνευση. Παροτρύνσεις και συμβουλές να αγνοήσει το θέμα, να αλλάξει γειτονιά, να ξεχαστεί για λίγο, να ταξιδέψει, να διακόψει προσωρινά. Ο καιρός κυλούσε μέχρι που δάκρυα κύλησαν μπροστά στο αδιέξοδο.
Δευτέρα το νέο χτύπημα. Χαρτιά στο περίτεχνο κιγκλίδωμα. «Ξενοφοβική», «Ρατσίστρια», «Πουλημένη», «Απάνθρωπη», «Μίζερη». Πελαγωμένη κοιτάζει μια το ένα και μια το άλλο. Αρχίζει με θυμό να τα μαζεύει. Εγώ; Εγώ είμαι αυτή; Παρεξήγηση. Τι ήθελα; Το δικαίωμα να πηγαίνω στο χώρο μου. Αυτόν που πληρώνω, συντηρώ, φροντίζω, εκεί που δημιουργώ. Με ρώτησαν; Γιατί δεν τους παίρνουν σπίτι τους; Είναι όλοι το ίδιο; Τι κάναν αυτοί για να μην υπάρχουν άστεγοι; Ποιος είναι ένοχος; Εγώ, αυτοί ή οι άλλοι; Πώς φτάσαμε μέχρι εδώ; Πού είμαι; Να φύγω; Να πάω πού; Ένοχη; Σίγουρη; Τίποτα δεν είναι όπως πριν. Χαμένη στο εγώ, εμείς κι αυτοί. Ο κύριος του 4ου πίσω της, της αγγίζει τον ώμο και της ψιθυρίζει στο αυτί.
«Ο πλανόδιος που τους πουλούσε λαθραία, φθηνά τσιγάρα και μικροπράγματα. Αυτός. Αυτός είναι ο υποκινητής. Το συμφέρον. Το μικροσυμφέρον του ο ένοχος. Καταγγείλτε τον.»
Αυτή; Οι άλλοι των τριών ορόφων, συμπεριλαμβανομένου του ομιλούντα, πού είναι; Μαζί το αποφασίσαμε.
Ένας-ένας διαφεύγει της ευθύνης, ξεγλιστράει από τη μομφή, την ενοχή, τη συλλογική μας ευθύνη.

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Διάφορες πραγματικότητες…συνέχεια

Περιστατικό 4
Καθημερινή, ώρα 7:15, η θερμοκρασία -2 °C, δρόμος άδειος, μάλλον σχεδόν άδειος. Βιαστικοί νεαροί στρατιωτικοί επιταχύνουν «πειραγμένα» αυτοκίνητα, το μόνο νεύρο εν εγρηγόρσει. Η αργοπορία δεν φαίνεται να αγχώνει τους λιγοστούς Δημοσίους Υπαλλήλους, διαβάτες του δρόμου, που κι αυτοί, όπως κι οι άλλοι, τη βιώνουν ως συνέπεια στην επαγγελματική τους ζωή.

Οι μόνες,σταθερού ρυθμού, παρουσίες του κρύου δρόμου οι καταστηματάρχες. Έχουν ξυπνήσει πριν από εμάς για εμάς. Φροντίζουν για την προσέλκυσή μας. Ερωτοτροπία άλλου είδους, καθαρίζοντας, εφοδιάζοντας, στολίζοντας, φορούν το ωραίο τους χαμόγελο, ξεχνούν την κακοκεφιά, τις διαμαρτυρημένες επιταγές, το απούλητο εμπόρευμα, τη δυστροπία μας, την απαιτητικότητά μας και μας καλημερίζουν, μας υποδέχονται. Μια άλλη ημέρα ξεκινάει για το προς το ζειν και το ευ ζειν. Μια σχέση ατελεύτητη, έμπορος – καταναλωτής, κι ανάμεσά μας το «ρευστό», η κρίση, η ευημερία να ρυθμίζουν τα διαγράμματα της σχέσης μας. Όμως μικρά δώρα παραμένουν για τον καθημερινό άνθρωπο, τον μόνο, τον ηλικιωμένο, τον ξεχασμένο, τον βιαστικό, τον αργόσχολο, τον νοικοκύρη «οι καλημέρες». Μικρά διαμαντάκια ανάμεσα σε λαυράκια, γόπες, μοτόρια, ψηστιέρες, σκουπόξυλα, βαφές κι ελαιοχρώματα, μήλα κι αγκινάρες, φρατζόλες και φρατζολάκια.

Τα τελευταία πίσω από ιδρωμένα παράθυρα περιμένουν, στέλνοντας μαζί με κουλούρια, τυρόπιτες και τσουρεκάκια ελκυστικά αρώματα σαν κράχτες.

Έτσι κι αλλιώς η πρόσφατη παρουσία στο δρόμο μου μνήμες από άλλο φούρνο έφεραν στο μυαλό, εκείνον που ο πάγκος των ψηστικών και η επιφάνεια ψησίματος του καυτού ξυλόφουρνου μόλις περνούσαν το παιδικό μου κεφάλι. Η μυρωδιά όμως εκεί γαργαλιστική, φρεσκοψημένου ζυμαριού, χέρι-χέρι με τη μυρωδιά του ξύλου να σ’ αρπάζουν από τη μύτη και να κοκκινίζουν τα μάγουλα.

Έτσι, έσπρωξα την πόρτα κι αντίκρισα αναγεννησιακή ομορφιά με χαμόγελο να με υποδέχεται, να ρωτάει για την επιθυμία μου. Το βλέμμα γλίστρησε στη μισάνοιχτη πόρτα του εργαστηρίου, όπου ασπροντυμένος φούρναρης με το σκουφί του πάλευε με το ζυμάρι. Η μποτιτσελική ευγένεια με επαναφέρει στο δικό της χώρο, των προϊόντων. Η παραγγελία έγινε, τυλίχτηκε, ευχαριστίες δόθηκαν μαζί με τα ρέστα. Και εκεί, λίγο πριν φύγω, το βλέμμα σκαλώνει σε οικείο κίτρινο και μπλε. Αντιγραφές Van Gogh πάνω από τις βιτρίνες, ψηλά, τόσο ψηλά, μόνο για αυτούς που ψάχνουν. Στάχυα του Ολλανδού μάστορα σε θημωνιές, σε χέρια θεριστών, κάτω από τον ήλιο, ανάμεσα σε δρεπάνια και χαμόγελα συγκομιδής, ζέστη του καλοκαιριού παρέα με αυτή του αρτοποιείου.

Νέε λαμπρέ εκ Δικέλλων, πότε συνάντησες τον ποιητή της θημωνιάς, του χρυσαφιού του ήλιου και μου τον χάρισες για να αρχίζει η ημέρα μου καλά; Σου άρεσε η τέχνη του και μαζί με τη δική σου μου την χάρισες; Πλάκας, ποντιακό με προζύμι, ανάμεικτο, σικάλεως και ταπεινό λευκό, αυτό που όταν περνούσαμε από το ζυμωτό στο έτοιμο το λέγαμε «γερμανικό».

Ποιότητα στο τραπέζι μας, ποιότητα στην υποδοχή μας. Τέχνη, μαστοριά και χαμόγελο. Συνταγή αλάνθαστη.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Διάφορες πραγματικότητες


Περιστατικό 1
Οι γιορτές τελείωσαν, η πληθώρα των φαγητών κι αυτή επίσης.
Λιτότητα κι απλότητα στα γεύματα για την τσέπη και τη σιλουέτα, κάποιοι προτάσσουν την υγεία. Έτσι κι η κυρία μπροστά στην ταμειακή μηχανή του μανάβικου. Ύψος ενισχυμένο από 8ποντη μπότα, σιλουέτα παλαιότερης σφριγηλότητας, μαλλί, νύχι σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας. Το λαιμό στολίζει πλούσιος γούνινος, μαύρος γιακάς, τα δε χέρια διάφορα δαχτυλίδια, λαμπερά, αλλά ογκώδη. Στέκεται  υπερήφανη για την εικόνα της, σίγουρη για την υπεροχή της. Κοιτάζει γύρω της επιτιμητικά το χώρο και τους άλλους εν αναμονή πελάτες. Περιμένει να ζυγισθούν τα πράσα που προφανώς είχε επιλέξει.
-       1,80, η φωνή του ταμείου
-       Τι! Για πράσα; 1,80;
-       Ναι, είναι ενάμισι κιλό.
-       Δεν το πιστεύω. 1,20 το κιλό; Ανήκουστο! Είναι και μαραμένα.
-        Δεν το είχατε προσέξει; Είναι από την πάχνη. Καίγονται οι άκρες. Μπορείτε να τις αφαιρέσετε.
-       Ναι, αλλά φαντάστηκα θα είχε σκόντο στην τιμή.
-       Η τιμή είναι το πρόβλημα; Τι να σας πω. Μας χρεώνουν και χρεώνουμε.
-       Για ξαναζυγίστε τα.
-       Θα παίζουμε;
-       Όχι, επιμένω.
-       Κι εγώ.
Οι υπόλοιποι θορυβούμενοι αλληλοκοιταζόμαστε και δυσανασχετούμε. Είναι η ώρα που επιστρέφουμε σπίτι μετά από ένα όχι ξεκούραστο 8ωρο. Παρόλα αυτά ο διάλογος συνεχίζεται πιο έντονος.
-     Κράτα τα, κυρά μου. Χάρισμά σου,  ο ιδιοκτήτης υπερήφανος, θιγμένος κι αδικούμενος, έκλεισε την κουβέντα.
Αυτή με τα πράσα στο χέρι ως η θεά Δήμητρα τα στάχυα, εξέρχεται αγέρωχη του καταστήματος. Εμείς άφωνοι μάρτυρες παρακολουθούμε. Μας διέψευσε. Δεν εγκατέλειψε το προϊόν της διαμάχης. Είχε κερδίσει ενάμισι κιλό ταπεινά πράσα, υγιεινή διατροφή για το έντερο και το πορτοφόλι της.
-       Υπάρχουν πολλοί και πολλές που συμπεριφέρονται έτσι;
Ο καταστηματάρχης απέφυγε την απάντηση.
-       Με το αζημίωτο κυρία, σχολίασε κάποιος. Ντροπή της, συμπλήρωσε.
Κοίταξα τα χέρια του ιδιοκτήτη και της γυναίκας του. Ταλαιπωρημένα, αστόλιστα, σημαδεμένα από αγκάθια και τελάρα, χέρια εργατικά, υπερήφανοι οι ιδιοκτήτες τους.


Περιστατικό 2
Η μεθεπόμενη πελάτισσα, ηλικιωμένη, παχουλή, λιτή, γκρίζο, φθαρμένο  πανωφόρι, μαντήλα στο κεφάλι. Αύρα σαπουνιού γύρω της.  Η προσωποποίηση της μητρότητας παρούσα. Με χέρια δουλεμένα, αλλά πεντακάθαρα, προτάσσει μια σακούλα μήλα. Από αυτά των 50 λεπτών, λέει, ενώ φλερτάρει με τα παρακείμενα του ταμείου λάχανα. Διαλέγει ένα στρογγυλό, μικρό, σφιχτό, το ζυγιάζει στα χέρια της, το επεξεργάζεται και το δίνει για ζύγι. 1,40 το ταμείο.
Σηκώνει το πανωφόρι, βρίσκει την τσέπη της χειροποίητης ζακέτας της, βγάζει χάντρινο πορτοφολάκι, ανοίγει το φερμουάρ και με προσοχή μετράει τα κέρματα. 1,20. Κοκκινίζει. Τα χάνει προς στιγμήν. Ψελλίζει κάτι σαν το «άλλαξα γνώμη», αφήνει τα ψώνια και φεύγει.

-       Στάσου, πού πας; Δε χάθηκε ο κόσμος για 20 λεπτά, ο ιδιοκτήτης.
Ταραγμένη και εν τάχει αφήνει ψώνια και κατάστημα.
Με την προτροπή του καταστήματος αρπάζω τη σακούλα και πάω να την προλάβω.
-       Κυρία, της πιάνω τα χέρια και δίνω τη σακούλα. Την κοιτάω στα μάτια. Δυο βαθιά μάτια με τη θλίψη να τα σκιάζει. Για δευτερόλεπτα με κοιτάει και την κοιτάζω χωρίς λόγια. Δεν ήθελα να την προσβάλω. Φοβόμουν να μιλήσω μην ξεστομίσω φράσεις που μια σαθρή καθημερινότητα με έχει εφοδιάσει. Μην και την περήφανη ελαφίνα την πληγώσω. Πρώτα ακούω την αναπνοή της κι ύστερα τον λόγο.
-       Η παλιά μου περηφάνια θα ’λεγε «Παρασκευούλα, αρνήσου τα». Αλλά να, 4 στόματα περιμένουν σπίτι. Πάλι με άδεια χέρια θα πάω. Τα μήλα για τα εγγόνια και το λαχανόρυζο για όλους. Να ’σαι καλά. Καταντράπηκα. Μπορούσα να πάρω μόνο το λάχανο. Τι χαζή! Εμ, ένα μυαλό, τι να σου κάνει.
Ναι, έχει δίκιο.
Τα ’χασα.
Κι αυτή κι εγώ.

Περιστατικό 3
Σε ιστοσελίδα ανηρτημένη επιστολή. Αναγνώστρια την έστειλε ως δείγμα ανθρωπιάς που ακόμη συναντάται. Ο πρόλογος αναφέρει «η φίλη μου έχασε την επιταγή πληρωμής της. Την άλλη μέρα βρήκε στο γραμματοκιβώτιο γράμμα με επιστολόχαρτο διακοσμημένο χαρούμενα, περασμένης συνήθειας, και το εξής περιεχόμενο:




Αγαπητή Σάρα,                         

Tο όνομά μου είναι Νάνσυ και είμαι η μητέρα μιας φοιτήτριας στο TEXAS A+M. Ο σύζυγός μου κι εγώ σταματήσαμε στο Starbucks κατά την επιστροφή μας στο σπίτι. Είχαμε επισκεφτεί την κόρη μας σήμερα. Όταν βγήκα από το αυτοκίνητό μας βρήκα αυτή την επιταγή (αναφέρεται το ποσό) στο όνομά σας πεσμένη κάτω. Ελπίζω να τη λάβετε έγκαιρα, καθώς είμαι βέβαιη ότι εργαστήκατε σκληρά για το αναγραφόμενο ποσό.
Ο Θεός να σας ευλογεί και εμείς θα προσευχηθούμε να έχετε μια ευλογημένη εβδομάδα.
Με θερμούς χαιρετισμούς,
Νάνσυ.