Περιστατικό 7
Τον είδα στην άκρη της πλατείας, το κορμί να δυσκολεύεται να ανταποκριθεί από το βάρος των χρόνων και του χαρτόκουτου που προσπαθούσε να σηκώσει από την καρότσα του Datsun. Με κόπο διέσχισε την πλατεία και το εναπόθεσε πάνω στο τραπεζάκι του καφενείου.
Ένα κιβώτιο ολόχρυσα πορτοκάλια. Με κοίταξε στα μάτια. Συνάντησα εκείνο το υγρό λαδί τους, τα φρεσκοξυρισμένα μάγουλά του, το φροντισμένο μουστακάκι του, τα υπέροχα γκρι μαλλιά του. Πάντα ξεχνούσα να αναφέρω την καραμανλίδικη μύτη του σε μένα και στους άλλους. Σα να μην την αγαπούσα. Ψέμα, αγαπούσα καθετί επάνω του. Τι τον ήθελα τον αόριστο; Ένιωσα και τη μυρωδιά του. Κερί, μέλι, καπνός, σόμπα πετρελαίου και ακριβό aftershave. Η πολυτέλειά του, η παρουσία μου επάνω του.
Πρόλαβε την ερώτηση, γιατί έφερε πορτοκάλια αντί για μέλι. «Τα δοκίμασα», μου λέει, «μέλι, γλυκά, ζουμερά, μυρωδάτα. Σκέφθηκα, πού να κατεβαίνουν οι άνθρωποι να τα αγοράσουν. Θα τα μοιρασθώ μαζί τους.» Δεν ήθελε κέρδος. 1,30 τα αγόρασε, 1,30 θα τα πουλήσει.
Απορία. Η μαμά; Συμφωνεί; Το ξέρει η Σοφούλα; Η Σοφούλα αντίρρηση καμμιά.
Βγήκαν οι φίλοι του από το καφενείο. «Καλώς τον.» Ο άλλος ο Ιορδάνης, ο Πρόδρομος, ο Ισαάκ, ο Ανδρέας, ο Θόδωρος, ο Χατζηπαύλου, ο Χλωρόπουλος, ο Νεανίδης. Τα χέρια άπλωσαν και πορτοκάλια έπιασαν. Χέρια-κλαδιά φορτωμένα πορτοκάλια. Φως στα πρόσωπα. Εσύ δίπλα μου. Ήξερα ότι μοιραζόμουν τη σκηνή, το φως, την ανάκατη μυρωδιά βουνού και ξυλόσομπας, μελισσοκαπνιστηρίου, εσπεριδοειδούς, φρεσκάδας και παλιού ανθρώπου. Εκείνη η αγαπημένη μυρωδιά που σου την περιέγραφα, αλλά να την πιάσω δεν μπορούσα. Ξέφευγε σαν πεταλούδα. Τώρα σε σκούντηξα να την νιώσεις. Να μου πεις «την μοιράσθηκα».
Μοιράσθηκα τη νοσταλγία, το παρελθόν, το πριν, το «χάθηκε», το «ήμουν», «άγγιξα», «βίωσα».
Και ήταν εκεί μαζί με τα υγρά μάτια. Τα είδες; Σου πρόσφερε πορτοκάλι χρυσό Άργους, Ληξουρίου, Κρήτης, δεν ξέρω. Άπλωσες το χέρι να γίνεις κλαδί φορτωμένο κι εσύ και τότε… Χιλιάδες «κονσερβαρισμένοι ήλιοι», όπως μου είχε πει ότι δήλωσε η γεροντολόγος Ασλάν, κατρακύλησαν και κάλυψαν την πλατεία. Ένα υπέροχο φως, γλυκό, της ζωής, πλημμύρισε το χώρο. Αντανάκλαση του πλούτου της γης μας. Μια γλυκιά ζέστη αλκυονίδας μέρας, μας τύλιξε όλους, ζωντανούς, νεκρούς, η ευφορία της συνάντησης. Παιδιά τρέξαν κι εμείς ανάμεσά τους. Τα ολοστρόγγυλα μυρωδάτα δώρα μπερδευόταν στα πόδια και στις ψυχές μας.
Σου άπλωσε το χέρι και σαν στη στιγμή της δημιουργίας αγγίξατε τον ομφαλό του.
Πώς έγινε και συνάντηση μαζί του κάναμε. Τόσα χρόνια στα όνειρα τον αποζητώ. Τόσο αφόρητη η απουσία του. Ένα, ένα τόσο μικρό όνειρο ήθελα.
Και να το, ήρθε. «Η καινούργια εφαρμογή του Steve σου επιτρέπει να βρεις το όνειρο, να μπεις σ’ αυτό, να το προσαρμόσεις, να το αλλάξεις. Είναι διαδραστική η διαδικασία της εφαρμογής», είπες και χάθηκες.
Όνειρο στο όνειρο, αναρωτήθηκα, αναζητώντας την εκπλήρωση της επιθυμίας στις εφαρμογές του iPad.
Τον είδα στην άκρη της πλατείας, το κορμί να δυσκολεύεται να ανταποκριθεί από το βάρος των χρόνων και του χαρτόκουτου που προσπαθούσε να σηκώσει από την καρότσα του Datsun. Με κόπο διέσχισε την πλατεία και το εναπόθεσε πάνω στο τραπεζάκι του καφενείου.
Ένα κιβώτιο ολόχρυσα πορτοκάλια. Με κοίταξε στα μάτια. Συνάντησα εκείνο το υγρό λαδί τους, τα φρεσκοξυρισμένα μάγουλά του, το φροντισμένο μουστακάκι του, τα υπέροχα γκρι μαλλιά του. Πάντα ξεχνούσα να αναφέρω την καραμανλίδικη μύτη του σε μένα και στους άλλους. Σα να μην την αγαπούσα. Ψέμα, αγαπούσα καθετί επάνω του. Τι τον ήθελα τον αόριστο; Ένιωσα και τη μυρωδιά του. Κερί, μέλι, καπνός, σόμπα πετρελαίου και ακριβό aftershave. Η πολυτέλειά του, η παρουσία μου επάνω του.
Πρόλαβε την ερώτηση, γιατί έφερε πορτοκάλια αντί για μέλι. «Τα δοκίμασα», μου λέει, «μέλι, γλυκά, ζουμερά, μυρωδάτα. Σκέφθηκα, πού να κατεβαίνουν οι άνθρωποι να τα αγοράσουν. Θα τα μοιρασθώ μαζί τους.» Δεν ήθελε κέρδος. 1,30 τα αγόρασε, 1,30 θα τα πουλήσει.
Απορία. Η μαμά; Συμφωνεί; Το ξέρει η Σοφούλα; Η Σοφούλα αντίρρηση καμμιά.
Βγήκαν οι φίλοι του από το καφενείο. «Καλώς τον.» Ο άλλος ο Ιορδάνης, ο Πρόδρομος, ο Ισαάκ, ο Ανδρέας, ο Θόδωρος, ο Χατζηπαύλου, ο Χλωρόπουλος, ο Νεανίδης. Τα χέρια άπλωσαν και πορτοκάλια έπιασαν. Χέρια-κλαδιά φορτωμένα πορτοκάλια. Φως στα πρόσωπα. Εσύ δίπλα μου. Ήξερα ότι μοιραζόμουν τη σκηνή, το φως, την ανάκατη μυρωδιά βουνού και ξυλόσομπας, μελισσοκαπνιστηρίου, εσπεριδοειδούς, φρεσκάδας και παλιού ανθρώπου. Εκείνη η αγαπημένη μυρωδιά που σου την περιέγραφα, αλλά να την πιάσω δεν μπορούσα. Ξέφευγε σαν πεταλούδα. Τώρα σε σκούντηξα να την νιώσεις. Να μου πεις «την μοιράσθηκα».
Μοιράσθηκα τη νοσταλγία, το παρελθόν, το πριν, το «χάθηκε», το «ήμουν», «άγγιξα», «βίωσα».
Και ήταν εκεί μαζί με τα υγρά μάτια. Τα είδες; Σου πρόσφερε πορτοκάλι χρυσό Άργους, Ληξουρίου, Κρήτης, δεν ξέρω. Άπλωσες το χέρι να γίνεις κλαδί φορτωμένο κι εσύ και τότε… Χιλιάδες «κονσερβαρισμένοι ήλιοι», όπως μου είχε πει ότι δήλωσε η γεροντολόγος Ασλάν, κατρακύλησαν και κάλυψαν την πλατεία. Ένα υπέροχο φως, γλυκό, της ζωής, πλημμύρισε το χώρο. Αντανάκλαση του πλούτου της γης μας. Μια γλυκιά ζέστη αλκυονίδας μέρας, μας τύλιξε όλους, ζωντανούς, νεκρούς, η ευφορία της συνάντησης. Παιδιά τρέξαν κι εμείς ανάμεσά τους. Τα ολοστρόγγυλα μυρωδάτα δώρα μπερδευόταν στα πόδια και στις ψυχές μας.
Σου άπλωσε το χέρι και σαν στη στιγμή της δημιουργίας αγγίξατε τον ομφαλό του.
Πώς έγινε και συνάντηση μαζί του κάναμε. Τόσα χρόνια στα όνειρα τον αποζητώ. Τόσο αφόρητη η απουσία του. Ένα, ένα τόσο μικρό όνειρο ήθελα.
Και να το, ήρθε. «Η καινούργια εφαρμογή του Steve σου επιτρέπει να βρεις το όνειρο, να μπεις σ’ αυτό, να το προσαρμόσεις, να το αλλάξεις. Είναι διαδραστική η διαδικασία της εφαρμογής», είπες και χάθηκες.
Όνειρο στο όνειρο, αναρωτήθηκα, αναζητώντας την εκπλήρωση της επιθυμίας στις εφαρμογές του iPad.