Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Νεραϊδοκόριτσο

Photography by nixcs (Flickr)
Άφησα το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκα προς τον συρμό. Νυσταγμένοι, βιαστικοί, αργοί ταξιδιώτες περνούσαν, σκουντούσαν, βραδυπορούσαν, έτρεχαν, και οι μυρωδιές τους ήταν αυτό που έμεινε από το άγγιγμά τους, εικονικό ή αφής.

Πολίτες όλων των ηπείρων, χρωματιστοί και άχρωμοι δυτικοντυμένοι, αλλά και χρώματα, υφάσματα άλλων πολιτισμών σαν φτερούγες ανοιγόκλειναν με τον βηματισμό των ιδιοκτητών τους και άγγιζαν εμένα, εσένα, τον άλλον. Χάδια πρωινά της ανύπαρκτης φύσης που όφειλε να είναι παρούσα, αλλά είχε εκδιωχθεί από τον πολιτισμό. Το μέταλλο – το τσιμέντο το «νέον» - το πλαστικό, η ταχύτητα αντί το νοτισμένο χώμα – τα κλαδιά, το φως της ανατολής – τις φλούδες των κορμών, τα τρεμάμενα φυλλαράκια…

Όλοι στριμωχθήκαμε στο βαγόνι και επιτακτικές φωνές επέβαλαν την τάξη στην αναρχία μας.
Μαζί με την ομίχλη που από το πρωί συνάντησα και με συνόδευε είχα γεύση από κουραμπιέδες στο στόμα. Καφές – οδοντόκρεμα επέμεναν, αλλά δεν έδιωξαν τη γεύση από φρέσκο βούτυρο, καβουρδισμένο αμύγδαλο που υποχωρεί ανάμεσα στα δόντια, ροδόνερο και άχνη με βανίλια.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα, η μία αιτία.

Δεύτερη, η ομίχλη που έκατσε πάνω στους θάμνους της αυλής, του δρόμου, της πλατείας. Σαν να γέμισε ο τόπος κουραμπιέδες κι εγώ ένα χαμένο παιδί ανάμεσά τους αναζητώντας την απολεσθείσα παιδική μου ζωή.

Τους έκλεβα από την πιατέλα, αλλά λόγω άχνης ήταν δύσκολο να αποφύγω την μαρτυρία της κλοπής και το αποτύπωμα των δακτύλων. Τώρα την απαγόρευση την επιβάλλουν όχι οι ενδεχόμενοι επισκέπτες, αλλά οι οδηγίες από αυστηρούς διαιτολόγους, καθώς αντικρίζουν τα τρίμηνα διαγράμματα των εξετάσεών μου.

Η γεύση στον ουρανίσκο, η βανίλια στη μύτη και οι τούφες της ομίχλης μου την αποκάλυψαν. Ένα ζευγάρι ποδαράκια με πολύχρωμα αθλητικά παπούτσια πηγαινοερχόταν σαν να έκαναν κούνια ανάμεσα στα καθίσματα. Παραδίπλα γκρι παντελόνια, μαύρες μπότες, ξεθωριασμένα τζιν. Ακολούθησα τα στρουμπουλά ποδαράκια κι έφτασα σε ένα κατακόκκινο παλτουδάκι με ολοστρόγγυλα άσπρα κουμπιά. Ένα ροζ χεράκι κρατούσε μια ανθοδέσμη πλατανόφυλλα, χρυσοκόκκινα, ατόφια η φθινοπωρινή ομορφιά, τόσο σφιχτά και προσεκτικά, ακίνητα, μην και η ομορφιά τους ακουμπήσει κάτι άσχημο και τσακιστούν., Το ήξερε το ζαχαρωτό προσωπάκι κι έκανε ό,τι μπορούσε με τα χείλη του σφιγμένα σε μια καρδιά ανάμεσα στο γούνινο φωτοστέφανο που προστάτευε τα αυτιά της. Αναρωτήθηκα, μόνη της ανάμεσα σ’ αυτό το πλήθος; Η δε ανθοδέσμη, εκεί, επιβλητική, όπως ήθελε το νεραϊδοκόριτσο, να θυμίζει το φθινόπωρο της ζωής μου, σε αντίθεση με την άνοιξη της δικής της. Τα ποδαράκια πήγαιναν κι ερχόταν.

Είχα γίνει ένα μαζί της. Ήθελα να της προσφέρω την γεύση του κουραμπιέ, την μυρωδιά της βανίλιας. Προσπάθησα να κουνήσω τα πόδια. Παραήταν μακριά για να αιωρηθούν, άσε που δεν είχα χρώμα στα παπούτσια. Περίμενε τα Χριστούγεννα, ενώ εγώ τα κουβαλούσα ως ανάμνηση. Είχε έγνοια, εγώ έγνοιες. Αποφάσισα να κάνω κάτι χρήσιμο, αφού δεν μπορούσα να μοιρασθώ κάτι μαζί της.

Να συμμετέχω και να επαγρυπνώ στην προστασία της ανθοδέσμης και ίσως έτσι μεταφερθούν άχνη, βανίλια, κουραμπιές στο στόμα της και μετουσιωθώ κι εγώ της δικής της αναμονής, της δικής της φρεσκάδας. Η μόνη του πρωινού. Δεν είχε αγωνία, παρά μόνο αυτή της ανθοδέσμης. Δεν ανησυχούσε για καμιά μοναξιά.

Αναζήτησα τον γονέα. Απέναντί της ήταν μια κυρία. Παραήταν σκούρη γι’ αυτήν, ο κύριος παραήταν αδιάφορος για την παρουσία της. Πιο πέρα όσο μπορούσα να δω ανάμεσα στους όρθιους, άλλα χρώματα και σχήματα. Πίσω κοιμισμένοι επιβάτες χωρίς έγνοια παιδιού. Θα την επιβίβασαν και θα την παραλάβουν, σκέφτηκα, την μικρή νεράιδα με το κόκκινο πανωφόρι και την χρυσοκόκκινη ανθοδέσμη.

Το βλέμμα της σε μιας ώρας διαδρομή αδιατάραχτο πάνω στη ανθοδέσμη. Ούτε πλάι, ούτε πίσω. Δεξιά ή αριστερά. Μονίμως πάνω στις ανοιχτές παλάμες του πλάτανου.

Ντουκ και φρένο. Το 5ο. Όλοι κάναμε για πέμπτη φορά λίγο μπρος, ενώ η απρόσωπη φωνή του μεγαφώνου ανακοίνωσε έναν προορισμό. Άλλοι ξύπνησαν, άλλοι άλλαξαν θέση. Άλλοι σηκώθηκαν, άλλοι φόρεσαν καπέλο, κασκόλ και γάντια και ένα χέρι συνοδευόμενο από μια ρώσικη φράση άγγιξε τη νεραϊδούλα.

Σηκώθηκε μετά μεγίστης προσοχής, μπήκε στον διάδρομο, και τότε για λίγο γύρισε και με κοίταξε με τα υπέροχα λαδί μάτια της, στιγμιαία. Σαν κάτι να της θύμισα ή μήπως η παρουσία μου την ξάφνιασε; Ήμουν εδώ από ώρα σαν να αναρωτήθηκε. Διασταυρώθηκαν οι ματιές μας για δευτερόλεπτα. Δυο αθώες λαδοπράσινες λίμνες, υγρές, γαλήνιες καθρέπτιζαν την έξω ομίχλη, αλλά σκόρπισαν φως. Η γεύση του κουραμπιέ χάθηκε, όπως αυτή και η μαμά της μέσα στο πλήθος, στην αποβάθρα. Καθώς απομακρυνόταν αυτή, η γεύση του κουραμπιέ, και η ομίχλη σε λίγο θα την σκέπαζε κι αυτήν, ένιωσα ότι έφυγε για ακόμη μια φορά η εποχή της αθωότητάς μου, αυτή που για αυτή εύθραυστο παραμένει ακόμη μόνο το πλατανόφυλλο. 


(Authored by Maria Toloudi)
Enhanced by Zemanta

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου