Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Eις μνήμην - Μια και ο λόγος για λεφτά



«Πεταμένα λεφτά» 
του Γιάννη Βαρβέρη
(Εκδόσεις Κέδρος, 2005)
(Μαρία Τολούδη)

(Τι ακριβώς πετάς;)
«τα πουλιά…τον αέρα»  
(Και κατά συνέπεια τι κρατάς;)
ένα γραμμάριο φυλαχτό
(Ποιος είναι ο φταίχτης;
Ο χρόνος, το πάθημα, η άγνοια, η κόπωση,)
να μην ανοίξει λεξικό τι θα πει: κόπωση
(ο φόβος, οι υποσχέσεις,)
γι’ ανταπόδοση
(η μνήμη και αδελφή της αμνησία,)
αυτός που πιο πολύ αγαπούσα
και πέθανε
και δεν θυμάμαι
πώς τον λένε
(όχι όχι είμαι σίγουρη η ψευδαίσθηση.)
Μου αρκεί που προσκυνώ
το μάστορά μου ρύπο σας
ω νεκροί μάγοι
(Μα πάλι τι λέω η σύμβαση)
να γυρίσω σπίτι μου
να μαζευτώ
να δω τι κάνω
(Μήπως η αδιαφορία;
Έχω καταλήξει η ιδιοκτησία.)
Ω ιδιοκτησία, γοερή ανθοδέσμη
(ίσως «το δεδομένο» ή η απολεσθείσα περιέργεια. Η αναβλητικότητα αυτή ναι;)
Με το καλό
με τον καιρό
γίνε πεδιάδα και τότε τόλμησε
και τότε κοίτα
(πάντα φταίει και αφήνει χώρο στην πλήξη και την άνευ όρων και ορίων πίστη)
 ώρα για προσευχή
(αυτή που παρόπλισε την άνευ όρων και ορίων αγάπη.
Αυτή που ξεχάσαμε να επιτηρούμε)
από ένα τόσο δα
πινάκιο με σκουλήκι
(για τα «πεταμένα λεφτά» του κυρίου Γιάννη Βαρβέρη, του ποιητή.
Στην εν γένει σύγχυση των αγοροπωλησιών, των χρησιδανείων, 
των τοκοχρεολυσίων «όλα τα λεφτά» στον ποιητή κι αυτός ας τα «πετάξει».
Ο αναγνώστης θα κρατήσει δίπλα του, στο δυαράκι του, αυτό που το) 
«Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων 1919» 
(του χάρισε, τρόπος του λέγειν, τα «πεταμένα λεφτά».
Έτσι για να θυμάται πριν τοποθετήσει στις)
«χρεόγραφες θυρίδες ύπνου»
(το ότι)
θρονιάζεται καμιά φορά
η βλάστηση στο σώμα.
(Και δεν ακούσει)
… μέσα στ’ ανυπόμονα δάκρυα
(ότι.)
ήδη παραλογίζονται τρομπέτες
χωρίς αναβολή αναγγέλλοντας
τη νέα ζωή;

___________________________________

«Πεταμένα λεφτά» 
του Γιάννη Βαρβέρη
(Εκδόσεις Κέδρος, 2005)



«τα πουλιά…τον αέρα» 

ένα γραμμάριο φυλαχτό

να μην ανοίξει λεξικό τι θα πει: κόπωση

γι’ ανταπόδοση

αυτός που πιο πολύ αγαπούσα

και πέθανε

και δεν θυμάμαι

πώς τον λένε

Μου αρκεί που προσκυνώ

το μάστορά μου ρύπο σας

ω νεκροί μάγοι

να γυρίσω σπίτι μου

να μαζευτώ

να δω τι κάνω

Ω ιδιοκτησία, γοερή ανθοδέσμη

Με το καλό

με τον καιρό

γίνε πεδιάδα και τότε τόλμησε

και τότε κοίτα

ώρα για προσευχή

από ένα τόσο δα

πινάκιο με σκουλήκι

«Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων 1919»

«χρεόγραφες θυρίδες ύπνου»

θρονιάζεται καμιά φορά

η βλάστηση στο σώμα.

… μέσα στ’ ανυπόμονα δάκρυα

ήδη παραλογίζονται τρομπέτες

χωρίς αναβολή αναγγέλλοντας

τη νέα ζωή;

___________________________________

Μια και ο λόγος για λεφτά...
(Authored by Maria Toloudi)



Τι ακριβώς πετάς;

Και κατά συνέπεια τι κρατάς;

Ποιος είναι ο φταίχτης;

Ο χρόνος, το πάθημα, η άγνοια, η κόπωση,

ο φόβος, οι υποσχέσεις,

η μνήμη και αδελφή της αμνησία,

όχι όχι είμαι σίγουρη η ψευδαίσθηση.

Μα πάλι τι λέω η σύμβαση

Μήπως η αδιαφορία;

Έχω καταλήξει η ιδιοκτησία.

ίσως «το δεδομένο» ή η απολεσθείσα περιέργεια. Η αναβλητικότητα αυτή ‘ναι;

πάντα φταίει και αφήνει χώρο στην πλήξη και την άνευ όρων και ορίων πίστη

αυτή που παρόπλισε την άνευ όρων και ορίων αγάπη.

Αυτή που ξεχάσαμε να επιτηρούμε

για τα «πεταμένα λεφτά» του κυρίου Γιάννη Βαρβέρη, του ποιητή.

Στην εν γένει σύγχυση των αγοροπωλησιών, των χρησιδανείων, 

των τοκοχρεολυσίων «όλα τα λεφτά» στον ποιητή κι αυτός ας τα «πετάξει».

Ο αναγνώστης θα κρατήσει δίπλα του, στο δυαράκι του, αυτό που το

του χάρισε, τρόπος του λέγειν, τα «πεταμένα λεφτά».

Έτσι για να θυμάται πριν τοποθετήσει στις

το ότι.

Και δεν ακούσει

ότι.






Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Νεραϊδοκόριτσο

Photography by nixcs (Flickr)
Άφησα το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκα προς τον συρμό. Νυσταγμένοι, βιαστικοί, αργοί ταξιδιώτες περνούσαν, σκουντούσαν, βραδυπορούσαν, έτρεχαν, και οι μυρωδιές τους ήταν αυτό που έμεινε από το άγγιγμά τους, εικονικό ή αφής.

Πολίτες όλων των ηπείρων, χρωματιστοί και άχρωμοι δυτικοντυμένοι, αλλά και χρώματα, υφάσματα άλλων πολιτισμών σαν φτερούγες ανοιγόκλειναν με τον βηματισμό των ιδιοκτητών τους και άγγιζαν εμένα, εσένα, τον άλλον. Χάδια πρωινά της ανύπαρκτης φύσης που όφειλε να είναι παρούσα, αλλά είχε εκδιωχθεί από τον πολιτισμό. Το μέταλλο – το τσιμέντο το «νέον» - το πλαστικό, η ταχύτητα αντί το νοτισμένο χώμα – τα κλαδιά, το φως της ανατολής – τις φλούδες των κορμών, τα τρεμάμενα φυλλαράκια…

Όλοι στριμωχθήκαμε στο βαγόνι και επιτακτικές φωνές επέβαλαν την τάξη στην αναρχία μας.
Μαζί με την ομίχλη που από το πρωί συνάντησα και με συνόδευε είχα γεύση από κουραμπιέδες στο στόμα. Καφές – οδοντόκρεμα επέμεναν, αλλά δεν έδιωξαν τη γεύση από φρέσκο βούτυρο, καβουρδισμένο αμύγδαλο που υποχωρεί ανάμεσα στα δόντια, ροδόνερο και άχνη με βανίλια.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα, η μία αιτία.

Δεύτερη, η ομίχλη που έκατσε πάνω στους θάμνους της αυλής, του δρόμου, της πλατείας. Σαν να γέμισε ο τόπος κουραμπιέδες κι εγώ ένα χαμένο παιδί ανάμεσά τους αναζητώντας την απολεσθείσα παιδική μου ζωή.

Τους έκλεβα από την πιατέλα, αλλά λόγω άχνης ήταν δύσκολο να αποφύγω την μαρτυρία της κλοπής και το αποτύπωμα των δακτύλων. Τώρα την απαγόρευση την επιβάλλουν όχι οι ενδεχόμενοι επισκέπτες, αλλά οι οδηγίες από αυστηρούς διαιτολόγους, καθώς αντικρίζουν τα τρίμηνα διαγράμματα των εξετάσεών μου.

Η γεύση στον ουρανίσκο, η βανίλια στη μύτη και οι τούφες της ομίχλης μου την αποκάλυψαν. Ένα ζευγάρι ποδαράκια με πολύχρωμα αθλητικά παπούτσια πηγαινοερχόταν σαν να έκαναν κούνια ανάμεσα στα καθίσματα. Παραδίπλα γκρι παντελόνια, μαύρες μπότες, ξεθωριασμένα τζιν. Ακολούθησα τα στρουμπουλά ποδαράκια κι έφτασα σε ένα κατακόκκινο παλτουδάκι με ολοστρόγγυλα άσπρα κουμπιά. Ένα ροζ χεράκι κρατούσε μια ανθοδέσμη πλατανόφυλλα, χρυσοκόκκινα, ατόφια η φθινοπωρινή ομορφιά, τόσο σφιχτά και προσεκτικά, ακίνητα, μην και η ομορφιά τους ακουμπήσει κάτι άσχημο και τσακιστούν., Το ήξερε το ζαχαρωτό προσωπάκι κι έκανε ό,τι μπορούσε με τα χείλη του σφιγμένα σε μια καρδιά ανάμεσα στο γούνινο φωτοστέφανο που προστάτευε τα αυτιά της. Αναρωτήθηκα, μόνη της ανάμεσα σ’ αυτό το πλήθος; Η δε ανθοδέσμη, εκεί, επιβλητική, όπως ήθελε το νεραϊδοκόριτσο, να θυμίζει το φθινόπωρο της ζωής μου, σε αντίθεση με την άνοιξη της δικής της. Τα ποδαράκια πήγαιναν κι ερχόταν.

Είχα γίνει ένα μαζί της. Ήθελα να της προσφέρω την γεύση του κουραμπιέ, την μυρωδιά της βανίλιας. Προσπάθησα να κουνήσω τα πόδια. Παραήταν μακριά για να αιωρηθούν, άσε που δεν είχα χρώμα στα παπούτσια. Περίμενε τα Χριστούγεννα, ενώ εγώ τα κουβαλούσα ως ανάμνηση. Είχε έγνοια, εγώ έγνοιες. Αποφάσισα να κάνω κάτι χρήσιμο, αφού δεν μπορούσα να μοιρασθώ κάτι μαζί της.

Να συμμετέχω και να επαγρυπνώ στην προστασία της ανθοδέσμης και ίσως έτσι μεταφερθούν άχνη, βανίλια, κουραμπιές στο στόμα της και μετουσιωθώ κι εγώ της δικής της αναμονής, της δικής της φρεσκάδας. Η μόνη του πρωινού. Δεν είχε αγωνία, παρά μόνο αυτή της ανθοδέσμης. Δεν ανησυχούσε για καμιά μοναξιά.

Αναζήτησα τον γονέα. Απέναντί της ήταν μια κυρία. Παραήταν σκούρη γι’ αυτήν, ο κύριος παραήταν αδιάφορος για την παρουσία της. Πιο πέρα όσο μπορούσα να δω ανάμεσα στους όρθιους, άλλα χρώματα και σχήματα. Πίσω κοιμισμένοι επιβάτες χωρίς έγνοια παιδιού. Θα την επιβίβασαν και θα την παραλάβουν, σκέφτηκα, την μικρή νεράιδα με το κόκκινο πανωφόρι και την χρυσοκόκκινη ανθοδέσμη.

Το βλέμμα της σε μιας ώρας διαδρομή αδιατάραχτο πάνω στη ανθοδέσμη. Ούτε πλάι, ούτε πίσω. Δεξιά ή αριστερά. Μονίμως πάνω στις ανοιχτές παλάμες του πλάτανου.

Ντουκ και φρένο. Το 5ο. Όλοι κάναμε για πέμπτη φορά λίγο μπρος, ενώ η απρόσωπη φωνή του μεγαφώνου ανακοίνωσε έναν προορισμό. Άλλοι ξύπνησαν, άλλοι άλλαξαν θέση. Άλλοι σηκώθηκαν, άλλοι φόρεσαν καπέλο, κασκόλ και γάντια και ένα χέρι συνοδευόμενο από μια ρώσικη φράση άγγιξε τη νεραϊδούλα.

Σηκώθηκε μετά μεγίστης προσοχής, μπήκε στον διάδρομο, και τότε για λίγο γύρισε και με κοίταξε με τα υπέροχα λαδί μάτια της, στιγμιαία. Σαν κάτι να της θύμισα ή μήπως η παρουσία μου την ξάφνιασε; Ήμουν εδώ από ώρα σαν να αναρωτήθηκε. Διασταυρώθηκαν οι ματιές μας για δευτερόλεπτα. Δυο αθώες λαδοπράσινες λίμνες, υγρές, γαλήνιες καθρέπτιζαν την έξω ομίχλη, αλλά σκόρπισαν φως. Η γεύση του κουραμπιέ χάθηκε, όπως αυτή και η μαμά της μέσα στο πλήθος, στην αποβάθρα. Καθώς απομακρυνόταν αυτή, η γεύση του κουραμπιέ, και η ομίχλη σε λίγο θα την σκέπαζε κι αυτήν, ένιωσα ότι έφυγε για ακόμη μια φορά η εποχή της αθωότητάς μου, αυτή που για αυτή εύθραυστο παραμένει ακόμη μόνο το πλατανόφυλλο. 


(Authored by Maria Toloudi)
Enhanced by Zemanta

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Kιτρινισμένα φύλλα


Όσο κι αν κλωτσάς τα κιτρινισμένα φύλλα κανένας θυμός δεν εκτονώνεται, καμιά θλίψη δεν φεύγει.
Αυτά αποξηραμένα, αδύναμα, ταλαιπωρημένα από έναν ανελέητο ήλιο σκορπίζουν. Σκορπίζουν κάθε φορά που τα κυνηγά η σκούπα.
Άλλες φορές ένα αεράκι τα σπρώχνει σε απάνεμες γωνιές.
Κίτρινο φυλλαράκι νιώθω κάθε φθινόπωρο κι εγώ. Σκορπάω σε κομμάτια. Δεν είναι που το φως λιγοστεύει, που δεν θέλω να σηκώσω τα της θάλασσας, να προσαρμοστώ σε άλλο καιρό, να αποχαιρετίσω την ξεγνοιασιά,  την απλωσιά, να στερηθώ την αλμύρα της θάλασσας, την ευεργεσία του νερού, τις μεγάλες ημέρες, τα βράδια με γιασεμί, πρέπει να καλωσορίσω μια άλλη εποχή που άλλους αρέσει, άλλους όχι.
Είναι εποχή που έχει λίγο απ’ όλα χωρίς την προοπτική της άνοιξης αν γι’ αυτό το λίγο απ’ όλα της μοιάζει. Τι να σου κάνει η γλυκόξινη γεύση του μήλου όταν πρέπει να μαζευτείς εκεί που είχες απλωθεί σωματικά και ψυχικά, να μειώσεις σταδιακά την έκθεση στο επερχόμενο ψύχος και είναι μόνο αυτό;
Προσθέστε αν δεν είσθε λάτρεις του σχολείου την ανάμνηση της επιστροφής στα θρανία και δείτε ό,τι άλλο συμβαίνει γύρω μας.
Οι τίτλοι εφημερίδας από μόνοι τους δίνουν μια εικόνα
           Φωτιά στην τσέπη μας
           Στο έλεος του Θεού
           Θύελλα στο ΠΑΣΟΚ
           Χύθηκε αίμα στη Μιανμάρ
          Παρακολουθούν τον αργό θάνατο της Κορώνειας
          Ο δάσκαλος δεν θα ‘ρθει φέτος
          Ακριβαίνουν τα εισιτήρια
          Αυξήσεις και με τη βούλα
          Θα ματώσει το πορτοφόλι μας
          Θα δανειστούμε 36,5 δισεκατομμύρια
          Θύελλα αντιδράσεων για το Ασφαλιστικό
          Ισραηλινή αεροπορική επιδρομή στη Γάζα
          Η χώρα μας «ανέβηκε» κατηγορία στα καρδιαγγειακά προβλήματα
Νοιώθεις ως παγιδευμένο ζώο, ανήμπορη να δραπετεύσεις κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Γλυκιά παρηγοριά το ραδιόφωνο, οι γνωστοί και άγνωστοι μας παραγωγοί που μια πικρή αλήθεια την καλύπτουν με νότες ταξιδιάρικες και ονειροπόλες. Δεν είμαι απορριπτική με τον έντυπο τύπο, αλλά εκ των πραγμάτων λείπει όπως και πρέπει η ψευδαίσθηση και η μαγεία της τέχνης. 

English Translation
Title: Yellow leaves

No matter how hard you’d kick yellow leaves your rage won’t go, your sorrow won’t leave you alone.
Them, dry, weak, broken by a merciless sun, they spread wide open. They scatter apart each time a broom hunts them.
Sometimes a breeze pushes them to leeward corners.
Every autumn I do feel like a yellow wee-little leaf myself. I scatter in pieces. Not because daylight dwindles, and I don’t want to store away my summer artifacts, adjust to another season, say farewell to carelessness, the wideness, be denied the saltiness of the sea, the goodness of the water, the lengthy daylight, the nights with the scent of jasmine, I also need to welcome another season that some do like, and some don’t.
It's a season that has a little bit of everything, without the prospects of spring however, although, this little bit of everything is what makes it look like spring. What can you do with the sweet-n’-sour taste of apples when you have to pick-up yourself where you left it widespread physically and mentally, to gradually reduce your exposure to the upcoming cold, and… is that all it is?
And if you’re not a school fan, add to this your memories of going back to the school banks, and watch everything else that is happening around us.
Newspaper titles show the picture by themselves.
Fire in our pockets
At God’s mercy
Tornado at PASOK
Blood was shed in Myanmar
Slow death of Koronia being watched
The teacher will not come this year
Tickets get pricey
Price increases carved in stone
Our wallet will bleed
          We shall borrow 36.5 billion
Stormy response to the Insurance issues
Israeli airstrike in Gaza
Our country "was raised" by a category in cardiovascular issues
You feel as a trapped animal, unable to escape, literally and metaphorically.
The radio, being a sweet consolation, with known and unknown producers, who conceal the bitter truth with traveller and dreamlike music scores. I am not rejecting print media, but in fact they lack, as they should indeed, the illusion and magic of the arts.

(Authored by Maria Toloudi)



Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

Μετάβαση

Commutecommuters. Είναι από τις λέξεις που δεν σου αρκεί η μετάφραση, δεν έχεις βίωμα για να τις ερμηνεύσεις. Αρχές του ’71, μια μικρή επαρχιώτισσα σε μια μεγάλη πρωτεύουσα, απ’ τις πιο μεγάλες. Εκεί γνώρισα λέξεις που το σημαίνον και το σημαινόμενο ήταν άγνωστα, όπως αυτές. 
Ξέρεις.
Είναι οι άνθρωποι, που ξεκινούν πολύ πριν βγει ο ήλιος, παίρνουν ένα τρένο και κατευθύνονται στην μεγάλη κρεατομηχανή ανθρώπων, τα μεγάλα αστικά και βιομηχανικά κέντρα.
Έτσι, διατυπώθηκε.
Ο ήλιος, του ήλιου, ω ήλιε. Ναι, ήταν μεγάλη υπόθεση σε εποχές που να τον συναντάς και να αρχίζεις τη μέρα σου μαζί του, οι άνθρωποι έβλεπαν ορίζοντα. Δεν είναι δα και λίγο. Αυτός εκεί σιγά σιγά να ανεβαίνει κι εσύ στο δρόμο, στο τιμόνι, στο κάρο, στο χωράφι, συντροφιά και παρηγοριά σου στο μεροκάματο.
Τα πράγματα άλλαξαν. Η βιομηχανική επανάσταση άλλαξε τον πολεοδομικό ιστό, οι άνθρωποι μαζεύτηκαν στα βιομηχανικά κέντρα. Πόσο κοντά; Τα χρόνια περνούσαν και ο κύκλος γύρω από τη μεγάλη πόλη μεγάλωνε την αχτίνα του. Όλο και μεγαλύτερος.
Όσο μεγάλωνε αυτός, τόσο ο άλλος ο ζωοδότης απομακρυνόταν.
Όλοι ξυπνούν όλο και πιο πρωί, για ένα όλο και πιο γρήγορο τρένο, πιο γρήγορο, πιο εξελιγμένο, πιο άνετο, πιο μεγάλο, που θα μεταφέρει αυτούς που ένα άσπλαχνο ξυπνητήρι τους σήκωσε, μάλλον τους πρόσταξε.
«Έι, σήκω, ξημέρωσε», λέει ένας στίχος, και συμπληρώνει «μου δανείζεις την αναπνοή σου;» Τέτοια δώρα δεν υπάρχουν.
Αν ο διπλανός σου δεν πάρει το σκέπασμα και με την ικανοποίηση προνομιούχου γυρίσει από την άλλη πλευρά για να συνεχίσει στην αγκαλιά του Μορφέα, θα σηκωθεί μαζί σου. Θα διεκδικήσετε την τουαλέτα, θα ανταλλάξετε βλέμματα νυσταγμένα, χαμένα στις πόλεις των νυχτερινών ονείρων. Θα μοιρασθούν υποχρεώσεις, θα ανταλλαχτούν βιαστικά χωρίς επίθετα φιλιά, κάποιες αδικαιολόγητες μικροκαθυστερήσεις στην κάσα της εξώπορτας, Ένα ίσως, πότε, γιατί, όταν, μην, θα και ύστερα στο σταθμό. Ένα 15΄ το μέγιστο.
Οι διάδρομοι είναι ευκαταφρόνητο και τελείως αδικημένο στοιχείο του σπιτιού. Ποτέ δεν τους είδαν σαν σπίτι. Ούτε καν ως μέρος αυτού. Αυτοί σε περνούν από τον έναν χώρο στον άλλο και επιστροφή.
Τα καλύτερα έχω σκεφθεί σ’ αυτούς τους χώρους – χρόνους που δεν ανήκουν σε κανέναν και δεν ελέγχονται από κανέναν κι αν ναι στο ελάχιστο.
Ένας τέτοιος χώρος – χρόνος είναι και για τους commuters η οδήγηση ή το τρένο, κυρίως το τελευταίο. Εκεί που παραδίνεσαι στο Εθνικό ή Ιδιωτικό Δίκτυο Σιδηροδρόμων για την μεταφορά σου. Ταχεία και ασφαλή, επίσης οικονομική.
Εσύ, στο εντωμεταξύ,
στο ανάμεσα.
Ανάμεσα στη  νύχτα και στη μέρα,
στο ιδιωτικό και στο δημόσιο,
στο άτομο και στη μάζα.
Μόνος και με πολλούς,
ασφαλής κι εκτεθειμένος,
με ή χωρίς βούληση.
Αυτό το ανάμεσα που σε μεταφέρει από μια κατάσταση σε άλλη.
Στον μελλοντικό χωροχρόνο, όταν το δεύτερο συνθετικό θα ακυρωθεί και θα ενοποιήσει τους χώρους θα σταματήσουν φαντάζομαι οι «διάδρομοι» πραγματικοί ή μη. Τώρα οι άνθρωποι, νανουρισμένοι από χιλιάδες ψέματα, αφήνονται στο ψεύτικο έχοντας ξεχάσει προ πολλού το αληθινό ευεργετικό νανούρισμα της μάνας. Βολεύονται με αυτό του «συρμού».
Κερδίζουν ύπνο, όνειρα, ψευδαισθήσεις.
Αυτές τις χρειάζονται για να αντικρύσουν – απαντήσουν τις απαιτήσεις της μεγάλης ανθρωπομηχανής.
Τόσο πάνω,
τόσο κάτω,
έμεινες πίσω,
έλα μπρος.
Ακύρωσε,
επικύρωσε,
διόρθωσε,
συνεργάσου με,
αξιολόγησε,
αιτιολόγησε,
υποχώρησε,
υπάκουσε,
στάσου,
προχώρα. Όλα αυτά το αναπαυτικό κάθισμα του τρένου τα αποσβένει, όπως οι αποσβεστήρες κραδασμών απορροφούν κραδασμούς.
Η δυσκολία είναι στο σώμα. Αλλά όπως λένε και οι επικοινωνιολόγοι η στάση του σώματος τα λέει όλα.
Κοιμάμαι, κοιμάσαι, κοιμάται
με τα χέρια σφιχτά
σαν να μην κοιμάμαι,
σας έχω γραμμένους,
χύμα με στυλ,
προκλητικά,
τάχα δήθεν, δεν βλέπω ότι με βλέπεις,
περιφρονώ το κεφάλι μου,
ανησυχώ για τα πόδια,
αδιαφορώ γι’ αυτά
κρύβω τα στήθη,
κρύβομαι πίσω από γυαλιά,
ονειρεύομαι ηδυπαθώς,
ονειρεύομαι γενικώς,
τον χτεσινό καυγά,
το προχτεσινό γκολ,
το συνολάκι στη γωνία του κτιρίου,
την τελευταία δόση του δανείου,
την γκαραζόπορτα που θέλει άλλαγμα,
τη νέα θέση,
το νέο αφεντικό,
τα γεμιστά της μάνας μου,
τις προσδοκίες,
τις ακυρώσεις,
τις μεταλλάξεις,
τις φυγές. Το νανούρισμα του «συρμού» δεν επιτρέπει εφιάλτες. Οι ειδικοί λένε το σύντομο του ύπνου. Επικρατέστερη η άποψη αυτή της μετάβασης.
Η μετάβαση, της μετάβασης,
ω μετάβαση
αύριο πάλι.  


(Authored by Maria Toloudi)