«Πεταμένα λεφτά»
του Γιάννη Βαρβέρη
(Εκδόσεις Κέδρος, 2005)
(Μαρία Τολούδη)
(Τι ακριβώς πετάς;)
«τα πουλιά…τον αέρα»
(Και κατά συνέπεια τι κρατάς;)
ένα γραμμάριο φυλαχτό
(Ποιος είναι ο φταίχτης;
Ο χρόνος, το πάθημα, η άγνοια, η κόπωση,)
να μην ανοίξει λεξικό τι θα πει: κόπωση
(ο φόβος, οι υποσχέσεις,)
γι’ ανταπόδοση
(η μνήμη και αδελφή της αμνησία,)
αυτός που πιο πολύ αγαπούσα
και πέθανε
και δεν θυμάμαι
πώς τον λένε
(όχι όχι είμαι σίγουρη η ψευδαίσθηση.)
Μου αρκεί που προσκυνώ
το μάστορά μου ρύπο σας
ω νεκροί μάγοι
(Μα πάλι τι λέω η σύμβαση)
να γυρίσω σπίτι μου
να μαζευτώ
να δω τι κάνω
(Μήπως η αδιαφορία;
Έχω καταλήξει η ιδιοκτησία.)
Ω ιδιοκτησία, γοερή ανθοδέσμη
(ίσως «το δεδομένο» ή η απολεσθείσα περιέργεια. Η αναβλητικότητα αυτή
ναι;)
Με το καλό
με τον καιρό
γίνε πεδιάδα και τότε τόλμησε
και τότε κοίτα
(πάντα φταίει και αφήνει χώρο στην πλήξη και την άνευ όρων και ορίων πίστη)
ώρα για προσευχή
(αυτή που παρόπλισε την άνευ όρων και ορίων αγάπη.
Αυτή που ξεχάσαμε να επιτηρούμε)
από ένα τόσο δα
πινάκιο με σκουλήκι
(για τα «πεταμένα λεφτά» του κυρίου Γιάννη Βαρβέρη, του ποιητή.
Στην εν γένει σύγχυση των αγοροπωλησιών, των χρησιδανείων,
των
τοκοχρεολυσίων «όλα τα λεφτά» στον ποιητή κι αυτός ας τα «πετάξει».
Ο αναγνώστης θα κρατήσει δίπλα του, στο δυαράκι του, αυτό που το)
«Ταμείον
Παρακαταθηκών και Δανείων 1919»
(του χάρισε, τρόπος του λέγειν, τα «πεταμένα
λεφτά».
Έτσι για να θυμάται πριν τοποθετήσει στις)
«χρεόγραφες θυρίδες ύπνου»
(το ότι)
θρονιάζεται καμιά φορά
η βλάστηση στο σώμα.
(Και δεν ακούσει)
… μέσα στ’ ανυπόμονα δάκρυα
(ότι.)
ήδη παραλογίζονται τρομπέτες
χωρίς αναβολή αναγγέλλοντας
τη νέα ζωή;
___________________________________
(Εκδόσεις Κέδρος, 2005)
«τα πουλιά…τον αέρα»
ένα γραμμάριο φυλαχτό
να μην ανοίξει λεξικό τι θα πει: κόπωση
γι’ ανταπόδοση
αυτός που πιο πολύ αγαπούσα
και πέθανε
και δεν θυμάμαι
πώς τον λένε
Μου αρκεί που προσκυνώ
το μάστορά μου ρύπο σας
ω νεκροί μάγοι
να γυρίσω σπίτι μου
να μαζευτώ
να δω τι κάνω
Ω ιδιοκτησία, γοερή ανθοδέσμη
Με το καλό
με τον καιρό
γίνε πεδιάδα και τότε τόλμησε
και τότε κοίτα
ώρα για προσευχή
από ένα τόσο δα
πινάκιο με σκουλήκι
«Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων 1919»
«χρεόγραφες θυρίδες ύπνου»
θρονιάζεται καμιά φορά
η βλάστηση στο σώμα.
… μέσα στ’ ανυπόμονα δάκρυα
ήδη παραλογίζονται τρομπέτες
χωρίς αναβολή αναγγέλλοντας
τη νέα ζωή;
___________________________________
Τι ακριβώς πετάς;
Και κατά συνέπεια τι κρατάς;
Ποιος είναι ο φταίχτης;
Ο χρόνος, το πάθημα, η άγνοια, η κόπωση,
ο φόβος, οι υποσχέσεις,
η μνήμη και αδελφή της αμνησία,
όχι όχι είμαι σίγουρη η ψευδαίσθηση.
Μα πάλι τι λέω η σύμβαση
Μήπως η αδιαφορία;
Έχω καταλήξει η ιδιοκτησία.
ίσως «το δεδομένο» ή η απολεσθείσα περιέργεια. Η αναβλητικότητα αυτή
‘ναι;
πάντα φταίει και αφήνει χώρο στην πλήξη και την άνευ όρων και ορίων
πίστη
αυτή που παρόπλισε την άνευ όρων και ορίων αγάπη.
Αυτή που ξεχάσαμε να επιτηρούμε
για τα «πεταμένα λεφτά» του κυρίου Γιάννη Βαρβέρη, του ποιητή.
Στην εν γένει σύγχυση των αγοροπωλησιών, των χρησιδανείων,
των τοκοχρεολυσίων
«όλα τα λεφτά» στον ποιητή κι αυτός ας τα «πετάξει».
Ο αναγνώστης θα κρατήσει δίπλα του, στο δυαράκι του, αυτό που το
του χάρισε, τρόπος του λέγειν, τα «πεταμένα λεφτά».
Έτσι για να θυμάται πριν τοποθετήσει στις
το ότι.
Και δεν ακούσει
ότι.