Η νύχτα τέλειωνε. Είναι η ώρα που πατάς και στην νύχτα και στην μέρα και τα μάτια, έχοντας συνηθίσει το σκοτάδι, ξεχωρίζουν καλύτερα. Δυο στρατιώτες, φανταράκια, για την μάνα τους και την γιαγιά τους, φιλούσαν σκοπιά. Παγωμένα, με τα G3Α3 στο χέρι.
Το ποτάμι κυλούσε άγρια, τα μαύρα νερά του αφρίζοντας στα εμπόδια. Διάφοροι ήχοι μαρτυρούσαν μέσα στη νύχτα την ύπαρξη κι άλλων ζωντανών. Αυτών που ζουν μέσα κι έξω απ’ το ποτάμι, στα δένδρα, στους θάμνους κάτω από την γέφυρα. Ο παραμικρός ήχος τα έσιαζε κι ανήσυχα κουνιόταν, άλλαζαν θέση, ανασκουμπόνωνταν, έπαιρναν θέση άμυνας, όπως ο Βλάσης και ο Μίλτος, τα δυο φανταράκια. Από την Νίσυρο ο Μιλτιάδης του Παρασκευά και της Ανθούλας, από το Αγρίνιο ο Βλάσης το καμάρι της Βασιλικής, χήρας Αθανασίου Τρούμπαλη.
«Οι ήχοι σε τρελαίνουν φίλε μου. Ένα βατράχι να αποφασίσει να κολυμπήσει και ο ήχος του νερού όταν δέχεται το μικρό σώμα του, στέλνει την ψυχή σου στην Κούλουρη.»
Το κρύο του Γενάρη και η υγρασία του Έβρου ξύλιασαν τα χέρια και τα πόδια των παλικαριών. Κάνεις βήματα επί τόπου, βηματίζεις μέχρι το όριο σου, αλλά σε εγκαταλείπουν οι δυνάμεις ενώ το όπλο σου αδυνατεί να διώξει τον φόβο. Δεν σου δίνει αέρα, σου θυμίζει το απευχόμενο. Οι δε διηγήσεις των πριν από σένα, οι τερατολογίες των σαδιστών, όλες έρχονται και σφίγγουν την ψυχή σου.
Το καθήκον.
Το καθήκον να προστατεύσεις την πατρίδα από τους εχθρούς, που θα διαβούν την γέφυρα, κάνει μεγάλη προσπάθεια να κατανικήσει τον φόβο, να σε κρατήσει ξύπνιο, ακμαίο το ηθικό, αταλάντευτη την προσήλωση στο καθήκον, γενναίο μαχητή.
Όλα αυτά, εσύ ο 22χρονος, που ακόμη η μάνα σουσουφέρνει το γάλα στο κρεββάτι, σε σταυρώνει, σε φιλάει στρώνοντας με τα δυό της χέρια τα σκεπάσματα πάνω σου.
Ο στρατός ωριμάζει τον νέο, τον κάνει άνδρα. Λένε…
Θα φανεί στο τέλος της θητείας. Προς το παρόν στα χέρια της μάνας και της δικής του Αφροδίτης παραμένει ο κάθε Βλάσης και Μίλτος.
Εξαίρεση κατά την διάρκεια της 18μηνης θητείας τα χέρια του λοχία όπου ανήκουν οι στρατευμένοι.
Κρύο και αναμονή, επαγρύπνηση, κι όμως τα καταφέρνουν οι τρυφερές σκέψεις, οι ερωτικές φαντασιώσεις, και τρυπώνουν, κάνοντας την νύχτα μακρύτερη αλλά και γλυκύτερη. Μια τέτοια νύχτα, μόλις γύρισαν από άδεια, νωπή έχοντας την γλύκα των φιλιών σε κορμιά και σε πρόσωπα, συνοδευόμενοι από μία ελαφρά μυρωδιά κανέλας από τα μελομακάρονα και λαχανιάς στα εσώρουχα - «πόσες φορές δεν είπα τη μάνα μ', μην σιδερώνεις ενώ μαγειρεύεις στην κουζίνα’, μυρίζω γιορτινό τραπέζι αντί για Axe» κάνουν σκοπιά, φοβούνται, ονειρεύονται, σαρώνουν το σκοτάδι, σπρώχνουν τον χρόνο. Περιμένουν το ξημέρωμα. Αυτοί, η γέφυρα και τα πέριξ αυτών.
Η γέφυρα, αυτό το περιφρούρητο έργο, στέκεται άδεια διεκπεραιώνοντας τον άχαρο ρόλο της, τα προσχήματα, την υποτιθέμενη ειρηνική συνύπαρξη και συμβίωση των λαών. Συμβολικός ρόλος. «Άραγε τι χρειάζεται να φρουρείς αυτό που ενώνει και δεν χωρίζει;»
Εκεί σ’ αυτή την άχαρη γέφυρα τούς είδαν να έρχονται, μαύρες σκιές. Σερνόταν. Το πρόδιδε ο ήχος των βημάτων τους. Μέσα στην νύχτα, λιγνές υποψίες ανθρώπων. Προχωρούσαν αργά, έλεγες θα σταματήσουν, τώρα σε λίγο. Έμοιαζε να μην έχουν δύναμη. Αυτή η αργή τους κίνηση καθήλωσαν για δευτερόλεπτα τους Βλάση και Μίλτο.
-Που πάνε οι μαλ…; Είναι με τα καλά τους; Θα πρέπει να πυροβολήσω!
-ΑΛΤ! ΣΤΟΠ! Τίποτα δεν καταλαβαίνουν!
Συνεχίζουν αργά μεν αλλά να κινούνται. Δηλαδή να σέρνονται σαν νά 'πρεπε να ολοκληρώσουν κάτι. Να βγάλουν εις πέρας την αποστολή. Ποιά αποστολή; Μπρός τους οι κάνες του βλάση και του Μίλτου. Το χέρι στην σκανδάλη τρέμει, αλλά σε ετοιμότητα.
-Αλτ! Πυροβολώ!
-Είσαι καλά;
-Έτσι πρέπει.
-Ρε, ανήμποροι άνθρωποι είναι δεν βλέπεις; Τι εχθρός; Είναι ήδη πεθαμένοι.
-ΑΛΤ! Σταματήστε, σας διατάζω! Πέστε κάτω!
Άρνηση...
Η απόσταση μηδενίστηκε, τα χέρια έμειναν στην σκανδάλη άπραγα, άπραγοι κι αυτοί στην παρουσία άλλων ψυχών.
Μπροστά τους σκελετωμένοι, εξουθεωμένοι, βρεγμένοι άνθρωποι. Το μόνο φως, τα τεράστια μάτια τους. Λάμπαν στο φως του φεγγαριού. Τα λευκά τους δόντια φώτιζαν ενώ ψέλλιζαν λέξεις ανάμεικτες από τις 'χίλιες' χώρες του ταξιδιού τους. Τρεμάμενοι σκελετοί. Θύματα ονείρων, υποσχέσεων εκμετάλευσης. Θύματα της ανθρώπινης θηριωδίας. Πένητες ονείρου.
-Yunan? Yunan, good man, not bad!
Με την αναποτελεσματικότητα στην επικοινωνία, κύλησαν λεπτά που έμοιαζαν χρόνος για όλους.
Στα πόδια του Βλάση σωριάζεται ένας από τους εφτά, τα χάνει ο Βλάσης, ωστόσου σκύβει απλώνει και με το αριστερό του παίρνει το μπουκάλι με νερό και του το δίνει. Παρ' όλη την αδυναμία το αρπάζει. Το ρούφηξε, δεν το ήπιε. Μέσα στην σιωπή της νύχτας άκουγες τον ήχο των γουλιών του. Σαν το παπά τον μετάλαβε ο Βλάσης. Έτσι ένιωσε. Πόνεσε η ψυχή του, αυτή που είχε πάει στην Κούλουρη και ξέχασε το καθήκον. Αυτά τα σώματα που τά ‘φαγε το περπάτημα, η πείνα, η κακουχία, το κρύο και οι κακοτράχαλοι δρόμοι, αυτοί οι πολεμιστές της μοίρας τους, αυτοί οι σκελετοί ζώντων ανθρώπων, τον έκαναν κομμάτια. Ποιόν να σταματήσει, από που την χώρα να προστατεύσει. Τι να πει σε ποιόν; Παρόλογοι καιροί, παράλογες κι αποφάσεις. Αποφάσεις κάτω από βία, απειλή, απληστεία. Νέοι απορημένοι στις άκρες των συνόρων. Δυνατοί και αδύναμοι. Η νύχτα καλύπτει τις διαφορές, το τι έχεις και έχω.Το φύγε συναντάει το έλα. Το Ξένιος Ζευς να υπάρξει απαιτεί.
-Συνάδελφε, κάτι να φάνε θα πεθάνουν οι άνθρωποι.
-Έχουμε;
-Φέρε τα μπισκότα, είπε και ξέχασε το λοχία υπηρεσίας.
Εκείνος, άγρυπνος φρουρός της πατρίδας, με τις ομιλίες και τον θόρυβο ξύπνησε και με βήμα ταχύ βρέθηκε στο συμβάν.
-Στρατιώτη Τρούμπαλη, απομακρύνσου από τον εχθρό. Γιατί τους πλησιάσες; Όφειλες να είσαι σε θέση άμυνας, να σημαδεύεις τους εχθρούς!
-Ποιους εχθρούς; Τους αποτέλειωσε η κακουχία, ανίκανοι είναι.
-Ανίκανοι; Κι αν σε αφόπλιζε ενώ έσκυβες; Κινδυνεύαμε όλοι! Τρελλάθηκες;
-Μήπως είσθε λίγο υπερβολικός; Αυτοί τα πόδια τους δεν μπορούν να πάρουν, θα πάρουν τα όπλα μας;
-Μην αυθαδιάζεις.
Τριάντα κιλά άνδρας, ένα σωρός κόκαλα, στα πόδια του Βλάση κείτονταν. Ο ήχος από δόντια που άλλα χτυπούσαν από το κρύο κι άλλα ροκάνιζαν τα 'σαν πέτρα από την πολυκαιρία και το κρύο' μπισκότα αύξαναν την ένταση.
-Δεν ξέρω, αύριο αναφερόμενος, είπε και πήγε μέσα.
Άφησε τους μάρτυρες και τους οπλίτες να τους φρουρούν, κάλεσε τους αρμόδιους.
Σύντομα τα παγωμένα σώματα ανακουφισμένα καλοδέχτηκαν την ζεστασιά της «κλούβας». Δεν τους ένοιαζε το τίμημα.
Το κορμί σε εξουσιάζει όταν το φέρεις στα όρια ζωής και θανάτου. Λυσσαλέες οι ανάγκες του το κατασπαράζουν και παραδίδεσαι αδιαπραγμάτευτα.
Το ποτάμι κυλούσε άγρια, τα μαύρα νερά του αφρίζοντας στα εμπόδια. Διάφοροι ήχοι μαρτυρούσαν μέσα στη νύχτα την ύπαρξη κι άλλων ζωντανών. Αυτών που ζουν μέσα κι έξω απ’ το ποτάμι, στα δένδρα, στους θάμνους κάτω από την γέφυρα. Ο παραμικρός ήχος τα έσιαζε κι ανήσυχα κουνιόταν, άλλαζαν θέση, ανασκουμπόνωνταν, έπαιρναν θέση άμυνας, όπως ο Βλάσης και ο Μίλτος, τα δυο φανταράκια. Από την Νίσυρο ο Μιλτιάδης του Παρασκευά και της Ανθούλας, από το Αγρίνιο ο Βλάσης το καμάρι της Βασιλικής, χήρας Αθανασίου Τρούμπαλη.
«Οι ήχοι σε τρελαίνουν φίλε μου. Ένα βατράχι να αποφασίσει να κολυμπήσει και ο ήχος του νερού όταν δέχεται το μικρό σώμα του, στέλνει την ψυχή σου στην Κούλουρη.»
Το κρύο του Γενάρη και η υγρασία του Έβρου ξύλιασαν τα χέρια και τα πόδια των παλικαριών. Κάνεις βήματα επί τόπου, βηματίζεις μέχρι το όριο σου, αλλά σε εγκαταλείπουν οι δυνάμεις ενώ το όπλο σου αδυνατεί να διώξει τον φόβο. Δεν σου δίνει αέρα, σου θυμίζει το απευχόμενο. Οι δε διηγήσεις των πριν από σένα, οι τερατολογίες των σαδιστών, όλες έρχονται και σφίγγουν την ψυχή σου.
Το καθήκον.
Το καθήκον να προστατεύσεις την πατρίδα από τους εχθρούς, που θα διαβούν την γέφυρα, κάνει μεγάλη προσπάθεια να κατανικήσει τον φόβο, να σε κρατήσει ξύπνιο, ακμαίο το ηθικό, αταλάντευτη την προσήλωση στο καθήκον, γενναίο μαχητή.
Όλα αυτά, εσύ ο 22χρονος, που ακόμη η μάνα σουσουφέρνει το γάλα στο κρεββάτι, σε σταυρώνει, σε φιλάει στρώνοντας με τα δυό της χέρια τα σκεπάσματα πάνω σου.
Ο στρατός ωριμάζει τον νέο, τον κάνει άνδρα. Λένε…
Θα φανεί στο τέλος της θητείας. Προς το παρόν στα χέρια της μάνας και της δικής του Αφροδίτης παραμένει ο κάθε Βλάσης και Μίλτος.
Εξαίρεση κατά την διάρκεια της 18μηνης θητείας τα χέρια του λοχία όπου ανήκουν οι στρατευμένοι.
Κρύο και αναμονή, επαγρύπνηση, κι όμως τα καταφέρνουν οι τρυφερές σκέψεις, οι ερωτικές φαντασιώσεις, και τρυπώνουν, κάνοντας την νύχτα μακρύτερη αλλά και γλυκύτερη. Μια τέτοια νύχτα, μόλις γύρισαν από άδεια, νωπή έχοντας την γλύκα των φιλιών σε κορμιά και σε πρόσωπα, συνοδευόμενοι από μία ελαφρά μυρωδιά κανέλας από τα μελομακάρονα και λαχανιάς στα εσώρουχα - «πόσες φορές δεν είπα τη μάνα μ', μην σιδερώνεις ενώ μαγειρεύεις στην κουζίνα’, μυρίζω γιορτινό τραπέζι αντί για Axe» κάνουν σκοπιά, φοβούνται, ονειρεύονται, σαρώνουν το σκοτάδι, σπρώχνουν τον χρόνο. Περιμένουν το ξημέρωμα. Αυτοί, η γέφυρα και τα πέριξ αυτών.
Η γέφυρα, αυτό το περιφρούρητο έργο, στέκεται άδεια διεκπεραιώνοντας τον άχαρο ρόλο της, τα προσχήματα, την υποτιθέμενη ειρηνική συνύπαρξη και συμβίωση των λαών. Συμβολικός ρόλος. «Άραγε τι χρειάζεται να φρουρείς αυτό που ενώνει και δεν χωρίζει;»
Εκεί σ’ αυτή την άχαρη γέφυρα τούς είδαν να έρχονται, μαύρες σκιές. Σερνόταν. Το πρόδιδε ο ήχος των βημάτων τους. Μέσα στην νύχτα, λιγνές υποψίες ανθρώπων. Προχωρούσαν αργά, έλεγες θα σταματήσουν, τώρα σε λίγο. Έμοιαζε να μην έχουν δύναμη. Αυτή η αργή τους κίνηση καθήλωσαν για δευτερόλεπτα τους Βλάση και Μίλτο.
-Που πάνε οι μαλ…; Είναι με τα καλά τους; Θα πρέπει να πυροβολήσω!
-ΑΛΤ! ΣΤΟΠ! Τίποτα δεν καταλαβαίνουν!
Συνεχίζουν αργά μεν αλλά να κινούνται. Δηλαδή να σέρνονται σαν νά 'πρεπε να ολοκληρώσουν κάτι. Να βγάλουν εις πέρας την αποστολή. Ποιά αποστολή; Μπρός τους οι κάνες του βλάση και του Μίλτου. Το χέρι στην σκανδάλη τρέμει, αλλά σε ετοιμότητα.
-Αλτ! Πυροβολώ!
-Είσαι καλά;
-Έτσι πρέπει.
-Ρε, ανήμποροι άνθρωποι είναι δεν βλέπεις; Τι εχθρός; Είναι ήδη πεθαμένοι.
-ΑΛΤ! Σταματήστε, σας διατάζω! Πέστε κάτω!
Άρνηση...
Η απόσταση μηδενίστηκε, τα χέρια έμειναν στην σκανδάλη άπραγα, άπραγοι κι αυτοί στην παρουσία άλλων ψυχών.
Μπροστά τους σκελετωμένοι, εξουθεωμένοι, βρεγμένοι άνθρωποι. Το μόνο φως, τα τεράστια μάτια τους. Λάμπαν στο φως του φεγγαριού. Τα λευκά τους δόντια φώτιζαν ενώ ψέλλιζαν λέξεις ανάμεικτες από τις 'χίλιες' χώρες του ταξιδιού τους. Τρεμάμενοι σκελετοί. Θύματα ονείρων, υποσχέσεων εκμετάλευσης. Θύματα της ανθρώπινης θηριωδίας. Πένητες ονείρου.
-Yunan? Yunan, good man, not bad!
Με την αναποτελεσματικότητα στην επικοινωνία, κύλησαν λεπτά που έμοιαζαν χρόνος για όλους.
Στα πόδια του Βλάση σωριάζεται ένας από τους εφτά, τα χάνει ο Βλάσης, ωστόσου σκύβει απλώνει και με το αριστερό του παίρνει το μπουκάλι με νερό και του το δίνει. Παρ' όλη την αδυναμία το αρπάζει. Το ρούφηξε, δεν το ήπιε. Μέσα στην σιωπή της νύχτας άκουγες τον ήχο των γουλιών του. Σαν το παπά τον μετάλαβε ο Βλάσης. Έτσι ένιωσε. Πόνεσε η ψυχή του, αυτή που είχε πάει στην Κούλουρη και ξέχασε το καθήκον. Αυτά τα σώματα που τά ‘φαγε το περπάτημα, η πείνα, η κακουχία, το κρύο και οι κακοτράχαλοι δρόμοι, αυτοί οι πολεμιστές της μοίρας τους, αυτοί οι σκελετοί ζώντων ανθρώπων, τον έκαναν κομμάτια. Ποιόν να σταματήσει, από που την χώρα να προστατεύσει. Τι να πει σε ποιόν; Παρόλογοι καιροί, παράλογες κι αποφάσεις. Αποφάσεις κάτω από βία, απειλή, απληστεία. Νέοι απορημένοι στις άκρες των συνόρων. Δυνατοί και αδύναμοι. Η νύχτα καλύπτει τις διαφορές, το τι έχεις και έχω.Το φύγε συναντάει το έλα. Το Ξένιος Ζευς να υπάρξει απαιτεί.
-Συνάδελφε, κάτι να φάνε θα πεθάνουν οι άνθρωποι.
-Έχουμε;
-Φέρε τα μπισκότα, είπε και ξέχασε το λοχία υπηρεσίας.
Εκείνος, άγρυπνος φρουρός της πατρίδας, με τις ομιλίες και τον θόρυβο ξύπνησε και με βήμα ταχύ βρέθηκε στο συμβάν.
-Στρατιώτη Τρούμπαλη, απομακρύνσου από τον εχθρό. Γιατί τους πλησιάσες; Όφειλες να είσαι σε θέση άμυνας, να σημαδεύεις τους εχθρούς!
-Ποιους εχθρούς; Τους αποτέλειωσε η κακουχία, ανίκανοι είναι.
-Ανίκανοι; Κι αν σε αφόπλιζε ενώ έσκυβες; Κινδυνεύαμε όλοι! Τρελλάθηκες;
-Μήπως είσθε λίγο υπερβολικός; Αυτοί τα πόδια τους δεν μπορούν να πάρουν, θα πάρουν τα όπλα μας;
-Μην αυθαδιάζεις.
Τριάντα κιλά άνδρας, ένα σωρός κόκαλα, στα πόδια του Βλάση κείτονταν. Ο ήχος από δόντια που άλλα χτυπούσαν από το κρύο κι άλλα ροκάνιζαν τα 'σαν πέτρα από την πολυκαιρία και το κρύο' μπισκότα αύξαναν την ένταση.
-Δεν ξέρω, αύριο αναφερόμενος, είπε και πήγε μέσα.
Άφησε τους μάρτυρες και τους οπλίτες να τους φρουρούν, κάλεσε τους αρμόδιους.
Σύντομα τα παγωμένα σώματα ανακουφισμένα καλοδέχτηκαν την ζεστασιά της «κλούβας». Δεν τους ένοιαζε το τίμημα.
Το κορμί σε εξουσιάζει όταν το φέρεις στα όρια ζωής και θανάτου. Λυσσαλέες οι ανάγκες του το κατασπαράζουν και παραδίδεσαι αδιαπραγμάτευτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου