Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Άστρα

Τον συνάντησα ενώ αγόραζε τα υλικά για φασολάδα. Ολοκλήρωσε την αγορά και λίγο πριν απομακρυνθεί από το ταμείο, βγάζει απ’ τη τσέπη του το χειροποίητο άστρο.

Με ταξίδεψε πίσω στα Χριστούγεννα των έξι χρόνων. Παραμονές Χριστουγέννων η κ. Μακρίνα μας χάρισε ένα παρόμοιο από λευκή ταινία τηλέγραφου.
Το κρατούσα στο χέρι μου, πάνω στην ανοιχτή παλάμη μου. Στο άλλο χέρι η σάκα. Έκανα όλη την διαδρομή δίπλα στην σιδηροδρομική γραμμή, διέσχισα τους δύο-τρεις μεγάλους δρὀμους χαρούμενη για το δώρο, αγχωμένη μην μου πέσει και τσαλακωθεί, ή κάποιος άτακτος, τότε είχε πολλούς, μου το αρπάξει…
Φουριόζα μπήκα στο σπίτι και γρήγορα-γρήγορα πήγα στο κουτί με τα στολίδια του δένδρου που περίμεναν τον μπαμπά μου να το φέρει να το στολίσουμε. Δηλαδή, εγώ κι η μαμά μου περνούσαμε τη λευκή κλωστή καπλαντίσματος κι εκείνος τα κρεμούσε. Οι εύθραυστες μπάλες στα χέρια μου έμοιαζαν σαν ο κόσμος όλος. Κουβαλούσαν τη μαγεία του άγνωστου ταξιδιού που είχαν κάνει πριν έρθουν να φωλιάσουν στα κλαδιά του δένδρου μας και ύστερα στα μπαμπάκια, να αποσυρθούν μέχρι την επόμενη χρονιά.
Εκείνος, που νόμιζα ότι όλα τα ήξερε και τελείως συμπτωματικά ήταν ο μπαμπάς μου, μου είχε πει ότι μας έρχονται από το «εξωτερικό». Αυτό, που μου φαινόταν κάτι πολύ μεγάλο, γεμάτο μυστήριο και γοητεία, που από τότε ήταν τόσο κοντά μας με τις μπάλες, το ψυγείο, το ραδιόφωνο και το ηλεκτρικό μας σίδερο, και τώρα, ακόμα πιο κοντά με το διαδίκτυο, αλλά και τόσο μακριά, που η μυρωδιά των αγαπημένων μου να μη με φθάνει…
Έτσι αυτές οι πολύτιμες μπάλες με χρυσόσκονη και εκτυφλωτικά χρώματα γέμιζαν τα κλαδιά αφού περνούσαν από τα τρυφερά παιδικά χέρια στα δικά του τα μεγάλα, τα αδρά, τα δουλεμένα, τα δυνατά σαν ροπαλάκια.
Το δένδρο εκείνη την χρονιά θα είχε δύο κύρια στολίδια. Το μεγάλο άστρο
στη κορυφή του και την αδελφή μου κάτω, το μωρό μας, δίπλα στην φάτνη.
Έτσι νόμιζα, μόνο που «τα μωρά δεν τα βάζουν στο δένδρο», είπε η γιαγιά κι εγώ στεναχωρέθηκα που ο Χριστός δεν θα είχε παρέα.
Απ’ τη στιγμή που του έδειξα το χάρτινο άστρο της κ. Μακρίνας εξασφαλίσθηκε η ταινία από τον Παναγιώτη το σιδηροδρομικό, η μόνη πρόσβασή μας σε κρατική υπηρεσία με τηλέγραφο, απ’ όπου μάλιστα και η ταινία της νηπιαγωγού, και ξεκίνησε η επιχείρηση «άστρα».
Μέτρα το χαρτί στο πάτωμα, αναψοκοκκίνισαν τα μάγουλα από τη μασίνα που μπουμπούνιζε, ακούσθηκαν σχόλια του είδους, «τι χρειάζεται;», «τι σε πειράζει, εσένα;», «κάνε το έτσι!», «πέρασέ το από εκεί..», «τι ξέρεις εσύ!», γέμισε
το τραπέζι χάρτινα άστρα…
Άστρα φωτεινά, από λευκό χαρτί για όλους μας κι αυτός εκεί μαζί μου, να τα φτιάχνει και να λέει… Είπε πολλά για τον τηλέγραφο που κι εκείνος είχε έρθει απ’ το εξωτερικό.
- Κι αυτό έχουν;
- Μόνο; Πολλά και ωραία. Εκεί δουλεύουν, δεν τεμπελιάζουν, ούτε παίζουν πρέφα. Άσε που έχουν στο τόπο τους πολιτικούς που αγαπούν τη πατρίδα τους και όχι μόνο τη τσέπη τους. Δεν τη κλέβουν. Άμα μεγαλώσεις θα δεις… 
Κι εγώ μεγάλωνα και μίκραινα την απόσταση ανάμεσα σε μένα και το εξωτερικό. Το εξωτερικό έκτοτε μπαινοβγαίνει στη ζωή μου. Πλησιάζει και απομακρύνεται.

Το δικό του άστρο σήμερα ήταν πολύχρωμο και γυαλιστερό, ήρθε κι αυτό από το εξωτερικό.
«Έφυγα μετανάστης το 60. Δούλεψα στις φάμπρικες. Δύσκολη ζωή, παιδί μου. Σε τρώει η υγρασία, η νοσταλγία κι η μοναξιά. Δεν ξέραμε γλώσσα. Μουγκοί μέχρι να την μάθουμε. Και που τη μάθαμε, πάλι μόνοι. 
Απ' τη μάνα μου πήρα την τέχνη, δουλεύω με τα χέρια, είμαι επιδέξιος, καταπιάνομαι με όλα. Εκείνη έφτιαχνε κούκλες, το πάππου και τη μπάμπω. 
Στην Γερμανία μου το έδειξαν. Βράδια ολόκληρα άκουγα τραγούδια ελληνικά, ξεχνιόμουν κι έφτιαχνα στολίδια, άστρα, ψαράκια, παπάκια. Δεκάδες. Τα έβαζα σ’ ένα κουτί και τα πουλούσα. Άλλο ένα μεροκάματο!
Μου άρεζε, κι εκείνοι το εκτιμούσαν.
Τώρα τα φτιάχνω και τα χαρίζω. Φέτος έκανα ένα δένδρο. Όλα μόνος μου τα έφτιαξα, το δένδρο, τη φάτνη, τα στολίδια. Έβαλα τον πάππου και την μπάμπω της μάνας μου από κάτω. Να δεις πως φαντάζει!»
Μιλούσε και τον άκουγα. Χαμογελαστός με μάτια ονειροπόλα, τόσα χώρεσαν στα μάτια του. Η Μάνη και το εξωτερικό, η μπάμπω και η χρωματιστή κορδέλα.
Του άρεζε η αφήγηση. Η υπερηφάνεια του δημιουργού τον έκανε φωτεινό, του έδωσε δύναμη στις κινήσεις, χαμόγελο στα χείλη. 
Έμοιαζε τόσο του δικού μου αστρομάστορα. ‘Ανάσταση’ νεκρών. Σε καλό μου, χριστουγεννιάτικα. Γέννηση έχουμε, σκέφθηκα, κι ενώ είχα ‘πάει αλλού’, αυτός έφυγε και ξαναγύρισε με τρία ακόμη άστρα, να τα χαρίσει στις παρευρισκόμενες κυρίες.
Το έφερα ευλαβικά στο σπίτι, όπως πριν από χρόνια, στην παλάμη μου. Φεγγοβολούσε! Κουβαλούσε τόση μνήμη, δική του και δική μου. Πήρε την θέση του στα πολύτιμα, κλωστές και κλωστίτσες της ζωής μου και των συναντήσεων της.

Ήταν βράδυ, κι ενώ περπατούσα στην βροχή, κάτι γυάλισε στο πεζοδρόμιο. Θα πέρασαν τίποτα νεράιδες και χρυσόσκονη άφησαν τα πατήματά τους, σκέφθηκα, κι έσκυψα να την πιάσω. Φέρνει γούρι, λένε.
Ένα άστρο, από αυτά του κυρ Παναγιώτη, κρύωνε και σκιαζόταν τις σόλες των διαβατών.
Άνθρωποι χωρίς μνήμη, αδιάφοροι για των άλλων τη μνήμη, χωρίς καμμία εκτίμηση για ταπεινά έργα τέχνης, άνθρωποι οδοστρωτήρες, το πέταξαν.
Μήπως όμως γλίστρησε γιατί φοβήθηκε;


(Τα άστρα του κυρίου Ανθουλούδη Παναγιώτη, η ιστορία δική μου.)

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

3ήμερη

Το αμφιθέατρο του σχολείου, ασφυκτικά γεμάτο. Οι τρεις τάξεις του Γυμνασίου περίμεναν την ενημέρωση. Πάντα υπάρχει φασαρία σε παρόμοιες περιστάσεις. Η συνάθροιση μαθητών έχει τα χαρακτηριστικά της. Η ατμόσφαιρα, ιδιαίτερα φορτισμένη. Ο χρόνος της αναμονής κυλούσε πειράζοντας ο ένας τον άλλο, σπρώχνοντας, χασκογελώντας, κάποιοι αναψοκοκκινισμένοι, κάποια κορίτσια γελώντας άνευ λόγου, άλλα με σκυμμένο το κεφάλι. Μία διαρκής, άσκοπη κίνηση. Αμήχανοι οι εκπαιδευτικοί, δήθεν ‘άνετοι’, εκνευρισμένοι, με ελαφρώς έκδηλη ανησυχία, επιχειρούσαν να επιβάλλουν τη τάξη.
- Είπαμε, δείξτε ωριμότητα, συμπεριφερθείτε.
- Για ποιόν η νουθεσία; θα αναρωτιόταν κάποιος…
- Έχουν ξεφύγει, σχολίασε ο ψυχραιμότερος.
- Ήταν λάθος, ψέλλισε η συντηρητική.
- Δεν μαζεύονται τ’ αγρίμια, ο απαισιόδοξος.
- Κουράστηκα, ο κουρασμένος.
- Όχι, είστε υπερβολικοί. Μια χαρά τους βρίσκω. Πέρσι στην Κρύα Βρύση, όπου υπηρετούσα, ήταν πολύ χειρότερα. Σπάσαν καθίσματα, πετούσαν αντικείμενα, είπε η μοντέρνα.
- Ρε μαλ… Σπύρο! Θα μορφωθείς, ρε!
- Σε τι, ρε;
- Άκου που σου λέω, θα δίνεις διάλεξη σε λίγο…
- Δεν μπορείτε να ησυχάσετε; Μας ζαλίσατε!
- Τι λέτε, κυρία μου; Τα αυτάκια σας είναι τόσο ευαίσθητα;
- Ναι, ρε, γιατί; Ζήλεψες;
- Όχι, εγώ τα βούλωσα, να μη σας ακούω.
- Στον γέρο σου να τα πεις, ρε, τι έμαθες σήμερα… να πέσει ξερός.
- Μην ανακατεύεις τον γέρο μου, ρε! Μίλα για λόγου σου.
- Θα τα κάνεις εξάσκηση με το Ριτσάκι;
- Γιατί μωρέ; Μπας κι ήθελες να παίξεις εσύ το δάσκαλό της;
- Σαν τα μωρά κάνετε!
- Μου αρέσει που το παίζετε και ‘γκόμενοι’. Όλα τα ξέρετε πια και όλα τα ‘χετε ξεπεράσει.
- Βουλώστε το επιτέλους, είπε ο αρχηγός πριν οι ομιλητές εισέλθουν.
Ένας γιατρός, μία ειδική επί του θέματος σεξουαλικής αγωγής και η υπεύθυνη καθηγήτρια ανέβηκαν στην σκηνή. Κάθισαν πίσω από ένα τραπέζι. Πρώτη σειρά στο αμφιθέατρο, ο Γυμνασιάρχης και οι καθηγητές. Αμηχανία κι ένα βουητό επικρατούσαν στην αίθουσα…

Η προβολή των διαφανειών αφορούσε στην ανατομία. Με περισπούδαστο ύφος ο ντόκτορας, στους υποτιθέμενους ‘ανημέρωτους’ μαθητές, παρουσίαζε τις λειτουργίες αναπαραγωγής και τα αντίστοιχα όργανα του σώματος. Αγκωνιές πήγαιναν κι έρχονταν. Άλλος γύριζε στο κολλητό του, άλλος κρυφογελούσε, άλλος κοκκίνιζε, έβλεπε το δάπεδο. Οι πιο ψαγμένοι περίμεναν τη ‘τσόντα’ που δεν έλεγε να φανεί. 
Η ανατομία τελείωσε και το λόγο πήρε η ειδική. Η εμφάνιση της ‘βοηθούσε’ στην μετάδοση και  προσήλωση. Οι μεγαλύτεροι μάλιστα το επιβεβαίωσαν καθαρά και την επιδοκίμασαν την επομένη εντός ή εκτός διαλειμμάτων. Ανταλλάχθηκαν σχόλια, φαντασιώσεις, πειράγματα, αλλά εκείνη, εντελώς απτόητη, πάλευε να κάνει κατανοητή τη πολύπλοκη σχέση των δύο φύλων.
Κάποιος μάλιστα τόλμησε και ανέφερε και το ‘τρίτο’.
Σηκώθηκε ο Γυμνασιάρχης, κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του το πλήθος, κι εκείνο πάγωσε. Η εισηγήτρια συνέχισε…
«Η αμοιβαιότητα, η ειλικρίνεια, η συζήτηση, ο σεβασμός. Η υπευθυνότητα θα βοηθήσουν τη σχέση, μια σχέση που θα χαρίσει την ψυχική ισορροπία των δύο που θα συμβάλλουν έτσι δημιουργικά στην κοινωνία. Προφύλαξη δεν σημαίνει έλλειψη ευχαρίστησης. Η ύπαρξη αγάπης θα βοηθήσει στην ομαλή, και με τα δύο μέλη ικανοποιημένα, συνύπαρξη, ή συμβίωση. Όλοι δίνουμε σε μια σχέση και όλοι παίρνουμε… Θα συμφωνούσατε, πιστεύω!»
«Βεβαίως», ακούστηκε η μάζα να απαντά. Η αναστάτωση του καυτού θέματος είχε φλογίσει μάγουλα και φαντασία. Ακολούθησαν ερωτήσεις απλές, ερωτήσεις παγίδες, περιττές, επί του θέματος, πάντα με τα ανάλογα σχόλια και τα απαραίτητα ‘σσσσς’ από καθηγητές και συνετούς μαθητές.
Στην ερώτηση, «ποιος νομίζετε νιώθει μεγαλύτερη ευχαρίστηση κατά την διάρκεια του σεξ», πρόθυμα τόλμησα να απαντήσω, αφού τήρησα βέβαια την διαδικασία ανάρτησης της χειρός.
Όταν εκείνη μου έδωσε περιχαρής το λόγο, αποκρίθηκα.
- Βάλτε το δάχτυλο στο αυτί σας και πείτε μου ποιο απ’ τα δυο νοιώθει περισσότερη ευχαρίστηση;
Στήλη άλατος η ειδική. Ανασηκώθηκε η πρώτη σειρά. Τραντάχτηκε στα γέλια και τα μπράβο το αμφιθέατρο.
- Καλόοοο!!!
- Μπράβο, ρε μεγάλε!
- Μα ποιος είσαι, δικέ μου;
Και πολλά άλλα παρόμοια από συμμαθητές. Από το Γυμνασιάρχη η προσταγή να εξέλθω και να τον αναμένω στο γραφείο του.
Αργά, αλλά με την αυτοπεποίθηση στα ύψη από την εξυπνάδα που ξεστόμισα, εξήλθα.
Ακολούθησε η διαδικασία νουθεσίας, κατηγορίας, απελπισίας για τη νέα γενιά που τίποτα δεν εκτιμά, πήρα την 3ήμερη και απήλθα.

Η τρίτη πράξη ακολούθησε στο σπίτι.
Είναι γεγονός ότι καθυστέρησα να πάω κι απέφυγα το μεσημεριανό φαγητό. Το βράδυ όμως, αδύνατον. Κάπου εκεί, την ώρα που η μάνα μου μάζευε το τραπέζι, γκρίνιαζε για την μέση της και τα νέα φορολογικά ‘μέτρα’, ο πατέρας δήθεν άκουγε, αλλά στη πραγματικότητα παρακολουθούσε τις διαφημίσεις ανάμεσα στο δελτίο ειδήσεων. Η αδελφή μου εξαφανίστηκε στα ενδότερα για την βραδινή έξοδο.
Ανακοίνωσα την 3ήμερη.
- Τι 3ήμερη;
- Αποβολή, βέβαια!
- Τι αποβολή; Εσύ, βρε;
Άφησε ο μπαμπάς μου την οθόνη, η μάνα μου τα πιάτα, ξεχάστηκαν τα ‘μέτρα’, άνοιξαν αυτιά και στόμα και περίμεναν.
Έπρεπε να πω.
Είπα.
Πάρτη μάνα μου κάτω στο πάτωμα!
- Ντροπή σου! ο μπαμπάς. Αναίσχυντος ο γιος σου, ολόιδιος ο αδελφός σου.
- Μπαμπά, η μαμά τα τίναξε.
- Ας την εκεί! Ανάγκη δεν έχει, θα της περάσει. Εσύ την ‘έφαγες’ διάβολε. Δεν την σκέφτεσαι καθόλου! Κι εμένα; Έχω και πίεση. Το πρόσωπο μας, βρε αλήτη! Κι αυτοί; Τι διάολο την ήθελαν τέτοια ενημέρωση; Λίγα ξέρετε μήπως; Εμείς τίποτα δεν ξέραμε, αλλά και παιδιά κάναμε, και οικογένεια, και προκόψαμε. Αλλά τα γονίδια, γονίδια. Γι αυτά σας είπαν τίποτα; Κατάρα! Ίδιος ο μακαρίτης ο θειος σου είσαι. Ένας αλήτης. Κατά μάνα, κατά κύρη… Εμείς δεν είχαμε στην οικογένειά μας τέτοιους…
- Α! σηκώθηκες, καλέ; Σηκώθηκες να καμαρώσεις τον κανακάρη σου, ε; Χάρισμά σου, είπε και μας άφησε χτυπώντας την πόρτα.
- Φεύγω, είπε και η αδελφή μου, άργησα. Συνάμενη-κουνάμενη αποχώρησε.
- Γιατί, βρε αγόρι μου αντιμιλάς; Γιατί; Τι την ήθελες την απάντηση; Γιατί, καμάρι μου, με στεναχωρείς και κάθεται ο ‘άλλος’ και φωνάζει; Τον άκουσες πάλι. Ούτε νεκρούς δεν σέβεται. Πέντε χρόνια πεθαμένος, ‘αλήτη’ τον ανεβάζει, ‘αλήτη’ τον κατεβάζει. Θεός σχωρέστον, αλλά εγώ τα μαρτύρια του Ιώβ περνάω. Τι έκανα, Θεέ μου, και με βασανίζεις τόσο; Μα τι;
- Γιατί; ξαναείπε. 
Κι εγώ πήγα μέσα.
Με περίμενε το διαδίκτυο… η δική μου 3ήμερη απόλαυση.

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Περιστατικό Νο 13 - Μία νέα εμπειρία

Ημέρα Κυριακή, ώρα 11:15 πμ, βαθμοί 30 Κελσίου, στάση αστικών λεωφορείων. Το συντριβάνι λόγω χρέους η αμέλειας δεν λειτουργεί. Ζέστη αφόρητη, από τις πρώτες του καλοκαιριού.
Τα καφενεία γύρω φιλοξενούν μοναχικούς, που κάνουν παρέα από τη καρέκλα, μπροστά τους το καφεδάκι.
Τι ήθελε και στολίστηκε; Την ενοχλούν ρούχα, παπούτσια, κοσμήματα. Πιο πολύ την ενοχλεί που δεν έμεινε αραχτή στην σκιά του σπιτιού της. Οι ρίζες των μαλλιών της ίδρωναν. Για την εμφάνιση της ανησυχούσε.
11:25 το λεωφορείο εμφανίσθηκε, μεγαλοπρεπώς έκανε την στροφή του και αργά άραξε στη στάση.
Ο οδηγός, 130 κιλά και κάτι, στα μαύρα, το ένα χέρι χαλάρωνε στο αριστερό παράθυρο, το άλλο στο τιμόνι. Νεαρός βοηθός, ο γιος ίσως, φρόντιζε ό,τι χρειαζόταν κίνηση.
- Καλημέρα.
- Πολύ καλημέρα και σε σας.
- Αγία Παρασκευή; Κάνει στάση;
- Βεβαίως.
11:35 το λεωφορείο έκλεισε τις πόρτες και τη ζέστη μέσα. Ο ιδρώτας κατρακυλούσε στη πλάτη.
Κύριος του χώρου, άρχοντας λόγω κιλών αλλά και άποψης. Χαιρετούσε, κόρναρε, σταματούσε. Οδηγούσε κιμπάρικα θα έλεγα.
Πήραμε κάτι ζευγαράκια για τις παραλίες, κυρίες για τα κτήματά τους. Μια παρέα παλαιών της πόλης, συνταξιούχοι με άσπρα μαλλιά και γερασμένες γάμπες και γόνατα, με τα μπανιερά τους ανέβηκαν περιχαρείς και κάθισαν στα πίσω καθίσματα, συνεχίζοντας την κουβέντα που είχαν ξεκινήσει από τη στάση. Μας αγνόησαν.
Ο χοντρούλης μας έδινε απαντήσεις σε όλες τις απορίες, περιεργαζόταν τους άγνωστους, καλωσόριζε τους τακτικούς.
Η οικειότητά του προκαλούσε μια ευθυμία…
Είχα απορροφηθεί στο ν' ακούω, χωρίς να το θέλω, τον νεαρό δίπλα μου. Η ένταση της φωνής του δεν άφηνε περιθώρια επιλογής. Επί δέκα λεπτά μιλούσε στο κινητό, όχι ότι σταμάτησε αργότερα, αλλά την δική μου προσοχή και ενδιαφέρον τράβηξε άλλη χαριτωμένη στιχομυθία του.
Στο δεκάλεπτο είχε ήδη εκφέρει πολλαπλές φορές το γνωστό  ῾῾ρε μαλ...῾῾ στο κολλητό του, που έχασε το αστικό εννιά φορές! Ο κολλητός του μάλλον δεν θα ξύπνησε ακόμη για ν' αντιδράσει ως όφειλε στις προσφωνήσεις. Η κολλητή του κολλητού φορούσε ένα σορτσάκι τόσο κοντό που οι τσέπες του έβγαιναν κάτω απ’ τα ‘μπατζάκια’. Βαριεστημένη άκουγε και έσπρωχνε κάθε λίγο τις τσέπες προς τα μέσα. Καμάρωνε για την βαριά ασημένια αλυσίδα του κολλητού της και το τεράστιο τατουάζ του.
Το σκηνικό ομόρφυνε. Ογδοντάρης, φρεσκοξυρισμένος, με θαλασσί πουκαμισάκι, τσάκα στο παντελόνι να ‘κόβει’, φουζέρ κολόνια που τρυπούσε την μύτη, δαχτυλίδι και βέρα στο δάχτυλο, μανικιούρ στο μικρό δαχτυλάκι, ανέβηκε με την εφημερίδα ρολό στο χέρι, με κόπο, στηριζόμενος στο σίδερο.
- Καλώς το τζόβενο, είπε ο οδηγός κι εγώ παράτησα τον κολλητό.
- Καλημέρα, ζέστη πολύ σήμερα.
Ταλαντεύτηκε και ακούγοντας την συμβουλή του φίλου οδηγού, κάθισε  μπροστά.
- Ξυριστήκαμε βλέπω σήμερα, φράπα έκανες το πρόσωπο. Εμ έτσι σε θέλω. Άσπρα γένια, δεν πάει.
- Με προσέχεις βλέπω.
- Άμα δεν σε προσέξω δεν θα βγάλω να φάω. Και ξέρεις πως τρώω.
- Κι αν δεν ήξερα, το βλέπω.
Ανταλλάχθηκαν πολιτικές αναλύσεις και προβλέψεις για τον ανασχηματισμό, το μουσείο που δεν τελειώνει και στοίχιωσε, κι ενώ η ζέστη κορυφωνόταν, φθάσαμε Εργατικά. Ο φρεσκοξυρισμένος έπρεπε να κατέβει.
-Σιγά, δε θέλω να μου βιάζεσαι. Σε βλέπω απ’ το καθρεφτάκι. Αν δε πατήσεις κάτω καλά, ξεκινάω 'γώ; Ένας είναι ο μαστρο-Μήτσος.
Μας χαιρέτησε ο μαστρο-Μήτσος, έδωσε τα δέοντα στη κυρά και ασφαλής κατευθύνθηκε, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, αλλά σηκώνοντας το χέρι για χαιρετισμό κι ευχαριστίες, προς το σπίτι του.
Ήδη, άλλος τακτικός ανέβηκε.
- Με φόρα, βλέπω, ανεβαίνουμε και σορτσάκι. Για που το βάλαμε; Μην μου πεις για μπάνιο; Ζάχαρα, καρδιές, τέρμα; 
- Ε, καλοκαίριασε, να μαυρίσουμε και λίγο να μας προσέχουν και τα κορίτσια.
- Βρε, τα κορίτσια πήραν την σύνταξη και την κάναν με τον ΚΑΠΗ για Πελοπόννησο. Εσύ πως και ξέμεινες πίσω;
-Τα ‘δωσα στο «χαράτσι». Μη βλέπεις που ο Πάγκαλος λέει «μαζί τα φάγαμε». Εγώ δεν έχω φράγκο.
- Ε, για ένα ουζάκι κάτι και θα 'μεινε.
- Βρε κι αν δεν έμεινε, όλο και κάποιου του περισσεύει και κερνάει. Άσε τα συγχώρια και τις γιορτές. Σήμερα του Αγιαννιού, αύριο του Άι-Γιώργη, φθάσαμε Κωνσταντίνου και Ελένης, του Προφήτ' Ηλία, της Παναγιάς και οι Παναγιώτηδες, έρχεται κι ο Άι-Νικόλας, κερνάω εγώ.
- Εδώ σε θέλω, μεγάλε... μη και πας πίσω στα ζευγαράκια έτσι που μου έβαλες και τη βερμούδα.
- Γιατί μωρέ; Ζηλεύεις εσύ, δηλαδή;
Πρώτη, δεύτερη, φανάρια και ζέστη φθάσαμε στην Ν.Χηλή, χαιρετίσαμε τον Νικολάκη και σιωπηλοί φθάσαμε στη Μάκρη. Αρχίσαμε να πλήττουμε. Ευτυχώς η σιωπή έσπασε αφού περάσαμε τις δύσκολες και ‘κλειστές’ στροφές. Σταματήσαμε στην μέση της πλατείας, όχι για να αποβιβαστούν επιβάτες, αλλά να χαιρετίσουμε τους άλλους, τους χαλαρούς του καφενείου. Ένας έτυχε ιδιαίτερου χαιρετισμού ως ᾽large᾽ τύπος. Στο άκουσμα της προσφώνησης έκανα μπροστά να δω τον large. Ένας μικροκαμωμένος σερβιτόρος, χαμογελαστός κι αεράτος, αναμένει αργότερα για τα ‘γνωστά’ τον οδηγό μας.
Ακούγοντας τις στάσεις θεώρησα ότι έφθασε η δική μου.
Με είχε ακόμη στο νου του. «Η επόμενη», είπε.
Είχε ακόμη συγκρατήσει την αρχική μου ερώτηση, παρ’ όλη την κίνηση, ζέστη, συζήτηση και εναλλαγή προσώπων. Όλοι χωρούσαμε.
Στο «ευχαριστώ» μου απάντησε, ή φαντάστηκα ότι είπε «εσύ πως ξέπεσες στα μέρη μας;».

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Attenborough's Ark

Δεν έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα με documentaries ούτε έχω παρακολουθήσει τηλεοπτικά προγράμματα. Όμως είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τον David Αttenborough σε διάφορα προγράμματα όπως το Life on Earth, το Planet Earth καθώς και το τελευταίο, Attenborough's Ark.

Δεν θα αναφερθώ αναλυτικά στον άνθρωπο και στο βιογραφικό του, το έχουν κάνει άλλοι πολύ καλύτερα. Θα σταθώ μόνο σε μερικά σημεία. Είναι ο άνθρωπος που έφερε την τέχνη και την φύση στην τηλεόραση, για το BBC ο λόγος, όταν διεύθυνε το κανάλι. Αρνήθηκε υψηλότερη θέση προκειμένου να κάνει τις δικές του παραγωγές, παραγωγές που όχι μόνο τράβηξαν την προσοχή, ανέβασαν την τηλεθέαση, έκαναν γνωστό παγκοσμίως το κανάλι και τον ίδιο, αλλά προκάλεσαν και πολλές αντιδράσεις, θετικές και αρνητικές. Είναι γεγονός ότι υπηρέτησε 60 χρόνια το είδος που λάτρεψε, τον πλανήτη γη. Χρησιμοποίησε καινοτόμες τεχνικές για να καταγράψει με τον πιο συναρπαστικό τρόπο το θέμα του. Όταν για παράδειγμα γύριζε την ζωή των εντόμων, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά την τεχνική του time-lapse. Υπάρχουν φυτά και αράχνες που επίσης φέρνουν το όνομά του, όπως blakea attenboroughi, prethopalpus attenboroughi κα.

Θεωρείται από τους Βρετανούς ένας από τους εθνικούς τους θησαυρούς. Πρόσφατα, εξ ου κι η αφορμή να γράψω το κειμενάκι αυτό, του ζητήθηκε να συμπεριλάβει στην «κιβωτό» του τα δέκα έμβια που θα έσωζε, αν μπορούσε, από εξαφάνιση. Αυτό το επεισόδιο είδα και για ακόμη μία φορά, όχι μόνο τον θαύμασα, αλλά και τον ζήλεψα αφάνταστα.

Διάλεξε τα πιο σπάνια, τα πιο όμορφα, τα πλέον απειλούμενα όντα. Ανέδειξε τον κίνδυνο που διατρέχουν αυτά τα ίδια, καθώς και τις επιπτώσεις στο περιβάλλον της εξαφάνισης τους.

Επίσης ανέδειξε και τόνισε την αφοσίωση κάποιων ανθρώπων, επιστημόνων και μη, στην υπηρεσία προστασίας των εν λόγω όντων, τον αγώνα που δίνουν πολλές φορές με κίνδυνο της ζωής τους. Δουλεύουν νύχτα-μέρα ανώνυμα, αθόρυβα, χωρίς προβολή, κάτω από το νερό, σε ανήλιες σπηλιές, σε δάση για την διάσωση π.χ. ενός λιλιπούτειου βατράχου, μιας πεταλούδας, ενός σπάνιου πιθήκου, ενός πουλιού. Δεν θα τα ονομάσω όλα γιατί είναι μέρος του ενδιαφέροντος του προγράμματος σε περίπτωση που θελήσετε να το παρακολουθήσετε.

Η αγάπη του για τη φύση, οι γνώσεις του, η αγωνία του, η εξαιρετική παρουσίαση δεν σ' αφήνουν αδιάφορο. Είσαι μαγεμένος μ’αυτό που παρακολουθείς και παράλληλα αισθάνεσαι ένοχος για την αδιαφορία και άγνοια του κόσμου με τον οποίο συγκατοικείς τον πλανήτη Γη. Ο David Attenborough έχει μεγάλη αγωνία για το μέλλον του. Μια αγωνία που έμμεσα, δείχνοντας σου την ομορφιά του, σου ζητάει να πάρεις θέση, να σταματήσεις να μένεις αδιάφορος.

Σε μία πρόσφατη συνέντευξη είπε ότι το μέλλον της ζωής στη Γη εξαρτάται από το αν εμείς ενεργήσουμε, από την ικανότητά μας να δράσουμε: "The future of life on earth depends on our ability to take action. Many individuals are doing what they can, but real success can only come if there's a change in our societies, and our economics, and in our politics. I've been lucky in my lifetime to see some of the greatest spectacles that the natural world has to offer. Surely we have a responsibility to leave for future generations a planet that is healthy, inhabitable by all species." Πρέπει δηλαδή να αλλάξουν οι πολιτικές και οι οικονομίες μας αν θέλουμε να παραδώσουμε αυτόν τον πλανήτη στα παιδιά μας άθικτο για το μέλλον.

Η σύμπτωση της θέασης με την διεξαγωγή των ευρωεκλογών, η αφορμή για το προβληματισμό μου. Είναι μοναδική ευκαιρία, πριν ο καθένας από μας ψηφίσει, να σκεφθεί ποιος και ποια παράταξη θα εγγυηθούν την σωστή προσέγγιση στο περιβάλλον. Ποιος θα θελήσει σοβαρά να στρέψει την προσοχή μας στο θέμα και ποιος μοιράζεται τέτοιου είδους ανησυχίες. Πολλοί από μας συχνά καταναλωνόμαστε σε φιλοζωικές στάσεις που κυρίως προσθέτουν στην persona μας, αλλά μας λείπει η βούληση και η θέληση για ουσιαστική αντιμετώπιση του περιβάλλοντος. Συνήθως εξαντλείται το θέμα με αποσπασματικές και περιστασιακές αποφάσεις, για να έχουμε ήσυχη την συνείδηση μας. Δεν υπάρχει το πλαίσιο συλλογικών και συνδυασμένων δράσεων ευαισθητοποίησης του κοινού, ενημέρωσης, δημιουργίας περιβαλλοντικής συνείδησης. Σε ότι αφορά την ενεργειακή πολιτική, έχει δοθεί κάποια προτεραιότητα, περιορισμένη όμως, μια και χρήζει άμεσα η αντιμετώπισή της. Υπάρχει συνήθως αντίδραση γέλωτος αν τολμήσεις να μιλήσεις για απειλούμενα είδη χλωρίδας και πανίδας. Παρόμοια θεωρούνται ελάσσονος σημασίας ως θέμα. Δεν αναδεικνύεται η σπουδαιότητα τής συμμετοχής του κοινού στο ευρύτερο γεωφυσικό και οικονομικό περιβάλλον. Χρειάζεται εγρήγορση, φαντασία και το κυριότερο αγάπη για ότι άλλο ζει γύρω μας, είτε το γνωρίζουμε είτε το αγνοούμε. Χρειάζεται απαίτηση και βούληση για ένα πλανήτη με μέλλον.

Θα ξαναγυρίσω στον David Αttenborough. Παιδί ακόμη, του σύστησαν το βιβλίο του John Gould, εκείνου του εμπνευσμένου ανθρώπου που σχεδίαζε πουλιά χωρίς ποτέ να τα έχει δει ζωντανά: "Throughout his professional life Gould had a strong interest in hummingbirds. He accumulated a collection of 320 species, which he exhibited at the Great Exhibition of 1851. Despite his interest, Gould had never seen a live hummingbird. In May 1857 he travelled to the United States with his second son, Charles. He arrived in New York too early in the season to see hummingbirds in that city, but on 21 May 1857, in Bartram's Gardens in Philadelphia, he finally saw his first live one, a Ruby-throated Hummingbird."

Αν σε καλέσουν, παιδί ακόμη, να στρέψεις την προσοχή, να δεις γύρω σου, να μη δεις εγωιστικά μόνο τον εαυτό σου, αν το κάνουν με τρόπο ευφάνταστο και αισθητικά γοητευτικό, δεν μπορεί παρά να αναπτύξεις τη σωστή σχέση ζωής με το περιβάλλον. Αυτό έκανε και κάνει ακόμη, παρά τα 88 χρόνια του, ο David Αttenborough.

Μουσική, φωτογράφηση, μοντάζ, τεχνολογία για να δεις γύρω σου, να δεις το άλλο, το ταπεινό, το σπουδαίο, το άγνωστο, αυτό που είτε ο άνθρωπος, θελημένα ή μη, είτε η ίδια η φύση, αφάνισαν ή απειλούν να εξαφανίσουν. Ένα οπτικοακουστικό δημιούργημα που προκαλεί εξαιτίας της ομορφιάς του την συνείδηση σου.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Συγκλίσεις. (Απρίλιος 2014 - Παρίσι)

Την πρόσεξα στη στάση, σοκολατένια, μοσχοβολιστή.
Δεν ήταν αυτά που δεν επέτρεπαν να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Η μελαγχολία των ματιών της με το σφιγμένο στόμα της μου θύμιζε την άλλη σοκολατένια ύπαρξη της ζωής μου, τη Σασίλα.
«Χαίρομαι που επιτέλους αναγνωρίζεις λευκά χαρακτηριστικά σε άλλα χρώματα» η απάντηση στον εντοπισμό της ομοιότητας.
Αυτό που με γοητεύει αφάνταστα στις μεγάλες πόλεις είναι οι ομοιότητες. Μερικές φορές, έως και αγενώς, αφήνομαι σ’ αυτό το παιχνίδι. Την αναγνώριση μέρους των εικόνων μου επάνω σε άλλους.
Τους καθιστά οικείους, προσεγγίσιμους, συνταξιδιώτες, παρηγοριά, προβολή στο παρελθόν μου και, θα αναρωτιόμουν, στο μέλλον μου. Δεν υπάρχει απάντηση και ούτε την αναζήτησα.
Στα παιχνίδια αφήνεσαι με τις αισθήσεις σου. Αυτές που σου στραγγαλίζει η καθημερινότητα, η βία του χρόνου, οι θρησκείες, οι κατασκευασμένες ηθικές.
Σχεδόν δεν τολμάς να σηκώσεις τα μάτια στον άλλον, πόσο μάλλον να του πεις «μου επιτρέπετε να σας αγγίξω;  Θα κάνω ανέξοδο ταξίδι στις αγκαλιές της παιδικής μου ηλικίας».
Η κυρία δεν άντεξε το σαρωτικό βλέμμα μου και κατέβασε τα μάτια. Άθελα της εντατικοποίησε το συναίσθημα.
Η Σασίλα, όταν την στρίμωχνα με ερωτήσεις για τον μεγάλο της έρωτα, τον Παναγιωτάκη της, έτσι κι εκείνη κατέβαζε τα μάτια. Χανόταν στις αναμνήσεις και τις αναπαραγωγές του νου.
Τότε  ήταν που ήθελα να τρυπώσω κι εγώ εκεί. Να μοιρασθώ μαζί της το όνειρο.
Στις πολυπληθείς πόλεις, εκεί που η πανσπερμία των λαών είναι ρουτίνα, εκεί που η διαφορετικότητα είναι δεδομένη και όχι εξαίρεση, οι ομάδες γίνονται με βάση το όνειρο. Αυτοί που κινούνται στο όνειρο και οι άλλοι, οι γήινοι. Αυτοί που μιλούν την γλώσσα χωρίς χρόνο, την γλώσσα της μνήμης, των εύθραυστων στιγμών, την γλώσσα των τρυφερών αγγιγμάτων, την γλώσσα των αέρηδων. Μια γλώσσα που χάνεται στα πολύχρωμα κεφαλοδεσίματα, στα πολύχρωμα ρούχα, στα περίτεχνα χτενίσματα, στα ευφάνταστα στολίδια.
Μία τέτοια ήταν η σοκολατένια κυρία. Κοίταζε το ωρολογάκι της, δώρο αρραβώνα, σκέφθηκα.
Μου απάντησε στην γλώσσα των ονείρων ότι ο καλός της τής το πρόσφερε ως υπόσχεση αιώνιας αγάπης.
«Όπως κυλάει ο χρόνος, έτσι να πολλαπλασιάζεται η αγάπη μας» της είπε. Αυτό κοιτούσε όταν μετρούσε τις ώρες θηλασμού, μ’αυτό μετρούσε όταν οι χτύποι της καρδιάς του αραίωναν, αυτό κοίταξε και νόμισε ότι σταμάτησε καθώς τον αποχωρίσθηκε…
Δεν σταμάτησε. Συνέχισε με την θλίψη που κουβαλούσε μέχρι τη στάση του λεωφορείου 38. Μέτρησε τα εναπομείναντα λεπτά για την άφιξή του στο ρολογάκι της. Εμένα με απέφυγε. Έτσι νόμισα. Όταν γύρισα τα μάτια, ήταν εκείνη που άκουγε τη δική μου γλώσσα.   
Το δικό μου πλαστικό ρολογάκι δεν της έλεγε και πολλά.
Δεν επέτρεπε τις φλυαρίες της προσωπικής μου ζωής. Έκρυβα, ή νομίζω ότι κρύβω μυστικά.
Η κοινή μας θλίψη, ο δίαυλος επικοινωνίας. Η αγάπη που σμίλεψε τα κορμιά μας, φθόγγος μιας ακυρωμένης έκφρασης. Η βουή του δρόμου, η καινούργια αλήθεια. Εκεί που προσπαθεί να αρθρωθεί η γλώσσα του όνειρου. 
Παλεύει να μιλήσει, να νικήσει τα κύματα της αέναης κίνησης, της βιασύνης, της ταχύτητας, την σκληρότητα της επιβίωσης, την πίκρα της μοναξιάς.
Κι όμως εκεί, στα λεπτά της αναμονής, ανάμεσα στις διαμαρτυρίες του μωρού, η γλώσσα του «φαντάζομαι κι ερμηνεύω» αρθρώθηκε, και γέννησε τις ομοιότητες.
Καταργήθηκαν οι ήπειροι, οι γειτονιές, οι θεότητες και οι Θεοί, τα μίση και οι έχθρες, ο πλούτος και η φτώχεια, οι συνήθειες και οι τρόποι, και έμειναν οι ελπιδοφόρες αυγές, τα ονειροπόλα ηλιοβασιλέματα, η ομορφιά της γεύσης, το  ιαματικό άγγιγμα του πέταλου και της ροδαλής πατούσας του μωρού, ο  καρποφόρος πόνος της γέννας, το αβυσσαλέο ξέσχισμα του θανάτου, ο αδιαπραγμάτευτος φόβος της μοναχικής περπατησιάς, 
Εκεί, σ’αυτές της πορείες συναντιόνται ζευγάρια μάτια να αφηγηθούν απολεσθέντα όνειρα, λυτρωτικές χαρές.
Εκεί στα ανείπωτα νιώθεις συνεπιβάτης, όχι του λεωφορείου 38, αλλά σε μία διαδρομή που χρόνια η ανθρωπότητα διανύει μήπως και οι ψυχές συγκλίνουν. 

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Ροδακινί βλαστάρι

Το φως άλλαξε, οι μυρωδιές επίσης. Οι καθημερινές εικόνες, ακόμη και στο αστικό τοπίο της διαμονής της, είναι έγχρωμες. Πρώτα οι τσιντόνιες, ύστερα τα οπωροφόρα που φύτευσε ο πατέρας στο πεζοδρόμιο, κάτι ασθενικά ζουμπουλάκια, όλα λένε «ναι, ήρθε η άνοιξη». Η ετήσια αναγέννηση των πάντων. Νοικοκυρεμένα χεράκια φροντίζουν κι ετοιμάζουν τα σπίτια για το Πάσχα. Ξεσηκώνονται στρωσίδια, ασπρίζονται ντουβάρια, μερεμετίζονται οι ζημιές από τις χειμωνιάτικες επιθέσεις.

Όλοι κάποιον ερχομό έχουν στο νου τους. Αυτή, τον δικό της. Στα βλαστάρια της θα προστεθεί ένα ακόμη. Ένα ροζ κλαδί ροδακινιάς με φόντο γαλανό, ξάστερο ουρανό. Θα ’ρθει να γλυκάνει τις ψυχές, να φέρει ελπίδα και χαμόγελο. Θ’ αρπάξει την ζωή από το χέρι και θα πει, «συνεχίζουμε».

Ψάχνοντας να βρει αμυγδαλιές, «ξάνθισαν», της είπαν. Βρέθηκε να οδηγεί σε χωματόδρομους αγροτικούς, δίπλα σε ελιές. Ήσυχο απόγευμα, με ξεχασμένους ανθρώπους εδώ κι εκεί, να μαζεύουν ραδίκια και ζοχούς για το σπίτι, αγριόχορτα για τα ζωντανά. Άλλοι, κάτω απ’ τις ελιές, έκαναν διάλειμμα. Κάπου-κάπου και κανένας σκύλος. Άλλος δεμένος σε αγρόκτημα, άλλος αδέσποτος. Στρουμπουλός ο πρώτος, σκελετωμένος ο δεύτερος, την περιεργαζόταν χωρίς να γαβγίζει.
«Μα τι κάνουν αυτό τον καιρό στις ελιές;» Πρώτη ερώτηση.
Δεύτερη: «Είναι αμυγδαλιά αυτή που βρήκες;»
Θα πήγαινε παρακάτω μήπως και γινόταν πιο εμφανές το είδος του δένδρου.
Τέτοιες ώρες είναι που νιώθει ξεκρέμαστη. Τέτοιες είναι οι ώρες που θυμώνει με τον εαυτό της. Δεν πρόσεχε. Εκείνος, ο πατέρας, έλεγε, έλεγε και εξηγούσε. Τότε ήταν αυτή που αφηνόταν στα δικά της ταξίδια του νου, στις δικές της σκέψεις. Είχε δικές της απορίες, προτεραιότητες. Ο κόσμος προχωρούσε κι αυτή έτρεχε να προλάβει, τα νέα, τις εξελίξεις, τον καινούργιο κόσμο που απλώνονταν μπροστά της.
Να την πάλι στον ίδιο δρόμο, χωρίς εκείνον.
Ο κόσμος μεγάλωσε, άλλαξε, αλλά είναι κάτι μέρη που μένουν τα ίδια. Ίδιοι μελαγχολικοί ορίζοντες, ίδιες μυρωδιές, ίδιοι μισογκρεμισμένοι φράχτες. Ούτε τα δένδρα ψήλωσαν! Μάλλον θα μίκραιναν.
Αυτή, μεγάλη πια σ’ ένα κόσμο μικρό, καλείται ν’ απαντήσει στην εγγονή της.
Να, θα την έχει εδώ πλάι, όπως εκείνη τότε ο μπαμπάς της, και θα της λέει, λέει, λέει...
Όμως… πανικός! Τίποτα δεν γνωρίζει πια γι αυτόν τον κόσμο. Ούτε καν ποια είναι η αμυγδαλιά.
Κι αν τη ρωτούσε; Κι αν ήθελε να μάθει; Αν την ένοιαζε ο άλλος ο κόσμος, ο έξω, ο μακρινός; Θα ‘βρισκαν εικόνες, θα ‘ψαχναν στο διαδίκτυο, θα ‘σκυβαν πάνω σε βιβλία. Θα ρωτούσαν.
Κι αν της έλεγε, «γιαγιά, μην ρωτάς, δεν μου αρέσει!»; Αυτής της αρέσει. Δεν το ‘χε τίποτα να σταματήσει και, φορώντας το διστακτικό της χαμόγελο, να ρωτήσει τους εργάτες:
- Με τι παιδεύεστε;
Απάντηση; Καμία. Μόνο απορημένα βλέμματα και μια αγωνία που στιγμιαία διέσχισε τα
πρόσωπα.
-Όκι γιουνάν.
Κατάλαβε, μουρμούρισε «ευχαριστώ» και βιαστικά μπήκε στ’ αυτοκίνητο.
Η απορία εκεί.
Η αγωνία για ποιο κόσμο θα μιλήσει στο παιδί, κι αυτή εκεί.
Τόση άχρηστη πληροφορία, κι αυτά τα απλά της γης τριγύρω, απόντα. Τι θα πείραζε αν μάθαινε κι αυτό;
Ε, πως, να μην ξέρεις ποιες ήταν οι πρώτες γυναίκες που διεκδίκησαν την ψήφο για τις
ομόφυλές τους; Να μην ξέρεις πότε έγινε η μάχη του Γρανικού; Πόσοι σκοτώθηκαν; Πως τον έλεγαν τον διάδοχο του Ιουστινιανού, κι αν ακόμη το ξέρεις, πότε γεννήθηκε… πότε πέθανε;
«Χρήσιμα, δε λέω, αλλά, να που εγώ κι η γη γίναμε δυο ξένοι», σκέφθηκε.
Τώρα που ένα νέο πλασματάκι θα ‘ρθει στην δική της οικογένεια, τώρα που αυτή θα πρέπει να του πει σαν μεγαλύτερη τα μυστικά της ζωής, τι θα ‘χε να του πει για την ομορφιά της γης; Τι είχε να του πει για τις ανάγκες αυτού του χώματος; Τι να του πει για το πως βλασταίνει, πως διψάει, πως σ’ αγαπάει;
Η νέα επικείμενη ζωή ξύπνησε μέσα της αρχέγονες ανάγκες, αυτές της επιστροφής στην φύση. Ο δικός της χρόνος τρέχει… έτρεχε. Δεν πρόλαβε ποτέ ν’ αγγίξει το περίγραμμα ενός πετάλου. Δεν αναρωτήθηκε για το ενοχλητικό άγγιγμα της τσουκνίδας.
Δεν προλάβαινε… και τσαλαπάτησε τα χαμομήλια.
Αν χάλασαν για πάντα, αν δεν ξαναβγούν, με τι θα συνομιλήσει το ροδακινί βλαστάρι τους; Τι απρόσεχτη! Τι βιασύνη για το τίποτα!

Άρχισε να στάζει ο ουρανός μαζί με την δύση. Σταγονίτσες ο πρώτος, ρόδινες ανταύγειες η δεύτερη. Οι φωτογραφίες θα της δώσουν τη πληροφορία της ομορφιάς της νέας άνοιξης. Θα καθησυχάσουν τις απορίες των μορφών της. Αυτές, τουλάχιστον, θα μπορέσει να τις δείξει. Σαν την μαγεία της εικονογράφησης βιβλίων βοτανικής και ανθέων. Χωρίς να το θέλει, πάλι απομακρύνεται από το άμεσο, το απτό. Προστρέχει στην κατατεθειμένη γνώση για τη νέα ζωή. Κι όμως, σκύβει και πιάνει το χώμα, το τρίβει ανάμεσα στα δάκτυλα, το αφήνει να πέσει. Φέρνει τα δάχτυλα στην μύτη. Θα το ‘βαζε στο στόμα, όπως τα μωρά όταν ανακαλύπτουν κάτι νέο, αν δεν άνηκε η κίνηση στις ‘απαγορευμένες’.
Το μύρισε. Μύρισε το χρόνο πάνω του, είδε τις οπλές των αλόγων που το πάτησαν, άκουσε τις ομιλίες των ανθρώπων που το περπάτησαν, μύρισε το αίμα που μάχες το πότισαν, ψίθυρους αγάπης από θεριστές, φωνές παιδιών που μαζί του κυλίστηκαν. Είδε τ’ απομεινάρια των σπόρων που έθρεψε και είπε, «Αυτό θα της δώσω! Θα τη καλέσω ν’ αποθέσει τις αισθήσεις της σ’αυτό το παλαιό χώμα, που κάθε άνοιξη αναγεννιέται και μαζί μ’ αυτό, κι η ίδια η ζωή!»
Θα της μίλαγε εκείνο τότε, με την αιώνια τη γνώση του.

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Ένα άλλο φιλί

Ζωγραφική της Chihiro Iwasaki
Ξαφνιάστηκα. Μπήκε μέσα με φόρα. Tα σγουρά μαλλιά της τα είχε πιασμένα σε μία πρόχειρη αλογοουρά. Φορούσε αθλητική φόρμα, αθλητικά παπούτσια, αμάνικο μπουφάν παρά το τσουχτερό κρύο. Στο χέρι κρατούσε ένα παιδικό βιβλίο. Aποδείχτηκε αγγλόφωνο. Περπατούσε, μάλλον χόρευε, στις μύτες. Η μαμά της παρέμεινε έξω να διαλέγει φρούτα. Στριφογύρισε στο μαγαζί για λίγο, μύρισε τις φράουλες, χάιδεψε τον μαϊντανό και άνηθο, «το αγαπημένο της άρωμα», είπε, φίλησε την Μαρία και τον Χρήστο με απόλυτη φυσικότητα. Στους αποδέκτες των γρήγορων φιλιών προστέθηκα κι εγώ.
Ξαφνιάστηκα. Δεν είχα συνηθίσει τέτοιες οικειότητες. Κάνω πίσω, μου αρπάζει το πρόσωπο και μου δίνει δυο φιλιά. Μύριζε σχολείο. Μέχρι να συνειδητοποιήσω την μυρωδιά, θέλησε να με φιλήσει και στο στόμα. Τραβήχτηκα. «Για να πάρει κραγιόν», είπε η νεαρή μαμά της, που μόλις μπήκε. Ένα κλαδάκι κι αυτή.
Γρήγορα, η καινούρια 'φίλη' μου γυρίζει την πλάτη, σκαρφαλώνει στην αγκαλιά μου κι αρχίζει χωρίς πρόλογο να με ξεναγεί στο βιβλίο της. Θέλει την προσοχή μου και, μόλις διαισθάνεται ότι τη χάνει, με το χεράκι της τραβάει το πρόσωπό μου στην κατεύθυνση του βιβλίου και τη δική της. Η αμεσότητα και φιλικότητά της με παραξένεψαν. Η αθωότητά της και της μαμάς της ακόμη περισσότερο.
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο, πρόσεξα ότι δεν γνώριζε τις λέξεις παρά μόνο τα σημεία που προφανώς συνοδευόταν στο σπίτι από κάποιο τραγουδάκι. Δυσκολευόμουν να τη καταλάβω. Θεώρησα ότι ήταν δικό μου το πρόβλημα.
Η απορία λύθηκε σχετικά γρήγορα. Η μαμά της, απαντώντας για την ηλικία της, μας είπε ότι επαναλαμβάνει την τάξη, είναι εφτά χρονών. Διακρίνω την θλίψη που διατρέχει τα μάτια της… ακολουθεί κενό…«λόγω του προβλήματος».
Τα μικρά χέρια με βερνίκι μοβ στα κοντοκομμένα νυχάκια της πηγαινοέρχονται με αγάπη πάνω στις εικόνες. Τους μιλάει, εξηγεί την απεικόνιση, ποιος έρχεται, που πάει, γιατί, τους αποχαιρετά, τους καλωσορίζει, γελάει, τους κλείνει την πόρτα, τους ταΐζει, τους μαλώνει, όλα αυτά σε μια δική της γλώσσα. Νηπιακή θα την έλεγες.
Το βιβλίο είναι φθαρμένο με γυρισμένες τις γωνίες. Μοιάζει να έχει πάει παντού, από τη κουζίνα στο κρεββάτι, στην Παιδική Χαρά. «Δεν το αποχωρίζεται», είπε η μαμά, συνεχίζοντας τα ψώνια αλλά άγρυπνα παρακολουθώντας το κορίτσι της.
Είναι φθαρμένο, ταλαιπωρημένο από τις πολλές φορές που πέρασε τα δάχτυλα πάνω από τις φωτογραφίες. Κάπου-κάπου γυρίζει, με μυρίζει, με φιλάει όπως με τις εικόνες. Μας απολαμβάνει με την αφή, με την εγγύτητα. Μια εγγύτητα που όλο και ξεμακραίνει από τη κάθε μέρα μας.
Σε ξαφνιάζει αυτό το δόσιμο. Μόλις πριν λίγο δεν είχαμε καν συναντηθεί και τώρα, σαν με την κίνηση της μπαγκέτας του μαέστρου, ξεκινήσαμε μία παράσταση, συντονιστήκαμε στο ρυθμό και τις κινήσεις της.
Μια νεράϊδα ανάλαφρη, που δεν σηκώνει αντιρρήσεις για το φιλί και άγγιγμα που γενναιόδωρα χαρίζει. Μια νεράϊδα που θέλει να μοιράζεται αυτό το λίγο που κατέχει, τη νοερή ευχαρίστηση που κρατάει από το μέρος του βιβλίου που αγαπάει.
-Άκου τι ωραία μουσική!
Στρέφει το κεφάλι της και με κοιτάζει να δει αν ακούω. Δεν θέλω να την απογοητεύσω και της γνέφω καταφατικά. Λάμπουν τα μάτια της από αυτό που ακούει; Από το παιχνίδι που με κάλεσε και καθόρισε να παίξουμε;
Δεν ξέρω.
Το βιβλίο δεν ήταν έργο τέχνης, κακοφτιαγμένο θα το έλεγα, όμως τι μοναδική ευχαρίστηση χάριζε στο νεραϊδοκόριτσο. Η μαγεία και γοητεία της φαντασίας, της φαντασίας που εμείς, χωρίς ‘το πρόβλημα’, απολέσαμε.
Τι γοητευτικό ν’ακούς μουσικές, να ταξιδεύεις στο χώρο και τον χρόνο, να είναι όπως τον θες, να μην σ᾽ ακουμπούν οι ασχήμιες, να στρογγυλεύεις τα αιχμηρά, να γελάς, να φτιάχνεις και την ερώτηση και την απάντηση, να μυρίζεις την άνοιξη στο καταχείμωνο, να υπερυψούσαι των εμποδίων, να κλείνεις πόρτες φανταστικές, ν’ ανοίγεις παράθυρα στο πέλαγος, να τρέχεις όταν φοβάσαι, να διώχνεις τους κακούς, να φέρνεις αγγέλους, να σ’ αγγίζει το φτερό τους, να σ’ανασηκώνουν φτερούγες αετού, να σου μιλούν χελιδόνια, να βάφεις μπλε τις παπαρούνες, να σκορπάς χρυσόσκονη, να στολίζεις με πετράδια τις αγάπες σου, να μουτζουρώνεις με ταπεινούς μαρκαδόρους ό,τι θες.
-Είναι ο μπαμπάς μου.
Δεν ρώτησα.
-Εσύ, έχεις μπαμπά;
-Έχει φύγει.
-Και ο δικός μου... τον κούρασα, ἐλεγε. Όχι εγώ... ‘το πρόβλημα’.
Γυρίζει με κοιτάει, συναντάει την λύπη και χαρίζοντας το πιο λαμπερό χαμόγελο με ελαφρά πονηριά στο μάτι, μου λέει:
-Δες εδώ, γύρισε! Θέλεις να σου φέρω και τον δικό σου;
Είχε αλλάξει σελίδα, ένας άνδρας μεγαλύτερος, χωρίς μουτζούρα μαρκαδόρου πάνω του, συνέχισε τη συμμετοχή στα εικονίδια του βιβλίου.
Η Αρετούλα, έτσι τη λέγανε, έπρεπε να φύγει. Πριν φύγει, ακουμπάει το κεφάλι της στην καρδιά μου, γυρνάει με κοιτάει, «άκου», μου λέει, «χτυπάει!».
Μοίρασε ξανά με την ίδια σειρά τα απρόσμενα φιλιά της και, χοροπηδώντας στις μύτες σαν νεράϊδα που ήταν, αποχώρισε από την σκηνή. Πήρε μαζί το βιβλίο, την ομορφιά του κόσμου της. Απόμεινα με το άγγιγμα των φιλιών της...


Ζωγραφική της Chihiro Iwasaki - The little mermaid

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Το φιλί - (γράφτηκε το Μάρτιο 2001)

Ένα αεράκι μπήκε φουριόζικο από το παράθυρο, σήκωσε δυο ξεχασμένα φύλλα και ήρθε και στάθηκε, ή μάλλον μπερδεύτηκε στα μαλλιά της. Της ψιθύρισε λόγια πονηρά βάφοντας κόκκινα τα μάγουλα κι αυξάνοντας τους χτύπους της καρδιάς.
Δεν κατάλαβε τι την έφερε στο ύψος των χειλιών του. Το χέρι του, το αεράκι, ή η άνοιξη.
Δεν το κατάλαβε ούτε όταν τελείωσε κι έμεινε η γεύση των χειλιών του στα δικά της. Ένας σεισμός μέσα της και το βήμα μετέωρο.
Δεν κατάλαβε ούτε τις συνέπειες. Έμεινε αμήχανη να χειριστεί τις ορμές, το κορμί της, τα χείλη της και ούτε συζήτηση για τα μυαλό της. Αυτό είχε πλήρη σύγχυση.
Αναζήτησε την επανάληψη, αλλά ο φόβος της ματαίωσης φρένο στο όνειρο.
Συναντήθηκαν κι άλλες φορές με ένα κόσμο να παρελαύνει ανάμεσα τους και ένα πλέγμα μικροαστικής ηθικής να πνίγει την επιθυμία. Τυχαία φιλιά πίσω από πόρτες, σε διαδρόμους, δεν έδωσαν διέξοδο στους αρχέγονους χυμούς μιας άνοιξης που δεν έλεγε να φανεί.
Αναρωτήθηκε και έψαξε στο  βλέμμα του, στο σκοτεινό παρελθόν της ιστορίας, στο αβέβαιο του μέλλοντος. Κάτι υπαινισσόταν γι αυτό ταινίες επιστημονικής φαντασίας.
Το αγνοούσαν.
Θα το αγνοήσουν. Θα υποκύψουν στους περιορισμούς που επιβάλλουν οι διάφοροι ιοί.
Εκείνο που με βεβαιότητα ήξερε ήταν ότι το σκηνοθετούσε με κάθε λεπτομέρεια χρόνια τώρα.
Το δικαιούταν ή όχι.
Το έκλεβε και το έπαιρνε…

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Ο αναφερόμενος

Η νύχτα τέλειωνε. Είναι η ώρα που πατάς και στην νύχτα και στην μέρα και τα μάτια, έχοντας συνηθίσει το σκοτάδι, ξεχωρίζουν καλύτερα. Δυο στρατιώτες, φανταράκια, για την μάνα τους και την γιαγιά τους, φιλούσαν σκοπιά. Παγωμένα, με τα G3Α3 στο χέρι.
Το ποτάμι κυλούσε άγρια, τα μαύρα νερά του αφρίζοντας στα εμπόδια. Διάφοροι ήχοι μαρτυρούσαν μέσα στη νύχτα την ύπαρξη κι άλλων ζωντανών. Αυτών που ζουν μέσα κι έξω απ’ το ποτάμι, στα δένδρα, στους θάμνους κάτω από την γέφυρα. Ο παραμικρός ήχος τα έσιαζε κι ανήσυχα κουνιόταν, άλλαζαν θέση, ανασκουμπόνωνταν, έπαιρναν θέση άμυνας, όπως ο Βλάσης και ο Μίλτος, τα δυο φανταράκια. Από την Νίσυρο ο Μιλτιάδης του Παρασκευά και της Ανθούλας, από το Αγρίνιο ο Βλάσης το καμάρι της Βασιλικής, χήρας Αθανασίου Τρούμπαλη.
«Οι ήχοι σε τρελαίνουν φίλε μου. Ένα βατράχι να αποφασίσει να κολυμπήσει και ο ήχος του νερού όταν δέχεται το μικρό σώμα του, στέλνει την ψυχή σου στην Κούλουρη.»
Το κρύο του Γενάρη και η υγρασία του Έβρου ξύλιασαν τα χέρια και τα πόδια των παλικαριών. Κάνεις βήματα επί τόπου, βηματίζεις μέχρι το όριο σου, αλλά σε εγκαταλείπουν οι δυνάμεις ενώ το όπλο σου αδυνατεί να διώξει τον φόβο. Δεν σου δίνει αέρα, σου θυμίζει το απευχόμενο. Οι δε διηγήσεις των πριν από σένα, οι τερατολογίες των σαδιστών, όλες έρχονται και σφίγγουν την ψυχή σου.
Το καθήκον.
Το καθήκον να προστατεύσεις την πατρίδα από τους εχθρούς, που θα διαβούν την γέφυρα, κάνει μεγάλη προσπάθεια να κατανικήσει τον φόβο, να σε κρατήσει ξύπνιο, ακμαίο το ηθικό, αταλάντευτη την προσήλωση στο καθήκον, γενναίο μαχητή.
Όλα αυτά, εσύ ο 22χρονος, που ακόμη η μάνα σουσουφέρνει το γάλα στο κρεββάτι, σε σταυρώνει, σε φιλάει στρώνοντας με τα δυό της χέρια τα σκεπάσματα πάνω σου.
Ο στρατός ωριμάζει τον νέο, τον κάνει άνδρα. Λένε…
Θα φανεί στο τέλος της θητείας. Προς το παρόν στα χέρια της μάνας και της δικής του Αφροδίτης παραμένει ο κάθε Βλάσης και Μίλτος.
Εξαίρεση κατά την διάρκεια της 18μηνης θητείας τα χέρια του λοχία όπου ανήκουν οι στρατευμένοι.
Κρύο και αναμονή, επαγρύπνηση, κι όμως τα καταφέρνουν οι τρυφερές σκέψεις, οι ερωτικές φαντασιώσεις, και τρυπώνουν, κάνοντας την νύχτα μακρύτερη αλλά και γλυκύτερη. Μια τέτοια νύχτα, μόλις γύρισαν από άδεια, νωπή έχοντας την γλύκα των φιλιών σε κορμιά και σε πρόσωπα, συνοδευόμενοι από μία ελαφρά μυρωδιά κανέλας από τα μελομακάρονα και λαχανιάς στα εσώρουχα - «πόσες φορές δεν είπα τη μάνα μ', μην σιδερώνεις ενώ μαγειρεύεις στην κουζίνα’, μυρίζω γιορτινό τραπέζι αντί για Axe» κάνουν σκοπιά, φοβούνται, ονειρεύονται, σαρώνουν το σκοτάδι, σπρώχνουν τον χρόνο. Περιμένουν το ξημέρωμα. Αυτοί, η γέφυρα και τα πέριξ αυτών.

Η γέφυρα, αυτό το περιφρούρητο έργο, στέκεται άδεια διεκπεραιώνοντας τον άχαρο ρόλο της, τα προσχήματα, την υποτιθέμενη ειρηνική συνύπαρξη και συμβίωση των λαών. Συμβολικός ρόλος. «Άραγε τι χρειάζεται να φρουρείς αυτό που ενώνει και δεν χωρίζει;»
Εκεί σ’ αυτή την άχαρη γέφυρα τούς είδαν να έρχονται, μαύρες σκιές. Σερνόταν. Το πρόδιδε ο ήχος των βημάτων τους. Μέσα στην νύχτα, λιγνές υποψίες ανθρώπων. Προχωρούσαν αργά, έλεγες θα σταματήσουν, τώρα σε λίγο. Έμοιαζε να μην έχουν δύναμη. Αυτή η αργή τους κίνηση καθήλωσαν για δευτερόλεπτα τους Βλάση και Μίλτο.
-Που πάνε οι μαλ…; Είναι με τα καλά τους; Θα πρέπει να πυροβολήσω!
-ΑΛΤ! ΣΤΟΠ! Τίποτα δεν καταλαβαίνουν!
Συνεχίζουν αργά μεν αλλά να κινούνται. Δηλαδή να σέρνονται σαν νά 'πρεπε να ολοκληρώσουν κάτι. Να βγάλουν εις πέρας την αποστολή. Ποιά αποστολή; Μπρός τους οι κάνες του βλάση και του Μίλτου. Το χέρι στην σκανδάλη τρέμει, αλλά σε ετοιμότητα.
-Αλτ! Πυροβολώ!
-Είσαι καλά;
-Έτσι πρέπει.
-Ρε, ανήμποροι άνθρωποι είναι δεν βλέπεις; Τι εχθρός; Είναι ήδη πεθαμένοι.
-ΑΛΤ! Σταματήστε, σας διατάζω! Πέστε κάτω!
Άρνηση...
Η απόσταση μηδενίστηκε, τα χέρια έμειναν στην σκανδάλη άπραγα, άπραγοι κι αυτοί στην παρουσία άλλων ψυχών.
Μπροστά τους σκελετωμένοι, εξουθεωμένοι, βρεγμένοι άνθρωποι. Το μόνο φως, τα τεράστια μάτια τους. Λάμπαν στο φως του φεγγαριού. Τα λευκά τους δόντια φώτιζαν ενώ ψέλλιζαν λέξεις ανάμεικτες από τις 'χίλιες' χώρες του ταξιδιού τους. Τρεμάμενοι σκελετοί. Θύματα ονείρων, υποσχέσεων εκμετάλευσης. Θύματα της ανθρώπινης θηριωδίας. Πένητες ονείρου.
-Yunan? Yunan, good man, not bad!
Με την αναποτελεσματικότητα στην επικοινωνία, κύλησαν λεπτά που έμοιαζαν χρόνος για όλους.
Στα πόδια του Βλάση σωριάζεται ένας από τους εφτά, τα χάνει ο Βλάσης, ωστόσου σκύβει απλώνει και με το αριστερό του παίρνει το μπουκάλι με νερό και του το δίνει. Παρ' όλη την αδυναμία το αρπάζει. Το ρούφηξε, δεν το ήπιε. Μέσα στην σιωπή της νύχτας άκουγες τον ήχο των γουλιών του. Σαν το παπά τον μετάλαβε ο Βλάσης. Έτσι ένιωσε. Πόνεσε η ψυχή του, αυτή που είχε πάει στην Κούλουρη και ξέχασε το καθήκον. Αυτά τα σώματα που τά ‘φαγε το περπάτημα, η πείνα, η κακουχία, το κρύο και οι κακοτράχαλοι δρόμοι, αυτοί οι πολεμιστές της μοίρας τους, αυτοί οι σκελετοί ζώντων ανθρώπων, τον έκαναν κομμάτια. Ποιόν να σταματήσει, από που την χώρα να προστατεύσει. Τι να πει σε ποιόν; Παρόλογοι καιροί, παράλογες κι αποφάσεις. Αποφάσεις κάτω από βία, απειλή, απληστεία. Νέοι απορημένοι στις άκρες των συνόρων. Δυνατοί και αδύναμοι. Η νύχτα καλύπτει τις διαφορές, το τι έχεις και έχω.Το φύγε συναντάει το έλα. Το Ξένιος Ζευς να υπάρξει απαιτεί.
-Συνάδελφε, κάτι να φάνε θα πεθάνουν οι άνθρωποι.
-Έχουμε;
-Φέρε τα μπισκότα, είπε και ξέχασε το λοχία υπηρεσίας.
Εκείνος, άγρυπνος φρουρός της πατρίδας, με τις ομιλίες και τον θόρυβο ξύπνησε και με βήμα ταχύ βρέθηκε στο συμβάν.
-Στρατιώτη Τρούμπαλη, απομακρύνσου από τον εχθρό. Γιατί τους πλησιάσες; Όφειλες να είσαι σε θέση άμυνας, να σημαδεύεις τους εχθρούς!
-Ποιους εχθρούς; Τους αποτέλειωσε η κακουχία, ανίκανοι είναι.
-Ανίκανοι; Κι αν σε αφόπλιζε ενώ έσκυβες; Κινδυνεύαμε όλοι! Τρελλάθηκες;
-Μήπως είσθε λίγο υπερβολικός; Αυτοί τα πόδια τους δεν μπορούν να πάρουν, θα πάρουν τα όπλα μας;
-Μην αυθαδιάζεις.
Τριάντα κιλά άνδρας, ένα σωρός κόκαλα, στα πόδια του Βλάση κείτονταν. Ο ήχος από δόντια που άλλα χτυπούσαν από το κρύο κι άλλα ροκάνιζαν τα 'σαν πέτρα από την πολυκαιρία και το κρύο' μπισκότα αύξαναν την ένταση.
-Δεν ξέρω, αύριο αναφερόμενος, είπε και πήγε μέσα.
Άφησε τους μάρτυρες και τους οπλίτες να τους φρουρούν, κάλεσε τους αρμόδιους.
Σύντομα τα παγωμένα σώματα ανακουφισμένα καλοδέχτηκαν την ζεστασιά της «κλούβας». Δεν τους ένοιαζε το τίμημα.
Το κορμί σε εξουσιάζει όταν το φέρεις στα όρια ζωής και θανάτου. Λυσσαλέες οι ανάγκες του το κατασπαράζουν και παραδίδεσαι αδιαπραγμάτευτα.