Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Ένα άλλο φιλί

Ζωγραφική της Chihiro Iwasaki
Ξαφνιάστηκα. Μπήκε μέσα με φόρα. Tα σγουρά μαλλιά της τα είχε πιασμένα σε μία πρόχειρη αλογοουρά. Φορούσε αθλητική φόρμα, αθλητικά παπούτσια, αμάνικο μπουφάν παρά το τσουχτερό κρύο. Στο χέρι κρατούσε ένα παιδικό βιβλίο. Aποδείχτηκε αγγλόφωνο. Περπατούσε, μάλλον χόρευε, στις μύτες. Η μαμά της παρέμεινε έξω να διαλέγει φρούτα. Στριφογύρισε στο μαγαζί για λίγο, μύρισε τις φράουλες, χάιδεψε τον μαϊντανό και άνηθο, «το αγαπημένο της άρωμα», είπε, φίλησε την Μαρία και τον Χρήστο με απόλυτη φυσικότητα. Στους αποδέκτες των γρήγορων φιλιών προστέθηκα κι εγώ.
Ξαφνιάστηκα. Δεν είχα συνηθίσει τέτοιες οικειότητες. Κάνω πίσω, μου αρπάζει το πρόσωπο και μου δίνει δυο φιλιά. Μύριζε σχολείο. Μέχρι να συνειδητοποιήσω την μυρωδιά, θέλησε να με φιλήσει και στο στόμα. Τραβήχτηκα. «Για να πάρει κραγιόν», είπε η νεαρή μαμά της, που μόλις μπήκε. Ένα κλαδάκι κι αυτή.
Γρήγορα, η καινούρια 'φίλη' μου γυρίζει την πλάτη, σκαρφαλώνει στην αγκαλιά μου κι αρχίζει χωρίς πρόλογο να με ξεναγεί στο βιβλίο της. Θέλει την προσοχή μου και, μόλις διαισθάνεται ότι τη χάνει, με το χεράκι της τραβάει το πρόσωπό μου στην κατεύθυνση του βιβλίου και τη δική της. Η αμεσότητα και φιλικότητά της με παραξένεψαν. Η αθωότητά της και της μαμάς της ακόμη περισσότερο.
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο, πρόσεξα ότι δεν γνώριζε τις λέξεις παρά μόνο τα σημεία που προφανώς συνοδευόταν στο σπίτι από κάποιο τραγουδάκι. Δυσκολευόμουν να τη καταλάβω. Θεώρησα ότι ήταν δικό μου το πρόβλημα.
Η απορία λύθηκε σχετικά γρήγορα. Η μαμά της, απαντώντας για την ηλικία της, μας είπε ότι επαναλαμβάνει την τάξη, είναι εφτά χρονών. Διακρίνω την θλίψη που διατρέχει τα μάτια της… ακολουθεί κενό…«λόγω του προβλήματος».
Τα μικρά χέρια με βερνίκι μοβ στα κοντοκομμένα νυχάκια της πηγαινοέρχονται με αγάπη πάνω στις εικόνες. Τους μιλάει, εξηγεί την απεικόνιση, ποιος έρχεται, που πάει, γιατί, τους αποχαιρετά, τους καλωσορίζει, γελάει, τους κλείνει την πόρτα, τους ταΐζει, τους μαλώνει, όλα αυτά σε μια δική της γλώσσα. Νηπιακή θα την έλεγες.
Το βιβλίο είναι φθαρμένο με γυρισμένες τις γωνίες. Μοιάζει να έχει πάει παντού, από τη κουζίνα στο κρεββάτι, στην Παιδική Χαρά. «Δεν το αποχωρίζεται», είπε η μαμά, συνεχίζοντας τα ψώνια αλλά άγρυπνα παρακολουθώντας το κορίτσι της.
Είναι φθαρμένο, ταλαιπωρημένο από τις πολλές φορές που πέρασε τα δάχτυλα πάνω από τις φωτογραφίες. Κάπου-κάπου γυρίζει, με μυρίζει, με φιλάει όπως με τις εικόνες. Μας απολαμβάνει με την αφή, με την εγγύτητα. Μια εγγύτητα που όλο και ξεμακραίνει από τη κάθε μέρα μας.
Σε ξαφνιάζει αυτό το δόσιμο. Μόλις πριν λίγο δεν είχαμε καν συναντηθεί και τώρα, σαν με την κίνηση της μπαγκέτας του μαέστρου, ξεκινήσαμε μία παράσταση, συντονιστήκαμε στο ρυθμό και τις κινήσεις της.
Μια νεράϊδα ανάλαφρη, που δεν σηκώνει αντιρρήσεις για το φιλί και άγγιγμα που γενναιόδωρα χαρίζει. Μια νεράϊδα που θέλει να μοιράζεται αυτό το λίγο που κατέχει, τη νοερή ευχαρίστηση που κρατάει από το μέρος του βιβλίου που αγαπάει.
-Άκου τι ωραία μουσική!
Στρέφει το κεφάλι της και με κοιτάζει να δει αν ακούω. Δεν θέλω να την απογοητεύσω και της γνέφω καταφατικά. Λάμπουν τα μάτια της από αυτό που ακούει; Από το παιχνίδι που με κάλεσε και καθόρισε να παίξουμε;
Δεν ξέρω.
Το βιβλίο δεν ήταν έργο τέχνης, κακοφτιαγμένο θα το έλεγα, όμως τι μοναδική ευχαρίστηση χάριζε στο νεραϊδοκόριτσο. Η μαγεία και γοητεία της φαντασίας, της φαντασίας που εμείς, χωρίς ‘το πρόβλημα’, απολέσαμε.
Τι γοητευτικό ν’ακούς μουσικές, να ταξιδεύεις στο χώρο και τον χρόνο, να είναι όπως τον θες, να μην σ᾽ ακουμπούν οι ασχήμιες, να στρογγυλεύεις τα αιχμηρά, να γελάς, να φτιάχνεις και την ερώτηση και την απάντηση, να μυρίζεις την άνοιξη στο καταχείμωνο, να υπερυψούσαι των εμποδίων, να κλείνεις πόρτες φανταστικές, ν’ ανοίγεις παράθυρα στο πέλαγος, να τρέχεις όταν φοβάσαι, να διώχνεις τους κακούς, να φέρνεις αγγέλους, να σ’ αγγίζει το φτερό τους, να σ’ανασηκώνουν φτερούγες αετού, να σου μιλούν χελιδόνια, να βάφεις μπλε τις παπαρούνες, να σκορπάς χρυσόσκονη, να στολίζεις με πετράδια τις αγάπες σου, να μουτζουρώνεις με ταπεινούς μαρκαδόρους ό,τι θες.
-Είναι ο μπαμπάς μου.
Δεν ρώτησα.
-Εσύ, έχεις μπαμπά;
-Έχει φύγει.
-Και ο δικός μου... τον κούρασα, ἐλεγε. Όχι εγώ... ‘το πρόβλημα’.
Γυρίζει με κοιτάει, συναντάει την λύπη και χαρίζοντας το πιο λαμπερό χαμόγελο με ελαφρά πονηριά στο μάτι, μου λέει:
-Δες εδώ, γύρισε! Θέλεις να σου φέρω και τον δικό σου;
Είχε αλλάξει σελίδα, ένας άνδρας μεγαλύτερος, χωρίς μουτζούρα μαρκαδόρου πάνω του, συνέχισε τη συμμετοχή στα εικονίδια του βιβλίου.
Η Αρετούλα, έτσι τη λέγανε, έπρεπε να φύγει. Πριν φύγει, ακουμπάει το κεφάλι της στην καρδιά μου, γυρνάει με κοιτάει, «άκου», μου λέει, «χτυπάει!».
Μοίρασε ξανά με την ίδια σειρά τα απρόσμενα φιλιά της και, χοροπηδώντας στις μύτες σαν νεράϊδα που ήταν, αποχώρισε από την σκηνή. Πήρε μαζί το βιβλίο, την ομορφιά του κόσμου της. Απόμεινα με το άγγιγμα των φιλιών της...


Ζωγραφική της Chihiro Iwasaki - The little mermaid

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου