Σάββατο πρωί στο φούρνο.
-Ένα πλάκας.
-Δυό κουλούρια.
-Όχι το μεσαίο, δεν μας αρέσει η κόρα.
-Με προζύμι.
-Ανάμεικτο.
-Καλημέρα, τα συνηθισμένα.
-Τα συγχαρητήρια κιόλας! Που πέρασε;
-ΤΕΙ Σερρών.
-Μπράβο. Όλα καλά, δουλειά να βρουν. Με τα πτυχία στα χέρια κάθονται. Να πάει με το καλό, νά τελειώσει. Τώρα θα δουλεύεις διπλά. Λεφτά; Με το τσουβάλι. 'Δωρεάν εκπαίδευση' σου λένε.
-Το ξέρω. Έχω κι άλλες δύο. Η μία τελείωσε κιόλας και η άλλη τώρα τελειώνει. Ναι, αυτή είναι η τρίτη. Δεν έχω καθήσει εδώ και οχτώ χρόνια. Ο φούρνος θέλει ώρες, ξενύχτι. Προχτές κοιμήθηκα στην τουαλέτα με τσιγάρο αναμμένο και καφέ στο χέρι. Καλά κι αν χυνώταν ο καφές, θα παίρναμε φωτιά απ' το τσιγάροόμως. Τα κορίτσια; Που να βοηθήσουν. Ψόφησαν στο διάβασμα, θέλουν να ξεσκάσουν και λίγο.
-Για όλα φταίει η δημοκρατία. Ούτε τα παιδιά μας δεν ορίζουμε. Που να φέρω εκείνα τα χρόνια αντίρρηση στο πάπα μου. Ο λόγος του διαταγή. Σήμερα η νεολαία κακόμαθε. Λούσα και διασκέδαση. Άνδρες, γυναίκες γίναν ένα. Ξενύχτια, μόδες, συνήθειες.
-Εσύ τρέχεις να προλάβεις τις επιθυμίες, μην και αρνούμενος να ικανοποιήσεις τα 'θέλω' του παιδιού σου αυτό 'κακοπερπατήσει' κι αναζητήσει τους κοθόρνους, τα ψηλοτάκουνα, αλλού.
-Άσε, τα βλέπω βράδυ που έρχονται σαν ψόφια στο ταξί να κουτσαίνουν. Ψόφια απ' την διασκέδαση. Με το που θα μπουν στο όχημα βγάζουν και τα παπούτσια. «Τα ποδαράκια μου», σου λένε. «Θα σακατευτούν μέσες και γόνατα», μου έλεγε πελάτης γιατρός. Τι το θες, κορίτσι μου, τόσο ύψος; Μια κούκλα είσαι και χωρίς αυτά, άσε που τα πλήρωσες μια κατοστάρα, το λιγότερο. Θα μου πεις, κάποιος μπαμπάς σαν και μένα τα πλήρωσε. Για τρακοσια μέτρα παίρνουν ταξί. Μα και τ’ αγόρια δεν πάνε παρακάτω. Το παντελόνι με το ζόρι στέκεται στον κ.λο τους!
-Αυτό δεν είναι τίποτα. Εγώ να δεις τι έπαθα. Έφερε η μεγάλη μου το αμόρε της, Άγγελο το λένε, να τον γνωρίσουμε. Μας λέει, «απο 'δώ ο Άγγελος». Σηκώνω τα μάτια, τι να δω; Μαλλί καρφάκι, άρωμα να λιγοθυμάς, ο γιακάς απ' το μπλουζάκι όρθιος. Κάνω να του τον κατεβάσω. Δεν θα το πρόσεξε από την ταραχή που θα μας συναντούσε, σκέφθηκα. «Όχι, αφήστε», μου λέει, «έτσι είναι η μόδα». Τι μόδα ρε φίλε; στα ρεύματα θα καθίσεις; «Να ‘ρθείτε αύριο για φαγητό», τους προτείνω. «Όχι», απαντούν. «Ο Άγγελος δεν μπορεί, έχει αισθητικό». «Ποιός έχει αισθητικό; Εσύ, και θά 'ρθει κι ο Άγγελος μαζί;» «Όχι καλέ, ο Άγγελος έχει, θα κάνει αποτρίχωση!» Μπρε, ούστ απο 'δώ! Ποιά αποτρίχωση, ρε; Κρίμα που είμαι πατέρας και δεν μπορώ να μιλήσω. Πάνε στην μάνα σου κορίτσι μου να σου πει δυό λόγια για μας τους άνδρες. Άκου 'αποτρίχωση'! Το λένε και δεν ιδρώνει η πέτσα τους, γαμ..ο.
«Έλα Άγγελε», του λέω, «στο φούρνο». Το χειρίσθηκα διπλωματικά, όχι δημοκρατικά. Έλα να βοηθήσεις στο φούρνο. Άνεργος, μαθηματικός σπούδασε ο Άγγελος. Γιατί να παίρνουμε ξένο άτομο; Έλα, και το πρωί, μετά απ' το ξεφούρνισμα, όταν θα σέρνεσαι απ' τη ζέστη, την ορθοστασία, κι από τη νύστα, να δούμε τότε ποιός θα 'χει όρεξη να πηγαίνει στην αισθητικό. Άκου αποτρίχωση! Τι άλλο θ’ ακούσουμε πάλι;
-Η δημοκρατία και η ελευθερία έχουν όρια και κανόνες. Εκτός από δικαιώματα έχουν και υποχρεώσεις. Εγώ έτσι έμαθα. Έτσι ξέρω.
-Ξεχάσαμε και την άλλη καλή λέξη: 'Υπομονή'.
Ετσι είπε ο ταξιτζής, πήρε τα ψωμιά και το ταξί και πήγε να παραδώσει τα πρώτα στην σύζυγο, το δεύτερο στον αντικαταστάτη του.
Ο φούρναρης άφησε την δροσιά του πωλητηρίου και μπήκε στο εργαστήριο, χωρίς κλιματιστικό, ‘αντενδείκνυται’ για την ζύμωση, ισχυρίζονται οι ειδικοί. «Υπομονή μέχρι να δροσίσει», λέω εγώ.
Φόρεσε τον σκούφο του, διόρθωσε τον γιακά της ρόμπας του, κάτι σκέφθηκε, μειδίασε κι άρχισε το ξεφούρνισμα.