Διασχίζω αυτήν την ηλιόλουστη Πέμπτη τον δρόμο της Λαϊκής.
Δεξιά τα ρούχα, αριστερά τα φρούτα, λαχανικά, ψάρια, ξηροί καρποί κι ελιές.
Κόσμος ανεβαίνει-κατεβαίνει, κοντοστέκεται, συνομιλεί, ψάχνει, παζαρεύει. Οι
πραματευτές διαλαλούν τα προϊόντα τους με σχόλια και ανορθόγραφες ταμπέλες.
- Ό,τι πάρεις 5 ευρώ, 3 ευρώ.
Σωροί ρούχων, πουλόβερ, ζακέτες, κολάν, γυναίκες που ανασύρουν κάτω απ’ το
σωρό το μπεζ, ψάχνουν τα νούμερα, ψιλοπροβάρουν.
- Γιατί καλέ 5 ευρώ, ο άλλος πιο κάτω τα δίνει 3.
- Πάνε σε κείνο τότε, εμείς τόσο τα πουλάμε. Δες τις ταμπέλες Βenetton.
Πρώτο πράμα!
- Πόσο έχουν τα πουκάμισα;
- 15.
- Τι;
- 15. Μέσα σε τζελατίνα κυρία, πρώτο πράγμα. Gant!
- Τι Gant;
- Κατευθείαν από Αμέρικα.
- Αστειεύεσαι, βέβαια.
- Αν δεν με πιστεύεις, δες την ετικέτα.
- Turkey, γράφει.
- Ε, έκανε και μία στάση να δει τον Βόσπορο. Σας πειράζει;
- Σμαλ έχετε;
- Όχι,
- Γιατί;
- Ε, άμα φαλιρίσουν αυτοί που έχουνε small θα σου φέρω.
- Μη παρκάρεις το ποδήλατο εκεί, θα φας πρόστιμο, λέει και φτιάχνει τον
κουκορίκο του.
- Μπα; Και από πότε απαγορεύεται η στάθμευση ποδηλάτων, παρακαλώ;
- Από τότε που πληρώνω εγώ το χώρο, λέει ο μόλις 25-άρης έμπορος και λύνεται
στα γέλια.
- Άν πάρεις το πουκάμισο γλυτώνεις το πρόστιμο, λέει στον διπλανό συνομήλικο
έμπορο και ξεκαρδίζονται στα γέλια.
Σε λίγο μια ξινή με μαλλί κουρούκα, γιαλαντζί πέτσινοκαι αγκαζέ το μπούλη της
πέφτει πάνω στην ρόδα του ποδηλάτου, λερώνει το μαύρο κολάν και το μποτίνι
με τα στρουκς.
- Πρόσεχε κυρία μου με το ποδήλατό σου!
- Σταθμευμένο ήταν, σεις πέσατε πάνω του.
- Τι το θέλεις το ποδήλατο; Πως κυκλοφορεί; Δεν βλέπει τα κιλά της;
- Πως τολμάει και το ανεβαίνει, συνεχίζει, η συλφίς. Είναι παράξενες μερικές.
Πάνε κυρά μου με τα πόδια, το έβγαλες τσάρκα; Εμείς ψωνίζουμε.
Καροτσάκια, καλάθια, συρόμενες τσάντες την αφήνουν ανενόχλητη. Την ενόχλησε
το ποδήλατο που άφησε ίχνος ροδιάς στο νάιλον ένδυμα και χάλασε τη μόστρα.
Απτόητη η ποδηλάτισσα.
- Κι εσύ πως τολμάς και κυκλοφορείς με γάντζο αντί για μύτη, ψωνάρα;
- Βούλωστο και ζήτα συγνώμη από την δεσποινίδα, μίλησε ο μπούλης.
Οι ράπερ πωλητές διπλώθηκαν στα γέλια. Μέσα στα γέλια, λένε του μπούλη «Σιγά
πια, σου θίξαν το μανούλι;»
- Τι μανούλι, ρε μαλ.κα; Ρέγκα μ’ αγκίστρι έβγαλε στην πιάτσα.
Ανάψαν τα αίματα, φωνές, ήρθε κι ο μεγάλος από τον πιο κάτω πάγκο, φοβήθηκε
ο μπούλης, μπήκαν στην μέση και άλλοι. Άφαντη η ποδηλάτισσα.
- Ώρα είναι να μας κουβαληθεί και η αστυνομία. Φιρί-φιρί το πάτε.
- Εμ νέοι είναι, τα αίματα βράζουν.
- Σκάσε και κάνε πίσω. Έτσι θα βγάλεις ρε μεροκάματο; Βρίζοντας την άλλη
‘ρέγκα’;
- Με αγκίστρι, παρακαλώ!
- Είπα σιλάνς. Θα πλακώσουν οι μπάτσοι και τέρμα τα ψέμματα. Ορεβουάρ ο
πάγκος.
Απομακρύνθηκα για να επιστρέψω.
- Τι σας πείραζε η κοπέλα; Τι να την κάνει την μύτη της;
- Η μύτη τι να με πειράξει; Το στυλάκι της μου την βαράει. Κάθε Πέμπτη έρχεται
ανακατώνει και φεύγει. Κάνει ότι δεν μας γουστάρει. Ανακατεύει και
κρυφοκοιτάζει.
- Μπορεί να θέλει να σουφρώσει κάτι.
- Μπα, γουστάρει, σου λέω.
- Δεν είδες το τζιτζιφιόγκο της; Λίγο της πέφτουμε…
- Λίγο είναι το μάτι της!
- Εμείς, τι να σου πω; Τρέχουν τα σάλια μας.
- Αι-σιχ..ρ, το μαλ…σμενο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου