Πρώτα διέσχισανοι πέρδικες
τον χαλικόστρωτο δρόμο.
Καφετιές, καμαρωτές
δυο-δυο επέλεξαν τα σπάρτα να φωλιάσουν τον έρωτα.
Τι καλύτερο!
Σκιερά, φουντωτά,
με άφθονο το λαμπερό κίτρινο,
τον κακοτράχαλο δρόμο διέτρεχαν,
ίσα που άφηναν να φανούν
οι πράσινες, ανεμοδαρμένες κορυφογραμμές των χαμηλών οροσειρών.
Μας πρόλαβε ήχος των κουδουνιών και βελασμάτων.
Σκιάχτηκαν οι πέρδικες,
ρυθμό άλλαξαν.
Βιαστικά εξαφανίστηκαν.
Τα πρόβατα με το κριάρι μπροστά,
τον δρόμο έκλεισαν.
Ανηφόριζαν την δική μας κατηφόρα.
Ο κεχαγιάς,
καπέλο παραλλαγής φορώντας,
στάθηκε στο πλάι σπρώχνοντας τα ζωντανά του.
Άστραφτε στον πρωινό ήλιο η πάστρα των ρούχων,
το γαλάζιο των ματιών.
Θαρρείς και το πέλαγος εγκατέλειψε
ανάσα να πάρει στα ψηλά.
Λόγος απλός, φωτεινός, περήφανο παράπονο,
αγκάλιαζε η αγάπη του τα μικρά και τα μεγάλα,
το νησί και τους άλλους,
Πικραμένος… όχι θυμωμένος.
Μπόρες από μικρός συνάντησε.
Δεν θα αφήσει την τελευταία
να χαρεί την ήττα του.
Ποιμήν της ζωής και του βιου του.
Χάρισμα την αξιοπρέπεια είχε.
Του περίσσευε εκεί που υπολείπεται.
Δυσεύρετη πια στα σαλόνια διαπλοκής.
Περιζήτητη μαζί με τα καθαρά βλέμματα
και την ολιγάρκεια.