Ημέρα Κυριακή, ώρα 11:15 πμ, βαθμοί 30 Κελσίου, στάση αστικών λεωφορείων. Το συντριβάνι λόγω χρέους η αμέλειας δεν λειτουργεί. Ζέστη αφόρητη, από τις πρώτες του καλοκαιριού.
Τα καφενεία γύρω φιλοξενούν μοναχικούς, που κάνουν παρέα από τη καρέκλα, μπροστά τους το καφεδάκι.
Τι ήθελε και στολίστηκε; Την ενοχλούν ρούχα, παπούτσια, κοσμήματα. Πιο πολύ την ενοχλεί που δεν έμεινε αραχτή στην σκιά του σπιτιού της. Οι ρίζες των μαλλιών της ίδρωναν. Για την εμφάνιση της ανησυχούσε.
11:25 το λεωφορείο εμφανίσθηκε, μεγαλοπρεπώς έκανε την στροφή του και αργά άραξε στη στάση.
Ο οδηγός, 130 κιλά και κάτι, στα μαύρα, το ένα χέρι χαλάρωνε στο αριστερό παράθυρο, το άλλο στο τιμόνι. Νεαρός βοηθός, ο γιος ίσως, φρόντιζε ό,τι χρειαζόταν κίνηση.
- Καλημέρα.
- Πολύ καλημέρα και σε σας.
- Αγία Παρασκευή; Κάνει στάση;
- Βεβαίως.
11:35 το λεωφορείο έκλεισε τις πόρτες και τη ζέστη μέσα. Ο ιδρώτας κατρακυλούσε στη πλάτη.
Κύριος του χώρου, άρχοντας λόγω κιλών αλλά και άποψης. Χαιρετούσε, κόρναρε, σταματούσε. Οδηγούσε κιμπάρικα θα έλεγα.
Πήραμε κάτι ζευγαράκια για τις παραλίες, κυρίες για τα κτήματά τους. Μια παρέα παλαιών της πόλης, συνταξιούχοι με άσπρα μαλλιά και γερασμένες γάμπες και γόνατα, με τα μπανιερά τους ανέβηκαν περιχαρείς και κάθισαν στα πίσω καθίσματα, συνεχίζοντας την κουβέντα που είχαν ξεκινήσει από τη στάση. Μας αγνόησαν.
Ο χοντρούλης μας έδινε απαντήσεις σε όλες τις απορίες, περιεργαζόταν τους άγνωστους, καλωσόριζε τους τακτικούς.
Η οικειότητά του προκαλούσε μια ευθυμία…
Είχα απορροφηθεί στο ν' ακούω, χωρίς να το θέλω, τον νεαρό δίπλα μου. Η ένταση της φωνής του δεν άφηνε περιθώρια επιλογής. Επί δέκα λεπτά μιλούσε στο κινητό, όχι ότι σταμάτησε αργότερα, αλλά την δική μου προσοχή και ενδιαφέρον τράβηξε άλλη χαριτωμένη στιχομυθία του.
Στο δεκάλεπτο είχε ήδη εκφέρει πολλαπλές φορές το γνωστό ῾῾ρε μαλ...῾῾ στο κολλητό του, που έχασε το αστικό εννιά φορές! Ο κολλητός του μάλλον δεν θα ξύπνησε ακόμη για ν' αντιδράσει ως όφειλε στις προσφωνήσεις. Η κολλητή του κολλητού φορούσε ένα σορτσάκι τόσο κοντό που οι τσέπες του έβγαιναν κάτω απ’ τα ‘μπατζάκια’. Βαριεστημένη άκουγε και έσπρωχνε κάθε λίγο τις τσέπες προς τα μέσα. Καμάρωνε για την βαριά ασημένια αλυσίδα του κολλητού της και το τεράστιο τατουάζ του.
Το σκηνικό ομόρφυνε. Ογδοντάρης, φρεσκοξυρισμένος, με θαλασσί πουκαμισάκι, τσάκα στο παντελόνι να ‘κόβει’, φουζέρ κολόνια που τρυπούσε την μύτη, δαχτυλίδι και βέρα στο δάχτυλο, μανικιούρ στο μικρό δαχτυλάκι, ανέβηκε με την εφημερίδα ρολό στο χέρι, με κόπο, στηριζόμενος στο σίδερο.
- Καλώς το τζόβενο, είπε ο οδηγός κι εγώ παράτησα τον κολλητό.
- Καλημέρα, ζέστη πολύ σήμερα.
Ταλαντεύτηκε και ακούγοντας την συμβουλή του φίλου οδηγού, κάθισε μπροστά.
- Ξυριστήκαμε βλέπω σήμερα, φράπα έκανες το πρόσωπο. Εμ έτσι σε θέλω. Άσπρα γένια, δεν πάει.
- Με προσέχεις βλέπω.
- Άμα δεν σε προσέξω δεν θα βγάλω να φάω. Και ξέρεις πως τρώω.
- Κι αν δεν ήξερα, το βλέπω.
Ανταλλάχθηκαν πολιτικές αναλύσεις και προβλέψεις για τον ανασχηματισμό, το μουσείο που δεν τελειώνει και στοίχιωσε, κι ενώ η ζέστη κορυφωνόταν, φθάσαμε Εργατικά. Ο φρεσκοξυρισμένος έπρεπε να κατέβει.
-Σιγά, δε θέλω να μου βιάζεσαι. Σε βλέπω απ’ το καθρεφτάκι. Αν δε πατήσεις κάτω καλά, ξεκινάω 'γώ; Ένας είναι ο μαστρο-Μήτσος.
Μας χαιρέτησε ο μαστρο-Μήτσος, έδωσε τα δέοντα στη κυρά και ασφαλής κατευθύνθηκε, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, αλλά σηκώνοντας το χέρι για χαιρετισμό κι ευχαριστίες, προς το σπίτι του.
Ήδη, άλλος τακτικός ανέβηκε.
- Με φόρα, βλέπω, ανεβαίνουμε και σορτσάκι. Για που το βάλαμε; Μην μου πεις για μπάνιο; Ζάχαρα, καρδιές, τέρμα;
- Ε, καλοκαίριασε, να μαυρίσουμε και λίγο να μας προσέχουν και τα κορίτσια.
- Βρε, τα κορίτσια πήραν την σύνταξη και την κάναν με τον ΚΑΠΗ για Πελοπόννησο. Εσύ πως και ξέμεινες πίσω;
-Τα ‘δωσα στο «χαράτσι». Μη βλέπεις που ο Πάγκαλος λέει «μαζί τα φάγαμε». Εγώ δεν έχω φράγκο.
- Ε, για ένα ουζάκι κάτι και θα 'μεινε.
- Βρε κι αν δεν έμεινε, όλο και κάποιου του περισσεύει και κερνάει. Άσε τα συγχώρια και τις γιορτές. Σήμερα του Αγιαννιού, αύριο του Άι-Γιώργη, φθάσαμε Κωνσταντίνου και Ελένης, του Προφήτ' Ηλία, της Παναγιάς και οι Παναγιώτηδες, έρχεται κι ο Άι-Νικόλας, κερνάω εγώ.
- Εδώ σε θέλω, μεγάλε... μη και πας πίσω στα ζευγαράκια έτσι που μου έβαλες και τη βερμούδα.
- Γιατί μωρέ; Ζηλεύεις εσύ, δηλαδή;
Πρώτη, δεύτερη, φανάρια και ζέστη φθάσαμε στην Ν.Χηλή, χαιρετίσαμε τον Νικολάκη και σιωπηλοί φθάσαμε στη Μάκρη. Αρχίσαμε να πλήττουμε. Ευτυχώς η σιωπή έσπασε αφού περάσαμε τις δύσκολες και ‘κλειστές’ στροφές. Σταματήσαμε στην μέση της πλατείας, όχι για να αποβιβαστούν επιβάτες, αλλά να χαιρετίσουμε τους άλλους, τους χαλαρούς του καφενείου. Ένας έτυχε ιδιαίτερου χαιρετισμού ως ᾽large᾽ τύπος. Στο άκουσμα της προσφώνησης έκανα μπροστά να δω τον large. Ένας μικροκαμωμένος σερβιτόρος, χαμογελαστός κι αεράτος, αναμένει αργότερα για τα ‘γνωστά’ τον οδηγό μας.
Ακούγοντας τις στάσεις θεώρησα ότι έφθασε η δική μου.
Με είχε ακόμη στο νου του. «Η επόμενη», είπε.
Είχε ακόμη συγκρατήσει την αρχική μου ερώτηση, παρ’ όλη την κίνηση, ζέστη, συζήτηση και εναλλαγή προσώπων. Όλοι χωρούσαμε.
Στο «ευχαριστώ» μου απάντησε, ή φαντάστηκα ότι είπε «εσύ πως ξέπεσες στα μέρη μας;».