Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Συγκλίσεις. (Απρίλιος 2014 - Παρίσι)

Την πρόσεξα στη στάση, σοκολατένια, μοσχοβολιστή.
Δεν ήταν αυτά που δεν επέτρεπαν να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Η μελαγχολία των ματιών της με το σφιγμένο στόμα της μου θύμιζε την άλλη σοκολατένια ύπαρξη της ζωής μου, τη Σασίλα.
«Χαίρομαι που επιτέλους αναγνωρίζεις λευκά χαρακτηριστικά σε άλλα χρώματα» η απάντηση στον εντοπισμό της ομοιότητας.
Αυτό που με γοητεύει αφάνταστα στις μεγάλες πόλεις είναι οι ομοιότητες. Μερικές φορές, έως και αγενώς, αφήνομαι σ’ αυτό το παιχνίδι. Την αναγνώριση μέρους των εικόνων μου επάνω σε άλλους.
Τους καθιστά οικείους, προσεγγίσιμους, συνταξιδιώτες, παρηγοριά, προβολή στο παρελθόν μου και, θα αναρωτιόμουν, στο μέλλον μου. Δεν υπάρχει απάντηση και ούτε την αναζήτησα.
Στα παιχνίδια αφήνεσαι με τις αισθήσεις σου. Αυτές που σου στραγγαλίζει η καθημερινότητα, η βία του χρόνου, οι θρησκείες, οι κατασκευασμένες ηθικές.
Σχεδόν δεν τολμάς να σηκώσεις τα μάτια στον άλλον, πόσο μάλλον να του πεις «μου επιτρέπετε να σας αγγίξω;  Θα κάνω ανέξοδο ταξίδι στις αγκαλιές της παιδικής μου ηλικίας».
Η κυρία δεν άντεξε το σαρωτικό βλέμμα μου και κατέβασε τα μάτια. Άθελα της εντατικοποίησε το συναίσθημα.
Η Σασίλα, όταν την στρίμωχνα με ερωτήσεις για τον μεγάλο της έρωτα, τον Παναγιωτάκη της, έτσι κι εκείνη κατέβαζε τα μάτια. Χανόταν στις αναμνήσεις και τις αναπαραγωγές του νου.
Τότε  ήταν που ήθελα να τρυπώσω κι εγώ εκεί. Να μοιρασθώ μαζί της το όνειρο.
Στις πολυπληθείς πόλεις, εκεί που η πανσπερμία των λαών είναι ρουτίνα, εκεί που η διαφορετικότητα είναι δεδομένη και όχι εξαίρεση, οι ομάδες γίνονται με βάση το όνειρο. Αυτοί που κινούνται στο όνειρο και οι άλλοι, οι γήινοι. Αυτοί που μιλούν την γλώσσα χωρίς χρόνο, την γλώσσα της μνήμης, των εύθραυστων στιγμών, την γλώσσα των τρυφερών αγγιγμάτων, την γλώσσα των αέρηδων. Μια γλώσσα που χάνεται στα πολύχρωμα κεφαλοδεσίματα, στα πολύχρωμα ρούχα, στα περίτεχνα χτενίσματα, στα ευφάνταστα στολίδια.
Μία τέτοια ήταν η σοκολατένια κυρία. Κοίταζε το ωρολογάκι της, δώρο αρραβώνα, σκέφθηκα.
Μου απάντησε στην γλώσσα των ονείρων ότι ο καλός της τής το πρόσφερε ως υπόσχεση αιώνιας αγάπης.
«Όπως κυλάει ο χρόνος, έτσι να πολλαπλασιάζεται η αγάπη μας» της είπε. Αυτό κοιτούσε όταν μετρούσε τις ώρες θηλασμού, μ’αυτό μετρούσε όταν οι χτύποι της καρδιάς του αραίωναν, αυτό κοίταξε και νόμισε ότι σταμάτησε καθώς τον αποχωρίσθηκε…
Δεν σταμάτησε. Συνέχισε με την θλίψη που κουβαλούσε μέχρι τη στάση του λεωφορείου 38. Μέτρησε τα εναπομείναντα λεπτά για την άφιξή του στο ρολογάκι της. Εμένα με απέφυγε. Έτσι νόμισα. Όταν γύρισα τα μάτια, ήταν εκείνη που άκουγε τη δική μου γλώσσα.   
Το δικό μου πλαστικό ρολογάκι δεν της έλεγε και πολλά.
Δεν επέτρεπε τις φλυαρίες της προσωπικής μου ζωής. Έκρυβα, ή νομίζω ότι κρύβω μυστικά.
Η κοινή μας θλίψη, ο δίαυλος επικοινωνίας. Η αγάπη που σμίλεψε τα κορμιά μας, φθόγγος μιας ακυρωμένης έκφρασης. Η βουή του δρόμου, η καινούργια αλήθεια. Εκεί που προσπαθεί να αρθρωθεί η γλώσσα του όνειρου. 
Παλεύει να μιλήσει, να νικήσει τα κύματα της αέναης κίνησης, της βιασύνης, της ταχύτητας, την σκληρότητα της επιβίωσης, την πίκρα της μοναξιάς.
Κι όμως εκεί, στα λεπτά της αναμονής, ανάμεσα στις διαμαρτυρίες του μωρού, η γλώσσα του «φαντάζομαι κι ερμηνεύω» αρθρώθηκε, και γέννησε τις ομοιότητες.
Καταργήθηκαν οι ήπειροι, οι γειτονιές, οι θεότητες και οι Θεοί, τα μίση και οι έχθρες, ο πλούτος και η φτώχεια, οι συνήθειες και οι τρόποι, και έμειναν οι ελπιδοφόρες αυγές, τα ονειροπόλα ηλιοβασιλέματα, η ομορφιά της γεύσης, το  ιαματικό άγγιγμα του πέταλου και της ροδαλής πατούσας του μωρού, ο  καρποφόρος πόνος της γέννας, το αβυσσαλέο ξέσχισμα του θανάτου, ο αδιαπραγμάτευτος φόβος της μοναχικής περπατησιάς, 
Εκεί, σ’αυτές της πορείες συναντιόνται ζευγάρια μάτια να αφηγηθούν απολεσθέντα όνειρα, λυτρωτικές χαρές.
Εκεί στα ανείπωτα νιώθεις συνεπιβάτης, όχι του λεωφορείου 38, αλλά σε μία διαδρομή που χρόνια η ανθρωπότητα διανύει μήπως και οι ψυχές συγκλίνουν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου