Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015
Περιστατικό 15o
Περιστατικό 14o
Διασχίζω αυτήν την ηλιόλουστη Πέμπτη τον δρόμο της Λαϊκής.
Δεξιά τα ρούχα, αριστερά τα φρούτα, λαχανικά, ψάρια, ξηροί καρποί κι ελιές.
Κόσμος ανεβαίνει-κατεβαίνει, κοντοστέκεται, συνομιλεί, ψάχνει, παζαρεύει. Οι
πραματευτές διαλαλούν τα προϊόντα τους με σχόλια και ανορθόγραφες ταμπέλες.
- Ό,τι πάρεις 5 ευρώ, 3 ευρώ.
Σωροί ρούχων, πουλόβερ, ζακέτες, κολάν, γυναίκες που ανασύρουν κάτω απ’ το
σωρό το μπεζ, ψάχνουν τα νούμερα, ψιλοπροβάρουν.
- Γιατί καλέ 5 ευρώ, ο άλλος πιο κάτω τα δίνει 3.
- Πάνε σε κείνο τότε, εμείς τόσο τα πουλάμε. Δες τις ταμπέλες Βenetton.
Πρώτο πράμα!
- Πόσο έχουν τα πουκάμισα;
- 15.
- Τι;
- 15. Μέσα σε τζελατίνα κυρία, πρώτο πράγμα. Gant!
- Τι Gant;
- Κατευθείαν από Αμέρικα.
- Αστειεύεσαι, βέβαια.
- Αν δεν με πιστεύεις, δες την ετικέτα.
- Turkey, γράφει.
- Ε, έκανε και μία στάση να δει τον Βόσπορο. Σας πειράζει;
- Σμαλ έχετε;
- Όχι,
- Γιατί;
- Ε, άμα φαλιρίσουν αυτοί που έχουνε small θα σου φέρω.
- Μη παρκάρεις το ποδήλατο εκεί, θα φας πρόστιμο, λέει και φτιάχνει τον
κουκορίκο του.
- Μπα; Και από πότε απαγορεύεται η στάθμευση ποδηλάτων, παρακαλώ;
- Από τότε που πληρώνω εγώ το χώρο, λέει ο μόλις 25-άρης έμπορος και λύνεται
στα γέλια.
- Άν πάρεις το πουκάμισο γλυτώνεις το πρόστιμο, λέει στον διπλανό συνομήλικο
έμπορο και ξεκαρδίζονται στα γέλια.
Σε λίγο μια ξινή με μαλλί κουρούκα, γιαλαντζί πέτσινοκαι αγκαζέ το μπούλη της
πέφτει πάνω στην ρόδα του ποδηλάτου, λερώνει το μαύρο κολάν και το μποτίνι
με τα στρουκς.
- Πρόσεχε κυρία μου με το ποδήλατό σου!
- Σταθμευμένο ήταν, σεις πέσατε πάνω του.
- Τι το θέλεις το ποδήλατο; Πως κυκλοφορεί; Δεν βλέπει τα κιλά της;
- Πως τολμάει και το ανεβαίνει, συνεχίζει, η συλφίς. Είναι παράξενες μερικές.
Πάνε κυρά μου με τα πόδια, το έβγαλες τσάρκα; Εμείς ψωνίζουμε.
Καροτσάκια, καλάθια, συρόμενες τσάντες την αφήνουν ανενόχλητη. Την ενόχλησε
το ποδήλατο που άφησε ίχνος ροδιάς στο νάιλον ένδυμα και χάλασε τη μόστρα.
Απτόητη η ποδηλάτισσα.
- Κι εσύ πως τολμάς και κυκλοφορείς με γάντζο αντί για μύτη, ψωνάρα;
- Βούλωστο και ζήτα συγνώμη από την δεσποινίδα, μίλησε ο μπούλης.
Οι ράπερ πωλητές διπλώθηκαν στα γέλια. Μέσα στα γέλια, λένε του μπούλη «Σιγά
πια, σου θίξαν το μανούλι;»
- Τι μανούλι, ρε μαλ.κα; Ρέγκα μ’ αγκίστρι έβγαλε στην πιάτσα.
Ανάψαν τα αίματα, φωνές, ήρθε κι ο μεγάλος από τον πιο κάτω πάγκο, φοβήθηκε
ο μπούλης, μπήκαν στην μέση και άλλοι. Άφαντη η ποδηλάτισσα.
- Ώρα είναι να μας κουβαληθεί και η αστυνομία. Φιρί-φιρί το πάτε.
- Εμ νέοι είναι, τα αίματα βράζουν.
- Σκάσε και κάνε πίσω. Έτσι θα βγάλεις ρε μεροκάματο; Βρίζοντας την άλλη
‘ρέγκα’;
- Με αγκίστρι, παρακαλώ!
- Είπα σιλάνς. Θα πλακώσουν οι μπάτσοι και τέρμα τα ψέμματα. Ορεβουάρ ο
πάγκος.
Απομακρύνθηκα για να επιστρέψω.
- Τι σας πείραζε η κοπέλα; Τι να την κάνει την μύτη της;
- Η μύτη τι να με πειράξει; Το στυλάκι της μου την βαράει. Κάθε Πέμπτη έρχεται
ανακατώνει και φεύγει. Κάνει ότι δεν μας γουστάρει. Ανακατεύει και
κρυφοκοιτάζει.
- Μπορεί να θέλει να σουφρώσει κάτι.
- Μπα, γουστάρει, σου λέω.
- Δεν είδες το τζιτζιφιόγκο της; Λίγο της πέφτουμε…
- Λίγο είναι το μάτι της!
- Εμείς, τι να σου πω; Τρέχουν τα σάλια μας.
- Αι-σιχ..ρ, το μαλ…σμενο!
Κυριακή 12 Ιουλίου 2015
Περιζήτητα
Απεχθής μας ήρθε από τον Βορρά
Τρίτη 5 Μαΐου 2015
Το τέρας μέσα μας, ή για φτύσιμο.
Η γειτονιά είχε ήδη υποδεχτεί το μαγιάτικο πρωινό, οι αδέσποτες γάτες τεντώνονταν κάτω από τα σταθμευμένα αυτοκίνητα ετοιμάζοντας τους μύες για την αρπαγή της πρώτης εμφάνισης τροφής. Ήδη οι μαθητές του κοντινού σχολείου είχαν αφήσει, μάλλον πετάξει εδώ κι εκεί μαζί με τα περιτυλίγματα των τροφών και κάποια υπολείμματα του κολατσιού τους και αυτά των γατιών.
Κατευθύνθηκα προς τους σκουπιδοτενεκέδες, που οι γείτονές μου είχαν στουπώσει και περιτριγυρίσει με πολλαπλές σκουπιδοσακούλες, μακριά από τα σπίτια τους και τα μπαλκόνια τους μήπως και η θέα τους τους χαλάσει την «πολυπόθητη τάξη».
Με ακολούθησαν οι γάτες και με καθυστέρησε η θέα του άδειου πατρικού σπιτιού.
Κρυφοκοίταζα από την αυλόπορτα σαν ξένη μην τρομάξω τα φαντάσματα, μην ξυπνήσω τις μνήμες. Για τις τελευταίες δεν ήξερα αν κοιμόταν μαζί με την λήθη. Η φλαμουριά είχε φουντώσει, μου το υπενθύμισε η γειτόνισσα άρτι αφιχθείσα και ενοικιάστρια του διπλανού διαμερίσματος απαιτώντας την κοπή της.
Αναρωτήθηκα υπάρχουν χώρες και πολίτες αυτού του πλανήτη που τους ενοχλούν τα δένδρα των ποιητών και συνθετών στις αυλές των άλλων;
Τα ξανασκέφθηκα ενώ άκουγα τον ψίθυρο των θροϊσμάτων των φύλλων και η γάτα νιαούριζε παραπονούμενη για την έλλειψη πρωινού της.
Μου χτύπησε την πλάτη μαζί με την εκφορά της καλημέρας.
-Πάει και η κυρα Σοφούλα. Ένας-ένας φεύγουμε, να κάνουμε χώρο για τους άλλους που έρχονται.
Δεν συμφώνησα με την Αϊσέ.
-Όλοι οι καλοί χωράνε. «Για τους κακούς είναι οι φυλακές», έλεγε η μάνα μου. Για που με το καλό; Πας ακόμη για καθάρισμα;
-Τι να κάνω; 400 ευρώ σύνταξη παίρνει ο άνδρας κι εγώ κάνω κανένα μεροκάματο για συμπλήρωμα.
-Αντέχεις;
-Ε, τι να κάνω; Όλα πονάνε, όμως θέλουμε να φάμε. 116 ευρώ ΔΕΗ πλήρωσα, ανάβουμε και το αερόθερμο. Έκανε κρύα φέτος. Μεγάλη η ακρίβεια. Να, την Κυριακή έχουμε Πρωτομαγιά εμείς, πάω μήπως και πάρω τίποτα έναντι, να ψωνίσω. Πάω πρωί μην και την συναντήσω πριν φύγει την κυρά. Φέτος από το Πάσχα έχω να πληρωθώ. Κάθε βδομάδα, πάνω-κάτω, μεγάλο σπίτι, μεζονέτα, σκάλες, αυλές, μπαλκόνια, τζαμαρίες, όλα λαμπίκος. Την άλλη φορά, θα πληρωθείς, την πιο άλλη και τώρα θέλει να βγάλουμε και τα χαλιά.
-Δεν το πιστεύω, Τι άνθρωποι; Γιατί δεν καθαρίζουν μόνοι τους, αν δεν έχουν; Τι θα πει όταν πάρω χρήματα;
-Νάταν μόνο αυτή; Άλλες δύο, το ίδιο.
-Γιατί πηγαίνεις; Χαμένος κόπος.
-Αν φύγεις σε κατηγορούν ότι λες ψέμματα. Έτσι έγινε με την Γκιουλσέν, την ξέρεις, την γυναίκα του αδελφού μου. Που να βρει τώρα δουλειά;
Η μία με την άλλη τα μιλάνε.
Έφτιαξε την μαντήλα της και τα μάτια της βουρκωμένα αναζήτησαν τα δικά μου.
-Εμένα με ξέρεις, ψέμματα δεν λέω. Αρχόντισσα άμα την δεις πως βγαίνει από το σπίτι.
-Ποιόν θα πιστέψουν εμένα ή αυτή;
Ε φυσικά στην εποχή της φεουδαρχίας, ποιόν θα πίστευαν; Τον άρχοντα. Τον άρχοντα που στην εποχή της κρίσης τρώει τηγανητά αυγά για δύο μέρες, αφήνει απλήρωτη την «μαύρη» αδήλωτη εργασία, κοιμάται σε καθαρά σεντόνια που άσπρισαν και κολλάρισαν τα ροζιασμένα χεράκια της κάθε Αϊσέ όμως άρχοντας και αρχόντισσα ντύνονται στην τρίχα, μένουν στη ακριβή συνοικία, πάνε τριήμερα για να ξεσκάσουν, γκρινιάζουν για την κρίση, τους αλήτες που τους κατέστρεψαν, αυτούς και την χώρα, αγανακτούν με την «αχαριστία» αυτών που ζητούν το αντίτιμο της εργασίας τους, μένει το μάτι τους στο καινούργιο αυτοκίνητο του φίλου τους, τρώνε μελιτζάνες το κατά χείμωνο αλλά τις βρίσκουν ακριβές.
Μια τάξη ανθρώπων που δεν ξέρω πως προέκυψε. Μια τάξη που αν της αφαιρέσεις τα χαρακτηριστικά της εποχής θα νομίζεις ότι είσαι στην εποχή που εκκολάφτηκε η αστική τάξη.
Καθώς πήγαινα την Αϊσέ με το αυτοκίνητο στην γειτονιά της αρχόντισσας, μέσα στο θυμό μου θυμήθηκα εκείνη την ανεκδιήγητη μαμά των μαθητών μου που κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα «ξεχνούσε» να με πληρώσει και κατά την επιστροφή των παιδιών της μετά τις διακοπές είχε την απόλυτη βεβαιότητα ότι ήδη με είχε πληρώσει. Δεν ξεχνούσε όμως να ξοδεύει και να φορά δερμάτινα σε όλα τα χρώματα. Δεν υπάρχει χειρότερη αδικία από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, πονάει η απλήρωτη εργασία. Αν σου έρθουν συμφορές αρρώστιες, θάνατοι, τις αποδίδεις στην μοίρα, στο Θέλημα του Θεού. Την αδικία από συνάνθρωπο όμως; Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη; Ποιοι αγώνες το διευθέτησαν; Πόσο αίμα κύλησε; Ποια Ισότητα, δικαιοσύνη το αποκατέστησε; Μοιάζει μάταιος ο αγώνας.
Η συγκεκριμένη αδικία, η χωρίς αντίτιμο εργασία, προς δουλεία παραπέμπει. Εργασία που θα μπορούσε να εκτελεσθεί από τους ίδιους ή να αποφευχθεί αλλά «φορτώνεται» στις πλάτες άλλου δηλώνει την θέση τους για τον άνθρωπο, τον χωρίς μέτρο εγωισμό τους, την ασπλαχνία τους. Η Αϊσέ υπό άλλες συνθήκες θα είχε συνταξιοδοτηθεί.
Αναρωτήθηκε η κυρία και οι όμοιες δύο που ξέρω και άλλες δέκα-δύο που δεν γνωρίζω, την φθορά της ύλης, την ανυπακοή του ταλαιπωρημένου από την κόπωση σώματος;
Που είναι αλήθεια ο οίκτος των αβρών δεσποινίδων, τον ρόλο των οποίων υιοθετούν;
Το μαγιάτικο πρωινό έχασε την λάμψη του, τα φαντάσματα του πατρικού ξύπνησαν, έτριξαν τα κόκαλα του πατέρα, ο θυμός σφράγισε το στόμα, η βία που ασκείται στο όνομα της κρίσης στέρησε τις καλημέρες στους γείτονες, αγριοκοίταξα την γάτα, έφτυσα σαν τα αλάνια στο πεζοδρόμιο. Ούτε το θάρρος να φτύσω τους άρχοντες δεν μου απόμεινε. Η επαναλαμβανόμενη συναπάντηση με την μικροψυχία και μικροπρέπεια, με την άδικη και άλογη συμπεριφορά, το εξήντλησαν.
Θα αναφέρω κι εγώ την κρίση, αυτήν που μας έβγαλε τις μάσκες και φάνηκε το τέρας μέσα μας.
Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014
Άστρα
Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014
3ήμερη
Κι εγώ πήγα μέσα.
Τρίτη 15 Ιουλίου 2014
Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014
Περιστατικό Νο 13 - Μία νέα εμπειρία
Κυριακή 11 Μαΐου 2014
Attenborough's Ark
Πέμπτη 8 Μαΐου 2014
Συγκλίσεις. (Απρίλιος 2014 - Παρίσι)
Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014
Ροδακινί βλαστάρι
Όλοι κάποιον ερχομό έχουν στο νου τους. Αυτή, τον δικό της. Στα βλαστάρια της θα προστεθεί ένα ακόμη. Ένα ροζ κλαδί ροδακινιάς με φόντο γαλανό, ξάστερο ουρανό. Θα ’ρθει να γλυκάνει τις ψυχές, να φέρει ελπίδα και χαμόγελο. Θ’ αρπάξει την ζωή από το χέρι και θα πει, «συνεχίζουμε».
Ψάχνοντας να βρει αμυγδαλιές, «ξάνθισαν», της είπαν. Βρέθηκε να οδηγεί σε χωματόδρομους αγροτικούς, δίπλα σε ελιές. Ήσυχο απόγευμα, με ξεχασμένους ανθρώπους εδώ κι εκεί, να μαζεύουν ραδίκια και ζοχούς για το σπίτι, αγριόχορτα για τα ζωντανά. Άλλοι, κάτω απ’ τις ελιές, έκαναν διάλειμμα. Κάπου-κάπου και κανένας σκύλος. Άλλος δεμένος σε αγρόκτημα, άλλος αδέσποτος. Στρουμπουλός ο πρώτος, σκελετωμένος ο δεύτερος, την περιεργαζόταν χωρίς να γαβγίζει.
«Μα τι κάνουν αυτό τον καιρό στις ελιές;» Πρώτη ερώτηση.
Δεύτερη: «Είναι αμυγδαλιά αυτή που βρήκες;»
Θα πήγαινε παρακάτω μήπως και γινόταν πιο εμφανές το είδος του δένδρου.
Τέτοιες ώρες είναι που νιώθει ξεκρέμαστη. Τέτοιες είναι οι ώρες που θυμώνει με τον εαυτό της. Δεν πρόσεχε. Εκείνος, ο πατέρας, έλεγε, έλεγε και εξηγούσε. Τότε ήταν αυτή που αφηνόταν στα δικά της ταξίδια του νου, στις δικές της σκέψεις. Είχε δικές της απορίες, προτεραιότητες. Ο κόσμος προχωρούσε κι αυτή έτρεχε να προλάβει, τα νέα, τις εξελίξεις, τον καινούργιο κόσμο που απλώνονταν μπροστά της.
Να την πάλι στον ίδιο δρόμο, χωρίς εκείνον.
Ο κόσμος μεγάλωσε, άλλαξε, αλλά είναι κάτι μέρη που μένουν τα ίδια. Ίδιοι μελαγχολικοί ορίζοντες, ίδιες μυρωδιές, ίδιοι μισογκρεμισμένοι φράχτες. Ούτε τα δένδρα ψήλωσαν! Μάλλον θα μίκραιναν.
Αυτή, μεγάλη πια σ’ ένα κόσμο μικρό, καλείται ν’ απαντήσει στην εγγονή της.
Να, θα την έχει εδώ πλάι, όπως εκείνη τότε ο μπαμπάς της, και θα της λέει, λέει, λέει...
Όμως… πανικός! Τίποτα δεν γνωρίζει πια γι αυτόν τον κόσμο. Ούτε καν ποια είναι η αμυγδαλιά.
Κι αν τη ρωτούσε; Κι αν ήθελε να μάθει; Αν την ένοιαζε ο άλλος ο κόσμος, ο έξω, ο μακρινός; Θα ‘βρισκαν εικόνες, θα ‘ψαχναν στο διαδίκτυο, θα ‘σκυβαν πάνω σε βιβλία. Θα ρωτούσαν.
Κι αν της έλεγε, «γιαγιά, μην ρωτάς, δεν μου αρέσει!»; Αυτής της αρέσει. Δεν το ‘χε τίποτα να σταματήσει και, φορώντας το διστακτικό της χαμόγελο, να ρωτήσει τους εργάτες:
- Με τι παιδεύεστε;
Απάντηση; Καμία. Μόνο απορημένα βλέμματα και μια αγωνία που στιγμιαία διέσχισε τα
πρόσωπα.
-Όκι γιουνάν.
Κατάλαβε, μουρμούρισε «ευχαριστώ» και βιαστικά μπήκε στ’ αυτοκίνητο.
Η απορία εκεί.
Η αγωνία για ποιο κόσμο θα μιλήσει στο παιδί, κι αυτή εκεί.
Τόση άχρηστη πληροφορία, κι αυτά τα απλά της γης τριγύρω, απόντα. Τι θα πείραζε αν μάθαινε κι αυτό;
Ε, πως, να μην ξέρεις ποιες ήταν οι πρώτες γυναίκες που διεκδίκησαν την ψήφο για τις
ομόφυλές τους; Να μην ξέρεις πότε έγινε η μάχη του Γρανικού; Πόσοι σκοτώθηκαν; Πως τον έλεγαν τον διάδοχο του Ιουστινιανού, κι αν ακόμη το ξέρεις, πότε γεννήθηκε… πότε πέθανε;
«Χρήσιμα, δε λέω, αλλά, να που εγώ κι η γη γίναμε δυο ξένοι», σκέφθηκε.
Τώρα που ένα νέο πλασματάκι θα ‘ρθει στην δική της οικογένεια, τώρα που αυτή θα πρέπει να του πει σαν μεγαλύτερη τα μυστικά της ζωής, τι θα ‘χε να του πει για την ομορφιά της γης; Τι είχε να του πει για τις ανάγκες αυτού του χώματος; Τι να του πει για το πως βλασταίνει, πως διψάει, πως σ’ αγαπάει;
Η νέα επικείμενη ζωή ξύπνησε μέσα της αρχέγονες ανάγκες, αυτές της επιστροφής στην φύση. Ο δικός της χρόνος τρέχει… έτρεχε. Δεν πρόλαβε ποτέ ν’ αγγίξει το περίγραμμα ενός πετάλου. Δεν αναρωτήθηκε για το ενοχλητικό άγγιγμα της τσουκνίδας.
Δεν προλάβαινε… και τσαλαπάτησε τα χαμομήλια.
Αν χάλασαν για πάντα, αν δεν ξαναβγούν, με τι θα συνομιλήσει το ροδακινί βλαστάρι τους; Τι απρόσεχτη! Τι βιασύνη για το τίποτα!
Άρχισε να στάζει ο ουρανός μαζί με την δύση. Σταγονίτσες ο πρώτος, ρόδινες ανταύγειες η δεύτερη. Οι φωτογραφίες θα της δώσουν τη πληροφορία της ομορφιάς της νέας άνοιξης. Θα καθησυχάσουν τις απορίες των μορφών της. Αυτές, τουλάχιστον, θα μπορέσει να τις δείξει. Σαν την μαγεία της εικονογράφησης βιβλίων βοτανικής και ανθέων. Χωρίς να το θέλει, πάλι απομακρύνεται από το άμεσο, το απτό. Προστρέχει στην κατατεθειμένη γνώση για τη νέα ζωή. Κι όμως, σκύβει και πιάνει το χώμα, το τρίβει ανάμεσα στα δάκτυλα, το αφήνει να πέσει. Φέρνει τα δάχτυλα στην μύτη. Θα το ‘βαζε στο στόμα, όπως τα μωρά όταν ανακαλύπτουν κάτι νέο, αν δεν άνηκε η κίνηση στις ‘απαγορευμένες’.
Το μύρισε. Μύρισε το χρόνο πάνω του, είδε τις οπλές των αλόγων που το πάτησαν, άκουσε τις ομιλίες των ανθρώπων που το περπάτησαν, μύρισε το αίμα που μάχες το πότισαν, ψίθυρους αγάπης από θεριστές, φωνές παιδιών που μαζί του κυλίστηκαν. Είδε τ’ απομεινάρια των σπόρων που έθρεψε και είπε, «Αυτό θα της δώσω! Θα τη καλέσω ν’ αποθέσει τις αισθήσεις της σ’αυτό το παλαιό χώμα, που κάθε άνοιξη αναγεννιέται και μαζί μ’ αυτό, κι η ίδια η ζωή!»
Θα της μίλαγε εκείνο τότε, με την αιώνια τη γνώση του.