Το φως άλλαξε, οι μυρωδιές επίσης. Οι καθημερινές εικόνες, ακόμη και στο αστικό τοπίο της διαμονής της, είναι έγχρωμες. Πρώτα οι τσιντόνιες, ύστερα τα οπωροφόρα που φύτευσε ο πατέρας στο πεζοδρόμιο, κάτι ασθενικά ζουμπουλάκια, όλα λένε «ναι, ήρθε η άνοιξη». Η ετήσια αναγέννηση των πάντων. Νοικοκυρεμένα χεράκια φροντίζουν κι ετοιμάζουν τα σπίτια για το Πάσχα. Ξεσηκώνονται στρωσίδια, ασπρίζονται ντουβάρια, μερεμετίζονται οι ζημιές από τις χειμωνιάτικες επιθέσεις.
Όλοι κάποιον ερχομό έχουν στο νου τους. Αυτή, τον δικό της. Στα βλαστάρια της θα προστεθεί ένα ακόμη. Ένα ροζ κλαδί ροδακινιάς με φόντο γαλανό, ξάστερο ουρανό. Θα ’ρθει να γλυκάνει τις ψυχές, να φέρει ελπίδα και χαμόγελο. Θ’ αρπάξει την ζωή από το χέρι και θα πει, «συνεχίζουμε».
Ψάχνοντας να βρει αμυγδαλιές, «ξάνθισαν», της είπαν. Βρέθηκε να οδηγεί σε χωματόδρομους αγροτικούς, δίπλα σε ελιές. Ήσυχο απόγευμα, με ξεχασμένους ανθρώπους εδώ κι εκεί, να μαζεύουν ραδίκια και ζοχούς για το σπίτι, αγριόχορτα για τα ζωντανά. Άλλοι, κάτω απ’ τις ελιές, έκαναν διάλειμμα. Κάπου-κάπου και κανένας σκύλος. Άλλος δεμένος σε αγρόκτημα, άλλος αδέσποτος. Στρουμπουλός ο πρώτος, σκελετωμένος ο δεύτερος, την περιεργαζόταν χωρίς να γαβγίζει.
«Μα τι κάνουν αυτό τον καιρό στις ελιές;» Πρώτη ερώτηση.
Δεύτερη: «Είναι αμυγδαλιά αυτή που βρήκες;»
Θα πήγαινε παρακάτω μήπως και γινόταν πιο εμφανές το είδος του δένδρου.
Τέτοιες ώρες είναι που νιώθει ξεκρέμαστη. Τέτοιες είναι οι ώρες που θυμώνει με τον εαυτό της. Δεν πρόσεχε. Εκείνος, ο πατέρας, έλεγε, έλεγε και εξηγούσε. Τότε ήταν αυτή που αφηνόταν στα δικά της ταξίδια του νου, στις δικές της σκέψεις. Είχε δικές της απορίες, προτεραιότητες. Ο κόσμος προχωρούσε κι αυτή έτρεχε να προλάβει, τα νέα, τις εξελίξεις, τον καινούργιο κόσμο που απλώνονταν μπροστά της.
Να την πάλι στον ίδιο δρόμο, χωρίς εκείνον.
Ο κόσμος μεγάλωσε, άλλαξε, αλλά είναι κάτι μέρη που μένουν τα ίδια. Ίδιοι μελαγχολικοί ορίζοντες, ίδιες μυρωδιές, ίδιοι μισογκρεμισμένοι φράχτες. Ούτε τα δένδρα ψήλωσαν! Μάλλον θα μίκραιναν.
Αυτή, μεγάλη πια σ’ ένα κόσμο μικρό, καλείται ν’ απαντήσει στην εγγονή της.
Να, θα την έχει εδώ πλάι, όπως εκείνη τότε ο μπαμπάς της, και θα της λέει, λέει, λέει...
Όμως… πανικός! Τίποτα δεν γνωρίζει πια γι αυτόν τον κόσμο. Ούτε καν ποια είναι η αμυγδαλιά.
Κι αν τη ρωτούσε; Κι αν ήθελε να μάθει; Αν την ένοιαζε ο άλλος ο κόσμος, ο έξω, ο μακρινός; Θα ‘βρισκαν εικόνες, θα ‘ψαχναν στο διαδίκτυο, θα ‘σκυβαν πάνω σε βιβλία. Θα ρωτούσαν.
Κι αν της έλεγε, «γιαγιά, μην ρωτάς, δεν μου αρέσει!»; Αυτής της αρέσει. Δεν το ‘χε τίποτα να σταματήσει και, φορώντας το διστακτικό της χαμόγελο, να ρωτήσει τους εργάτες:
- Με τι παιδεύεστε;
Απάντηση; Καμία. Μόνο απορημένα βλέμματα και μια αγωνία που στιγμιαία διέσχισε τα
πρόσωπα.
-Όκι γιουνάν.
Κατάλαβε, μουρμούρισε «ευχαριστώ» και βιαστικά μπήκε στ’ αυτοκίνητο.
Η απορία εκεί.
Η αγωνία για ποιο κόσμο θα μιλήσει στο παιδί, κι αυτή εκεί.
Τόση άχρηστη πληροφορία, κι αυτά τα απλά της γης τριγύρω, απόντα. Τι θα πείραζε αν μάθαινε κι αυτό;
Ε, πως, να μην ξέρεις ποιες ήταν οι πρώτες γυναίκες που διεκδίκησαν την ψήφο για τις
ομόφυλές τους; Να μην ξέρεις πότε έγινε η μάχη του Γρανικού; Πόσοι σκοτώθηκαν; Πως τον έλεγαν τον διάδοχο του Ιουστινιανού, κι αν ακόμη το ξέρεις, πότε γεννήθηκε… πότε πέθανε;
«Χρήσιμα, δε λέω, αλλά, να που εγώ κι η γη γίναμε δυο ξένοι», σκέφθηκε.
Τώρα που ένα νέο πλασματάκι θα ‘ρθει στην δική της οικογένεια, τώρα που αυτή θα πρέπει να του πει σαν μεγαλύτερη τα μυστικά της ζωής, τι θα ‘χε να του πει για την ομορφιά της γης; Τι είχε να του πει για τις ανάγκες αυτού του χώματος; Τι να του πει για το πως βλασταίνει, πως διψάει, πως σ’ αγαπάει;
Η νέα επικείμενη ζωή ξύπνησε μέσα της αρχέγονες ανάγκες, αυτές της επιστροφής στην φύση. Ο δικός της χρόνος τρέχει… έτρεχε. Δεν πρόλαβε ποτέ ν’ αγγίξει το περίγραμμα ενός πετάλου. Δεν αναρωτήθηκε για το ενοχλητικό άγγιγμα της τσουκνίδας.
Δεν προλάβαινε… και τσαλαπάτησε τα χαμομήλια.
Αν χάλασαν για πάντα, αν δεν ξαναβγούν, με τι θα συνομιλήσει το ροδακινί βλαστάρι τους; Τι απρόσεχτη! Τι βιασύνη για το τίποτα!
Άρχισε να στάζει ο ουρανός μαζί με την δύση. Σταγονίτσες ο πρώτος, ρόδινες ανταύγειες η δεύτερη. Οι φωτογραφίες θα της δώσουν τη πληροφορία της ομορφιάς της νέας άνοιξης. Θα καθησυχάσουν τις απορίες των μορφών της. Αυτές, τουλάχιστον, θα μπορέσει να τις δείξει. Σαν την μαγεία της εικονογράφησης βιβλίων βοτανικής και ανθέων. Χωρίς να το θέλει, πάλι απομακρύνεται από το άμεσο, το απτό. Προστρέχει στην κατατεθειμένη γνώση για τη νέα ζωή. Κι όμως, σκύβει και πιάνει το χώμα, το τρίβει ανάμεσα στα δάκτυλα, το αφήνει να πέσει. Φέρνει τα δάχτυλα στην μύτη. Θα το ‘βαζε στο στόμα, όπως τα μωρά όταν ανακαλύπτουν κάτι νέο, αν δεν άνηκε η κίνηση στις ‘απαγορευμένες’.
Το μύρισε. Μύρισε το χρόνο πάνω του, είδε τις οπλές των αλόγων που το πάτησαν, άκουσε τις ομιλίες των ανθρώπων που το περπάτησαν, μύρισε το αίμα που μάχες το πότισαν, ψίθυρους αγάπης από θεριστές, φωνές παιδιών που μαζί του κυλίστηκαν. Είδε τ’ απομεινάρια των σπόρων που έθρεψε και είπε, «Αυτό θα της δώσω! Θα τη καλέσω ν’ αποθέσει τις αισθήσεις της σ’αυτό το παλαιό χώμα, που κάθε άνοιξη αναγεννιέται και μαζί μ’ αυτό, κι η ίδια η ζωή!»
Θα της μίλαγε εκείνο τότε, με την αιώνια τη γνώση του.
Όλοι κάποιον ερχομό έχουν στο νου τους. Αυτή, τον δικό της. Στα βλαστάρια της θα προστεθεί ένα ακόμη. Ένα ροζ κλαδί ροδακινιάς με φόντο γαλανό, ξάστερο ουρανό. Θα ’ρθει να γλυκάνει τις ψυχές, να φέρει ελπίδα και χαμόγελο. Θ’ αρπάξει την ζωή από το χέρι και θα πει, «συνεχίζουμε».
Ψάχνοντας να βρει αμυγδαλιές, «ξάνθισαν», της είπαν. Βρέθηκε να οδηγεί σε χωματόδρομους αγροτικούς, δίπλα σε ελιές. Ήσυχο απόγευμα, με ξεχασμένους ανθρώπους εδώ κι εκεί, να μαζεύουν ραδίκια και ζοχούς για το σπίτι, αγριόχορτα για τα ζωντανά. Άλλοι, κάτω απ’ τις ελιές, έκαναν διάλειμμα. Κάπου-κάπου και κανένας σκύλος. Άλλος δεμένος σε αγρόκτημα, άλλος αδέσποτος. Στρουμπουλός ο πρώτος, σκελετωμένος ο δεύτερος, την περιεργαζόταν χωρίς να γαβγίζει.
«Μα τι κάνουν αυτό τον καιρό στις ελιές;» Πρώτη ερώτηση.
Δεύτερη: «Είναι αμυγδαλιά αυτή που βρήκες;»
Θα πήγαινε παρακάτω μήπως και γινόταν πιο εμφανές το είδος του δένδρου.
Τέτοιες ώρες είναι που νιώθει ξεκρέμαστη. Τέτοιες είναι οι ώρες που θυμώνει με τον εαυτό της. Δεν πρόσεχε. Εκείνος, ο πατέρας, έλεγε, έλεγε και εξηγούσε. Τότε ήταν αυτή που αφηνόταν στα δικά της ταξίδια του νου, στις δικές της σκέψεις. Είχε δικές της απορίες, προτεραιότητες. Ο κόσμος προχωρούσε κι αυτή έτρεχε να προλάβει, τα νέα, τις εξελίξεις, τον καινούργιο κόσμο που απλώνονταν μπροστά της.
Να την πάλι στον ίδιο δρόμο, χωρίς εκείνον.
Ο κόσμος μεγάλωσε, άλλαξε, αλλά είναι κάτι μέρη που μένουν τα ίδια. Ίδιοι μελαγχολικοί ορίζοντες, ίδιες μυρωδιές, ίδιοι μισογκρεμισμένοι φράχτες. Ούτε τα δένδρα ψήλωσαν! Μάλλον θα μίκραιναν.
Αυτή, μεγάλη πια σ’ ένα κόσμο μικρό, καλείται ν’ απαντήσει στην εγγονή της.
Να, θα την έχει εδώ πλάι, όπως εκείνη τότε ο μπαμπάς της, και θα της λέει, λέει, λέει...
Όμως… πανικός! Τίποτα δεν γνωρίζει πια γι αυτόν τον κόσμο. Ούτε καν ποια είναι η αμυγδαλιά.
Κι αν τη ρωτούσε; Κι αν ήθελε να μάθει; Αν την ένοιαζε ο άλλος ο κόσμος, ο έξω, ο μακρινός; Θα ‘βρισκαν εικόνες, θα ‘ψαχναν στο διαδίκτυο, θα ‘σκυβαν πάνω σε βιβλία. Θα ρωτούσαν.
Κι αν της έλεγε, «γιαγιά, μην ρωτάς, δεν μου αρέσει!»; Αυτής της αρέσει. Δεν το ‘χε τίποτα να σταματήσει και, φορώντας το διστακτικό της χαμόγελο, να ρωτήσει τους εργάτες:
- Με τι παιδεύεστε;
Απάντηση; Καμία. Μόνο απορημένα βλέμματα και μια αγωνία που στιγμιαία διέσχισε τα
πρόσωπα.
-Όκι γιουνάν.
Κατάλαβε, μουρμούρισε «ευχαριστώ» και βιαστικά μπήκε στ’ αυτοκίνητο.
Η απορία εκεί.
Η αγωνία για ποιο κόσμο θα μιλήσει στο παιδί, κι αυτή εκεί.
Τόση άχρηστη πληροφορία, κι αυτά τα απλά της γης τριγύρω, απόντα. Τι θα πείραζε αν μάθαινε κι αυτό;
Ε, πως, να μην ξέρεις ποιες ήταν οι πρώτες γυναίκες που διεκδίκησαν την ψήφο για τις
ομόφυλές τους; Να μην ξέρεις πότε έγινε η μάχη του Γρανικού; Πόσοι σκοτώθηκαν; Πως τον έλεγαν τον διάδοχο του Ιουστινιανού, κι αν ακόμη το ξέρεις, πότε γεννήθηκε… πότε πέθανε;
«Χρήσιμα, δε λέω, αλλά, να που εγώ κι η γη γίναμε δυο ξένοι», σκέφθηκε.
Τώρα που ένα νέο πλασματάκι θα ‘ρθει στην δική της οικογένεια, τώρα που αυτή θα πρέπει να του πει σαν μεγαλύτερη τα μυστικά της ζωής, τι θα ‘χε να του πει για την ομορφιά της γης; Τι είχε να του πει για τις ανάγκες αυτού του χώματος; Τι να του πει για το πως βλασταίνει, πως διψάει, πως σ’ αγαπάει;
Η νέα επικείμενη ζωή ξύπνησε μέσα της αρχέγονες ανάγκες, αυτές της επιστροφής στην φύση. Ο δικός της χρόνος τρέχει… έτρεχε. Δεν πρόλαβε ποτέ ν’ αγγίξει το περίγραμμα ενός πετάλου. Δεν αναρωτήθηκε για το ενοχλητικό άγγιγμα της τσουκνίδας.
Δεν προλάβαινε… και τσαλαπάτησε τα χαμομήλια.
Αν χάλασαν για πάντα, αν δεν ξαναβγούν, με τι θα συνομιλήσει το ροδακινί βλαστάρι τους; Τι απρόσεχτη! Τι βιασύνη για το τίποτα!
Άρχισε να στάζει ο ουρανός μαζί με την δύση. Σταγονίτσες ο πρώτος, ρόδινες ανταύγειες η δεύτερη. Οι φωτογραφίες θα της δώσουν τη πληροφορία της ομορφιάς της νέας άνοιξης. Θα καθησυχάσουν τις απορίες των μορφών της. Αυτές, τουλάχιστον, θα μπορέσει να τις δείξει. Σαν την μαγεία της εικονογράφησης βιβλίων βοτανικής και ανθέων. Χωρίς να το θέλει, πάλι απομακρύνεται από το άμεσο, το απτό. Προστρέχει στην κατατεθειμένη γνώση για τη νέα ζωή. Κι όμως, σκύβει και πιάνει το χώμα, το τρίβει ανάμεσα στα δάκτυλα, το αφήνει να πέσει. Φέρνει τα δάχτυλα στην μύτη. Θα το ‘βαζε στο στόμα, όπως τα μωρά όταν ανακαλύπτουν κάτι νέο, αν δεν άνηκε η κίνηση στις ‘απαγορευμένες’.
Το μύρισε. Μύρισε το χρόνο πάνω του, είδε τις οπλές των αλόγων που το πάτησαν, άκουσε τις ομιλίες των ανθρώπων που το περπάτησαν, μύρισε το αίμα που μάχες το πότισαν, ψίθυρους αγάπης από θεριστές, φωνές παιδιών που μαζί του κυλίστηκαν. Είδε τ’ απομεινάρια των σπόρων που έθρεψε και είπε, «Αυτό θα της δώσω! Θα τη καλέσω ν’ αποθέσει τις αισθήσεις της σ’αυτό το παλαιό χώμα, που κάθε άνοιξη αναγεννιέται και μαζί μ’ αυτό, κι η ίδια η ζωή!»
Θα της μίλαγε εκείνο τότε, με την αιώνια τη γνώση του.